Αττικαί ημέραι/ΙΘ
←ΙΗ. Ψυχολογία | Αττικαί ημέραι Συγγραφέας: Οι κύνες της Κωνσταντινουπόλεως |
Λ. Οι παραδαρμένοι→ |
ΟΙ ΚΥΝΕΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΕπεξεργασίαΑύτη ήτο η αφόρητος επί τέλους καταστάσα επωδός, το αναπόφευκτον πάσης συνδιαλέξεως τέρμα, οσάκις κατά την βραχείαν εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν μου ετύχαινε να παραπονούμαι διά τον παχύν βόρβορον, τον κατακλύζοντα τας στενάς και σκολιάς οδούς της μεγαλοπόλεως εκείνης, κατά τας απαισίως πληκτικάς ημέρας των φθινοπωρινών βροχών, ή εκινδύνευα να καταπλακωθώ από τους ατελευτήτους καλπάζοντας ουλαμούς των αχθοφόρων, κλιμακηδόν τεταγμένων και μετακομιζόντων εν βοή δυσκίνητα βάρη εξαρτώμενα εκ μακρών ξύλων, ή τανάπαλιν εκινδύνευα να καταπλακώσω εγώ ολόκληρον οικογένειαν κυνικήν κατέχουσαν αυθαιρέτως μέγα μέρος της δυσβάτου οδού ή του στενού πεζοδρομίου. Εις τα παράπονά μου, εις τας παρατηρήσεις μου, εις τα επιφωνήματα της εκπλήξεώς μου ήκουα στερεοτύπως προς απάντησιν τους δύο ανωτέρω στίχους με έμφασιν απαγγελλομένους και μέ τινα δόσιν χαιρεκάκου φιλοσκωμμοσύνης. Σημειωτέον ότι οι δύο αυτοί εξαμβλωματικοί στίχοι φέρονται επ' ονόματι του Αλεξάνδρου Σούτσου και εις αυτόν τους αποδίδουν πάντες αδιστάκτως, είτε λόγιοι είνε, είτε χειρώνακτες, είτε επιστήμονες, είτε παντοπώλαι οι απαγγέλλοντες αυτούς. Ο ποιητής του Περιπλανωμένου και της Τουρκομάχου Ελλάδος έχει βεβαίως πολλάς ποιητικάς αμαρτίας εις την ράχιν του, αλλά δεν είνε δίκαιον, νομίζω, να επιβαρύνεται η μνήμη του και με αυτήν την έμμετρον χυδαιότητα. Αν δε μερικά εκ των ποιητικών του έργων δεν ανταποκρίνονται εις τας σημερινάς καλαισθητικάς αξιώσεις, ήτο όμως αναντιρρήτως αρκετά δεξιός στιχουργός ώστε να συνθέτη στίχους αρτιωτέρους του ραιβού αυτού ζεύγους και αρκετά λογικός ώστε να γινώσκη ότι η λάσπη δεν ανήκει εις τας τάξεις των όντων. Και εν τούτοις η ποιητική του φήμη παρά τω ελληνικώ λαώ του Βυζαντίου επί αυτού του επιγράμματος και μόνου θεμελιούται, όπως παρά τω αμαθεί λαώ της ελευθέρας Ελλάδος διαιωνίζεται το όνομά του χάρις εις έν έμμετρον αισχρολόγημα· και ενώ πολλοί ολίγοι γνωρίζουν τας ενθουσιώδεις αποστροφάς του προς το «άγιον και παντοκράτορ πνεύμα της Ελευθερίας», όλοι τον ενθυμούνται χάρις εις έν στιχουργικόν βαναυσοτέχνημα, το οποίον πιθανώτατα δεν είνε ιδικόν του! Αυτάς τας αλλοκότους περιπετείας έχει ενίοτε η υστεροφημία· και όμως υπάρχουν άνθρωποι ταλαιπωρούμενοι εν τη ζωή χάριν αυτού και μόνου του προβληματικού αγαθού!
Οπωσδήποτε, διά ν' αποδειχθή ότι κανέν πράγμα εις τον κόσμον τούτον δεν είνε ανωφελές, το ατυχές αυτό δίστιχον μου εχρησίμευσεν ως αφετηρία εις την παρούσαν διατριβήν, εν τη οποία θα διαλάβω περί ενός εκ των τριών εν αυτώ μνημονευομένων όντων. Την λάσπην αφήνω κατά μέρος· δεν θα εξετάσω κατά πόσον τα συστατικά της ομοιάζουν με τα της κασιγνήτου των αθηναϊκών οδών, διότι το θέμα, ως αρκετά γλοιώδες και ολισθηρόν, ενδέχεται να με παρασύρη πολύ μακράν. Τους αχθοφόρους παραδίδω εις τους ιεροκήρυκας, διότι ουδαμού θα εύρουν συνομοταξίαν τόσον εμπράκτως εφαρμόζουσαν το ευαγγελικόν παράγγελμα του αίρειν μετ' αυταπαρνησίας και αντί ελαχίστης αμοιβής όλα τα βάρη του πλησίον. Εκλέγω τους κύνας και επιχειρώ εκ του προχείρου να εκθέσω τας εντυπώσεις, τας οποίας μου επροξένησαν ο ιδιόρρυθμος οργανισμός και τα περίεργα ήθη και έθιμα της πολυπληθούς παρά τον Βόσπορον κοινότητος των τετραπόδων τούτων, κολακεύομαι δε πιστεύων ότι το φιλόμουσον ακροατήριον θα μου φανή επιεικές αν υπολειφθώ των προσδοκιών του, αναλογιζόμενον ότι χάριν της παροδικής αυτού τέρψεως αποπειρώμαι την εσπέραν ταύτην να βάλω, κατά το κοινώς λεγόμενον, τα σκυλιά εις την αγγάρεια.
Μη τις νομίση δε ότι θέλω διά της εκλογής του θέματος τούτου να φανώ νεωτερίζων· διότι πάντες οι επισκεφθέντες την βασιλίδα των πόλεων και θελήσαντες να εκθέσουν τας εαυτών εντυπώσεις ησχολήθησαν ο μεν εκτενέστερον, ο δ' επιτροχάδην και περί των κυνών. Άλλως τε το θέμα είνε τοιούτο εκ φύσεως, ώστε δεν δύναταί τις να το αποφύγη. Διότι, όσον τις και αν θαμβωθή από το εξαίσιον θέαμα του Βοσπόρου, όσον και αν μαγευθή από το κάλλος της εκ του Κερατίου θέας, όσον, και αν συγκινηθή εκ της μεγαλοπρεπείας του ναού της Αγίας Σοφίας και των υπό τους θεσπεσίους θόλους αυτής φωλευουσών ιστορικών και ποιητικών αναμνήσεων, όσον και αν καταθελχθή εκ της ατέρμονος παρελάσεως των περικαλλών σουλτανικών ανακτόρων και αισθανθή εν εαυτώ αναζωογονουμένας τας εκ των παραμυθιών εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας, όσον και αν ιλιγγιάση εκ της αενάου τύρβης και του φαντασμαγορικού φυρμού ποικίλων φύλων, ποικίλων φθόγγων, ποικίλων χρωμάτων, αδύνατον είνε επί τέλους το βλέμμα του να μη σταματήση επί της πολυπληθούς στρατιάς των αδεσπότων τετραπόδων, τα οποία νέμονται ως κατακτηταί τας αγυιάς, τας οδούς, την παραλίαν, τας γεφύρας, αυτόν τον ουδόν των οίκων, μόλις επιτρέποντα την διάβασιν εις τα δίποδα, όντα σκελετωδη, φασματώδη, ρυπαρά, ψωραλέα, κοιμώμενα, υλακτούντα, χαριεντιζόμενα, αλληλομαχούντα, ασχημονούντα. Και επί τη υποθέσει δε ότι ο ποιητικός οίστρος του ξένου επισκέπτου είνε τοιούτος, ώστε εν τη προσηλώσει του προς τα ινδάλματα, όσα γεννούν εν τη φαντασία τα απαράμιλλα εκείνα θεάματα, αναισθητεί προς πάντα τα κύκλω του συμβαίνοντα, πολύ ταχέως θ' αναγκασθή να επανέλθη εις την πραγματικότητα εκ του γοερού ολολυγμού ή του απειλητικού γρυλλισμού μανδροσκύλου, του οποίου επάτησεν απροσέκτως την ουράν ή άλλο τι μέλος, καθ' ήν στιγμήν ωνειροπόλει τους θησαυρούς των Καλιφών ή παρετήρει μετά θαυμασμού διά μέσου του διαφανούς πέπλου τους γόητας οφθαλμούς Οθωμανίδος, ή το επίχαρι και προκλητικόν βάδισμα Αρμενίας.
