Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Κωνσταντινούπολις
←Κύπρος | Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν Συγγραφέας: Χίος |
Βλαχοποιμένες→ |
Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἦλθον κατ’ εὐθείαν εἰς τὴν Πελοπόννησον πολλαὶ οἰκογένειαι. Ὅλοι δὲ οἱ ἄνδρες αὐτῶν ἀνακατώνοντο εἰς τὰ Ἑλληνικὰ πράγματα, ἄλλοι μὲν ὡς πολιτικοὶ καὶ ἄλλοι ὡς στρατιωτικοί. Ἡ δὲ Πελοπόννησος ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς πολλὴν ἀδελφικὴν ὑποδοχὴν, τοὺς συνέδραμεν καὶ ἄνοιξεν τὰς ἀγκάλας της καὶ τοὺς ἐζέστανε, καὶ ὄχι μόνον τούτους, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους νεοφερμένους καὶ καταδιωκομένους ἕνεκα τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἐκ τούτων ἡ πολυμελὴς οἰκογένεια τῶν Σούτσων ὑπηρέτησαν πολιτικῶς καὶ στρατιωτικῶς, ὡς καὶ ὁ Σιλήβεργος, οἱ Λεβῖδαι, ὁ Λαμπίκης Καρατσᾶς, ὁ Ἀλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ὁ Μπεζαϊδὲ Κωστάκης, ὁ Καρατσᾶς, ὁ Ἰάκωβος Ῥίζος, καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια τῶν Ῥίζων καὶ Ῥαγκαβήδων, καὶ ἄλλοι πολλοί. Ὁ δὲ Θεόδωρος Νέγρης αὐτὸς ἐθυσίασε τὴν θέσιν τοῦ πρέσβεως τοῦ Σουλτάνου εἰς Παρισίους, καὶ ἐπροτίμησε τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὴν θέσιν ταύτην τὴν πρόσκαιρον, ἀλλ’ ἔσωσε καὶ τὴν κεφαλήν του, τὴν ὁποίαν εἶχε μαζύ του ὅταν ἀπέθανεν, ὡς καὶ ἄλλοι Χριστιανοὶ, ἐκτὸς ἐκείνων οἵτινες ἐδούλευον ἀκόμη τὸν Σουλτάνον, καὶ ὑπῆγον εἰς τὸν ἄλλον κόσμον χωρὶς κεφάλι.
Οἱ δὲ Σοῦτσοι ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὑπηρέτησαν ὡς πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ, καὶ ὑπηρετοῦν τινες ἐξ αὐτῶν μέχρι σήμερον, ἔφερον προσέτι ὅταν ἦλθον ὅπλα καὶ ἄλλα πράγματα ἀναγκαῖα εἰς τὸν πόλεμον ὅσα ἐδυνήθη ἕκαστος. Ὁ Σοῦτσος αὐτὸς παρῄτησε τὴν ἡγεμονίαν του χάριν τῆς πατρίδος.
Ἐκτὸς δὲ τούτων ἦλθον καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλὰ τίς δύναται ὅλους νὰ τοὺς ἐνθυμηθῆ; ὅλοι δὲ αὐτοὶ ὑπηρέτησαν πολιτικῶς καὶ στρατιωτικῶς τὴν πατρίδα καὶ ἔδειξαν πολὺν ζῆλον ὑπὲρ αὐτῆς.
