Ἀττικαὶ νύκτες
Συγγραφέας:
Περιοδικό Νέα Ζωή, τεύχος 37, Οκτώβριος 1907, σελ. 646-653


ΑΤΤIΚΑΙ ΝΥΚΤΕΣ

Ἡ καθυστέρησις τοῦ ὕπνου. — Ἀϋπνίας αἴτια. — Μέσα ἀμύνης. — Ἡ ζωὴ τῶν κέντρων. —
Νύχτες θεριναὶ καὶ νύχτες ἀτέρμονες. — Τὸ τελευταῖον σκότος. — Ἀκοῆς ἐγρήγορσις.—
Οἱ κρότοι τοῦ δωματίου. — Ἡ σιγή. — Ψυχολογία βημάτων. — Ὁ ἀστυφύλαξ. — Οἱ
κακοποιοί. — Ἱστορίαι λωποδυτῶν. — Ὁ θησαυρὸς τοῦ ποιητοῦ. — Εὐφυὲς
τέχνασμα. — Συγκέντρωσις σκέψεως. — Τὸ βιβλίον — Ὁ πρωθυπουργὸς
καὶ τὸ μυθιστόρημα.—Χρόνου πάροδος.—Ἡ διάρκεια των ὀνείρων.—
Ἡ ἔκπτωσις τοῦ μοναχοῦ. —Πῶς παρέρχονται οἱ αἰῶνες. — Τὸ
ἆσμα τῆς Σαπφοῦς. — Τό σαλέπι. — Ἡ μουσικὴ. — Κῶμοι
καὶ κωμασταί. — Πρόδρομοι εξεγέρσεως. — Αἱ πρῶται
φωναί. — Ὁ κώδων. — Ἠὼς μυθολογικὴ καὶ ἠὼς
ἀστική.—Καιρὸς ὕπνου.—Αἱ Ἀττικαὶ νύκτες.

Εὑρίσκεσαι ἐξηπλωμένος εἰς τὴν κλίνην σου, ταλαίπωρε θνητὲ καὶ περιμένεις τὸν ὕπνον νὰ ἔλθῃ καὶ κλείσῃ ἡσύχως τὰ βλέφαρά σου καὶ προσδοκᾷς τὸν Μορφέα, ὅστις θὰ σὲ μεταφέρῃ εἰς τὰ φανταστικά του βασίλεια, ὅπου θὰ λησμονήσῃς ἐπὶ μερικὰς ὥρας τοὺς μόχθους καὶ τὰς ἀηδίας τῆς πραγματικῆς ζωῆς. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος δὲν ἔρχεται, πλανώμενος ἴσως ἀκόμη μεταξὺ τῶν ἑδωλίων τῆς συνεδριαζούσης Βουλῆς καὶ ὁ Μορφεὺς καθυστερεῖ, ἀπησχολημένος νὰ τροφοδοτῇ ἄλλους εὐδαιμονεστέρους θνητοὺς, τοὺς ποιητὰς, τοὺς ἐπιχειρηματίας, τοὺς κατόχους γραμματίων τοῦ λαχείου μὲ ὄνειρα παντοδαπὰ πλούτου καὶ εὐτυχίας. Συνέπεσε δὲ καὶ τὸ νευρικόν σου σύστημα νὰ διατελῇ ἐν ἐξεγέρσει, εἴτε διότι συνέβη νὰ συζητήσῃς ἐνωρὶς περὶ τῆς πολιτικῆς καταστάσεως ἢ περὶ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος, εἴτε διότι ἔτυχε νὰ μάθῃς ὅτι ὁ δεῖνα ἐπιστήθιος φίλος σου σ’ ἐκακολόγησεν εἰς τρίτον καὶ σὲ διέβαλε μὲ ὅλον τὸ ἀνοικτίρμον θάρρος τοῦ φιλικοῦ ἐνδιαφέροντος, εἴτε καὶ διότι ἐὰν δὲν ἐνοχλοῦν σκέψεις τὸ πνεῦμά σου, ἐνοχλοῦν ὅμως τὸ σῶμά σου οἱ ἀόρατοι ἔνοικοι τοῦ κοιτῶνός σου, οἱ μικροσκοπικοὶ ἀλλ’ ἀνηλεεῖς βασανισταὶ, οὓς ἡ θεία Πρόνοια παρενείρει ἐπίτηδες μεταξὺ τῶν παντοίων ἄλλων ταλαιπωριῶν τοῦ βίου, διὰ νὰ παράσχῃ εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς κἄποιαν ἰδέαν περὶ τῶν ὑποχθονίων βασανιστηρίων. Μετὰ τὸν πρῶτον νυγμὸν τοῦ σκοτεινοῦ βρυκόλακος τῆς κλίνης σου, μετὰ τὸ πρῶτον αὔλημα καὶ τὸν πρῶτον κνισμὸν ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ πτερωτοῦ δημίου σου, ἡ ἐλπὶς περὶ ἀναπαύσεως ὁριστικῶς φυγαδεύεται καὶ τὸ φάσμα τῆς ἀϋπνίας ὀρθοῦται γιγάντειον ἐνώπιόν σου. Ἐπιχειρεῖς πρὸς στιγμὴν ἀπεγνωσμένην κατ’ αὐτοῦ πάλην, καὶ προσπαθεῖς νὰ μεταχειρισθῇς τὰ μέσα ἅτινα μερικοὶ συμβουλεύουν ὡς ἀποτελεσματικὰ πρὸς ἀποδίωξίν του. Τινὰ τῶν μέσων τούτων εἶνε περίεργα, ὡς λόγου χάριν, τὸ ν’ ἀριθμήσῃς, καθὰ συνιστᾷ ἀρχαῖος μοναχὸς, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέχρι τῆς χιλιάδος· ἢ τὸ νὰ μετρήσῃς τὰς γραμμὰς ἢ τὰ σχήματα τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ δωματίου· ἢ νὰ εὕρῃς πόσα ἐξ ἑκάστου τῶν φωνηέντων περιλαμβάνονται εἰς φράσιν τινὰ ἢ χωρίον συγγραφέως, ὅπερ γνωρίζεις ἐκ μνήμης, ὅπως συνιστῶσιν ἄλλοι· ἢ νὰ ἐπαναλάβῃς ὀγδοηκοντάκις τὸν φθόγγον οὔμ, καθὰ ὁρίζουσιν οἱ Βέδαι, τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν Ἰνδῶν· ἢ ν’ ἀπαγγείλῃς τοὺς ἑπτὰ ψαλμοὺς τῆς μετανοίας, ὡς προτρέπει ὁ Grandgousier τὸν Γαργαντούαν τοῦ Ραμπελαί. Ἐὰν θέλῃς, δύνασαι νὰ καταφύγῃς καὶ εἰς ἄλλα μέσα ἐπιστημονικώτερα, ὅπως τὸ ἀναπνέειν ἰσχυρῶς καὶ βαθέως, ἢ τὸ πιέζειν διὰ τῶν βαθμίδων τὴν καρωτίδα, ἢ νὰ ἐφαρμόσῃς τὸ συνιστώμενον ὑπὸ τοῦ διασήμου ἰατροῦ Βοεραβίου, ὅστις ἐτοποθέτει παρὰ τὴν κλίνην γυναικὸς πασχούσης ἐξ ἀϋπνίας ὑδρορρόην, διατεινόμενος ὅτι ὁ κρότος τῶν σταλαγμῶν ἦτο ἱκανὸς νὰ ἐπιφέρῃ εἰς αὐτὴν τὸν ποθητὸν ὕπνον. Ἀλλ’ εἴτε διότι ἀποκάμνεις, εἴτε διότι δὲν εἶνε εὔκολον νὰ θέσῃς αὐτὰ εἰς ἐφαρμογὴν — ἀφοῦ ἄλλως τε τὰ διάφορα ταῦτα πειράματα θὰ ἦσαν ἱκανὰ ν’ ἀπασχολήσωσι μέγα μέρος τῶν νυκτερινῶν ὡρῶν — ἀπελπίζεσαι ἐν τέλει, ὁμολογεῖς τὴν ἧττάν σου καὶ ἐγκαρτερῶν παραδίδεσαι εἰς τὸν ἐχθρόν σου, ὅπως ὁ κατάδικος ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος εἰς τὸν ἄτεγκτον ἐκτελεστὴν τοῦ νόμου.