Η πρώτη σκέψις η επερχομένη εις το πνεύμα του ξένου επί τη θέα της αναριθμήτου πληθύος των εν λόγω τετραπόδων είνε πώς κατώρθωσε να πολλαπλασιασθή επί τοσούτον το γένος αυτών. Ο Βυζάντιος εν τη Κωνσταντινουπόλει αυτού αναβιβάζει τον αριθμόν αυτών εις 50 χιλιάδας· αλλ' η ακρίβεια του υπολογισμού του είνε προβληματική, πρώτον διότι η απαρίθμησις δεν είνε εύκολος και δεύτερον διότι βεβαίως ο αριθμός αυτός ηυξήθη κατά πολύ ένεκα της επεκτάσεως και της συμπυκνώσεως των κατωκημένων μερών της πόλεως. Έπειτα αμέσως προβάλλεται το ερώτημα: είνε άρα γε επήλυδες ή αυτόχθονες; Ο ειρημένος συγγραφεύς της Κωνσταντινουπόλεως φρονεί ότι τα ζώα ταύτα, ιερά της Εκάτης, ήσαν επί των αρχαίων Βυζαντίων εις μέγα πλήθος εντός του άστεος και εις τας ωρυγάς αυτών έμεινεν οφειλέτις η πόλις, σωθείσα εκ του πολιορκούντος αυτήν Φιλίππου, ετοίμου ήδη να εισχωρήση εις αυτήν δι' υπονόμου. Δεν είνε λοιπόν απίθανον, επιλέγει, να έλαβον έκτοτε προς αμοιβήν το δικαίωμα τούτο της ασυλίας. Πλην και ούτως αν έχη το πράγμα, επί των βυζαντινών αυτοκρατόρων βεβαίως δεν υπήρχε τοιαύτη πληθώρα κυνών εις την βασιλεύουσαν πόλιν, διότι άλλως οι χρονογράφοι της εποχής θα την ανέφερον. Ουδέ πάλιν μνημονεύεται επιδρομή αγέλης κυνών, ορμηθείσης εκ των στεππών της κεντρώας Ασίας και αναζητησάσης βίον ανετότερον παρά τας ευκραείς ακτάς του Βοσπόρου κατ' απομίμησιν των Ούννων, των Αβάρων και των παντοίων άλλων βαρβάρων φύλων, των οποίων αι ατίθασοι ορδαί ως χείμαρροι κατέκλυζαν το σαθρόν κράτος των Καισάρων της Ανατολής και ών η ακατάσχετος φορά μόλις ανεκόπτετο από τα οχυρά της πρωτευούσης τείχη. Κατ' ανάγκην άρα πρέπει να παραδεχθώμεν ότι ο υπερβολικός πλεονασμός αυτών ήρξατο από της τουρκικής κατακτήσεως· η εικασία δε αύτη καθίσταται βασιμωτέρα, αν αληθεύη το λεγόμενον, ότι εις το στρατόπεδον Μωάμεθ του Πορθητού υπήρχε μέγας αριθμός τοιούτων ζώων, τα οποία εισήλασαν εις την πόλιν μετά των νικητών κατά την αποφράδα ημέραν της αλώσεως διά της Πύλης του Αγίου Ρωμανού. Εν τοιαύτη περιπτώσει οι κύνες του Βυζαντίου είνε κατά μέγα μέρος απόγονοι κατακτητών και ως τοιούτοι κέκτηνται επί του εδάφους, το οποίον κατέχουν δικαιώματα πολύ βασιμώτερα τουλάχιστον από τα των Βουλγάρων. Έκτοτε παρέμειναν ευρίσκοντες προστασίαν και περίθαλψιν παρά τοις Οθωμανοίς, οίτινες, ως γνωστόν, καίτοι η θρησκεία των θεωρεί τους κύνας ακαθάρτους, ιδιαιτέρως αγαπούν και περιθάλπουν εξ αισθήματος ευσπλαγχνίας τα ζώα ταύτα. Αλλά και πάλιν η τεραστία αύξησις του αριθμού των δεν εξηγείται διά τούτου και μόνου, καθότι και εις άλλας πόλεις καθαρώς τουρκικάς, τας οποίας επεσκέφθην, δεν έτυχε να παρατηρήσω τοσαύτην καταπληκτικήν περίσσειαν κυνών. Άλλως τε και εις αυτήν την Κωνσταντινούπολιν το εξαιρετικόν πλήθος των κυνών παρατηρείται όχι μόνον εις τας καθαρώς οθωμανικάς συνοικίας, αλλά και εις εκείνας εις τας οποίας υπερτερεί ή κυριαρχεί αποκλειστικώς ο χριστιανικός πληθυσμός, και εις τας παρά τη διπλή όχθη του Βοσπόρου κώμας και εις αυτάς τας νήσους της Προποντίδος. Ώστε πρέπει να παραδεχθώμεν ότι παρεκτός της ιδιαιτέρας περιθάλψεως οι κύνες ευρίσκουν και κλιματολογικάς και άλλης φύσεως συνθήκας ευνοούσας την εν Κωνσταντινουπόλει καταπληκτικήν ανάπτυξιν του γένους των.
Το γένος τούτο των κυνών της Κωνσταντινουπόλεως είνε όλως ιδιάζον. Το ανάστημά των είνε μέτριον, η κεφαλή των απολήγει εις οξύ ρύγχος, τα ώτα των είνε βραχέα και ηνωρθωμένα· είνε δασύμαλλοι, ομοιάζουν πολύ προς τους ημετέρους ποιμενικούς κύνας, έχουν δε όλοι τρίχωμα μονόχρουν, φαιόν ή κιτρινόφαιον, ουδέποτε στικτόν, ως να ηρνείτο προνοητικώς η φύσις την πολυτέλειαν αυτήν εις δέρμα προωρισμένον να κυλίεται εντός του βορβόρου και ν' αποκτά εξ αυτού ρυπαράν ομοιομορφίαν. Ο ιδιαιτέρως σπουδάσας τα ήθη και έθιμα αυτών και γράψας περιεργοτάτην μονογραφίαν πολυμαθής ομογενής και αρχίατρος του Σουλτάνου Μαυρογένης πασάς λέγει ότι το είδος αυτών αποτελεί ιδιαιτέραν απόχρωσιν μεταξύ του θωός και του λύκου· ο δε διάσημος ζωολόγος Brehme τους κατατάσσει εις το είδος των chiens marrons. Το κύριόν των γνώρισμα είνε η οκνηρία· ότε ήκουα άλλοτε τους ναυτικούς συμπολίτας μου ν' αποκαλούν τους οκνηρούς και αναλγήτους «σκυλιά του Καράκιοϊ», ηπόρουν διά την παρομοίωσιν· πλην ότε αποβιβασθείς εις Γαλατάν ίδα το απερίγραπτον θέαμα της ραθυμίας των ζώων αυτών, επείσθην ότι η παραβολή ήτο ευστοχωτάτη. Εξηπλωμένοι νωχελώς εις το μέσον συνήθως του δρόμου, ανά είς, ανά δύο, ανά πέντε, ανά δέκα, με το ρύγχος χωσμένον μεταξύ των οπισθίων σκελών, κοιμώνται επί ώρας ολοκλήρους, αποτελούντες συμπλέγματα ποικίλα, ιδιότροπα, σωρούς νεκροζώους, οίτινες αγνοεί τις αν αποτελούνται εκ σωμάτων ζώντων ή εκ θνησιμαίων. Η ζωή τυρβάζει ποικιλόμορφος, σφριγηλή εν εκκωφαντική βοή πέριξ αυτών· διέρχονται διαβάται πεζοί και έφιπποι, Οθωμανοί σοβαροί με τον ποδήρη χιτώνα και με την κίδαριν, χανούμισσαι με εσθήτας ευρείας μεταξίνας, θροούσας ανά παν βήμα, και με το αλεξιβρόχιον πάντοτε ανοικτόν. Αρμένιοι και Έλληνες έμποροι πολυφρόντιδες και βιαστικοί, πλανόδιοι πωληταί Ιουδαίοι με κάνιστρα αβαθή και ευρύχωρα επί κεφαλής, στρατιωτικοί, ευνούχοι, κυρίαι κομψαί της ευρωπαϊκής συνοικίας του Πέραν, κλητήρες χρυσοστόλιστοι των πρεσβειών και των προξενείων, Πέρσαι με κωνοειδείς τριχωτούς πίλους, δερβίσαι, ξένοι περιηγηταί, λόχοι