Από του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίαν,
εντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·
ζωήν κ’ ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·
δότε να πίω.

Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,
αισθάνομ’ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίου
κ’ εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.
Δος μοι να πίω.

Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις
πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,
ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·
δότε να πίω.

Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.
Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·
εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —
δος, δος να πίω!

Και αν ήναι δηλητήριον, και ανεύρω την πικρίαν
της τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,
τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·
δότε να πίω!