Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Στόμαχος και εφημερίδες


Ω! αι εφημερίδες! … ω, αύται αι εφημερίδες και μάλιστα αι νεωστί εκδιδόμεναι και προθυμοποιούμεναι να φανούν με πάντα τρόπον χρήσιμοι εις το δημόσιον! … Είνε ανυπολόγιστος η ωφέλεια η γινομένη παρ' αυτών εις το ανθρώπινον γένος και αγνοώ τη αληθεία τι ωφέλησε περισσότερον τους θνητούς, αι εφημερίδες ή η εκριζοντυλίνη από της εποχής της εφευρέσεως αμφοτέρων. Κρίνατε.

Ο φίλος μου κ. Ματθαίος Ψωμοτύρης είνε μαθητευόμενος ράπτου ιερών ενδυμάτων, διορθωτής μύλων του καφέ, αντιγραφεύς εκκλησιαστικής μουσικής κλπ., έχει δηλαδή επαγγέλματα ευυπόληπτα μεν βεβαίως, αλλά μη αποφέροντα εισόδημα μεγαλύτερον από τα του πρωτοτύπου εκείνου Παρισινού, όστις ερωτηθείς εις το πλημμελειοδικείον περί του επαγγέλματός του, απήντησεν αγερώχως ότι πωλεί καπνισμένας υέλους διά τους θέλοντας να παρατηρήσουν τον δίσκον του ηλίου, όταν συμβαίνη ηλιακή έκλειψις. Εις τας ώρας της σχόλης του, τας επί των μύλων μηχανικάς γνώσεις του χρησιμοποιεί αξιεπαίνως καταγινόμενος εις την μελέτην της εφευρέσεως του πηδαλίου του αεροστάτου, κηδόμενος της ευημερίας του ανθρωπίνου γένους, υπέρ του πολλαπλασιασμού του οποίου κατά το ενόν εμόχθησε, τεκνοποιήσας και κεκτημένος από της νομίμου αυτού συζύγου κυράς Κονδύλως τέκνα έξ. Ο αγαθός κ. Ψωμοτύρης είνε ευτυχής, οσάκις δύναται να παρέχη εις την πολυάριθμον αυτού τεκνογονίαν προς βρώσιν το πολυθέλγητρον αυτού επώνυμον· τούτο όμως δεν τον εμποδίζει από του να σταματά διερχόμενος προ των μαγειρείων των μεγάρων πλουσίων τινών και οσφραινόμενος την κνίσσαν ν' ανακράζη απορών διατί ο Πανάγαθος Θεός δεν αφήρει εν τη προνοία Του την αίσθησιν της γεύσεως και της οσφρήσεως από ανθρώπους καταδεδικασμένους ως αυτός να φέρωσι διαρκώς το ίδιον επώνυμον εντός του στομάχου.

Αλλ' όμως προχθές εξυπνήσας ο κ. Ψωμοτύρης και εξοδεύσας μίαν πεντάραν προς αγοράν μιας των πρωινών εφημερίδων, ελαττώνων ούτω το προωρισμένον διά την υλικήν τροφήν κεφάλαιον, αλλ' επαυξάνων την διανοητικήν τροφήν, ανέγνωσεν αυτήν από άκρου εις άκρον και φθάσας περί το τέλος εσκίρτησε περιχαρής και έκραξεν αμέσως την σύζυγόν του.

— Κονδύλω, της είπεν, άκουσε, σε παρακαλώ.

Και ήρχισε να της αναγινώσκη το εις έν των φύλλων του ΙΘ' Αιώνος περιεχόμενον ημερήσιον γεύμα. «Σούπα ζωμού ιχθύος με αυγολέμονον, βραστός ιχθύς, όρνιθα ψητή, κοκκινογούλια βραστά σαλάτα, φράουλαι με ζωμόν πορτοκαλίου και ζάκχαριν».

Η κυρά Κονδύλω ήκουεν εκπεπληγμένη, αλλ' ο σύζυγός της απτόητος επεράτωσε τον κατάλογον των φαγητών και έπειτα είπε:

— Πρόσεξε! εδώ είνε το σπουδαιότερον· η κατασκευή της ψητής όρνιθος: «Γέμισε την όρνιθα με το σηκώτι της, μαϊδανόν, κρομμυδάκια, δύο κρόκους αυγών, άλας και πιπέρι (όλα ταύτα κοπανισμένα ομού). Ράψε την και βάλε την εις αγγείον να τηγανισθή με βούτυρον επί τινα λεπτά της ώρας· έπειτα βάλε την εις την σούβλαν, σκεπασμένην με φέτας χοιρομηρίου και τεμάχια μικρά ψωμίου και διπλωμένην εις χαρτίον· άφες την να ψηθή με ολίγην φωτίαν και παρουσίασε την εις την τράπεζαν με τα τεμάχια του ψωμίου περί το πινάκιον».