αχθοφόρων ωρυομένων, και εν τούτοις αυτοί μένουν ακίνητοι και τα κύματα του πλήθους αναγκάζονται να παρακάμπτουν ένθεν και ένθεν της οδού διά να μη προσκρούσουν επί των αδρανών εκείνων όγκων. Διότι πάντες φαίνονται σεβόμενοι την ανάπαυσιν των ακηδών αυτών ζώων, ιδιαίτατα δε οι Οθωμανοί, και το σέβας τούτο προέρχεται ως λέγεται, εκ παραδόσεως, καθ' ήν ο Μωάμεθ προκληθείς ποτε ν' απαντήση εις θεολογικόν πρόβλημα και θέλων να εγερθή επροτίμησε ν' αποκόψη την ευρείαν χειρίδα του ιματίου του, επί της οποίας εκοιμάτο ο αίλουρός του, παρά να ταράξη την ησυχίαν του προσφιλούς του ζώου. Μόνον όταν διέρχεται άμαξα ελαύνουσα από ρυτήρος ή αμάξιον ογκώδες φορτηγόν, γοερώς τρίζον και στένον εκ του βάρους, μόνον τότε αποφασίζουν να μετακινηθούν, αλλά κατά τόσους μόνον δακτύλους όσοι απαιτούνται όπως αποφύγουν τους επικειμένους να διέλθουν εκ του σώματός των τροχούς. Ενίοτε το κίνημά των αυτό δεν εκτελείται εγκαίρως· ακούεται τότε θρηνώδης ολολυγμός, ο παθών εγείρεται σύρων το τραυματισμένον σκέλος του διά να κατακλιθή ολίγα βήματα απωτέρω και να συνεχίση τον ύπνον του, ενώ οι άλλοι μόλις αρκούνται ν' ανοίξουν τους νυσταλέους οφθαλμούς διά να ίδουν μετ' απαθείας την συμφοράν του συντρόφου των.
Οι κύριοι της οδού εν Κωνσταντινουπόλει είνε οι κύνες έχοντες δικαιώματα μονίμου κατοχής. Καταλαμβάνουν το πεζοδρόμιον και το δάπεδον των οδών και μένουν ακηδείς, είτε βροχή τους λούει, είτε ο ήλιος τους πυρακτώνει, είτε ο άνεμος τους μαστίζει, είτε η χιών τους περικαλύπτει με παγερόν στρώμα. Οι μάλλον προβλεπτικοί εκλέγουν εν ώρα χειμώνος ως μέρος διαμονής το έδαφος της οδού το κείμενον υπό τους προέχοντας υελοφράκτους εξώστας των οικιών, τους λεγομένους εν Κωνσταντινουπόλει σαχνισί· άλλοι, όταν η χιών είνε παχεία, ορύσσουν διά των ονύχων μικρούς λάκκους και συσπειρούνται εντός αυτών· την πρόνοιαν δε ταύτην ιδίως δεικνύουν αι θήλειαι, εγκυμονούσαι ή αρτίτοκοι, αι έχουσαι να περιθάλψουν πολυμελή και απροστάτευτον οικογένειαν. Οι λοιποί εντελώς αδιαφορούν περί των ατμοσφαιρικών επηρειών, εκ των οποίων μένουν απρόσβλητοι· το πολύ πολύ κατά τας χιονώδεις νύκτας εκλέγουν ως κοίτην το μέσον ακριβώς της οδού, όπου η χιών, ένθεν και ένθεν παρά τους τοίχους συνήθως στοιβαζομένη, είνε ολιγωτέρα. Επειδή δε αυτήν την οιονεί φάραγγα προτιμούν και οι πεζοί διαβάται, όχι σπανίως πατούν τους κοιμωμένους κύνας, μη διακρινομένους εν τω σκότει, και η περίπτωσις αύτη δεν είνε ακίνδυνος, διότι τότε οι την ημέραν συνήθως χειροήθεις και άκακοι τετράποδες την ώραν εκείνην εν τη μοναξία εξαγριούνται και επιτίθενται κατά των απροσέκτων. Αφού κορεσθούν ύπνου, εγείρονται, αποτινάσσουν ομού με την νάρκην των και τον παχύν βόρβορον ή την κόνιν, εκ της οποίας περιβάλλονται, και αρχίζουν την ανά την οδόν περιπολίαν των. Ερευνούν όλας τας γωνίας· ίστανται προ των θυρών αναμένοντες να ριφθούν εις την οδόν αι ακαθαρσίαι, επί τον οποίων ορμούν βουλιμιώντες, ανασκάπτοντες αυτάς μανιωδώς προς ανεύρεσιν των αποφαγίων· σχηματίζουν κύκλον, ερωτικώς προσβλέποντες τα σφάγια, τα οποία εκθέτει προς πώλησιν ο κρεοπώλης, της συνοικίας, λείχοντες το αίμα ή ελλοχώντες τα απορριπτόμενα άχρηστα τεμάχια των εντοσθίων. Σταθμεύουν προ των εδωδιμοπωλείων επί τη ελπίδι μικράς ελεημοσύνης. Συνάπτουν κρατερούς αγώνας περί της κατοχής ενός απογυμνωμένου οστού, ή περί της ερωτικής προτιμήσεως φιλαρέσκου θηλείας, παίζουν μεταξύ των — διότι έχουν ενίοτε όρεξιν να παίζουν οι ταλαίπωροι! Έπειτα πάλιν συσπειρούνται καθ' ομίλους και κοιμώνται, ο μεν με κενόν τον στόμαχον, ο δε μόλις κατορθώσας να φάγη τόσον, ώστε να μη αποθάνη της πείνης. Την νύκτα ηχούν αδιάκοποι αι υλακαί των, παρακολουθούσαι τα βήματα υπόπτου διαβάτου. Αι υλακαί αύται καθίστανται άγριαι και λυσσώδεις, οσάκις φανή ανατέλλουσα εις την οδόν η αμυδρά λάμψις του φανού του ρακοσυλλέκτου. Ωπλισμένος δι' ακοντίου φέροντος εις το άκρον αρπάγιον ο ρακοσυλλέκτης περιέρχεται τας οδούς, όταν ο θόρυβος και η κίνησις κοπάζουν, και διά της ράβδου του ερευνά και αναμοχλεύει τους σωρούς των σαρωμάτων. Οι κύνες, οίτινες έχουν ήδη ενεργήσει ανασκαφάς και εξαντλήσει παν το φαγώσιμον, εφορμούν κατ' αυτού και τον υλακτούν εμμανώς, διότι τρέφουν ακατανίκητον έχθραν προς αυτόν, υποπτευόμενοι ότι υπεξαιρεί την πενιχράν και ελλιπεστάτην τροφήν των. Ενίοτε η οργή των είνε τοιαύτη, ώστε συνάπτεται πεισματώδης μάχη μεταξύ του δίποδος επιδρομέως και των τετραπόδων, κατά την οποίαν εξέρχεται μεν νικητής ο πρώτος χάρις εις το αρπάγιόν του, αποκομίζων όμως ουκ ολίγα ίχνη των πειναλέων οδόντων των εχθρών του. Άλλην έκφρασιν όλως ιδιάζουσαν έχουν αι υλακαί των τας νύκτας κατά τας οποίας συμβαίνει πυρκαϊά. Από του ύψους του ενετικού πύργου του Γαλατά ο κατοπτεύων φρουρός δίδει το σύνθημα, οι δε μπεκτσήδες, οι νυχτοφύλακες της συνοικίας, οι περιερχόμενοι τας οδούς και διά βαρείας ράβδου κρουομένης ερρύθμως επί του λιθοστρώτου απαριθμούντες τας ώρας, εκφέρουν την κραυγήν γιαγκίν βαρ, αναγγέλλοντες και την συνοικίαν και την οδόν εν τη οποία εξερράγη η πυρκαϊά με φωνήν θρηνητικήν, τρομώδη, παρατεταμένην. Εις την φωνήν ταύτην απαντούν αμέσως οι κύνες της οδού με ωρυγάς θρηνώδεις και οξείας· η γοερά δε αύτη συναυλία, της οποίας οι εναλλάσσοντες ήχοι δονούνται παλμώδεις εν τη σιγή της νυκτός, έχει τι το απαισίως πένθιμον.