Ἡ νὺξ σὲ περιβάλλει ἀπειλητικὴ μὲ τὸν ζόφον της, μὲ τὸ μυστήριόν της καὶ μὲ τὴν σιγήν της. Ἐπειδὴ ὑποτίθεται ὅτι κατοικεῖς μακρὰν ὁπωσοῦν τοῦ κέντρου τῆς πόλεως, ἔνθα κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας συρρέει ἡ ζωή αὐτῆς καὶ σφύζει καὶ τυρβάζεται συνεχίζουσα τὸν ποικιλόμορφον βίον τῆς ἡμέρας, ἐκεῖ ὅπου εἰς τὰ περίφωτα ζυθοπωλεῖα καὶ τὰ γαλακτοπωλεῖα καὶ τὰ ᾡδικὰ καφενεῖα συνωστίζεται ἡ φιλοτάραχος καὶ φιλήδονος καὶ ἀμέριμνος νεότης καθὼς καὶ οἱ δυστυχεῖς παρήλικες ὅσους τὸ ἰδιαίτερον ἐπάγγελμα ἐξαναγκάζει ν’ ἀγρυπνῶσι τὴν νύκτα, συναγελαζόμενοι μετὰ φαυλοβίων, χαρτοπαικτῶν καὶ ἄλλων ὑπόπτου ἠθικῆς ἀτόμων, νυκτοχαρῶν ὥσπερ θῴων καὶ μετ’ ἀδιορθώτων ξενύχτηδων, οἵτινες ἐκ πονηρᾶς ἕξεως ἀναστρέφουσι τοὺς ὅρους τῆς συνήθους τῶν ἀνθρώπων διαίτης. Ὑποτίθεται δὲ ἀκόμη ὅτι δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ θερινὴ, ἡ ἀπαράμιλλος ἀττικὴ νὺξ, μὲ τὸ κάλλος της, μὲ τὴν δρόσον της, μὲ τὸ γλυκὺ ἔναστρόν της στερέωμα, μὲ τὴν τελείαν ξηρότητα τῆς εὐεργετικῆς ἀτμοσφαίρας, ἡ νὺξ ἥτις μὲ τὴν διαρκῆ αὐτῆς κίνησιν, μὲ τὰς τέρψεις καὶ τὰ θεάματα αὐτῆς ἀνακουφίζει τοὺς Ἀθηναίους ἀπὸ τῶν ὀχληρῶν μόχθων καὶ τοῦ καύσωνος τῆς ἡμέρας καὶ τοὺς κρατεῖ ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον εἰς τὴν ἡδονικὴν ἀπόλαυσιν τοῦ ὑπαίθρου, μακρὰν τοῦ πνιγηροῦ κοιτῶνος. Δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ μαγευτικῶς σεληνοφώτιστος ἡ ἐπιβάλλουσα εἰς ρομαντικοὺς καὶ μὴ τὴν νυκτερινὴν περιπλάνησιν, καθὰ κελεύει τὸ γνωστὸν δημῶδες δίστιχον:

Ὅποιος δὲν ἐπερπάτησε τὴ νύκτα μὲ φεγγάρι
Καὶ τὴν αὐγὴ μὲ τὴ δροσιὰ τὸν κόσμον δὲν ἐχάρη.

Δὲν εἶνε ἡ νὺξ ἡ παρερχομένη ὡς εὐφρόσυνον ὄναρ, τῆς ὁποίας τὴν συγκεκερασμένην ἐκ τόσων φώτων σκιαύγειαν ἀποδιώκει ταχέως τὸ ἀνυπόμονον τῆς Ἠοῦς φάος. Εἶνε τὸ ἀντίθετον αὐτῆς, ἡ νὺξ ἡ φθινοπωρινὴ ἡ ἡ ἀτέρμων χειμερινὴ, τὴν ὁποίαν ἐπόθει ὁ ἡδυπαθὴς ποιητὴς τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος.

Νὰ σ’ εἶχα στὴν ἀγκάλη μου τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχτες
Καὶ νἆν’ ᾑ μέραις τοῦ Μαγιοῦ κ’ ᾑ νύκτες τοῦ Γενάρη.

Εἶνε ἡ νὺξ ἥτις κατετρόμαζε τὸν Στρεψιάδην τῶν Νεφελῶν:

Ἰοὺ, ἰού!...
Ὦ Ζεῦ βασιλεῦ, τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον
ἀπέραντον! οὐδέποθ’ ἡμέρα γενήσεται;

Εἶνε ἡ νὺξ ἡ ὁμοιάζουσα μὲ τὴν αἰωνίαν νύκτα τῆς ἀνυπαρξίας ἥτις μᾶς ἀναμένει, κατὰ τοὺς στίχους τοῦ Κατούλου:

Soles occidere et redire possunt
Nobis quem semel occidit brevis lux,
Nox est perpetua una dormienda

οἵτινες ἐν παλαιᾷ, ἐλευθέρᾳ καὶ ἄνευ ἀξιώσεων μεταφράσει ἀπεδόθησαν παρ’ ἐμοῦ ἄλλοτε ὡς ἑξῆς:

Ὁ ἥλιος ὁποῦ χάνεται ἀπὸ βραδὺς στὴ δύσι.
Ὀπίσω πάλι τὴν αὐγὴ λαμπρὸς θὲ νὰ γυρίσῃ.
Μὰ τὸ δικό μας λίγο φῶς σὰν σβύσῃ καὶ περάσῃ,
Νύχτα βαθειὰ κι’ ἀτέλειωτη εὐθὺς θὰ μᾶς σκεπάσῃ.

Εἶνε ἡ νὺξ μὲ τὸν ζόφον της, ἥτις ὑπενθυμίζει τὸ σκοτεινὸν ὅραμα τοῦ Βύρωνος εἰς τὸ περίφημον αὐτοῦ ποίημα Darkness (ἡ σκοτία). Ὁ ζόφος τοῦ θανάτου περιεκάλυψεν ἤδη τὸν ἀγωνιῶντα πλανήτην μας, δι’ ὃν ἐπέστη ἡ στιγμὴ τῆς τελικῆς φθορᾶς. Τὸ φῶς ἐξέλιπε τέλεον, οὐδεμία ἀκτὶς αὐγάζει που. Ἐκάησαν καὶ τὰ τελευταία δάση ὑπὸ τῶν τελευταίων ἐπιζώντων κατοίκων τῆς σφαίρας· καίονται καὶ αἱ οἰκίαι αὐτῶν, ἵνα ὑπὸ τὴν λάμψιν τῆς πενθίμου πυρᾶς δυνηθῶσι νὰ διακρίνωσι μίαν εἰσέτι φορὰν τὸ πρόσωπον ἀλλήλων.