Οὗτος κατήγετο ἐκ Κωνσταντινουπόλεως. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως εὑρέθη εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ διερμηνέως τῆς Πελοποννήσου ὡς ὑπάλληλος αὐτοῦ. Ὁ δὲ διερμηνεὺς εἶχεν ἐπίσημον θέσιν κοντὰ εἰς τὸν Πασᾶν τῆς Πελοποννήσου, διότι ὅλαι αἱ ὑποθέσεις εἰσήγοντο δι’ αὐτοῦ εἰς τὸν Πασᾶν. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Σκαλίδης ἦτο μεμυημένος τὰ μυστήρια τῆς Ἑταιρίας πολὺ ἐχρησίμευσε, διότι ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του ἐμάνθανεν ὅλα ὅσα ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία δι’ ἐγγράφων ἐπληροφορεῖτο καὶ ἐμελέτα νὰ πράξῃ, ἐπειδὴ ὅλαι αἱ εἰδήσεις καὶ τὰ ἔγγραφα κατεστάλαζαν εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ διερμηνέως. Τότε δὲ οἱ Τοῦρκοι εἶχον πιάσει ἔγγραφα τῆς Ἑταιρίας, ὁ δὲ τοποτηρητὴς τοῦ Πασᾶ ἔδωκεν αὐτὰ εἰς τὸν διερμηνέα διὰ νὰ τὰ μεταφράσῃ, καὶ ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἐδύνατο νὰ ἐννοήσῃ τίποτε, διότι ἦσαν συμβολικὰ τὰ γράμματα, ὁ Σκαλίδης γνωρίζων ὡς εἴπομεν, τὰ τῆς Ἑταιρίας ἐζήτησεν αὐτὸς τὰ ἔγγραφα διὰ νὰ τὰ μεταφράσῃ, τὰ ὁποῖα καὶ ἔλαβε, διότι ἔχαιρε τὴν ἐμπιστοσύνην τοῦ διερμηνέως, ἀλλ’ ἐκάλυψε τὸ περιεχόμενον τῶν γραμμάτων ἐπιτηδείως, καὶ οὕτω μὲ ἄλλην ἔννοιαν τὰ ἀνέγνωσεν εἰς τὸν Τοποτηρητήν. Ὁ Σκαλίδης καὶ μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ἐφάνη πολὺ χρήσιμος διὰ τῶν γνώσεών του καὶ τοῦ καλάμου του εἰς τὴν πατρίδα. Διωρίσθη ὑπογραμματεὺς τῆς ΠεΠελοποννησιακῆς Γερουσίας, καὶ μετὰ ταῦτα εἰς πολλὰς ἄλλας πολιτικὰς ὑπηρεσίας.
Κατήγετο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἐπαναστάσεως ὑπηρέτει πάντοτε μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τοὺς πλέον ἐπισημοτέρους γενόμενος ὀφέλιμος διὰ τῶν γνώσεών του καὶ τῆς γραφικῆς του ἱκανότητος. Ὑπῆγε δὲ καὶ εἰς τοὺς πολέμους. Ἐγὼ τὸν ἐγνώρισα καλὰ κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς εἰσβολῆς τοῦ Δράμαλη, ὅτε ὁ Κολοκοτρώνης ἀνταμώθη μὲ τοὺς φεύγοντας Ἕλληνας ἀπὸ τὴν ἐμπροσθοφυλακὴν τοῦ Δράμαλη. Ἀνταμώθημεν δὲ εἰς τὴν θέσιν Νταούλι τοῦ Ἀχλαδοκάμπου. Τότε μάλιστα ὁ Φιλήμων μᾶς ἐβεβαίωσεν, ὅτι μόνον 50 καβαλαραῖοι εἶχον ἔλθει εἰς τὴν Ἀργολίδα, καὶ ὅτι τὸ φρούριον τοῦ Ἄργους ἦτο κενόν, καὶ ταῦτα ἐγνώριζε διότι ἦτον ὁ ὑστερινός, ὅστις ἦλθεν ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀφεντικοὺς Μύλους. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης τότε ὡδηγήθη ἀπὸ τὰ λεγόμενά του, καὶ ἀμέσως ἔστειλε τοὺς Μιστριώτας καὶ κατέλαβον τὸ φρούριον. Τότε εἶχεν ἔλθει ἕνα γράμμα εἰς τὸν Κολοκοτρώνην καὶ ἐπειδὴ ὁ γραμματικός του δὲν ἦτο ἐκεῖ, τὸ ἐπῆρεν ὁ Φιλήμων νὰ τὸ ἀναγνώσῃ, ἀλλ’ ἦτο βραγχνιασμένος ἀπὸ τὰς φωνὰς τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὸ Ἄργος διὰ νὰ ἐμποδίσῃ τοὺς Μανιάτας, οἱ ὁποῖοι ἔγδυναν τοὺς Ἀϊβαλιώτας καὶ λοιποὺς Χριστιανοὺς, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὸ ἀναγνώσῃ ἐλεύθερα, ἀλλ’ ἐπρόφερε γρ- γρ- γραχ- ἀπὸ τὴν βραγχνάδα, καὶ δὲν ἐδυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν τίποτε. Τότε ἐπῆρε τὸ γράμμα ὁ Δ. Ὑψηλάντης νὰ τὸ ἀναγνώσῃ· ἀλλὰ καὶ οὗτος ἐπειδὴ ἦτο ἐπίσης βραγχνιασμένος, καὶ ὡμίλει μὲ τὴν μύτην, ἦτο δὲ καὶ φύσει ἀδύνατος, ἐπρόφερε καὶ αὐτὸς βαυ- βα- βη- αβ. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης τότε πλέον ἄρχισε νὰ γελᾷ, καὶ νὰ λέγῃ ὁ ἕνας γρὰχ, γρὰ, ὁ ἄλλος βὰ βὰχ, μᾶς ἐθεραπεύσατε καὶ οἱ δύω. Εἰς ταῦτα ἐγέλασαν καὶ οἱ λοιποὶ, ἀλλὰ τοῦ εἶπον· διὰ γέλοια τώρα εἴμεθα; Τότε ὁ Κολοκοτρώνης εἶπε· «τὰ ἐχάσετε μὲ τοὺς παλῃότουρκους, τοὺς Μουρτάταις. Αὔριον νὰ τοὺς στενοχωρήσω πουθενὰ νὰ ἴδουν ποῦ θὰ πᾶν τὰ μπουστουβάνια τους. Μοῦ ἦλθαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν Μωριάν, καὶ ἀφοῦ δὲν ἔκαμαν προκοπὴν οἱ ἐντόπιοι, οὔτε αὐτοὶ θὰ κάμουν».