Πώς τρέφονται όλαι αύται αι λεγεώνες των ενδεών τετραπόδων είνε αληθώς μυστήριον. Φευ! Εκ της ισχνότητός των είνε κατάδηλον ότι δι' αυτούς τουλάχιστον ουδέποτε υπήρξεν η φημιζομένη ευδαίμων εποχή του χρυσού αιώνος, κατά την οποίαν έδενον τους σκύλους με τα λουκάνικα! Τρέφονται με όλα και με τίποτε, πρέπει δε να παραδεχθώμεν ότι ο αήρ της Κωνσταντινουπόλεως περιέχει ιδιαίτερα στοιχεία ικανά προς θρέψιν των σκύλων, διότι άλλως έπρεπε κατά εκατοντάδας να αποθνήσκουν την ημέραν εξ ασιτίας. Παν ό,τι ρίπτεται εις την οδόν είνε κτήμα των. Αποφάγια, λείψανα κρέατος, κόκκαλα ιχθύων, εντόσθια οδωδότα, καρποί σαπροί, τεμάχια άρτου απολιθωμένου, φύλλα λαχάνων, όλα καταβροχθίζονται. Βλέπετε συναπτομένους αγώνας φονικούς περί της κατοχής οστού, εκ του οποίου παν μόριον σαρκός έχει προ πολλού αφαιρεθή και το οποίον μολαταύτα περιλείχει ο δι' αγώνος και αίματος αποκτήσας αυτό μετά τρυφής ίσης προς εκείνην την οποίαν δοκιμάζει γαστρίμαργος καταβροχθίζων εκλεκτόν κατασκεύασμα πεφημισμένου πλακουντοποιού. Ο φοβερός αγών περί του βίου παρέχει κατά πάσαν στιγμήν θεάματα φρικτά εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως. Το ρητόν του Βίσμαρκ beati possidentes δεν ισχύει παρά τον Βόσπορον, τουλάχιστον ως προς τον κυνικόν πληθυσμόν, παρά τω οποίω ο κανών ο ρυθμίζων τας σχέσεις συνοψίζεται εις το φοβερόν λόγιον: ουαί τοις ασθενεστέροις! Ο κύων εν Κωνσταντινουπόλει δεν είνε ζώον σαρκοβόρον, αλλά παμφάγον. Παν αντικείμενον δυνάμενον να περιέχη έστω και εις αδιόρατον ποσότητα μερικά θρεπτικά στοιχεία καθίσταται βορά αυτών. Το επ' εμοί δεν ήθελον συγκατατεθή ποτέ ν' αφήσω ούτε καν τα υποδήματά μου εις την οδόν επί μίαν ώραν, διότι ήθελα αναγκασθή κατόπιν ν' αναζητώ τα τεμάχιά των εις τον στόμαχον είκοσι κυνών. Μόνον τας πέτρας δεν τρώγουν και τούτο είνε ευτύχημα, καθόσον άλλως το λιθόστρωτον των οδών της πόλεως έπρεπε ν' ανανεούται κατά πάσαν εβδομάδα.
Αλλ' ακριβώς αυτή η παμφαγία των είνε και το προτέρημά των. Χάρις εις αυτήν εκτελούν το έργον των οδοκαθαριστών μετά παραδειγματικής ευσυνειδησίας. Η υπηρεσία της καθαριότητος είνε ανατεθειμένη εν Κωνσταντινουπόλει εις αυτάς τας λεγεώνας των πειναλέων ζώων, οψέποτε δε ταύτα ήθελον εκλίπει, ο δήμος της πρωτευούσης του οθωμανικού κράτους θα υπεβάλλετο εις σημαντικήν δαπάνην δι' εργασίαν εκτελουμένην σήμερον και αμισθί και μετ' επιμελείας. Ούτος δε είνε είς εκ των κυριωτέρων λόγων διά τους οποίους η οχληρά των κυνών πληθύς τυγχάνει όχι μόνον ανοχής αλλά και προστασίας. Διατρίψας υπέρ τον μήνα εν Κωνσταντινουπόλει δεν έτυχε ν' απαντήσω ουδ' έν θνησιμαίον ελαχίστου ζώου, ενώ εις τας οδούς του ιοστεφάνου ημών άστεως ο έχων ανεκτικήν την όσφρησιν δύναται να σπουδάση την ζωολογίαν επί των δαψιλώς διεσπαρμένων πτωμάτων εκ πάντων των γενών του ζωικού βασιλείου. Σημειωτέον ότι ως προς αυτό το ζήτημα μ' εξέπληξε και μία άλλη παρατήρησις. Ουδέποτε έτυχε να ίδω εις τας οδούς πτώμα κυνός. Τώρα οι ταλαίπωροι αυτοί κύνες δεν είνε βεβαίως αθάνατοι· μάλιστα, ως εκ των συνθηκών του εστερημένου βίου τον οποίον διάγουν, η θνησιμότης παρ' αυτοίς θα είνε μεγάλη. Τι γίνονται λοιπόν τα ελεεινά των λείψανα; αποκομίζονται υπό της αστυνομίας ή οι ομόφυλοί των μετά στωικής απαθείας τα χρησιμοποιούν εις τα εκαταία δείπνα των, διά να πληρωθή κατά γράμμα το λεγόμενον «τρώγονται ωσάν σκυλιά»; Ομολογώ ότι δεν έλαβα καιρόν ούτε όρεξιν όπως ενδιατρίψω περί την λύσιν της απορίας μου.