And men were gather’ d round their blazing homes
To look once more into each other’s face

Τὸ μαρτύριον τῆς ἀϋπνίας, μαρτύριον τὸ ὁποῖον ἐφαρμόζει ἐπί τινων καταδίκων ἡ περίτεχνος ὠμότης τῶν λειτουργῶν τῆς ποινικῆς δικαιοσύνης τοῦ Οὐρανίου Κράτους καὶ τὸ ὁποῖον ὑπάρχει δυστυχῶς ἐν χρήσει καὶ εἰς μερικὰ ἀστυνομικὰ κρατητήρια, ἀρχίζει. Αἱ ἄλλοι αἰσθήσεις ἀποναρκοῦνται βαθμηδὸν ἐκ τῆς κοπώσεως καὶ μόνη ἡ ἀκοὴ γρηγορεῖ ἐν διεγέρσει, ἀντιλαμβανομένη καὶ τοῦ ἐλαχίστου ψόφου. Ἀκροᾶται τὸν ἴσον καὶ ἔρρυθμον κρότον τοῦ ἐκκρεμοῦς, τὸ ὁποῖον ὁ μεθοδικὸς πατὴρ τοῦ Τρίστραμ Σάνδυ, τοῦ ἥρωος τοῦ Σουΐφτ, συνήθιζε, κατὰ τὴν ἀφήγησιν τοῦ υἱοῦ του, τακτικῶς νὰ χορδίζῃ πρὸ πάσης ἐπισήμου καὶ ἀποκρύφου πράξεως τοῦ συζυγικοῦ του βίου. Ἀκροᾶται τὸν σιγμὸν τῆς θρυαλλίδος τοῦ ἀνημμένου κηρίου, τὸν βόμβον τοῦ ἱπταμένου ἐντόμου, τὸν σῆτα καταβιβρώσκοντα τὰ σπλάγχνα παλαιοῦ ἐπίπλου, τὸν ἀδιάκριτον ποντικὸν ροκανίζοντα τὸ προστυχὸν ἀντικείμενον εἰς τὸ ἀπόκρυφον αὐτοῦ καταφύγιον. Καὶ ὅταν λείπουν τυχὸν αὐτὰ, ἀκροᾶται τὴν ἐπικρατοῦσαν ἀπόλυτον σιγὴν, ὅπως ὁ Ἄγνωστος ποιητὴς τοῦ Παράσχου:

Καὶ τὴν βαθεῖαν σιωπὴν ὡς ᾆσμα ἠκροᾶτο.

Ἂν τυχὸν δὲ ἀπορήσετε διὰ τὴν ὀξύμωρον ἔκφρασιν, ὁ ἴδιος ποιητὴς σᾶς δίδει τὴν ἐξήγησιν διὰ τῶν παρεπομένων στίχων του:

Τὴν σιωπήν; ἀλλ’ ἡ σιγὴ ἔχει φωνάς; —Καμμίαν
Διὰ τοὺς ἄλλους, πλὴν πολλὰς εἰς ποιητοῦ καρδίαν.

Ποιηταὶ ὅμως δὲν εἶνε ὅλοι καὶ τὴν ἀκοὴν ἄλλως τε ἀπασχολοῦσιν ἕτεροι κρότοι, μᾶλλον εὐδιάκριτοι, προερχόμενοι ἔξωθεν. Ὅταν ὁ βορρᾶς δὲν ὀλολύζῃ πενθίμως, ὅταν ἡ βροχὴ δὲν πλαταγῇ ἐπὶ τῆς στέγης ἢ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ πεζοδρομίου, οἱ διάφοροι κρότοι τῆς ὁδοῦ φθάνουν εὐκρινεῖς ἐν τῇ νυκτερινῇ σιγῇ μέχρι τῆς κλίνης σου καὶ ἐξεγείρουν τὰς σκέψεις σου. Καὶ προσπαθεῖς ἐκ τοῦ κρότου καὶ ἐκ τοῦ ρυθμοῦ του νὰ πλάσῃς εἰκασίας περὶ τῆς ἰδιότητος, περὶ τοῦ ποιοῦ, περὶ τῶν περιστάσεων καὶ τῆς ψυχικῆς καταστάσεως τοῦ νυκτερινοῦ διαβάτου. Διατὶ τάχα νὰ βαίνῃ μὲ τόσην ταχύτητα ἡ ἅμαξα αὐτὴ ἡ προερχομένη ἐκ τοῦ κέντρου τῆς πόλεως; Μήπως φέρει ἰατρόν τινα κληθέντα ἐσπευσμένως κατὰ τοιαύτην προκεχωρηκυῖαν τῆς νυκτὸς ὥραν πρὸς ἐπίσκεψιν ἐπικινδύνως πάσχοντος ἀσθενοῦς; Μὲ πόσην ἆρά γε ἀγωνίαν θ’ ἀναμένουν οἱ περὶ αὐτὸν ἀγρυπνοῦντες οἰκεῖοι καὶ πῶς θὰ τείνουν τὸ οὖς διὰ ν’ ἀκούσουν ἐὰν ὁ παρήγορος αὐτὸς κρότος θὰ σταματήσῃ παρὰ τὴν εἴσοδον! Ἢ μήπως εἶνε κανεὶς συβαρίτης, ὅστις κεκορεσμένος ἐκ πότου καὶ ἐδωδῆς σπεύδει νὰ συνεχίσῃ τὴν τρυφηλὴν ἀπόλαυσιν εἰς τὸ θάλπος τῆς κλίνης του; Ἢ μήπως εἶνε εὐτυχὴς χαρτοπαίκτης, τὸν ὁποῖον καθιστᾷ ἀσώτως ἐλευθέριον περὶ τὰς ἕξεις του τὸ ἀκόπως κτηθὲν δαψιλὲς κέρδος; Ἢ μὴ τάχα εἶνε σύζυγος εὐτυχέστερος ἀργοπορήσας ἐκτάκτως καὶ ἐπειγόμενος νὰ ἐπανεύρῃ τὸ ποθητὸν λέκτρον:

Quale colomba dal disio chiamata,

ὡς λέγει ὁ Δάντης; Ἢ μὴ ἁπλούστατα ὁ ἴδιος αὐτομέδων, καταπονηθεὶς ἐκ τοῦ καμάτου τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς ἐπιστρέφει μόνος διὰ νὰ παραδώσῃ εἰς ἀνάπαυσιν ἑαυτὸν καὶ τὰ κτήνη του;

Καὶ διατὶ νὰ διέρχηται τόσον βραδέως βαδίζων ὁ ἄλλος ἐκεῖνος πεζὸς διαβάτης; Εἶνε ἆρά γε ὀκνηρός τις πελάτης καφενείου, ὅστις ἀφοῦ ἔκλεισε τὰς πύλας του τὸ καταφύγιον τῆς φυγοπονίας του, ἐπιστρέφει δύσθυμος εἰς τὴν ἠμελημένην αὐτοῦ κοίτην; Ἢ μήπως εἶνε ἐξ ἐναντίας ἐργάτης μοχθήσας μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης χάριν τοῦ ἐπιουσίου καὶ σύρει τὰ βήματά του ἐκ τοῦ κόπου; Ἢ εἶνε ἴσως δυστυχής τις οἰκογενειάρχης, μετ’ ἀθυμίας ἐπανακάμπτων εἰς τὸ πενιχρόν του ἐνδιαίτημα, ἔνθα γνωρίζει ὅτι τὸν ἀναμένουν ἡ στέρησις καὶ ἡ ἀπόγνωσις;

Τὰ βήματα τοῦ ἀστυφύλακος, περιπολοῦντος ἀνὰ τὴν συνοικίαν, ἔχουν ρυθμὸν ἰδιαίτερον, χαρακτηριστικὸν, ἀγγέλλοντα τὴν ἰδιότητά του. Ὁ φρουρὸς τῆς τάξεως καὶ τῆς ἀσφαλείας περιπατεῖ μὲ βῆμα νωθρὸν, βαρὺ, κανονικόν. Εἶνε ἡ σκιὰ τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ νόμου ἐφορεύουσα εἰς τὰ σκότη. Δὲν κρατεῖ τὴν χονδρὰν καὶ βαρεῖαν βακτηρίαν δι’ ἧς ὁ μπεκτσῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως κρούει τὸ λιθόστρωτον τῆς ὁδοῦ, δηλῶν διὰ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κτυπημάτων τὴν ὥραν τῆς νυκτὸς, ἀναγγέλλων δ’ ἐνίοτε διὰ φωνῆς πενθίμου καὶ παρατεταμένης τὴν ἐκραγεῖσαν τυχὸν ἐν τὴ πόλει πυρκαϊὰν καὶ τὴν συνοικίαν τῆς πόλεως ἔνθα ἐξερράγη, κατ’ εἰδοποίησιν τῶν ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ πανυψήλου πύργου τοῦ Γαλατᾶ ἐπαγρυπνούντων φρουρῶν. Ἐν τούτοις ἡ φωνὴ καὶ οἱ κρότοι τοῦ νυκτοφύλακος τούτου εἶνε παρήγοροι διὰ τοὺς ἀκούοντας. Δὲν εἶνε ἀπαίσιοι ὅπως τῶν νυκτοφυλάκων τοῦ Μεσαίωνος, οἵτινες περιερχόμενοι τὰς βορβορώδεις ὁδοὺς τῶν Παρισίων παρῄνουν κλαθμηρῶς τοὺς τυχὸν ἀγρυπνοῦντας πολίτας νὰ δέωνται ὑπὲρ τῶν βασανιζομένων ἐν τῷ Καθαρτηρίῳ ψυχῶν.

