Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Επαρχία Πατρών

Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Ἐπαρχία Πατρῶν


ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΑΤΡΩΝ

ΘΑΝΟΣ ΚΑΝΑΚΑΡΗΣ

Οὗτος πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ὑπῆρξε πληρεξούσιος τῆς Πελοποννήσου παρὰ τῷ Σουλτάνῳ. Ἐλθὼν δὲ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως ὑπηρέτησε πολιτικῶς ὡς μέλος τῆς πρώτης Πελοποννησιακῆς Γερουσίας τῶν Καλτεζῶν, ἔπειτα ὡς πληρεξούσιος τῆς πρώτης Συνελεύσεως τῆς Πιάδος, ἐγένετο δὲ καὶ ἐκτελεστὴς καὶ ἀντιπρόεδρος. Ὁ δὲ ἐθνισμὸς καὶ ὁ πατριωτισμὸς τοῦ ἀνδρὸς τούτου δὲν ἔχουσι σύγκρισιν μὲ ἄλλον.


ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΝΑΚΑΡΗΣ Η ΡΟΥΦΟΣ

Οὗτος ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς.


ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Τοῦτον τὸν ἄνδρα, ἐλησμονήσατε, Κύριε Τρικούπη! ὅστις ἄφησε τὸ πτῶμά του εἰς τὴν γῆν τῆς γεννήσεώς σου, ὅπου ἔλυωσε καὶ τὴν ἐπότισε μὲ τὸ ἄλειμμά του. Ἡ σκιά του εἶναι ἐπάνω τῆς πατρικῆς σου γωνίας καὶ σὲ βλέπει.


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΟΝΤΟΣ

Οὗτος ὑπῆρξε πολιτικὸς, πληρεξούσιος καὶ Ἐκτελεστής.


ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ὑπηρέτησε πολιτικῶς ἐντὸς τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του χρησιμεύων ὡς Ἔφορος.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΖΕΡΙΤΗΣ

Οὗτος ἦτον ἐπίσημος νοικοκύρης, καὶ εἷς ἐκ τῶν τότε προὐχόντων τοῦ μέρους ἐκείνου τῶν Νεζερῶν, καὶ ἦτο γνωστός. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως πολὺ ἐχρησίμευσε δαπανῶν ἐξ ἰδίων του εἰς τὰς ἀνάγκας τοῦ στρατοπέδου, καὶ διατηρῶν καὶ ἴδιον σῶμα στρατιωτῶν, τοὺς ὁποίους ὡδήγουν τὰ παιδιά του εἰς τοὺς πολέμους κατὰ τὰς πολιορκίας τῶν Πατρῶν, καὶ ἀλλοῦ.


ΚΑΝΕΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΘΩΝΟΙ

Οὗτοι ὑπηρέτησαν μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Λόντου καὶ Ἀνδρέα Ζαΐμη, παρευρέθησαν εἰς πολλὰς μάχας ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου, ἀλλὰ καὶ ἐκτὸς αὐτῆς εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγίου, καὶ διεκρίθησαν ὡς ἄξιοι στρατιωτικοί.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΛΑΜΟΓΔΑΡΤΑΙ

Καὶ οἱ δύω οὗτοι ὑπηρέτησαν πολιτικῶς τὴν πατρίδα. Μάλιστα δὲ ὁ Ἀνδρέας καὶ ἐφυλακίσθη εἰς Τριπολιτσᾶν ὡς καὶ οἱ λοιποὶ πρόκριτοι τῆς Πελοποννήσου. Οἱ δὲ Τοῦρκοι ἔστειλαν αὐτὸν νὰ βεβαιώσῃ τοὺς προὔχοντας τῶν Καλαβρύτων καὶ Βοστίτσης νὰ ὑπάγουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν Τριπολιτσᾶν, καὶ ὅτι δὲν θέλουν κακοποιήσει αὐτούς. Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἔγεινε γερουσιαστὴς τῆς Πελοποννήσου, πληρεξούσιος καὶ βουλευτής.


ΘΑΝΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΗΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΟΠΟΥΛΟI Η ΚΟΥΜΑΝΙΩΤΑΙ

Κατήγοντο ἀπὸ τὸ χωρίον Κούμανι τῶν Πατρῶν. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ὑπῆρξαν καπεταναῖοι καὶ ὑπηρέτησαν εἰς τὰ Ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ἑπταννήσου ὡς ἀξιωματικοὶ ὅπου ἐδιδάχθησαν τὴν ὁπλασκίαν καὶ τὰς κινήσεις τὰς στρατιωτικὰς, καὶ τοιουτοτρόπως κατὰ τὴν ἐπανάστασιν ἐπαρουσιάσθησαν ὡς διδάσκαλοι. Κατὰ δὲ τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν εἶχον στρατιωτικὰ σώματα καὶ μὲ αὐτὰ ἐπολέμουν. Ὑπηρέτησαν δὲ ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ οὗτοι ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου ὡς πολεμισταί.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ

Οὗτος ὁ πρωτομάρτυς τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἦτον υἱὸς τοῦ περιφήμου Γιαννιᾶ ἀπὸ τὴν Προστοβίτσαν, ὅστις ἦτο κλέφτης πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ πολλοὺς Τούρκους ἔστειλεν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν ἐσώνοντο. Ἐλθούσης δὲ τῆς ἐπαναστάσεως, ὁ υἱὸς ἐμιμήθη τὸν πατέρα, καὶ πολὺ ἐζάλισε τοὺς Λαλαίους Τούρκους μαχόμενος κατ’ αὐτῶν. Εἰς ὅλας δὲ τὰς μάχας ἔδειξεν ἀνδρείαν μεγάλην καὶ πολεμικὴν φρόνησιν. Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους ἔμπλεξεν εἰς ἕνα πόλεμον μὲ τοὺς Λαλαίους, ἐκλείσθη μὲ ὀλίγους συντρόφους εἰς ἕνα ἐρημοκλησάκι κατὰ τὸ χωρίον Κάψα τῆς Ἠλείας, καὶ πολλοὺς Τούρκους ἐσκότωσεν ἕως ὅτου ἔσωσε τὰ πολεμοφόδια. Τότε οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἐπρότειναν νὰ παραδοθῇ, ἀλλ’ αὐτὸς ἀρνήθη, καὶ μετὰ ταῦτα Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες ἐλιανίσθησαν μὲ τὰ σπαθία. Τὸ δὲ ὄνομα τοῦ Γεωργίου Γιαννιᾶ διὰ τὴν παληκαριάν του ἐγράφη εἰς τὴν στήλην τῆς ἀθανασίας. Ὁ λαὸς δὲ ὁ ποιητὴς ὕμνησε τὴν μάχην ταύτην καὶ τὸν θάνατόν του διὰ τοῦ ἑξῆς ἡρωϊκοῦ ποιήματος.

Πολλαῖς μανούλαις θλίβονται κι’ οὕλαις παρηγοριῶναι·
Τοῦ Γιώργ’ ἡ μάνα θλίβεται, παρηγοριὰ δὲν ἔχει,
Στὸ παραθύρι κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει,
Τὰ ῥιζοβούνια τ’ Ὠλονοῦ βλέπει σκοτιδιασμένα·
Μὴν ἀπ’ τὰ χιόνια τὰ πολλὰ, μὴν ἀπὸ τὸ χειμῶνα;
Μητ’ ἀπ’ τὰ χιόνια τὰ πολλὰ, μητ’ ἀπὸ τὸν χειμῶνα,
Τὸν μαῦρο Γιώργη ἔκλεισαν οἱ ἄπιστοι Λαλαῖοι.
Αὐτοὶ δὲν ἦσαν λιγοστοὶ, ἦσαν δύο, τρεῖς χιλιάδες,