Οι κατοικούντες εις καθαρώς οθωμανικάς συνοικίας κύνες τρέφονται κάλλιον, χάρις εις την ευσπλαγχνίαν των κατοίκων. Από πάσης οικίας ρίπτονται εις την οδόν αποφάγια επαρκή, πολλάκις δε Οθωμανοί ελεήμονες, εξερχόμενοι των οικιών των μετά το γεύμα, διανέμουν ιδιοχείρως την τροφήν εις το αναμένον έξωθεν πειναλέον στίφος. Αγγείον ύδατος ευρίσκεται παρά πάσαν θύραν, ιδίως κατά το θέρος, όπως σβύνουν την δίψαν των εξ αυτού οι κύνες, οίτινες εις τας άλλας συνοικίας ποτίζονται εκ του λιμνάζοντος παρά τας δημοσίας κρήνας ύδατος ή εκ του ακαθάρτου ρείθρου των οδών. Ευτυχείς επίσης είνε οι κύνες οι κατοικούντες παρά τα οθωμανικά τεμένη και ιδίως τα κοινόβια τα λεγόμενα τεκέδες. Η τροφή των εκεί είνε τακτική και σχεδόν επαρκής, τυγχάνουν δε ιδιαζούσης προστασίας παρά των εν τω ναώ βιούντων. Εις τι παρά τον Γαλατάν τζαμίον είδα ημέραν τινά ιερόπαιδα εξελθόντα οργίλον και καταδιώξαντα επί πολύ διάστημα διά ράβδου αυθάδη κύνα, όστις εισήλασεν εντός του περιβόλου και απεπειράθη ν' αρπάση το γεύμα του τροφίμου του τεμένους κυνός. Αλλ' ακόμη ευτυχέστεροι είνε οι βιούντες παρά τους στρατώνας. Το συσσίτιον αυτών είνε άφθονον και τα απομεινάρια του γεύματος πλούσια. Περί την μεσημβρίαν συμβαίνει τακτικώς εκεί σκηνή αξιοθέατος. Οι κύνες των πέριξ, οι έχοντες κεκτημένα δικαιώματα ως εκ της γειτνιάσεώς των εις την τροφοδοσίαν ταύτην, ακριβείς ως χρονόμετρα, συνέρχονται εις μέγαν αριθμόν και αναμένουν. Μετά προσδοκίαν λεπτών τινων ανοίγεται τέλος μία πύλη και εμφανίζεται στρατιώτης κομίζων εντός χειραμάξης το προωρισμένον διά την αγέλην γεύμα. Το φορτίον αποτίθεται χαμαί και τότε όλος ο συρφετός ορμά και αποτελεί κύκλον και τα ρύγχη βυθίζονται βουλιμιώντα εντός του σωρού της πανδαισίας. Αλλά υπάρχουν κύνες εύσωμοι και κύνες μικροί, κύνες ρωμαλέοι και κύνες ασθενικοί. Οι τελευταίοι δεν τολμούν οι δυστυχείς να πλησιάσουν, αλλ' αποτελούν δεύτερον κύκλον πέριξ των ισχυροτέρων. Τώρα τι νομίζετε ότι είνε φυσικόν και επακόλουθον; να φάγουν μέχρι κορεσμού οι ισχυρότεροι και να μείνουν νήστεις οι άλλοι. Και όμως απατάσθε· τρώγουν όλοι εξ ίσου και ιδού πώς. Οι ρωμαλεώτεροι τρώγοντες υποβλέπουν αλλήλους, έως ότου παρουσιάζεται μεταξύ του σωρού ογκώδες τι και ορεκτικόν τεμάχιον· την κατοχήν αυτού διαφιλονεικούν δύο ή τρεις, και εις το τέλος συμπλέκονται· αυτήν την ευκαιρίαν αναμένουν οι εν τη δευτέρα γραμμή αποκλεισθέντες, οίτινες ορμούν τότε, αρπάζουν ό,τι δυνηθή έκαστος και τρέπονται δρομαίοι εις φυγήν. Διά της μεθόδου ταύτης ζουν μικροί και μεγάλοι, δεν δύναμαι δε να βεβαιώσω αν την μέθοδον αυτήν εδιδάχθησαν οι κύνες από την πολιτικήν των μικρών και μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, οποία εφηρμόσθη εις προσφάτους περιστάσεις, ή τανάπαλιν αν εδανείσθησαν αυτήν τα ευρωπαϊκά κράτη από τα θυμόσοφα ταύτα ζώα. Τέλος οι κατοικούντες παρά τινας παραλίους συνοικίας της πόλεως δύνανται να συγκαταλεχθούν ωσαύτως, μεταξύ των ευνοημένων υπό της μοίρας·, επειδή εκτός της εν τη συνοικία διά του συνήθους τρόπου αποκτωμένης τροφής έχουν και τα τυχερά των, ούτως ειπείν, συνιστάμενα εις την εκμετάλλευσιν των εις το παράλιον κομιζομένων και εις την θάλασσαν ριπτομένων κάρρων των ακαθαρσιών. Είνε αληθές ότι τα φορτία ταύτα έχουν ήδη υποστή την λεπτομερή έρευναν των κυνών των διαφόρων οδών, εκ των οποίων αποκομίζονται. Αλλά διά της ακαταπονήτου επιμονής των πάντοτε ουχ ήττον κατορθούν ν' ανεύρουν έν οστούν λησμονηθέν, ή άλλο τι φαγώσιμον αντικείμενον παροραθέν. Διό καραδοκούν την άφιξιν των αμαξίων, συνοδεύουν αυτά περιχαρείς μέχρι του μέρους της εκφορτώσεως, οι δε μάλλον ανυπόμονοι διά ν' αποκτήσουν δικαιώματα προτεραιότητος πηδούν επί του κάρρου και αρχίζουν εκείθεν τας ανασκαφάς.
Υπό τοιαύτας συνθήκας βίου και με τοιαύτην δίαιταν η ευρωστία και η ευεξία δεν είνε πλεονεκτήματα συνήθη εις τα ατυχή ταύτα ζώα. Απορίας άξιον είνε μάλιστα πώς αντέχουν επί τοσούτον εις τόσας στερήσεις και κακουχίας. Ευρίσκονται βεβαίως και τινες εύρωστοι και ρωμαλέοι και σφριγηλοί μεταξύ των, αλλ' οι πλείστοι είνε αξιοθρήνητοι την θέαν, καχεκτικοί, ασθενικοί, με το δέρμα κολλημένον επί των οστών, με τας πλευράς προεχούσας, φάσματα αληθή τετραπόδων· η ψωρίασις τους μαστίζει οικτρώς· οι πλείστοι ταλαιπωρούνται από ειδεχθή έλκη, αηδώς επιδεικνύμενα εν μέση οδώ, υπό τον φλέγοντα ήλιον, επί των οποίων περιίπτανται βομβούντα σύννεφα μυιών. Ολίγοι είνε οι άρτιοι, οι περισσότεροι είνε ανάπηροι, χωλοί, στρεβλοί, μονόφθαλμοι· του ενός λείπει το έν ωτίον, του άλλου λείπει ολόκληρον τεμάχιον σαρκός εκ των νώτων, και άλλος τις φαίνεται οιονεί ζώσα και κινουμένη περγαμηνή, διότι η δορά του απώλεσεν ολόκληρον το τρίχωμα. Ως προς την ουράν, αυτή είνε το συνηθέστερον ελλείπον μέλος και τόση είνε η πληθύς των κολούρων, ώστε άγεταί τις να πιστεύση κατ' αρχάς ότι εκ γενετής φέρουν αυτό το διακριτικόν γνώρισμα, την έλλειψιν κέρκου. Η ουρά, λέγει επιχαρίτως ο Δε Αμίτσης, εις τους κύνας της Κωνσταντινουπόλεως είνε αντικείμενον πολυτελείας μετά δίμηνον δημόσιον βίον. Όλα ταύτα τα τραύματα και αι ακρωτηριάσεις προέρχονται μεν εκ των καθημερινών δεινοπαθημάτων, των ραβδισμών, των τυχαίων συμβάντων, αλλ' είνε ως επί το πολύ και αποτελέσματα των εμφυλίων ερίδων. Ουδέποτε είδα κύνας μάλλον φιλέριδας, και αύται δε αι θήλειαι διακρίνονται διά το ευέξαπτον και μάχιμον αυτών. Ενώ παίζουν και αστεΐζονται και ανταλλάσσουν ως ασπασμούς ελαφρά δήγματα, κυλιόμενοι εντός του κονιορτού ή του βορβόρου, αίφνης διά την παραμικράν αιτίαν συμπλέκονται. Ορθούνται επί των οπισθίων ποδών, ακροβατούντες επί πολλά λεπτά της ώρας και προσπαθούν να κατασπαράξουν αλλήλους, ενώ το αίμα εκρέει άφθονον από τους φλογισμένους αυτών φάρυγγας. Μάρτυς της σκηνής ταύτης, εθεώμην πολλάκις ιστάμενος μετά περιεργείας τας διαφόρους περιπετείας της εμμανούς πάλης και τοιαύτη ήτο η λύσσα των μαχομένων, ώστε ανέμενα να ίδω πραγματοποιούμενον το απίθανον συμβάν το αναφερόμενον υπό του τερατολόγου βαρώνου Μυγχάουζεν, περί των δύο ανταγωνιζομένων λεόντων, οίτινες τέλος αλληλεφαγώθησαν τόσον τελείως, ώστε δεν απέμεινεν εξ αμφοτέρων ειμή η ουρά. Και όταν είνε μονομαχία, υπομονή· αλλ' ενίοτε συμβαίνει να προστρέχουν εις βοήθειαν των μαχομένων πολλοί εκατέρωθεν αγωνισταί και η συμπλοκή λαμβάνει τότε χαρακτήρα μάχης εκ του συστάδην. Πυκνός κονιορτός περιβάλλει τας διαμαχομένας στρατιάς, ως η νεφέλη η αποκρύπτουσα άλλοτε τους εις τα πεδία της Τροίας μαχομένους ήρωας και ημιθέους. Τηλικούτος δε προσγίνεται θόρυβος εκ της οιμωγής και ευχωλής ολλύντων τε ολλυμένων, ώστε οι γείτονες αναγκάζονται να εξέλθουν εις την οδόν και με τα προστυχόντα όπλα ανηλεώς παίοντες ν' αποδιώξουν την μανιώδη αγέλην.