Ὁ ἡμέτερος ἀστυφύλαξ δὲν λέγει τίποτε· βαδίζει ἡσύχως καὶ ἐνίοτε μόνον ἀκούεται ὁ ὀξὺς ἦχος τῆς συρίκτρας του, δι’ ἧς εἰδοποιεῖ τοὺς περαιτέρω περιπολοῦντας συναδέλφους του περὶ τῆς διελεύσεως ὑπόπτου τινὸς διαβάτου. Τὰ καποποιὰ στοιχεῖα δὲν λείπουν ἀπὸ πάσης πολυανθρώπου πόλεως, καὶ ἐν ὥρα νυκτὸς, καθ’ ἥν διέρχονται πάντα τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, ὡς λέγει ὁ Ψαλμῳδὸς, οἱ θῷες καὶ αἱ ὕεναι τοῦ κακουργήματος ἐπιχειροῦσιν ἐνίοτε εἰς τ' ἀπόκεντρα σημεῖα ἄθλους στυγεροὺς, προστατευόμενοι ὑπὸ τοῦ σκότους.

Κατὰ καιροὺς ὑπῆρξε μάλιστα ἀληθὴς ἐπιδρομὴ κακοποιῶν στοιχείων εἰς τὴν πόλιν μας, συρρευσάντων ἓνεκα ἐκτάκτων περιστάσεων ἀπὸ τῶν διάφορων σημείων τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ νυκτοκλέπται, οἱ βαλαντιοτόμοι καὶ οἱ λωποδύται εἶχον πληθυνθῇ εἰς ἐπικίνδυνον βαθμὸν, σπεῖραι δὲ αὐτῶν θρασεῖαι ἐνεδρεύουσαι τὴν νύκτα, ἐλῄστευον τοὺς μεμονομένους διαβάτας περὶ τ’ ἀπόκεντρα ἰδίως τῆς πόλεως μέρη. Ἡ ἀστυνομία ἠναγκάσθη νὰ ἐπιχειρήσῃ ἀπηνῆ καταδίωξιν αὐτῶν διὰ συντόνων μέτρων, ὅπως ἀπαλλάξῃ τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς μάστιγος. Κατ’ ἐκείνην δὲ τὴν ἐποχὴν, πρὸ εἰκοσαετίας, εἰσήχθη εἰς τὴν κοινὴν χρῆσιν καὶ ἡ λέξις λωποδύτης τὴν ὁποίαν διὰ πρώτην φορὰν μετεχειρίσθη ὁ τότε διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας μακαρίτης Κοσονάκος εἰς τὸ περίφημον αὐτοῦ ἀστυνομικὸν δελτίον, τὸ συντασσόμενον μετὰ πολλῆς καὶ παραδόξου διὰ τὴν ἀστυνομικὴν σοβαράτητα εὐτραπελίας καὶ δημοσιευόμενον καθ’ ἑκάστην εἰς τὰς στήλας τοῦ Αἰῶνος. Ἡ ἀρχαία λέξις ἐπολιτογραφήθη ἔκτοτε καὶ κατέστη κοινοτάτη. Καὶ ἐπειδὴ ὁ λόγος περὶ λωποδυτῶν καὶ ἀστυνομίας σημειῶ ἐπιπροσθέτως ὅτι καὶ αἱ λέξεις χωροφύλαξ καὶ ἀστυφύλαξ εἶνε σχετικῶς νεωτέρας ἐφευρέσεως, πλασθεῖσαι ἐπιτυχῶς καὶ τεθεῖσαι τὸ πρῶτον εἰς χρῆσιν πρὸ ἑνὸς καὶ ἐπέκεινα αἰῶνος παρὰ τῶν λογίων τοῦ καιροῦ ἐκείνου τῶν συνταξάντων τὴν νομοθεσίαν τῆς πρώτης αὐτονόμου 'Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τῆς Ἑπτανήσου, εἰς ἔνδειξιν τῶν φρουρῶν τῆς τάξεως ἐν τοῖς ἄστεσι καὶ ἐν τῇ ὑπαίθρῳ χώρᾳ.

Οἱ παλαιότεροι ἐνθυμοῦνται καὶ διηγοῦνται ἀκόμη πολλὰ ἀνέκδοτα ἀναφερόμενα εἰς τὴν ἀξιομνημόνευτον ἐκείνην ἐποχὴν τῶν λωποδυτῶν. Ἡ φήμη διεσάλπιζεν, ἐξογκωμένους ἐννοεῖται πάντοτε, τοὺς νυκτερινούς των ἄθλους, τρόμος δὲ συνεῖχε τοὺς Ἀθηναίους, οἵτινες δὲν ἐτόλμων νὰ διέλθωσιν ἐν ὥρα νυκτὸς ἐξ ὡρισμένων σημείων τῆς πόλεως, ἅτινα ἐφημίζοντο ὡς ὁρμητήρια τῶν κακοποιῶν. Οὕτως, ἐπὶ παραδείγματι, ὁ παρὰ τὸ Πανεπιστήμιον ὑπάρχων τότε κῆπος τῶν Ἱερολοχιτῶν, ἐφ’ οὗ ᾠκοδομήθη κατόπιν ἡ Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, ἐθεωρεῖτο ὡς φωλεὰ κακούργων, ὅπως ἄλλοτε τὸ περίφημον παρὰ τοὺς Παρισίους δάσος τοῦ Σενὰρ. Ἐν τῶν ἀναφερομένων εὐθύμων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀνεκδότων εἶνε καὶ τὸ ἑξῆς. Ποιητὴς διακρινόμενος ἔκτοτε διὰ τὸ σατυρικόν του πνεῦμα, κατέχων δὲ σήμερον ἐν τῷ Πανελληνίῳ τὰ σκῆπτρα τῆς σατυρικῆς ποιήσεως —δὲν λέγω τ’ ὄνομά του, ἀλλὰ καθεὶς τὸν ἀναγνωρίζει ἐκ τῶν προσδιορισμῶν τούτων—εὑρίσκετο θερινήν τινα ἑσπέραν μεθ’ ὁμάδος φίλων εἰς τὸ μικρὸν ὀροπέδιον τῆς Παλαιᾶς Ἐκθέσεως, ὅπου περίπου τώρα κεῖται ἡ δυτικὴ εἴσοδος τοῦ Παραδείσου τοῦ Ζαππείου. Τὰ λωποδυτικὰ κατορθώματα ἀπετέλουν

τὸ κύριον θέμα τῆς συνδιαλέξεως καὶ αἱ ἀφηγήσεις περιπετειῶν διαβατῶν ἀπογυμνωθέντων ὑπὸ τῶν βαλαντιοτόμων διεδέχοντο ἡ μία τὴν ἄλλην. Ὅτε ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ἀποχωρήσεως περὶ τὸ μεσονύκτιον, ὁ ποιητὴς, ὅστις δὲν διακρίνεται ἐπὶ προσωπικῇ γενναιότητι, προσεκολλήθη εἰς ἕνα τῶν ἑταίρων καὶ συνεβάδισε μετ’ αὐτοῦ μέχρι τῆς πόλεως. Ἀλλ’ ὅτε ἔφθασαν εἰς εἰς τὴν ὁδὸν Πανεπιστημίου, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ χωρισθῶσι, παρεκάλεσε τὸν συνοδοιπόρον του νὰ τὸν συνωδεύσῃ καὶ περαιτέρω.