Κι’ ὁ Γιώργης ἦτο μοναχὸς μὲ δώδεκα νομάτους·
Ντερβῆς Ἀράπης φώναξεν ἀπὸ τὸ μετερίζι·
«Ἔβγα Γιώργη προσκύνησε καὶ δῶσε τ’ ἅρματά σου.»
Μουρτάτη πῶς μ’ ἐπέρασες νὰ βγῶ νὰ προσκυνήσω;
Μὴ γάρις εἶμαι νιόνυφη τὰ χέρια νὰ φιλήσω;
Ἐγὦμαι ὁ Γιώργης τοῦ Γιαννιᾶ, τοῦ πρώτου καπετάνιου,
Καὶ θὰ βαστάξω πόλεμον μὲ δώδεκα νομάτους.»
Μακροπανάγος φώναξεν ἀπὸ ψηλὴ ῥαχοῦλα·
Βάστα Γιώργη τὸν πόλεμον, βάστα καὶ τὸ τουφέκι,
Κι’ ἐγὼ μεντάτι σ’ ἔρχομαι μὲ δύο μὲ τρεῖς χιλιάδες».
«Τί νὰ βαστάξω, θεῖέ μου, τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις
Δίχως ψωμὶ, δίχως νερὸ δίχως καμμιὰ κυβέρνια;
Ποιὸς εἶν’ ἄξιος καὶ γρήγορος νὰ πάῃ στὴν Προστοβίτσα,
Νὰ πάῃ ν’ εἰπῇ τῆς Γιώργενας τῆς νεοπαντρεμένης
Νὰ μὴν ἀλλάξῃ τὴν λαμπρὴ, φλωριὰ νὰ μὴν κρεμάσῃ.
Τὸν Γεώργην τὸν ἐσκότωσαν..........


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΤΣΑΣ

Ὁ καπετάνιος οὗτος ἀνεδείχθη ἀπὸ ζῆλον καὶ φιλοπατρίαν κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς ἐπαναστάσεως. Ἦτον ὁ μόνος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ εἰς τοὺς Πατραίους ἐφάνη παληκάρι, διότι δὲν εἶχον ἄλλον ὅμοιον μὲ αὐτόν. Ὁ ἐνθουσιασμός του κατήντησεν εἰς αὐτὸν μανία, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε νὰ ἐκτιμήση τὴν ἀξίαν τοῦ στρατιώτου καὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ διὰ νὰ διοικῇ ἄλλους, ἦτο μόνον ἀτομικὸν παληκάρι.

Κατὰ δὲ τὰς ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως οἱ Ἕλληνες ἐν γένει δὲν ἐγνώριζον νὰ πολεμοῦν, ἀλλ’ οὔτε ἐδύναντο ἐδύναντο νὰ ἐννοήσουν, καὶ νὰ διακρίνουν καλῶς τὴν βλάβην τοῦ βολιοῦ καὶ τὴν διεύθυνσιν τοῦ τουφεκίου, μολονότι καὶ αὐτὸς καὶ ἄλλοι εἶχον γυμνασθῇ εἰς τὰ Ἀγγλικὰ τάγματα τῆς Ἑπταννήσου, καὶ ἀντὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν Τοῦρκον, τὸν ὁποῖον ἔβλεπε μακρύτερα πολλάκις ἐσκότωνε τὸν σύντροφόν του τὸν Ἕλληνα, ὅστις ἦτον ἐν τῷ μέσῳ, καὶ τοιουτοτρόπως πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἔτρεχον ἐμπρὸς κατὰ τῶν Τούρκων ἐσκοτώθησαν ἀπὸ τὰ ὀπίσω ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας, διότι χωρὶς νὰ σημαδεύουν ἔρριχναν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Θ. Κολοκοτρώνης, ὅταν ἔπινε κρασί, ηὔχετο καὶ ἔλεγεν· «ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ τοὺς συντρόφους μας εἰς τὸν πόλεμον.»

Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἀδελφὸς τῶν Κουμανιωταίων εὑρέθη εἰς τὸν πόλεμον σκοτωμένος καὶ πληγωμένος ἐκ τῶν ὄπισθεν, οἱ συγγενεῖς του ὑπώπτευσαν, ὅτι ὁ Καρατσᾶς τὸν ἐσκότωσε, καὶ ἔκτοτε τὸ πάθος τῶν ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν τοῦ φονευθέντος αὔξησε κατὰ τοῦ Καραντσᾶ, μάλιστα δὲ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον ἔλεγον τοῦτο, καὶ ἠκούσθη καὶ ἐκυκλοφόρησεν ἡ ἰδέα, ἡ ὁποία, ἂν καὶ δὲν ἦτον ἀληθινὴ, ὅμως ἐπιστεύθη, ὅτι ὁ Καρατσᾶς τὸν ἐσκότωσεν. Ἐπειδὴ δὲ ἀπὸ τοῦτον ἔλιπεν ἡ φρόνησις καὶ ὁ τρόπος τῆς συμπεριφορᾶς, καὶ δὲν ἔκρινε πόσον εἶναι κακὸν εἰς τοὺς συγγενεῖς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν ἀδελφόν, ἢ πατέρα, ἀντὶ νὰ δώσῃ ἐξηγήσεις καὶ νὰ πείσῃ τοὺς Κουμανιωταίους περὶ τῆς ἀθωότητός του, αὐτὸς ἐξ ἐναντίας ἤρχισε νὰ καταφρονῆ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς δείχνῃ, ὅτι αὐτὸς εἶναι παληκάρι, τοὺς σκοτώνῃ, καὶ δὲν τολμοῦν νὰ τὸν πειράξουν. Οἱ δὲ πρόκριτοι πάλιν τὸν μετεχειρίσθησαν ὡς ἰδικόντων διὰ νὰ καταβάλουν τοὺς Κουμανιωταίους ὡς ἔχοντας ἐπιρροὴν, καὶ ἀντ’ αὐτῶν ν’ ἀναδείξουν ἐκεῖνον, καὶ μολονότι οἱ Κουμανιωταῖοι τοὺς εἶπον νὰ τὸν ἀπομακρύνουν εἰς ἄλλο σῶμα διὰ νὰ μὴν ᾖναι ἐκεῖ ὅπου ἦσαν καὶ αὐτοὶ, διότι θὰ τὸν σκοτώσουν, οἱ ἄρχοντες ὅμως τὸν ἐσηκομύαλησαν καὶ τὸν εἶχον μαζί των καὶ δὲν ἄκουσαν τοὺς Κουμανιωταίους, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ θεραπεύσουν τὸ κακόν, νὰ τοὺς ἀγαπήσουν ἢ νὰ τὸν μακρύνουν ἐκεῖθεν, διότι δὲν εἶχε καὶ μεγάλον σῶμα στρατιωτῶν, ὡς οἱ ἐχθροί του. Μόνον ὁ Γεώργιος Λεχουρίτης βλέπων τὴν καταφρόνησιν τοῦ Καραντσᾶ πρὸς τοὺς Κουμανιωταίους, καὶ τὴν ἀγανάκτησιν τούτων κατ’ ἐκείνου, προβλέπων δὲ καὶ τὸ μέλλον δυστύχημα, εἶπεν εἰς τοὺς προκρίτους νὰ οἰκονομήσουν τὸ πρᾶγμα διότι δὲν πάει καλὰ, καὶ κατόπιν ἐπῆρε τὸν Καρατσᾶν καὶ ὑπῆγον μαζὺ εἰς τὸ Λεχοῦρι ὅπου ἔμειναν ὀλίγας ἡμέρας, καὶ τὸν ἐσυμβούλευε νὰ λείψῃ ἐκεῖθεν· ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ μείνῃ καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Πάτρας, ὅπου ἐφονεύθη· ὁ δὲ θάνατός του ἔγεινεν ὡς ἑξῆς. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου μίαν ἡμέραν ὁ Καραντσᾶς ἦτον ἔξωθεν τοῦ μοναστηρίου Ὀμπλοῦ, καὶ ἤρχετο νὰ ἔμβῃ μέσα ἀπὸ τὴν μεγάλην πόρταν. Οἱ συγγενεῖς τῶν Κουμανιωταίων τὸν εἶδον, καὶ αὐτὸς τοὺς εἶδεν, ἀλλὰ ἐκοντοχόρευεν, ἐσήκωνεν ὄπισθεν τὰ πόδια του καὶ τοὺς ἐπερίπαιζεν, ὅτε ὁ Ταλαμηδᾶς τὸν ἐτουφέκισε καὶ τὸν ἐφόνευσεν. Τοιουτοτρόπως ἔγεινε φανερὰ καὶ ἐν πλήρει μεσημβρίᾳ ὁ φόνος, καὶ ὄχι κρυφᾷ καὶ δολίως· ἡ δὲ πρᾶξις εἶναι ὁπωσδήποτε κακὴ, καὶ ἀνόητος ἡ τοιαύτη ἐκδίκησις.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΛΑΜΟΓΔΑΡΤΗΣ