Γεννώνται εν τη οδώ και εν αυτή αποθνήσκουν. Ο δρομίσκος εν τω οποίω ετέχθη έκαστος και ηυξήθη, ή η τρίοδος, ή η αγυιά, ή η γέφυρα, ή το χλοάζον νεκροταφείον με τας επικλινείς βρυοσκεπείς επιτυμβίους στήλας είνε η πατρίς των, ορίζων δε μόνος αυτών πολλάκις η πληκτική σειρά των υψορόφων οικιών, εξ ών φράσσεται η στενή οδός. Οι κύνες του Σταυροδρομίου αγνωούν την ύπαρξιν του Γαλατά και τούτου πάλιν οι κύνες βλέπουν μεν εξελισσόμενον εις την αντίπεραν όχθην του Κερατίου το εξαίσιον πανόραμα της Σταμπούλ με τα μεγαλοπρεπή τζαμία και τους χαρίεντας ευθυτενείς μιναράδες, αλλά δι' αυτούς ο μαγικός εκείνος χώρος είνε απροσπέλαστος αντικατοπτρισμός. Το ανήκον εις εκάστην οδόν στίφος αποτελεί ιδίαν δημοκρατίαν, διεπομένην υπό νόμων αγράφων, αλλ' απαραβάτων, έχουσαν τα όρια της δικαιοδοσίας της ακριβώς απ' αιώνων ίσως διαγεγραμμένα. Αυτή η αυστηρά τήρησις των αμοιβαίων ορίων μεταξύ των διαφόρων κυνικών δημοκρατιών της μεγαλοπόλεως αποτελεί εν των περιεργοτάτων εθίμων των ζώων τούτων. Οι τετράποδες κάτοικοι μιας οδού έχουν απόλυτον δικαίωμα κατοχής και διαμονής εφ' απάσης της εκτάσεως αυτής, αλλ' όχι και πέραν. Όταν φθάσουν εις τα σύνορα, οπόθεν άρχεται η δικαιοδοσία ετέρας πατριάς, σταματούν και επιστρέφουν εις τα ίδια. Οι παραβάται τιμωρούνται αυστηρότατα. Είνε απερίγραπτος η προσοχή και η επιμέλεια μετά της οποίας φρουρείται το πάτριον έδαφος από πάσης εισβολής, όπως είνε αξιοθαύμαστος η συναίσθησις του αδικήματος, υπό της οποίας καταλαμβάνεται ο επιδρομεύς. Οσάκις κύων τυχοδιώκτης εξωθούμενος εκ της πείνης ή παρασυρόμενος εξ ερωτικής περιπετείας υπερβή τα σύνορα και εισχωρήση τολμηρώς εις ξένον έδαφος, ευθύς ως εννοήση ότι εφωράθη, συστέλλεται περιδεής και κρύπτει την ουράν μεταξύ των σκελών, και βλέπεις τότε το περίεργον φαινόμενον να επιτίθεται κύων τις αποσκελετωμένος, μόλις κρατούμενος εις τους πόδας του, κατά του επιδρομέως διπλασίου το ανάστημα και ασυγκρίτως ρωμαλεωτέρου, αρυόμενος το θάρρος εκ του δικαιώματός του και εκ της αλληλεγγύης. Εις τας υλακάς του προσέρχονται τροχάδην επίκουροι πάντες οι κύνες της οδού· οι οκνηροί διακόπτουν τον ύπνον των, αι θήλειαι καταλείπουν τα γαλουχούμενα τέκνα των και πάντες μικροί και μεγάλοι επιπίπτουν κατά του εχθρού, οιονεί υπείκοντες εις το κέλευσμα αοράτου τινός Αισχύλου της φυλής των, έως ότου προσέρχεται ο ανεγνωρισμένος αρχηγός της αγέλης, ο παλληκαράς της οδού. Είνε ούτος ο απόλυτος κυριάρχης της πατριάς. Οι άρρενες τον φοβούνται, αι θήλειαι τον περιποιούνται ερωτοτρόπως και το υπήκοον αναγνωρίζει εν παντί και πάντοτε την υπεροχήν του, ερειδομένην επί της ισχύος του. Ο λείχων αμερίμνως οστούν τι εγείρεται και καταλείπει το γεύμα του άμα τη προσεγγίσει του. Πάσαι αι ωραίαι της οδού ανήκουν εις αυτόν δικαιωματικώς και ουαί εις τον αυθάδη, όστις ήθελε τολμήσει να εγγίση το αφρούρητον χαρέμιόν του άνευ της συγκαταθέσεώς του. Ο αρχηγός ούτος επιπίπτει μανιώδης κατά του επιδρομέως, όστις πτήσσων και ολολύζων μάτην προσπαθεί ν' αμυνθή κατά τόσων οδόντων· τέλος εξηντλημένος πίπτει χαμαί ύπτιος, ωσεί αναγνωρίζων το αδίκημά του και εξαιτούμενος έλεος. Τι νομίζετε δε ότι ενίοτε πράττει τότε ο αρχηγός; Εγείρει ο αναιδής τον πόδα και … τον περιλούει διά θερμού υγρού εις ένδειξιν εσχάτης περιφρονήσεως, μετά τούτο δε τον αφήνει να επανακάμψη κακώς έχοντα εις τα ίδια και απηλλαγμένον πάσης επιθυμίας όπως επαναλάβη εις το εξής το πείραμα. Ουχ ήττον υπάρχουν παραδείγματα ότι μετά την αυστηράν ταύτην τιμωρίαν η κοινότης δεικνύεται μάλλον οικτίρμων προς τον πταίστην και του επιτρέπει να παραμείνη εντός των συνόρων της, πολιτογραφούμενος ούτως ειπείν και αποτελών εις το εξής μέλος της ομάδος. Επίσης υπάρχουν παραδείγματα μεταναστεύσεως· κύνες, τινές τυχοδιώκται εκ των παραλίων συνοικιών, βαρυνόμενοι τας κακουχίας, εισέρχονται λάθρα εις τα μικρά ατμόπλοια τα ακαταπαύστως αποπλέοντα εκ της γεφύρας του Γαλατά, και χωρίς, εννοείται, να πληρώσουν ναύλον αποβιβάζονται είς τινα των παρά τον Βόσπορον θελκτικών χωρίων ή εις τας Πριγκιπονήσους, προς εύρεσιν καλυτέρας τύχης.