— Βαστῶ χρήματα ἐπάνω μου, τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς, καὶ φοβοῦμαι νὰ ὑπάγω μόνος τέτοιαν ὥραν.

Ὁ φίλος— ὅστις ἦτο ὁ καλὸς κἀγαθὸς Πέτρος Πυρρῆς, παλαιὸς ἐκδότης καὶ τυπογράφος ἀναμιγνυόμενος δὲ καὶ εἰς τοὺς κύκλους τῶν λογίων καὶ τῶν δημοσιογράφων τῆς ἐποχῆς— συγκατετέθη προθύμως νὰ τὸν συνωδεύσῃ μέχρι τῆς ἀποκέντρου ὁδοῦ τῆς Νεαπόλεως, ἔνθα τότε ὁ ποιητὴς κατῴκει.

— Κ’ ἔχεις πολλά χρήματα ἐπάνω σου; τὸν ἠρώτησε μετὰ περιεργείας, ὅτε ἐπλησίασεν εἰς τὴν κατοικίαν του.

— Ἔχω ἕνα εἰκοσιπεντάρικον, ἀπήντησεν ὁ ποιητὴς μὲ ὕφος σοβαρότητος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν εἰς τὰ θυλάκιά του τὸ ταμεῖον ἀμερικανοῦ τινος Κροίσου.

Ἕνα εἰκοσιπεντάρικον διὰ τοὺς εὐδαίμονας ἐκείνους χρόνους ἀντεπροσώπευε πράγματι θησαυρὸν διὰ τοὺς ἔχοντας ὡς ἐπάγγελμα τῶν Μουσῶν καὶ τῶν γραμμάτων. Ἀλλ’ ὁ συνοδοιπόρος του κατηγανάκτησε.

— Καὶ γιὰ ἕνα εἰκοσιπεντάρικο, βρὲ ἀθεόφοβε, μ’ ἔκαμες νὰ κάμω τόσον δρόμον γιὰ νὰ σὲ φυλάξω! ἀνεφώνησε.

Καὶ τὸν ἀφῆκεν ἀμέσως ἀδημονῶν.

Ἦσαν δὲ οἱ λωποδύται τῶν χρόνων ἐκείνων εὐφυέστατοι πολλάκις καὶ ἐπινοητικώτατοι. Διηγοῦντο τότε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἐξῆς ἔξυπνον τέχνασμα ἑνὸς ἐξ αὐτῶν. Κατέρχεται δρομαῖος τὴν ἐρήμην ὁδὸν, προσποιούμενος ὅτι ἀναζητεῖ κἄποιον ἐν ταραχῇ καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν ἀνερχόμενον διαβάτην.

— Μήπως εἴδετε κανένα ἀστυφύλακα νὰ ἔρχεται ἀπὸ κάτω; τὸν ἐρωτᾷ.

— Ὄχι, ἀπαντᾷ ὁ ἀνύποπτος διαβάτης.

— Οὔτ’ ἐγὼ εἶδα κανένα νὰ ἔρχεται ἀπ’ ἐπάνω. Ἔλα γρήγορα, τὸ πορτοφόλι σου καὶ τὸ ρολόγι σου!

Ἀλλὰ καὶ τὰ βήματα τοῦ φρουροῦ τῆς τάξεως ἀπομακρύνονται καὶ χάνονται εἰς τὴν ἐρημίαν. Οἱ διαβάται εἶνε σπάνιοι πλέον οἱ κρότοι εἰς τὴν ὁδὸν καθίστανται ὁλονὲν ἀραιότεροι, ἕως ὅταν ἐκλείπουν ὁλοτελῶς. Ἀπόλυτος σιγὴ βασιλεύει καὶ ἡ ἀϋπνία ἐξακολουθεῖ τὸ νευρικὸν σύστημα ἐξηγεγερμένον ἐκ τῆς ἐντάσεως δὲν ἐνδίδει εἰς τὴν κόπωσιν. Ἡ σκέψις μὴ ἀπασχολουμένη πλέον ἐκ τῶν ἐντυπώσεων τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου συγγεντροῦται ἐντὸς τοῦ ὑποκειμενικοῦ κύκλου καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰς ἀβύσσους τῆς μνήμης ἀναπηδῶσιν ἀπηχήσεις αἰσθημάτων λησμονημένων, ἀναμνήσεις μακρυναὶ καὶ διέρχονται πρὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς διανοίας μορφαὶ καὶ εἰκόνες ἐν παρελάσει, ὅπως τὰ φαντάσματα τοῦ κατόπτρου τοῦ Μάκβεθ.

Πολλοὶ κατὰ τὴν περίστασιν ταύτην ἀνατρέχουσιν εἰς τὴν παραμυθητικὴν διὰ τῆς ἀναγνώσεως ἀπασχόλησιν. Καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχει ὑπνωτικὴν ἰδιότητα τὸ βιβλίον ἔχει πάντοτε τὸ προνόμιον νὰ πραΰνῃ καὶ ν’ ἀνακουφίζῃ, ἀποδιῶκον τὴν ἀνίαν. Ἀλλ’ ἡ εὕρεσις καταλλήλου βιβλίου ἐν τοιαύτῃ ὥρα καὶ ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις δὲν εἶνε πάντοτε εὔκολος. Ἐκτάκτως δὲ τυχηρὸς ὑπῆρξεν ἐν ἀναλόγῳ θέσει εὑρεθεὶς ὁ πρό τινων ἐτῶν ἀποβιώσας γηραιὸς πρωθυπουργὸς τῆς Ἰταλίας Αὐγουστῖνος Δεπρέτις. Μεταβάς ποτε εἰς τὴν Στραδέλλαν, τὴν πολίχνην ἐν ᾗ ἐξελέγετο βουλευτὴς καὶ καταλύσας συμφώνως πρὸς τὰς ἁπλοϊκὰς καὶ ἀπερίττους ἕξεις του εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, κατεκλίθη ἐνωρὶς, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ κοιμηθῇ ἕνεκα τοῦ θορύβου ὃν ἐπροξένει ὁ ἔνοικος τοῦ παρακειμένου δωματείου, ὅστις ἐν εὐθύμῳ ὁποσοῦν καταστάσει διατελῶν, ὡς φαίνεται, ἐφλυάρει καὶ ἐφώναζε περιφρονῶν τὰς παρατηρήσεις τοῦ ξενοδόχου. Τὴν πρωΐαν νήφων ἤδη ὁ ταραξίας καὶ μαθὼν τίνα εἶχε γείτονα, ἔσπευσε νὰ παρουσιασθῇ πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ ζητήσῃ συγγνώμην, τοσούτω μᾶλλον ὅσῳ ξένος καὶ αὐτὸς εἶχε μεταβῆ ἐκεῖ ὅπως καθυποβάλῃ αἴτησίν του τινα πρὸς τὸν πρωθυπουργόν.

— Δὲν πειράζει, εἶπεν ἀνεξικάκως ὁ πρεσβύτης. Ἄλλως τε μοῦ προσεφέρατε ἀκουσίως μίαν ἐκδούλευσιν. Διὰ ν’ ἀγρυπνήσω ἐξ αἰτίας σας ἔλαβα καιρὸν ν’ ἀναγνώσω ἓν περίφημον βιβλίον, τὸ ὁποῖον εὗρον ἐντὸς τοῦ δωματίου καὶ τὸ ὁποῖον δύσκολον θὰ μοὶ ἦτο ν’ ἀναγνώσω εἰς ἄλλην περίστασιν.

Καὶ ἔδειξεν, εἰς τὸν ἔκπληκτόν του ἐπισκέπτην τὴν Κυρίαν μὲ τὰς Καμελίας.