Ἀνὴρ στρατιωτικὸς, εὔμορφος καὶ καλοκαμωμένος. Εὑρέθη εἰς πολλὰς μάχας κατὰ τῶν Τούρκων, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἐκστρατείαν τῶν Πελοποννησίων εἰς Ἀθήνας ἐπὶ τῆς ἀρχηγίας τοῦ Γενναίου Κολοκοτρώνη ὅπου εἴς τινα μάχην καὶ ἀρίστευσεν.


ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΤΟΓΟΥΡΗΣ

Κατήγετο ἐκ τῆς νήσου Κεφαληνίας, καὶ ἐχρησίμευσε πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως καὶ μετ’ αὐτήν. Οἱ εὑρεθέντες ἐκεῖ εἰς τὰς Πάτρας Ἰωάννης Βλασόπουλος καὶ Ἰωάννης Παπαρρηγόπουλος ὑπάλληλοι τοῦ Ῥωσσικοῦ προξενείου, ἡνωμένοι μετὰ τοῦ μητροπολίτου Γερμανοῦ, Ἰωάννου Παπαδιαμαντοπούλου καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κοντογούρη, προξένου ὄντος τότε ἑνὸς Εὐρωπαϊκοῦ κράτους, ἐνεργοῦσαν ὅλοι ὁμοῦ πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἐπανάστασιν. Αἱ πρὸς τὰς δυνάμεις σταλεῖσαι ἀναφοραὶ καὶ αἱ προκηρύξεις τοῦ πολέμου ἀπὸ αὐτοὺς ἔγειναν, διότι ἦσαν εἰδήμονες τῶν Εὐρωπαϊκῶν πραγμάτων.

Οἱ ἐντόπιοι Τοῦρκοι τῶν Πατρῶν δὲν εἶχον καμμίαν διαφορὰν ἀπὸ τοὺς ἐντοπίους Ἕλληνας, μόνον δὲ κατὰ τὴν θρησκείαν διέφερον, ἐμπορεύοντο δὲ καὶ αὐτοὶ, καὶ ἦσαν ἥμεροι, εἶχον δὲ καὶ κτήματα, ὡς καὶ οἱ Ἕλληνες.

Κανεὶς δὲ δὲν ἐπίστευεν, ὅτι τὸ φρούριον τῶν Πατρῶν ἤθελε μείνει τόσον δυνατὸν καὶ ἀκυρίευτον μέχρι τέλους τῆς ἐπαναστάσεως, ἂν καὶ ἔγειναν τόσαι μάχαι δι’ αὐτό, καὶ ἕνεκα τούτων ἐκινδύνευσεν ὅλον τὸ ἔθνος. Ταῦτα δὲ ἔγειναν ἕνεκα τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ἄλλων προκρίτων, οἱ ὁποῖοι ἐπέμενον νὰ διευθύνουν αὐτοὶ τὰ ὅπλα κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ των Γερμανοῦ.

