Γέρασα ο μαύρος γέρασα

Γέρασα ο μαύρος γέρασα
κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου
και με φωνάζουν γέροντα
μα εγώ γέρος δεν είμαι
με γέρασαν τα βάσανα
του χάρου το μαχαίρι
μου πήρε την γυναίκα μου
και με τα δυό παιδιά μου
και έμεινα ο μαύρος έρημος
τούτο το καλοκαίρι μαύρο το πέρασα
αχ παγώνα μ'

(Δημοτικό της Μακεδονίας)