Βάγια
Συγγραφέας:
Μάρτιος 1882.


Ἀφῆστε τὰ πολιτικὰ καὶ τὰ σπουδαῖα τ' ἄλλα
καὶ τὸν Τρικούπη νὰ κρατῇ μονάχος του τὰ τρία
καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ἂς πᾶμε μὲ τρεχάλα
νὰ δοῦμε τῶν Ταρτούφηδων τὴν τόση φασαρία.
Μὲ λόγια καὶ γραψίματα σαπίσαμ' ἐδῶ πέρα
ἂς πᾶμε τώρα κι' ὣς ἐκεῖ νὰ πάρουμε ἀέρα.

Γιατὶ μὲ μύρτα φαίνονται οἱ δρόμοι των στρωμένοι,
γιατί ὁ κάθε μαχαλὰς σηκώθη στὸ ποδάρι,
τί τρέχουν οὶ ταρτούφηδες μὲ βάγια στολισμένοι;
Γιατὶ θὰ ἔλθῃ ὁ Χριστὸς καβάλλα στὸ πουλάρι.
Τρεῖς μέραις τὸν προσμένουνε μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα
κι' ὁ κύριος Θεάνθρωπος δὲν πρόβαλλε ἀκόμα.

Ἰδού! Ἀκούω νὰ βροντᾷ βαρὺ τοῦ Κροὺπ κανόνι!
Νά! νά! προβαίνει ὁ Χριστὸς καβάλλα στὸ πουλάρι,
ἡ ἀτμόσφαιρα θόλωσε ἀπὸ καπνὸ καὶ σκόνη,
ἀφρίζουνε καὶ τ' ἄλογα, κλωτσοῦνε κι' οἱ γαϊδάροι.
Καὶ μὲς στὴν τόση ταραχὴ καὶ τὴν ἀναμπουμπούλα
τὸ τσόκαρό της ἔχασε κομψὴ Ἑβραιοπούλα.

Ἀρχίζει τὴν προσφώνησι ὁ κύριος Ραβῖνος:
«Ὡς εὖ παρέστης, κὺρ Χριστέ», τοῦ λέει ταπεινά...
Μὲ θεϊκὸ χαμόγελο τὸν χαιρετᾷ ἐκεῖνος
κι' ὅλος ὁ κόσμος γύρω του φωνάζει «Ὡσανά»!
Μὰ στὰ καλὰ καθούμενα ἀγρίεψε ὁ πῶλος
καθὼς τοῦ Σούτσου ὁ καρὰς σὰν πάρθηκε ὁ Βόλος.

Ἀγρίεψε καὶ μιὰ κλωτσιὰ εἰς τὸν Ραβῖνο δίνει,
τοῦ φεύγει κι' ἡ κονκάρδα του καὶ μὲ τὰ μοῦτρα πέφτει.
Τὸν ἐλυπήθη κι' ὁ Χριστὸς στὴ θέσι του ἐκείνη
μὰ τὸ πουλάρι ἔτρεψε θαρρεῖς καὶ εἶχε νέφτι.
Ὅλοι, ἐφώναζαν «Χριστέ, τὴν οἱκουμένη σῶσε»,
κι' ἐδέρνοντο κι' ἐσπρώχνοντο πατεῖς με καὶ πατῶ σε.

Μὰ ἕνας χρυσοκάνθαρος, Ζακχαῖος τ' ὄνομά του,
μὲ τὸν κουτὸ τὸν Ρούκη μας στὸ μπόϊ ἕνα ταῖρι
μέσα στὸν κόσμο ἔχασε ὁ δόλιος τὰ νερά του
καὶ δὲν μποροῦσε τὸ Χριστὸ νὰ δῇ ἀπὸ τ' ἀσκέρι.
Λοιπὸν κι' αὐτὸς ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκιὰ σὰν γάτα,
νὰ δῇ καλὰ καὶ τὸν Χριστὸ καὶ ὅλη τὴν παράτα.

Σὰν εἶδε τότε ὁ Χριστὸς τὸν ζῆλο του τὸν τόσο,
«Ζακχαῖε, τὸν ἐφώναξε, γι' αὐτή σου τὴν ἀγάπη
στ' ἀρχοντικό σου σήμερα θὰ ἔλθω νὰ τὸ στρώσω
καὶ βγάλε ὅ,τι διαλεκτὸ φυλᾶς μὲς στὸ ντουλάπι».
Τὸ κομπλιμέντο τοῦ Χριστοῦ τὸν κατενθουσιάζει
κι' ἀμέσως ὁμογενικὸ τραπέζι ἑτοιμάζει.

Λοιπὸν ἐπῆγε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παρέα ὅλη,
μὰ τοῦ Ζακχαίου κόντεψε νταμπλὰς νὰ τοῦ κατέβῃ.
Δὲν εἴξευρε, πὼς θὰ ἐλθοῦν μαζὶ κι' οἱ Ἀποστόλοι
κι' ἐβλαστημοῦσε μοναχὸς γιὰ ὅ,τι τοῦ συνέβη.
Εἶχε καὶ δοῦλα ὄμορφη αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος
κι' ἀπὸ κοντὰ τὴν ἔπιασε ὁ ἕνας Ζεβεδαῖος.

Ἀφοῦ ἐφάγανε καλὰ στοῦ φίλου τὴν καμπούρα,
ἀφοῦ προπόσεις ἔκαμαν καὶ τόσα κοπλιμέντα,
ἦλθαν καφέδες Τούρκικοι καὶ τῆς Ἀβάνας πούρα
καὶ ἄρχισαν γιὰ τοὺς Ρωμηοὺς πολιτικὴ κουβέντα.
Γιὰ ἕνα μόνο σταματᾶ ὁ νοῦς μου καὶ θολώνει,
πῶς δημοκράτης ἔφαγε σ' ὁμογενοῦς σαλόνι.