Ὁ Φιλήμων ὑπηρέτησε πλησίον τοῦ Δ. Ὑψηλάντου, τοῦ Π. Μαυρομιχάλη, καὶ κἄποτε μὲ τὸν Κολοκοτρώνην, ὅστις μάλιστα τὸν ἠγάπα καὶ τὸν ἐξετίμα διὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔγεινε γνωστὸς εἰς τοὺς Πελοποννησίους, καὶ εἰς ὅλους τοὺς Ἕλληνας.
Ὁ γνωστὸς τοῖς πᾶσιν, ὁ ἀγαθὸς ἑλληνοδιδάσκαλος κατ’ ἀρχὰς ἐδίδασκε καὶ ἐνήργει εἰς τὰς ἡγεμονίας ὑπὲρ τῆς ἐπαναστάσεως, ὕστερα δὲ μετ’ αὐτὴν ἦλθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον, καὶ μένων εἰς τὸ Ναύπλιον ἐβοήθει τὴν ἐπανάστασιν, καὶ ἐδίδασκε καὶ τοὺς νέους τὰ ἑλληνικὰ γράμματα καθόσον αἱ περιστάσεις ἐσυγχώρουν τοῦτο. Ἔπραξε δὲ καί τινα ἀξιομνημόνευτα πράγματα· ἐξεφώνησε π.χ. τὸν περίφημον λόγον εἰς τὸν πλάτανον τοῦ Ναυπλίου, ἐνθουσίασεν ὅλους τοὺς κατοίκους, καὶ τοὺς ἄλλους, ὅσοι εὑρέθησαν ἐκεῖ. Ἐσύστησε τὴν καβαλαρίαν, εἰπὼν εἰς τὸν λόγον του, ὅτι· «ἂν δὲν μᾶς δώσουν τὰ ἄλογα ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὰ ἔχουν καὶ κάθονται θὰ τοὺς τὰ πάρωμεν»· καὶ τὸ πλῆθος ἐφώναξε, ναί!
Μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων ἦλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας, ὁ δὲ Κολοκοτρώνης ἰδὼν αὐτὸν διδάσκοντα τοὺς μαθητὰς, ἐζήτησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς ὁμιλήσῃ ἔξω καὶ ἐπάνω εἰς τὴν Πνύκα, ὁ δὲ Γεννάδιος εἶπεν εἰς τοὺς μαθητὰς νὰ ὑπάγουν διὰ ν’ ἀκούσουν τὸν λόγον τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος καὶ πολεμάρχου τῆς Πελοποννήσου. Ἡ συρροὴ τῶν μαθητῶν παρακίνησε καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὑπῆγον νὰ τὸν ἀκούσουν. Ὁ δὲ Κολοκοτρώνης ὡμίλησε τότε τὸν ἀθῶον ἐκεῖνον καὶ εἰλικρινῆ λόγον, ὅστις φαίνεται εἰς τὴν ἐφημερίδα τοῦ Αἰῶνος τοῦ ἔτους 1838.
Οὗτος ἦτον εἰς τὴν Βλαχίαν καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ Ἑλληνικὴν ἐπανάστασιν κατετάχθη εἰς τὸν Ἱερὸν λόχον καὶ ὑπηρέτησεν ἐφ’ ὅσον αὕτη διήρκεσε. Διαλυθείσης δὲ τῆς ἐπαναστάσεως ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον ὅπου ὑπηρέτησε πολιτικῶς γράφων πάντοτε εἰς τὰ γραφεῖα. Κατόπιν δὲ ἔγεινε καὶ γραμματεὺς τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς, ἔχαιρε πολλὴν ὑπόληψιν διὰ τὰς γνώσεις του, καὶ τὴν φιλοπατρίαν του. Δὲν ἔμαθον τὴν πατρίδα του, διότι φαίνεται, ὅτι οἱ μανθάνοντες πολλὰ γράμματα δὲν ὁμολογοῦν τὴν πατρίδα των.