Εκατάλαβες; εξηκολούθησεν ο κ. Ψωμοτύρης διπλώνων την εφημερίδα· θα πάρης την όρνιθα και έπειτα θα την κοπανίσης μαζί με το σηκώτι του μαϊδανού· θα πάρης δύο αυγά, θα τα ράψης, θα διπλώσης την σούβλαν με φέτας χοιρομηρίου και θα την βάλης εις το τραπέζι. Εκατάλαβες;

Οι οφθαλμοί της κυράς Κονδύλως είχον λάβει τερατώδεις διαστάσεις διαστελλόμενοι εκ της εκπλήξεως. Ηθέλησε να προβάλη αντιρρήσεις τινάς εις την μαγειρικήν ευφράδειαν του συζύγου της· αλλ' ούτος δι' αγερώχου ηγεμονικού κινήματος την απέτρεψε, δεικνύων τεμάχιά τινα μηχανής μύλου του καφέ επί της τραπέζης, άτινα επρόκειτο να συναρμολογήση, επαναλαμβάνων το του Αρχιμήδους ηλλοιωμένον καταλλήλως διά την περίστασιν και αναβοών:

— Μη μου τους μύλους τάραττε!

Μετά την εργασίαν ο κ. Ψωμοτύρης εξήλθε και ότε περί την μεσημβρίαν επέστρεψεν εις την κατοικίαν του, έρριψε διερχόμενος βλέμμα περιφρονήσεως προς το μαγειρείον του πλουσίου, εξ ού συνήθως εξήρχετο η τόσον σκανδαλίζουσα αυτόν κνίσσα. Η πολυάριθμος τεκνογονία του ανέμενε πειναλέα παρά την τράπεζαν, εστρωμένην μεν, αλλά χωρίς να είνε παρατεθειμένον επ' αυτής κανέν φαγητόν. Ο κ. Ψωμοτύρης καθεζόμενος μεγαλοπρεπώς εν τω μέσω είπε μετ' επισημότητος προς την σύζυγόν του:

— Γυναίκα, φέρε να φάμε!

Τα όμματα της κυράς Κονδύλως ήρχισαν πάλιν να λαμβάνουν διαστάσεις τρομακτικάς, μεγεθυνόμενα ως φανοί ατμαμάξης.

— Δεν μου λες, επέτυχε καλά η όρνιθα η ψητή; εξηκολούθησεν αταράχως ο κ. Ματθαίος.

Αστραπαί τινες οργής εφάνησαν εις τα όμματα της άγαν υπομονητικής οικοδεσποίνης.

— Για να σου πω. … είπεν επί τέλους προς τον σύζυγόν της. Τι κοροϊδείες είνε αυτές που μας κάνεις; … Έφερες φαγί για να φάμε; … Τι όρνιθα και ξεόρνιθα κάθεσαι και μου λες;

— Μα, γυναίκα, παρετήρησεν ο κ. Ψωμοτύρης, δεν σου διάβασα το πρωί την εφημερίδα;

— Αι! …

— Δεν είδες ποίον πρέπει να είνε το γεύμα και πώς το φτιάνουν;

— Ξεύρω καλύτερα από την εφημερίδα εγώ να τα φτιάσω· μα μήπως η εφημερίδα μας κάνει πεσκέσι όλ' αυτά πού παραγγέλνει, ή μας δίνει τους παράδες να τα ψωνίσωμε; …

Η βαθεία αύτη παρατήρησις της κυράς Κονδύλως ήτο τόσον ορθή, ώστε ο κ. Ψωμοτύρης έμεινεν άναυδος. Εξήγαγε μετά λύπης το φύλλον της εφημερίδος εκ του θυλακίου του, το έσχισε μετά πείσματος, εγερθείς δε μετέβη εις το άντικρυ παντοπωλείον, επρομηθεύθη τα τρόφιμα των οποίων την αναλλοίωτον κατανάλωσιν καθ' εκάστην του επέβαλλεν ο προορισμός του επωνύμου του και ωρκίσθη να μη αναγνώση πλέον εφημερίδας, αίτινες δημοσιεύουν καθημερινά γεύματα.

(1886)