Καὶ ἡ ὥρα παρέρχεται. Ὁ χρόνος βαδίζει πάντοτε μὲ τὸ αὐτὸ ἀμείλικτον καὶ ἀναλλοίωτον βῆμα, τὸ ὁποῖον φαίνεται εἰς ἡμᾶς ἄλλοτε μὲν γοργὸν καὶ ἀστραπιαῖον καὶ ἄλλοτε ἀτελπιστικῶς βραδὺ ἀναλόγως τῆς ψυχικῆς μας καταστάσεως. Ὁ Λαμαρτῖνος ἀνεβόα:

O temps, suspends ton vol.

καὶ καθικέτευε τὰς ὥρας νὰ περῶσι ταχεῖαι μόνον διὰ τοὺς δυστυχεῖς καὶ τοὺς πάσχοντας. Ἀλλὰ ὁ καιρὸς ἐξακολουθεῖ μὲ τὴν αὐτὴν μονότονον πορείαν. Μόνον ἐν ὀνείρῳ δὲν ἔχομεν σαφῆ ἀντίληψιν τῆς παρόδου τοῦ χρόνου. Ὁ λόρδος Βρούγαμ παρευρισκόμενος εἴς τινα δίκην ἀπεκοιμήθη ἐκ τῆς κοπώσεως, εἶδε δὲ κατὰ τὰς στιγμὰς τοῦ ὕπνου του ὄνειρον περεπετειῶδες τὸ ὁποῖον ἐφάνη εἰς αὐτὸν μακροτάτης διαρκείας. Ὅτε ἀφυπνίσθη ὅμως μετ’ ἐκπλήξεως παρετήρησεν ὅτι ἡ μελάνη τῶν σημειώσεων τὰς ὁποίας εἶχε χαράξει μίαν στιγμὴν πρὶν καταληφθῆ ὑπὸ τοῦ ὕπνου, δὲν εἶχεν ἀκόμη ξηρανθῆ. Ἐν ὥρα δὲ ἐκστάσεως ἢ καταληψίας ἡ πάροδος τοῦ χρόνου εἶνε τελείως κατηργημένη. Ἐπὶ τούτου σηρίζεται ἡ ὡραία παράδοσις τῶν συναξαρίων περὶ τοῦ μοναχοῦ, ὅστις περιπεσὼν εἰς ἔκστασιν, ἐνῶ διελογίζετο τὸ ρητὸν τοῦ ψαλμοῦ. «Χίλια ἔτη Κύριε, ἐν ὀφθαλμοῖς σου, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ χθὲς, ἥτις παρῆλθεν» ἀπεκοιμήθη ἐν τῷ δάσει, ὅτε. δὲ ἀνανήψας ἐπανῆλθε περὶ τὴν δείλην εἰς τὴν μονὴν, ἀφ’ ἧς εἶχεν ἐξέλθει τὴν πρωΐαν εὗρε τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα ἐντελῶς παρηλλαγμένα· τὸ κτίριον ἦτο πεπαλαιωμένον καὶ σαθρὸν, Οὐδεὶς δὲ τῶν ἐν αὐτῷ μοναζόντων τὸν ἀνεγνώρισε καὶ μόνος εἷς τῶν πρεσβυτέρων ἐβεβαίωσεν ὅτι, καθὰ ἐγίνωσκεν ἐκ διηγήσεως τῶν ἀρχαιοτέρων τῆς μονῆς οἰκητόρων, κἄποιος μοναχὸς φέρων τὸ ὄνομα τοῦ ἐμφανισθέντος εἶχε τῷ ὄντι ἀπολεσθῆ πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων καὶ ἐξελθὼν τὴν πρωΐαν δὲν ἐνεφανίσθη πλέον εἰς τὴν μονήν. Ἡ ἔκστασις τοῦ μοναχοῦ, κατὰ θείαν οἰκονομίαν εἶχε διαρκέσει ἐπὶ χίλια ἔτη! Τὸν ὡραῖον τοῦτον θρῦλον ἐξέλεξεν ὡς θέμα ἑνὸς τῶν ἀρίστων ποιημάτων του ὁ ἔξοχος ἀμερικανὸς ποιητὴς Longfellow. Ὅτι δὲ οἱ αἰῶνες παρέρχονται πολὺ ταχέως διὰ τοὺς κοιμωμένους, μαρτυρεῖ τὸ ἑξῆς εὔθυμον ἀνέκδοτον. Συζητήσεώς ποτε γενομένης ἐν τῇ Βουλῇ τῶν Κοινοτήτων ἐπὶ τοῦ προϋπολογισμοῦ τοῦ ὑπουργείου τῶν ναυτικῶν, ὁ ἐνδιαφερόμενος ὑπουργὸς βλέπων ὅτι ὁ ἀγορεύων ρήτωρ τῆς ἀντιπολιτεύσεως ἐμακρολόγει ἀφορήτως διότι εἶχε ἀρχίσει τὴν ἀγόρευσίν του ἀπὸ τῶν πρώτων χρόνων τῆς ἱστορίας τοῦ ἀγγλικοῦ ναυτικοῦ, καὶ κεκμηκὼς ὢν, ἀπεκοιμήθη, ἀφοῦ πρότερον παρεκάλεσε τὸν παρακαθήμενον συνάδελφόν του νὰ τὸν ἀφυπνίσῃ ὅτε ἡ ἀγόρευσις θὰ προσήγγιζεν εἰς τὸ τέρμά της. Τῷ ὄντι ὁ ὑπουργὸς ἔκρινε καλὸν ν’ ἀφυπνίσῃ ἐν δεδομένῃ στιγμῇ τὸν ὑπνώττοντα συνάδελφόν του.

Εἰς ποῖον σημεῖον τῆς ἱστορίας εὑρίσκεται ὁ ἀγορεύων; ἠρώτησεν ὁ ἀφυπνισθεὶς τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.

— Εἰς τὴν ναυμαχίαν τοῦ Λὰ—Χόγκ.

— Καϋμένε! εἶπεν ἐπιπληκτικῶς ὁ ὑπουργὸς πρὸς τὸν συνάδελφόν του· μ' ἐξύπνησες.... ἕνα αἰῶνα ἐνωρίτερον.

Καὶ ἡ νὺξ προχωρεῖ. Ἔδυσαν ἤδη καὶ ἡ Σελήνη καὶ αἱ Πλειάδες· τὶς οἶδε δὲ πόσαις ὁμοιοπαθεῖς τῆς Σαπφοῦς, δυστυχεῖς ἐν τῷ ἔρωτι θὰ ἐπαναλαμβάνουν τὸ φλογερὸν παράπονον τῆς Λεσβίας ποιητρίας κατὰ τοιαύτην ὥραν:

Ἐγὼ δὲ μόνα καθεύδω!