Ὅσα δὲ ἔγειναν κατ’ ἀρχὰς τῆς ἐπαναστάσεως πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν Πατρέων Τούρκων ἐνεργήθησαν ἀπὸ τὸν εὑρεθέντα τότε ἐκεῖ Ἄγγλον πρόξενον Φίλιππον Γκρήν. Οὗτος συνέδραμε τοὺς Τούρκους ἐξαπατῶν τοὺς Μεσολογγίτας καὶ μερικοὺς νησιώτας Ἴωνας, διὰ τῶν ὁποίων ἐπρομήθευεν ὅλα τὰ μέσα καὶ τὰ ἄλλα ἀναγκαῖα τρόφιμα, τὰ ὁποῖα οὗτοι ἐπρόβλεπον καὶ ἐκουβάλουν εἰς τὰ φρούρια τῶν Πατρῶν. Ἐπλανήθησαν ἀπὸ τὰ μεγάλα κέρδη, καὶ ἔγειναν κατὰ τοῦτο προδόται τῆς πατρίδος των. Ὁ δὲ ἀχόρταστος καὶ πλεονέκτης Γκρὴν ἐβοήθει τοὺς Τούρκους διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν πλεονεξίαν καὶ τὴν αἰσχροκέρδειάν του. Ἀλλ’ ἐκτὸς τοῦ Γκρὴν καὶ οἱ ἄλλοι τότε τῶν μερῶν ἐκείνων πρόξενοι τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Αὐστρίας, τῆς πρὸ χρόνων πολλῶν ἐχθρευομένης τὴν φυλὴν τὴν Ἑλληνικὴν, καὶ μετὰ τούτων καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ σύντροφός των Ἀνδρέας Φακίρης ἐκ Χίου ἐπρομήθευεν εἰς τοὺς Τούρκους ζωοτροφίας. Ὅλοι δὲ οὗτοι μεγάλως ἔβλαψαν τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνας, διότι ἐκτὸς τῶν τροφῶν τὰς ὁποίας, ὡς εἴπομεν, ἐπρομήθευον καὶ ἐπρόδιδον τὰ σχέδιά των πρὸς τοὺς Τούρκους, πολιτικῶς δὲ οἱ πρόξενοι πρόξενοι παρεμόρφονον εἰς τὰς Αὐλάς των καὶ τὰ πράγματα ὑπὲρ τῶν φίλων των Τούρκων καὶ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν των Ἑλλήνων.

Πρέπει ὅμως νὰ ὁμολογήσωμεν τὴν ἀλήθειαν, ὅτι ἐὰν ἔλειπον ὁ Ἰ. Παπαδιαμαντόπουλος, ὁ Ἰ. Βλασόπουλος, ὁ Ἰ. Παπαρηγόπουλος, ὁ Ἀνδρέας Κοντογούρης καὶ ὁ μητροπολίτης Γερμανός, οἱ ὁποῖοι κατώρθωσαν νὰ ἐμποδίσουν ὅλα τὰ σχέδια τῶν Ἄγγλων προξένων καὶ τῶν Αὐστριακῶν, ἤθελον χυθοῦν ἐκεῖθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον ὅλοι οἱ Τοῦρκοι Ἀλβανοί. Τοῦτο δὲ καθαρὰ ἀποδεικνύεται· διότι ὅσαι δυνάμεις ἐπρόφθασαν νὰ κινήσουν ἀπὸ τὴν Ῥούμελην μὲ πολλὴν εὐκολίαν ἐπέρασαν, ὡς διηγοῦμαι εἰς τὰς παρατηρήσεις μου εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Κ. Τρικούπη, διότι οὗτος τὰ ἐλησμόνησε, φαίνεται. Τοιουτοτρόπως ὁ μὲν Ἰσοὺφ πασᾶς Σέραλης ἔφερε Τούρκους Ἀλβανοὺς καὶ ἄλλους ὑπὲρ τοὺς ὀκτακοσίους πρὸς βοήθειαν τῶν φρουρίων, ὁ δὲ Ἀσλὰν Ἀγάκος, ἐπίσημος Ἀλβανὸς, περὶ τοὺς χιλίους ὀκτακοσίους διὰ νὰ χρησιμεύσουν ὡς φρουρὰ τῶν φρουρίων, ὁ δὲ Μουσταφᾶ Κεχαγιᾶς τοῦ Χουρσὴτ πασᾶ τοῦ κυριάρχου τῆς Πελοποννήσου ἐπέρασε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Πελοπόννησον φέρων ὑπὲρ τὰς τέσσαρας χιλιάδας ἐπίσης Ἀλβανοὺς πολεμιστάς, καὶ κάμποσους καβαλαραίους.

