Αυγή
Αὐγή Συγγραφέας: |
Περιοδικό «Νέα Ζωή», τ.3-4, περίοδος Δ΄ (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1914) |
Ξύπνησα καὶ πῆγα
νὰ χαρῶ νὰ βρῶ
τῆς αὐγῆς τὸ ρῆγα
καὶ τὸ θησαυρό,
σὰ σὲ πανηγύρι,
στὸν ἀφρὸ οὐρανὸ
τοὐρανοῦ τὸν κύρη,
τὸν αὐγερινό.
Πρώτη φορὰ τάχα
σὰ νὰ τὴ θωροῦσα
τὴ ροδογελοῦσα,
τάχα δὲν ξανά ’χα
στὴ γραμμένη Ἀθήνα
θαμπωθῆ κ’ ἐγὼ
ἀπὸ τἄϋλα κρῖνα
ποὺ κορφολογῶ;..
Ξωτικές! καὶ ντύνονται
καθεμιὰ τὸ φόρεμα
μὲ τἀσημογνέματα
καὶ τὰ χρυσοράμματα,
λούζονται καὶ σβύνονται
μέσ’ στὸ νεραϊδόρρεμα
τὰ γλυκοχαράματα,
καὶ σ’ ἐμένα δίνονται,
σάμπως ἀπὸ πνέματα,
χάρες καὶ γητέματα.
Γεύτηκα τὴν πλάση,
τοῦ Μαγιοῦ κεράσι,
καὶ τὸν οὐρανό,
μιᾶς πηγῆς κρουνό,
κ’ ἔχυνε ὁλοένα
μέσ’ σὲ χρυσοκάνατο,
κ’ ἔχυνε γιὰ μένα
τὸ νερὸ τ’ ἀθάνατο.
Κ’ εἴταν ἕνα σπήλιο
σὰν ἀπὸ τοπάζι,
πιὸ ἀκριβὸ ἀπ’ τὸν ἥλιο,
κ’ εἶδα νὰ μοιράζῃ
τῆς αὐγῆς τὸ χέρι
τὸ μαργαριτάρι,
κ’ ἤπια σὰ νεχτάρι
τῆς αὐγῆς τἀστέρι,
κ’ εἴταν ὡς νὰ βρῆκα
πρώτη φορὰ τώρα
τῆς ζωῆς τὴν ὥρα,
τῆς ζωῆς τὴ γλύκα,
κ' εἴταν ὡς νὰ μπῆκα
πρώτη φορὰ τώρα
στῆς ζωῆς τὴ χώρα
τὴ θησαυροφόρα,
καὶ ξαναρχινοῦσα
τὴν παλιὰ τὴ στράτα,
τὴ ζωή τὴ ζοῦσα
μὲ καινούρια νιάτα,
ἡ ψυχή μου ἀγόρι,
οἱ οὐρανοὶ εἴταν μπλάβοι,
ἡ οἰκουμένη κόρη,
ἀπὸ τὸ καράβι
ποὺ ἔστεκα πλωρίτης
τὴν ὁρμὴ μοῦ ἀνάβει
λάγνα ἡ κυματοῦσα
θάλασσα κ’ οἱ ἀφροί της,
καὶ μὲ πάει τὸ κῦμα,
καὶ μὲ πάνε πρίμα
σύντροφοι οἱ βορριάδες,
σκλάβοι τὰ μαϊστράλια
σὲ νησιὰ κοράλλια
σὲ ξανθὲς κυκλάδες.
25 TOY ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913.