Μετ’ ὀλίγον θὰ σβεσθοῦν καὶ οἱ φανοὶ τῆς πόλεως ὑπὸ τῆς φειδωλῆς ὑπηρεσίας τοῦ φωτισμοῦ. Ἄλλως τε πᾶσα κίνησις καὶ πᾶσα ζωή ἔπαυσεν ὁριστικῶς καὶ ἡ πόλις εἶνε ἐξ ὁλοκλήρου βεβυθισμένη εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὸ μυστήριον. Ἐνίοτε μόνον διὰ τῶν ραγάδων τοῦ παραθύρου εἰσδύει εἰς τὸ δωμάτιον ὠχρά τις καὶ παροδικὴ ἀντανάκλασις καὶ ἀκούεται κραυγή τις βαρεῖα, λαρυγγώδης ὑπόκωφος. Εἶνε ἡ λάμψις τοῦ φανοῦ τοῦ σαλεπτσῆ, ὅστις διέρχεται ἀναγγέλλων τὸ ἐμπόρευμά του. Πρωτεὺς εἰς ἐπαγγέλματα ὁ θεσσαλὸς αὐτὸς Ἀσπροποταμίτης χωρικὸς εἶνε ἀκούραστος εἰς ἐργασίαν καὶ ἀφοῦ πωλήσῃ τὴν ἡμέραν κάστανα, στραγάλια, καραμέλας, χαλβᾶν, περιφέρεται τὴν νύκτα μὲ τὸ ὀρειχάλκινον δοχεῖόν του ἀψηφῶν τὸ ψῦχος καὶ τὴν ὑγρασίαν καὶ πωλῶν τὸ θερμαντικόν του ποτὸν, διατηρούμενον θερμὸν καὶ ἀχνίζον ἐκ τοῦ ὑποκαίοντος πυραύνου, κολλῶδες καὶ ἀνούσιον, ἀλλ’ εὐεργετικὸν εἰς τοὺς δυστυχεῖς ὅσοι, ὡς αὐτὸς, εἶνε ἠναγκασμένοι νὰ περιπλανῶνται μακρὰν τῆς κοίτης των κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν. Ἔπειτα τὴν σιγὴν διακόπτει ὑλακὴ ἀπομεμακρυσμένου τινὸς κυνὸς ἢ σπανίως κρωγμὸς νυκτερινοῦ ὀρνέου. Αἴφνης ἀντηχοῦσιν οἱ ἦχοι ᾄσματος, ᾀδομένου ἢ συριζομένου ὑπό τινος διαβάτου· οἱ τόνοι του δονούμενοι εἰς τὴν ἥσυχον ἀτμοσφαῖραν ἀποκτῶσιν ἰδιαιτέραν γλυκύτητα. Πάντοτε ἡ μουσικὴ ἐν ὥρα νυκτὸς ἐνέχει μεγαλητέραν γοητείαν· τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα ἀπηλλαγμένα κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῶν μόχθων καὶ τῶν πεζῶν φροντίδων εἶνε διατεθειμένα νὰ αἰσθανθῶσι κάλλιον τὴν ἐξ αὐτῆς ἀπόλαυσιν· ἄλλως τε δὲ ἡ ἐντύπωσις κατὰ τοιαύτην σιγηλὴν ὥραν δὲν περισπᾶται ἐκ τῶν ποικίλων κρότων τοῦ πανδαιμονίου τῆς ἡμέρας. Διὰ τοῦτο αἱ συναυλίαι καὶ τὰ μουσικὰ θεάματα τελοῦνται κατὰ προτίμησιν τὴν νύκτα· τὴν νύκτα ἀντήχει τὸ ᾆσμα τῶν τρουβαδούρων τὸ μαγεῦον τὰς εὐαισθήτους δεσποίνας ἐντὸς τῶν ὀχυρῶν πύργων, ἔνθα διέμενον ἔγκλειστοι· καὶ τὴν νύκτα διωργανοῦντο οἱ περίφημοι κῶμοι τῆς Βενετίας οἱ σκορπίζοντες μεγάλην ἁρμονίαν ἄνωθεν τῶν σκοτεινῶν ὑδάτων τῶν διωρύχων. Τὴν νύκτα λαμβάνουν χώραν, ἀφοῦ κατευνάσῃ πᾶς ἄλλος θόρυβος βέβηλος, καὶ αἱ καντάδαι καὶ αἱ σερενάδαι καὶ πατινάδαι (mattinate) αἱ μεταδοθεῖσαι ἐκ τῆς φιλομούσου Ἑπτανήσου εἰς ὅλας τὰς λοιπὰς ἑλληνικὰς χώρας. Ἡ νὺξ, καὶ μάλιστα ἡ σεληνοφώτιστος ἐθεωρήθη πάντοτε προσφορωτέρα δι’ αὐτὰς, ὅπως ἐβεβαίουν καὶ οἱ πάρα πολὺ ἁπλοϊκοὶ στίχοι οἱ εὐφραίνοντες τοὺς ἡμετέρους ἀστοὺς τῶν παρελθουσῶν γενεῶν:

Τί ὡραῖο ποῦν’ τὸ βράδυ
Ὅταν βγαίνῃ τὸ φεγγάρι,
Ἕνας νέος ν’ ἀκομπανιάρη
Καὶ μία νέα νὰ τραγουδῇ!

Πολλάκις ἔτυχε νὰ παρατηρήσω ὅτι τὸ ᾆσμα τὸ ψαλλόμενον ὑπὸ μεμονωμένου διαβάτου κατὰ τοιαύτην προκεχωρηκυῖαν ὥραν τῆς νυκτὸς, δὲν εἶνε τὸ γενικῶς προτιμώμενον ᾆσμα τοῦ συρμοῦ, ἀλλὰ παλαιὸν, ἀκμάσαν εἰς μακρυνὴν καὶ λησμονημένην ἐποχὴν. Διατί; Ἡ πιθανωτέρα ἐξήγησις τοῦ φαινομένου εἶνε ὅτι ἐν τῇ νυκτερινῇ γαλήνῃ ζωογονοῦνται καὶ ἀνακυκλοῦνται εἰς τὸ πνεῦμα παλαιαὶ ἀναμνήσεις καὶ τὸ ᾆσμα τὸ συνδεόμενον μὲ αὐτὰς ἀναπηδᾷ αἴφνης αὐτομάτως ἐκ τῆς ψυχῆς ὡς ἀπήχησις ὀψία παρελθουσῶν εὐφροσύνων στιγμῶν.

Ἀλλὰ τῆς νυκτὸς τὸ τέρμα προσεγγίζει ὁλονὲν. Ἤδη οἱ ἀλέκτορες, δοθέντος τοῦ συνθήματος ὑπὸ τοῦ ὀρθριαιτέρου ἐξ αὐτῶν, διαλαλοῦσι τὴν προσέγγισιν τῆς ἡμέρας ἀπὸ συνοικίας εἰς συνοικίαν. Ἀλλ’ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα συμπτώματα θετικώτερα. Εἰς τὴν ὁδὸν ἀκούεται τώρα συχνὸς ποδοβολητὸς καὶ κρότος βαρέων τροχῶν καὶ τριγμὸς ἀξόνων. Εἶνε τὰ ὀνάρια τῶν λαχανοπωλῶν, ἅτινα ὁδηγοῦνται πέραν ἐκεῖ εἰς τὸν παλαιὸν Κεραμικὸν, ὅπου συνέρχονται κατὰ τὸν ὄρθρον οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ κηπουροὶ τῶν πέριξ κομίζοντες τὰ προϊόντα τῶν ἀγρῶν καὶ τῶν κήπων, τὰ λαχανικὰ καὶ τὰς ὀπώρας, διὰ νὰ παραλάβωσι τὸ χλωρὸν φορτίον, ὅπερ θὰ περιφέρωσιν οἱ πλανόδιοι πωληταὶ πρὸς ἐκποίησιν εἰς ὅλα τὰ σημεῖα τῆς πόλεως. Εἶνε τὰ ὀγκώδη φορτηγὰ ἁμάξια συρρέοντα πανταχόθεν εἰς τὸν περὶ τὸ Δημαρχεῖον σταθμὸν, ὅπως ἐπαναλάβωσι τὴν κοπιώδη ἐργασίαν τῆς ἡμέρας. Τὴν διάβασιν αὐτῶν ὡς προάγγελον τῆς ἡμέρας ἐσημείωσε καὶ ὁ ποιητὴς Παπαρρηγόπουλος εἰς τὴν Ἀγορὰν του διὰ τῶν ἑξῆς παραστατικῶν στίχων

Τὰ φορτηγὰ ἁμάξια κυλίονται βαρέως.
Εἷς διαβάτης παλαιὸν ᾀσμάτιον συρίζει.
Φωνὴ ἀκούεται, ἀλλὰ παρέρχεται ταχέως.
Καὶ ἡ ἠὼς τὰ πέρατα τοῦ οὐρανοῦ φωτίζει.

Διάφοροι ἄλλοι θόρυβοι καὶ κρότοι ὁλονὲν ἐπιτεινόμενοι καὶ πολλαπλασιαζόμενοι δηλοῦσι τὴν ἐξέγερσιν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐπανάληψιν τοῦ αἰωνίου αὐτῆς δράματος. Εἰς τὰς στέγας, εἰς τὰ δένδρα καὶ τὸν οἰνῶπα κισσὸν τοῦ κήπου ἀκούεται ἤδη τὸ τερέτισμα τῶν φλυάρων στρουθίων.