Οἱ γράφοντες περὶ τῶν στρατιωτικῶν πραγμάτων τῆς Πελοποννήσου, καὶ ἰδίως περὶ τῆς εὑρεθείσης δυνάμεως κατὰ τὴν ἀρκτικὴν αὐτῆς πλευρὰν ἐλθούσης ἀπὸ τὴν Ῥούμελην, ὅλοι οὗτοι ἐκφράζονται περὶ τούτων μὲ πολλὴν ἀδιαφορίαν, καὶ ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο τίποτε. Ὁ Ἰσοὺφ πασᾶς ὅταν ὑπῆγεν νὰ πάρῃ τοὺς Λαλαίους καὶ νὰ τοὺς συνοδεύσῃ εἰς τὰς Πάτρας εἶχε μόνον ἑπτακοσίους καβαλαραίους, τὸ ὁποῖον μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς. Ποῦ δὲ αἱ δυνάμεις αὗται ἔμενον; Ἐντὸς ἑνὸς φρουρίου. Ὅταν δὲ ἡ φρουρὰ εἶνε μόνον ἀπὸ χιλίους πολεμιστὰς, ὁ πολιορκητὴς πρέπει νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον τρεῖς χιλιάδας διὰ νὰ εἶνε ἰσοδύναμος τῶν πολιορκουμένων. Εἰς δὲ τὸ φρούριον τῶν Πατρῶν ὑπῆρχεν ἡ ἀρχῆθεν εὑρισκομένη δύναμις ἐκ Τούρκων ξένων μισθωτῶν περὶ τοὺς τριακοσίους, οἵτινες ἐχρησίμευον ὡς φρουρά. Μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθον οἱ ἐντόπιοι Λαλαῖοι Τοῦρκοι, καὶ οἱ προμνημονευθέντες καὶ ἐλθόντες ἐκ τῆς Στερεᾶς, κατόπιν δὲ τούτων ὅσους ἔφερεν ὁ Τουρκικὸς στόλος μὲ τὸν Κακλαμὰν πασᾶν ὑπὲρ τὰς δέκα χιλιάδας· ὥστε τὸ ὅλον γίνεται περίπου δέκα πέντε χιλιάδας. Ἐκτὸς δὲ τοῦ Μουσταφᾶ Κεχαγιὰ, ὅστις μὲ τὰς 4000 καὶ μὲ τὴν καβαλαρίαν ἐτράβηξεν εἰς τὰ ἐνδότερα τῆς Πελοποννήσου, τὸ ἀπόρθητον τοῦ φρουρίου, διὰ νὰ ἐκπολιορκηθῇ, ἀπαιτεῖ τοὐλάχιστον 45,000, διότι ἡ ἀναλογία τῶν πολιορκουμένων πρὸς τοὺς πολιορκητὰς ἦτον ἕνας πρὸς τρεῖς. Τοιαύτη ἦτον ἡ ἀνισότης τῆς δυνάμεως τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὰς πολιορκίας τῶν φρουρίων.


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΑΓΙΑΣ

Οὗτος ὁ καπετάνιος κατήγετο ἐκ τοῦ χωρίου Ζουμπάτα τῆς ἐπαρχίας Πατρῶν. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἦτο μικρὸς κλέφτης, καὶ ὡς τοιοῦτος τότε ἐγνωρίζετο. Κατὰ δὲ τὴν ἐπανάστασιν εὑρέθη μὲ σῶμα στρατιωτῶν συγκείμενον ἀπὸ τοὺς γείτονάς του Ἀλβανοὺς, καὶ ὑπῆγεν εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου καὶ ἐπολέμησεν ὡς καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες. Ὁ Σαγιᾶς ἀνῆκεν εἰς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, ὁ δὲ ἐξάδελφός του Δ. Νενέκος, ὁ προδότης, ἀνῆκεν εἰς τὸν Θάνον Κανακάρην καὶ εἰς τὸν υἱόν του Μ. Ροῦφον, καὶ εἶχε περισσοτέρους στρατιώτας ἀπὸ τὸν Σαγιᾶν. Εἰς τοῦτον τὸν Σαγιᾶν, ἐχθρὸν ὄντα τοῦ Νενέκου, ὁ Κολοκοτρώνης ἔδωκε γραπτὴν ἄδειαν νὰ φονεύσῃ τὸν προδότην Νενέκον, καὶ κατὰ τὸ 1828 εὑρὼν αὐτὸν τὸν ἐφόνευσεν. Τὰ δὲ περὶ τῆς προδοσίας καὶ τοῦ φόνου τοῦ Νενέκου ἱστοροῦνται λεπτομερῶς εἰς τὰ ἀπομνημονεύματα.