Βράδυ σ' ένα χωριό
Συγγραφέας:


Γαληνεμένη, ξάστερη, γαλάζια πέρα ὡς πέρα,
κρουστάλλινη ἀπ’ τὸν ὄρθρο της ὡς τὸν ἑσπερινό της
κι εἶχε πλανέψει καὶ τ’ ἀχνὸ χρυσὸ φεγγάρι ἡ μέρα
κι ἀργοταξίδευε ἄγρυπνο κι αὐτὸ στὸν οὐρανό της.

Τώρα ἀποκάτω ἀπ’ τὰ βουνὰ τὰ θεϊκά, ποὺ ἰσκιῶσαν,
μαζῶξαν τὰ κοπάδια τους ἀπ’ τὰ λιβάδια οἱ στάνες,
τοῦ κάμπου τὰ μικρόπουλα σωπάσανε· θολῶσαν
τὰ στενορύμια τοῦ χωριοῦ κι οἱ αὐλές τους μὲ τὶς δράνες.

Πλῆθος οἱ ὁλόχαρες φωνές· καὶ σβῆσαν λίγο λίγο··
κάποια τζιτζίκια μοναχὰ λαλοῦν καὶ πρὸς τ’ ἀμπέλια
κάποιες κοπέλες ξένοιαστες, γυρνώντας ἀπ’ τὸν τρύγο,
σκορπᾶνε ἀκόμα στὴν ἐρμιὰ τὰ δροσερά τους γέλια.

῎Ω! σὰν ἀρχίση γύρω μου γιὰ πάντα νὰ νυχτώνη,
δὲ θέλω τὰ ξερόφυλλα νὰ τρεμοφτερουγίζουν
στὸ δρόμο μου κι ἀπάνω μου οἱ ὀρφανεμένοι κλῶνοι
μ’ ἕνα βραχνὸ παράπονο νὰ μὲ καλονυχτίζουν.

Θέλω τὸ βράδυ, ποὺ θαρθῆ νὰ μ’ ἀγκαλιάση, νάναι
εἰρηνικὸ σὰν τ’ ἀγαθό, σὰν τ’ ἅγιο ἐτοῦτο βράδυ,
πὼς πέφτ’ ἡ νύχτα τὰ τρελὰ τζιτζίκια νὰ ξεχνᾶνε
καὶ νὰ μοῦ λένε γιὰ τὸ φῶς καὶ μέσα στὸ σκοτάδι.

Θέλω οἱ θαμπές μου οἱ θύμησες στὸ βάθος νὰ περνοῦνε
σὰν τὶς κοπέλες τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖνες· νάχω γείρει
στὴ γριὰν ἐλιά μας, νὰ γρικῶ σκυφτὸς ν’ ἀχολογοῦνε
τὰ γέλια τους ἀπ’ τῆς ζωῆς μακριὰ τὸ πανηγύρι...