Αυτή η καταναγκαστική συμβίωσις και η ομοαίμων καταγωγή και η συνταύτισις της τύχης γεννά μεταξύ των τετραπόδων κατοίκων της αυτής συνοικίας αισθήματα φιλίας και αφοσιώσεως, τα οποία είνε αληθές όμως ότι σπανίως αντέχουν εις τους πειρασμούς του συμφέροντος ή της αντιζηλίας. Εν τούτοις είνε πάντοτε συγκινητικόν το θέαμα γέροντος τινος και κατεσκληκότος κυνός, απομάχου μυρίων αγώνων εξωτερικών και εμφυλίων, παίζοντος νωθρώς και συγκαταβατικώς με σκύλακα μικρόν, ίσως απόγονόν του, εύελπιν βλαστόν της φυλής. Ο γέρων σκύλος θ' αναλογίζεται ίσως νοερώς το άμμες ποκ' ήμες των αρχαίων Σπαρτιατών, ενώ το κυνάριον θα του ψιθυρίζη εις την γλώσσαν του το άμμες δε γ' εσσόμεθα. Είναι συγκινητική η κοινή εν τω πλήρει στερήσεων βίω εγκαρτέρησις και η πραότης μετά της οποίας υπομένουν πάσας τας συμφοράς. Νομίζεις ότι το κλίμα του τόπου εμπνέει και εις αυτούς την ασιατικήν των μοιρολατρών αναλγησίαν. Ο οίκτος είνε το αίσθημα το οποίον μετά την περιέργειαν καταλαμβάνει πάντα ξένον επί τη θέα των. Ο Δε Αμίτσης βλέπων αυτούς ενεθυμείτο τους θηρευτικούς κύνας του Βαγιαζήτ, οίτινες εκ πορφύρας φέροντες επινώτια και μαργαριτοκόσμητα περιδέραια επλήρουν κραυγών τας φάραγγας του Ολύμπου, και ανελογίζετο την διαφοράν της τύχης. Εγώ όμως ανελογιζόμην ότι, εάν ποτε το φοβερόν κοινωνικόν ζήτημα, το συνταράσσον την Ευρώπην, φθάση και μέχρι των οχθών του Βοσπόρου, ο ερεθισμός ιδίως θα εκδηλωθή μεταξύ της αναριθμήτου ταύτης πληθύος των τετραπόδων Παριών, των ανεστίων και αλητών, την οποίαν καταμαστίζουν και τυραννούν αι συνθήκαι της ανισότητος. Κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν ουαί εις τους δυνάστας! αι υλακαί της οργής αι οποίοι θ' αντηχήσουν παρά τον Κεράτιον θα καταπνίξουν πάντα άλλον θόρυβον και η Ευρώπη περίφοβος θα ίδη σκηνήν φανταστικώς τραγικήν, την οποίαν ελησμόνησε να καταλέξη εις τας προρρήσεις του ο οιστρηλατούμενος ιερός συγγραφεύς της Αποκαλύψεως. Ίσως μάλιστα η απάθεια και η εγκαρτέρησις των δυναστευομένων σήμερον ζώων αυτών είνε φαινομενική. Ίσως ενίοτε συνέρχονται κρύφα και ανακοινούν προς αλλήλους τον πόνον των και τα σχέδιά των, λησμονούντες τας πατροπαραδότους έριδας περί της κατοχής του εδάφους και αδελφοποιούμενοι εν τη συμφορά, Έχω άλλως τε διδόμενα να πιστεύω τοιούτο τι εκ του εξής περιστατικού. Εσπέραν τινά είχα εξέλθει εκ φιλικής οικίας κειμένης εν τη συνοικία Ταξιμίου. Έβρεχε ραγδαίως και η πνευστιώσα λάμψις των φανών του φωταερίου αντενακλάτο θαμβή επί των καθύγρων και ολισθηρών πλακών της λιθοστρώτου μικράς αγυιάς. Αίφνης εν τω μέσω της ερημίας βλέπω ανακύπτον ενώπιον μου ένα στράτευμα, έν στίφος μέλαν, απειλητικόν, απαίσιον. Ήτο ομήγυρις αποτελουμένη τουλάχιστον εκ πεντακοσίων κυνών. Έστην εμβρόντητος και κατεπτοημένος. Εις τον νουν μου επήλθεν η εικών του θανάτου του Ακταίωνος, της Ιεζάβελ και πάσαι αι ζοφεραί αναμνήσεις ανθρώπων καταβροχθισθέντων υπό κυνών. Έκλεισα το αλεξιβρόχιόν μου, έτοιμος ν' αμυνθώ δι' αυτού ελλείψει άλλου όπλου και να πωλήσω τουλάχιστον ακριβά το δέρμα μου. Ηκούσθησαν οργίλοι τινές γρυλλισμοί, πένθιμοί τινες υλακαί. Μερικοί μ' επλησίασαν και με ωσφράνθησαν υπόπτως, αλλά δεν με ηνώχλησαν· κατώρθωσα να διέλθω εκ του μέσου της αμαυράς εκείνης αγέλης διασώζων ακέραια όλα μου τα μέλη. Ότε συνήλθα εκ του φόβου μου, επείσθην ότι η παράδοξος εκείνη ομήγυρις ήτο βεβαίως συλλαλητήριον άφωνον και μυστηριώδες, συγκροτηθέν κατ' εκείνην την ώραν και εις εκείνο το μέρος διά να μη λάβη γνώσιν η φιλύποπτος εξουσία.
Εις τας σοσιαλιστικός ταύτας ιδέας πρέπει ν' αποδοθή και η απέχθεια, την οποίαν τρέφουν οι περίεργοι αυτοί κύνες κατά των οικοσίτων ομοίων των. Μισούν εμφύτως όλα τα λοιπά ζώα, πλην των ίππων, καταδιώκουν τους γάττους και υλακτούν εμμανώς τας καμήλους ή τας ψωραλέας άρκτους, τας οποίας σύρει εξόπισθέν του διά κλοιού εκ του ρύγχους ρυπαρός τις Αθίγγανος εις τας οδούς. Αλλ' ιδιαίτερον τρέφουν και δικαιολογημένον μίσος κατά των ιδιωτικών κυνών, των οποίων ο βίος εν Κωνσταντινουπόλει είνε αυτόχρημα αφόρητος. Οι παρά της τύχης ηυνοημένοι ιχνηλάται και τα μαμμόθρεπτα των δεσποίνων κυνάρια αναγκάζονται να διαιτώνται εντός των οικιών, ο δε κύριός των, οσάκις θελήση να εξέλθη μετ' αυτών, οφείλει να τα κρατή πλησίον του δεδεμένα δι' αλύσεως και να τα προασπίζη πάσαν στιγμήν διά της ράβδου του από των αγρίων επιθέσεων των φθονερών αποκλήρων. Φίλος μου τις φιλόκυνος, διατρέφων εις τον οίκον του δύο εξαιρέτους θηρευτικούς κύνας, μου διηγήθη ότι ημέραν τινά εν Γαλατά πελώριος μολοσσός εκ των αδεσπότων ώρμησεν εξαίφνης εκ των όπισθεν κατ' αυτού και διά των οδόντων του κατέσχισε το επανωφόριόν του. Η επίθεσις επανελήφθη μετά τινας ημέρας μετά του αυτού αποτελέσματος, ο δε φίλος μου, αφού επί πολύ ηπόρησε διά την ασυνήθη ταύτην και ανεξήγητον μήνιν, εσυλλογίσθη επιτέλους και επείσθη ότι προήρχετο αύτη εκ της οσμής, την οποίαν έφερον τα ιμάτιά του ως εκ της συγχρωτίσεώς του μετά των οικοσίτων του κυνών. Η οσμή αυτή και μόνη ήρκεσε να εξεγείρη όλην την οργήν του αλήτου εκείνου, όστις μη δυνάμενος να βλάψη τους μισητούς ομοφύλους του εξεδικήθη κατά του κυρίου των. Εν τούτοις υπάρχουν περιστάσεις, κατά τας οποίας επέρχεται είδος τι συμβιβασμού και ο αυτός φίλος μου διηγήθη ότι αυτοί οι δύο ανωτέρω θηρευτικοί κύνες είχον συνάψει ποτέ φιλικάς σχέσεις μεθ' ενός αδεσπότου κυνός διαιτωμένου εις την οδόν, όστις συνέπαιζε μετ' αυτών, οσάκις εις αυτούς παρείχετο η άδεια να εξέλθουν επ' ολίγην ώραν έξωθεν της οικίας, και τους επροστάτευεν από της έχθρας των άλλων. Διά του τρόπου τούτου κατώρθωσε να προσελκύση την εύνοιαν του οικοδεσπότου, όστις εψώμιζεν αυτόν, έως ότου ημέραν τινά έγινεν άφαντος, αποθανών ίσως εκ γηρατείων.