Εἰς τὴν ὁδὸν ἀντηχεῖ ἡ ὀξεῖα καὶ παρατεταμένη φωνὴ τοῦ κουλουροπώλου, γέροντος Ἠπειρώτου συνήθως, ἀπομάχου τῶν ἀγώνων τοῦ βίου, περιφερομένου ἀπὸ βαθέος ὄρθρου πρὸς πώλησιν τῶν ἐφοδίων τοῦ πρωϊνοῦ ροφήματος. Ἔπειτα ὁ βρηχυθμὸς τοῦ φούστανελλοφόρου γαλατᾶ· ἀκολούθως τὸ κωδώνισμα τοῦ διερχομένου ποιμνίου τῶν αἰγῶν. Εἶνε τα προανακρούσματα τῆς μυριοφώνου συναυλίας, ἥτις θὰ ἐκραγῇ μετ’ ὀλίγον καὶ θὰ διασκορπισθῇ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τῆς πόλεως, ὡς βόμβος τεραστίας κυψέλης, ὡς ἀπήχημα τῆς δράσεως ἑκατόγχειρος Βριάρεω, ὡς ἀναπνοὴ μυριοστόμου Τιτᾶνος. Πάντας δὲ τούτους τοὺς κρότους καὶ τοὺς θορύβους ἐπισφραγίζει μετ’ ἐπισημότητος ὁ ἦχος τοῦ κώδωνος—ὅταν ἡ ἡμέρα τύχη νὰ εἶνε ἑορτάσιμος - προερχόμενος ἀπὸ τοῦ γειτονικοῦ ἢ ἄλλου τινὸς ἀπομεμακρυσμένου ναοῦ. Διαχύνεται μὲ τόνους ἡμέρους καὶ γλυκεῖς εἰς τὴν ἥσυχον πρωϊνὴν ἀτμοσφαῖραν καὶ πάντοτε φθάνει εἰς τὴν ἀκοὴν πραϋντικὸς καὶ παρήγορος. Νομίζεις ὅτι ἐπαναλαμβάνει τοὺς Λατινικοὺς στίχους, τῆς ἐγκεχαραγμένους ἄλλοτε ἐπὶ τῶν κωδώνων τοῦ ναοῦ καὶ θαυμασίως ἀποδίδοντας τὸν ἔρρυθμον αὐτῶν κρότον.

Funera plango, fulgura frango, sabata pango,
Excito tentos, domino ventos, placo cruentos.

Ἰδοὺ ἀνέτειλεν ἡ Ἠώς. Καταλιποῦσα τὴν ὑγρὰν τοῦ Ὠκεανοῦ κοίτην ἐμφανίζεται ἡ ροδόπεπλος θεὰ ἐπὶ τῆς ἀκρωρείας τοῦ Ὑμηττοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἡμερόεσσα ἀνήρπασε τὸν Κέφαλον. Φεῦ! αἱ κλασικαὶ ἀναμνήσεις ὠχρίασαν σήμερον καὶ ἡ ἐπικοινωνία τῶν θνητῶν μετὰ τῶν ἀθανάτων κατηργήθη. Ἡ ἀρχαιοπρεπὴς μοῦσα τοῦ Καρδούτση οἰστρηλατουμένη ἐκ τῆς μυθολογικῆς ἀναμνήσεως ἀπέδωκε θαυμασίως εἰς τὰς «Νέας Βαρβάρους ᾨδὰς» αὐτοῦ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπουρανίου ἐκείνης ἐρωτικῆς συναντήσεως.

Non tu scendesti, o dea; ma Cetalo attratto al tuo bacio
Salia per l’aure lieve, bello com un bel dio
.... Oh baci d’ una dea olezzanti fra la rugiada!
oh ambrosia dell’ amore nel giovinetto mondo!

Ἀλλ’ ἀπὸ τῆς μυθολογικῆς σκηνῆς ὁ μέγας ἰταλὸς ποιητὴς μεταπίπτει εἰς τὰς εἰκόνας τῆς πραγματικῆς ζωῆς τῆς σήμερον καὶ περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴν πληκτικὴν ἠὼ τῶν πόλεων διὰ στίχων ἀρχαίου μέτρου, τῶν ὁποίων δὲν δύναται ν’ ἀποδοθῇ τὸ κάλλος ἐν τῇ ἑπομένῃ μεταφράσει.

« Ἀλλὰ τὸ ἡμέτερον γένος εἶνε κεκμηκὸς τώρα·
« Ἡ ὡραία σου ὄψις κατηφὴς ἀνατέλλει ἐπὶ τὰς πόλεις.
« Πνευστιῶσιν ἀμυδροὶ οἱ φανοὶ, ἐπιστρέφει εἰς τὴν κατοικίαν καὶ οὐδὲ κἄν σὲ ἀτενίζει
« Ὠχρός τις ὅμιλος, ὅστις νομίζει ὅτι διενυκτέρευσε διασκεδάζων.
« Ἀνοίγει κτυπῶν ὀργίλως ὁ ἐργάτης τὰ τρίζοντα τοῦ παραθύρου φύλλα.
« Καὶ καταρᾶται τὴν ἡμέραν, ἥτις ἐπαναφέρει τὴν δουλείαν.
« Μόνον ἴσως ἐραστής τις ὅστις ἀφῆκε παραδεδομένην ἠρέμα εἰς τὸν ὕπνον
« τὴν ἀγαπωμένην του, θερμὸν εἰσέτι ἔχων τὸ αἷμα ἐκ τῶν ἀσπασμῶν της,
« Πρόθυμος ἀντιμετωπίζει καὶ φαιδρὸς τὴν παγωμένην σου αὔραν καὶ τὸ πρόσωπον:
« — Φέρε με, λέγει, Ἠὼς, ἐπὶ τοῦ πυρίνου σου κέλητος.
« — Φέρε με εἰς τὰ πεδία τῶν ἀστέρων, ὁπόθεν νὰ ἴδω τὴν γῆν
« μειδιῶσαν ὅλην ὑπὸ τὸ ρόδινον φῶς σου.
« Καὶ νὰ ἴδω τὴν λατρευτήν μου πρὸ τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου
« Ἔχουσαν τοὺς μελανοὺς βοστρύχους διεσπαρμένους ἐπὶ τοῦ δροσεροῦ κόλπου.

Καὶ ἐγένετο ἡμέρα. Καιρὸς νὰ κοιμηθῶ καὶ ἐγὼ μετὰ τόσην ἀγρυπνίαν, πιθανὸν δὲ καὶ οἱ ἀναγνῶσταί μου μετὰ τόσην φλυαρίαν.

Ὁ Αὖλος Γέλλιος, ρωμαῖος γραμματικὸς, συνέγραψε περίεργον καὶ ἀξιανάγνωστον βιβλίον ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἀττικαὶ Νύκτες», περιέχον πλεῖστα ὅσα ἱστορικὰ, ἠθικὰ, φιλοσοφικὰ, κριτικὰ περὶ παντοίων πραγμάτων καὶ οὐδὲν περὶ τῶν ἀττικῶν νυκτῶν.

Πιστότερος ὁπωσοῦν εἰς τὸν τίτλον προσεπάθησα νὰ συνδέσω τὰς ἀσυναρτήτους ἐντυπώσεις μιᾶς νυκτὸς ἀϋπνίας εἰς τὸ ἀνωτέρω σύμφυρμα, δεύτερος καὶ ἐγὼ Γέλλιος.

Υ. Γ. Παρακαλῶ τοὺς στοιχειοθέτας νὰ προσέξουν εἰς τὴν ὀρθογραφίαν καὶ ἰδίως εἰς τὸν τονισμὸν τοῦ ἀνωτέρω ὀνόματος.

 Ἐν Ἀθήναις.

ΜΠΑΜΠΗΣ ΑΝΝΙΝΟΣ