Αυτός που ξενιτεύτηκε

Αὐτὸς ποῦ ξενιτεύτηκε
Συγγραφέας:
Τα έργα του Λορέντσου Μαβίλη (1922)


Αὐτὸς ποὺ ξενιτεύτηκε χρόνια πολλὰ σὲ χώραις
Pοὺ ταῖς σκεπάζ’ ἡ καταχνιὰ καὶ δέρνουν ταις τὰ χιόνια,
Ὁπ’ οὐρανοῦ χαμόγελο δὲν ταῖς καλοκαρδίζει,
Ὁποῦ ’ναι κρύαις ἡ καρδιαῖς κ’ εἶναι τὰ πάντα κρύα,
Σὰν τύχῃ ’ς τὴν πατρίδα του μιὰ μέρα νὰ γυρίσῃ
Καὶ ματαϊδῇ λαχταριστὸς τὰ πράσινα βουνά της,
Τὴ γαλανή της θάλασσα καὶ τ’ ἀνθηρ’ ἀκρογιάλια
Κ’ ἕνα γλυκὸ θερμὸ φιλὶ λάβῃ ἀπὸ χείλη ἀγάπης,
Τόσης χαρᾶς δὲ θά ’νοιωθε γλήγωρο καρδιοχτύπι,
Ὅσο εἶναι αὐτὸ ποὺ νοιώθω ἐγὼ τὸ γράμμα σου φιλῶντας.
Καὶ ἀγνάντια μου σηκόνονται ἀεροφορεμένα
Φαντάσματ’ ἀλληνῆς ζωῆς ποὺ τὴν ἐλέγαν νειότη,
Καὶ κοιμισμένα αἰσθήματα ξυπνοῦν καὶ μοῦ τινάζουν
Καθὼς ἀεράκι δροσερὸ τὰ φύλλα τῆς καρδίας.
Μοσχοβολοῦν οἱ ἐνθύμησες ’ς τὴν τωρεινὴν ἐρμιά μου
Καὶ ὁλόλαμπραις ἀνθοβολοῦν μ’ ἀγκάθια ἀδελφωμέναις,
Ἀλλ’ ἡ χαραῖς μου γλήγωρα θὰ μαραθοῦν σὰν ρόδα
Σ’ ἑνὸς λειψάνου τὸ κορμὶ μιὰν ὥρα πρὶν τὸ θάψουν.
Ἄχ! γιατὶ τόσο ἐσιώπησες, γιατὶ τά μαγικά σου
Λόγια πρωτήτερα νὰ ἠχοῦν δὲν ἄρχισαν καὶ τώρα,
Τώρα ποὺ ᾑ ἐλπίδες μου ἔσβυσαν κ’ ἐσκόρπισαν γιὰ πάντα,
’Στὴ ζωὴ πάλε μὲ καλεῖς ἀνέλπιδος νὰ ζήσω;
Μοῦ δείχνεις τὴν παράδεισο ’ς τὴν κόλαση ποὺ μ’ ἔχει,
Μοῦ δείχνεις πάλε μιὰ εὐτυχιὰ ποὺ πλιὰ δὲ θὰ ματάλθῃ.