Αχ! Τι κρίμα
Συγγραφέας:
28 Ιουνίου 1881.


Πόσο τώρα μετανοιώνω ποὺ δὲν εἶμαι στρατιώτης!
Ἄχ! ἂν ἤμουνα καὶ πάλι φανταράκι ζηλευτό,
θὲ νὰ πήγαινα στὴν Ἄρτα παλληκάρι κι' ἐγὼ πρώτης
δίχως ναῦλο νὰ πληρώσω οὔτε κάλπικο λεφτό.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

Στὸν παληὸ καιρὸ ἐκεῖνο, ὅπου ἤμουν γὼ φαντάρος
εἶχε βάσανα κι' ἀγκάθια τοῦ σολντάνου ἡ ζωή,
τὸν ἐτρόμαζε ὁ ἴσκιος τοῦ πολέμου ὡσὰν χάρος,
καὶ ξεκούφαινε τ' αὐτιά μου τοῦ πολέμου ἡ βοή.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

Ἄχ! τί νειάτα ἦταν κεῖνα!... μὲ τὸ ὅπλο εἰς τὰ χέρια
ἐπροσμέναμ' ὥρα ὥρα ἕνα μὰρς νὰ μᾶς εἰποῦν...
νὰ χημήξωμε στοὺς Τούρκους καὶ στῇς Τούρκαις σὰν ξεφτέρια,
καὶ σὲ δυὸ ἀπ' τὰ σπαθιά μας σὰν ρεπάνια νὰ κοποῦν.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

Μὲ τῇς δόξαις μου ἐκείναις ζῶ ὡς τώρα μοναχός μου,
αὐταῖς μέσα εἰς τὸν νοῦ μου χύνουν οἶστρον ὑψηλό,
ὡσὰν ὄνειρο περνοῦσε κάθε ὥρα ἀπ' ἐμπρός μου,
τῇς κυττάζω, τῇς θυμοῦμαι, καὶ μὲ κάνουν νὰ γελῶ.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

Τώρα γλέντι καὶ ραχάτι, καὶ τρεχάματα καθόλου,
τώρα ζήτω καὶ εἰρήναις καὶ ρουκέταις καὶ χαρά,
καὶ κατάληψις τῆς Ἄρτας καὶ ἀργότερα τοῦ Βόλου,
δίχως ψεύτικη κἂν μάχη καὶ δυὸ ἄσφαιρα πυρά.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!

Ὤ! ἀφῆστε με καὶ πάλι τὴ σπαθάρα μου ν' ἁρπάξω,
ὄχι ὅμως γιὰ νὰ κόψω ὅποιον Τοῦρκο κι' ἂν εὑρῶ,
τὸ σπαθὶ τὸ θέλω τώρα γιδοπρόβατα νὰ σφάξω,
καὶ χορτάτος νὰ φιλήσω τῆς σημαίας τὸ σταυρό.
Ἄχ! τί κρίμα νὰ μὴν εἶμαι φανταράκι σὰν καὶ πρῶτα,
νὰ περνῶ ζωὴ καὶ κότα!