Διότι δεν είνε παντελώς εστερημένοι νοημοσύνης οι αδέσποτοι κύνες· απεναντίας ο βίος τον οποίον διάγουν οξύνει τα αισθητήριά των και τας διανοητικάς των δυνάμεις. Γνωρίζουν όλους τους κατοίκους της συνοικίας και ευγνώμονες προς τους τυχόν περιποιουμένους αυτούς τους συνοδεύουν με σκιρτήματα και με σπασμωδικά κινήματα της κολοβής ουράς των μέχρι των συνόρων της οδού. Εννοούν τους κλέπτας και φαυλοβίους και τους καταδιώκουν δι' υλακών, συντελούντες ούτως όχι ολίγον εις την τήρησιν της τάξεως και ασφαλείας. Αναγνωρίζουν αμέσως τους ξένους, φαίνεται δε ότι δεν είνε προς αυτούς λίαν εύνοι. Άλλοτε μάλιστα εις τας καθαρώς τουρκικάς συνοικίας η διέλευσις ξένου μη φεσοφορούντος ήτο επιχείρημα όχι επικίνδυνον. Αλλά τώρα ως εκ της προόδου του πολιτισμού και της απαραιτήτου ισοπεδώσεως και ομοιομορφίας του ο τοιούτος κίνδυνος ή ολοτελώς εξέλιπεν, η εμειώθη επαισθητώς. Είναι πράοι και ικανοί προς άσκησιν, απορώ δε αληθώς πώς δεν ευρέθη τις να χρησιμοποιήση τας δυνάμεις των ευρωστοτέρων εις την κίνησιν μικρών φορτηγών αμαξίων, όπως γίνεται εν Ευρώπη· αλλ' ίσως η παροιμιώδης οκνηρία των αποθαρρύνει τους επιχειρηματίας. Οι ειδήμονες βεβαιούν ότι έχουν την όσφρησιν λίαν ανεπτυγμένην και δύνανται διά της εξασκήσεως να καταστούν εξαίρετοι θηρευτικοί κύνες. Περί της εκτάκτου μάλιστα νοημοσύνης τινών εξ αυτών και περί της προς αλλήλους αγάπης ο κ. Μαυρογένης αναφέρει το εξής ανέκδοτον. Άμαξα έθραυσε ποτε την κνήμην ενός των κυνών, ιατρός δε Ευρωπαίος κατοικών εν τη συνοικία, ιδών το συμβάν και ευσπλαγχνισθείς το παθόν ζώον, παρέλαβεν αυτό εις τον οίκον του και το εθεράπευσε. Μετά πολύν καιρόν ο ιατρός ήκουσε την εξώθυραν του οίκου του κρουομένην, ή μάλλον ξεομένην, προβάς δε μετά περιεργείας παρετήρησε δύο κύνας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο παρ' αυτού θεραπευθείς, όστις προ πολλού είχεν επαναλάβει τον αλήτην βίον του, και ο έτερος έσυρεν αλγεινώς τον τραυματισμένον πόδα του, παθόντα θλάσιν εκ των τροχών αμάξης. Φανερόν ήτο ότι ο θεραπευθείς παρ' αυτού κύων, μνήμων της ευεργεσίας, ωδήγει τον παθόντα εις την οικίαν του ιατρού χάριν θεραπείας, ο δε Ασκληπιάδης συγκινηθείς περιέθαλψε και ίασε και τον απροσδόκητον αυτόν πελάτην. Το ανέκδοτον θα ήτο περιεργότατον αληθώς, αν δεν υπήρχον μερικαί αμφιβολίαι περί της ακριβείας του, διότι το έχω αναγνώσει τουλάχιστον δεκάκις μέχρι τούδε ως συμβάν εν Λονδίνω. Να είχεν αναγνώσει άραγε τας εφημερίδας ο κύων των οδών της Κωνσταντινουπόλεως και εμιμήθη τον εν Λονδίνω ομόφυλόν του; Πιθανωτέρα είνε η εξήγησις ότι τας εφημερίδας είχεν αναγνώσει ο κ. Μαυρογένης.
Η φιλοστοργία των θηλειών είνε αξιοθαύμαστος· μετά συγκινήσεως έβλεπα πολλάκις τας δυστυχείς ταύτας μητέρας εξηπλωμένας επί του παγερού εδάφους υπό την ανωφελή σχεδόν σκέπην εξώστου τινός, τρεμούσας υπό τον σφοδρόν βορράν, μαστιζομένας εκ της βροχής και όμως προσπαθούσας να καλύψουν με τα λιπόσαρκα σκέλη των τα οιμώζοντα νεογνά των και να γαλουχήσουν αυτά με τους στείρους εκ της ασιτίας μαστούς των. Ο μνημονευθείς Μαυρογένης αναφέρει ότι είδε ποτε εν τη οδώ τοιαύτην ατυχή μητέρα, ήτις είχεν απολέσει τα νεογνά της και επί τέσσαρας όλας ημέρας τα διετήρει παρ' εαυτή νεκρά, μη εννοούσα να αποχωρισθή αυτών, ουδ' επιτρέπουσα να ταποκομίσουν, μάτην δε προσπαθούσα διά θωπειών και ασπασμών να μεταδώση εις αυτά θάλπος και να τα επαναφέρη εις την ζωήν. Παρήγορον είνε ότι οι κάτοικοι ανεξαρτήτως της εθνικότητος και του θρησκεύματος παρέχουν εξ αισθήματος ευσπλαγχνίας εις τας φιλοστόργους ταύτας λεχούς επαινετήν περίθαλψιν. Πάντοτε σχεδόν παρατηρεί τις ότι η θήλεια μετά τον τοκετόν αποκτά κοίτην εκ σωρού αχύρων ή ρακών δωρηθείσαν εις αυτήν υπό φιλευσπλάγχνου γείτονος. Εις αυτήν την μεγάλην οδόν του Πέραν, όπου συνωστίζεται το πλήθος της εκλεκτής κοινωνίας κατά τας ώρας του περιπάτου την χειμερινήν εποχήν και όπου διαγκωνίζεται ο ξένος διπλωμάτης με την αριστοκράτιδα φαναριώτισσαν δέσποιναν και ο αρμένιος τραπεζίτης με την γαλλίδα εταίραν της υψηλής περιωπής, ως θλιβερός τόνος εν τω μέσω του ποικίλου βόμβου διεκρίνοντο αι οιμωγαί των μικρών γόνων κυνός τεκούσης επί του στενού πεζοδρομίου εγγύς ενός φαρμακείου. Και όμως ούτε κατεπατήθησαν ούτε απεδιώχθησαν εκείθεν τα ταλαίπωρα αυτά πλάσματα, ότε δε την επομένην ανεζήτησα την άστεγον αυτήν οικογένειαν, ανεκάλυψα την μητέρα εντός του κοιλώματος παραθύρου του υπογείου, εξηπλωμένην μετά των τέκνων της επί παχέος στρώματος ρινισμάτων ξύλου, και το σωστικόν αυτό καταφύγιον βεβαίως είχε χορηγηθή υπό του ελεήμονος καταστηματάρχου. Μου διηγήθησαν ωσαύτως ότι κύων έτεκέ ποτε εντός της σκοπιάς φρουρού, ο δε αγαθός στρατιώτης επροτίμησε να μείνη εις το ύπαιθρον τρέμων εκ του ψύχους παρά ν' αποδιώξη εκείθεν το δυστυχές ζώον.
Ως προς τας ερωτικάς προς αλλήλους σχέσεις υπάρχει πολλή ελευθερία ένεκα της πληθύος εξ αμφοτέρων των φύλων, και τα διαπραττόμενα φανερά εις τας οδούς κατά πάσαν στιγμήν σκανδαλίζουν τους σεμνοτέρους. Αντί όμως ν' αναφέρω κρίσεις και παρατηρήσεις ιδικάς μου, αι οποίαι πιθανόν, αν και το θέμα μου είνε κυνικόν, να ήσαν παρακινδυνευμέναι και απροσδιόνυσοι, προτιμώ να παραθέσω μίαν περικοπήν γλαφυράν και πνευματώδη εκ της μονογραφίας, την οποίαν πολλάκις προανέφερα. Ιδού αυτή: « Έχω κύνα καταγόμενον εκ του γένους τούτου, γεννηθέντα όμως εντός του κήπου μου και γόνον μητρός καταγωγής μη χυδαίας μέχρι της τετάρτης γενεάς. Ο κύων ούτος, τον οποίον κατέστησα φύλακα του κήπου μου, έγινεν εξαίρετος, εύσωμος, ρωμαλέος· μη υποστάς ποτε κακουχίας κατέστη σχεδόν ευγενής, αλλ' ευγενής νωπής χρονολογίας, ως οι ιδαλγοί της Ισπανίας. Είνε ανδρειότατος, φέρει ουράν ακεραίαν και πυκνήν, ανυψουμένην εν είδει λοφίου. Έχει το ήθος υπερήφανον. Εξέλεξε δύο θηλείας κίτρινου χρώματος (διότι αυτό το χρώμα, φαίνεται, προτιμά) καθαρίους και ευσάρκους. Τας τρέφει καλώς, κομίζων εις αυτάς εκλεκτά εδέσματα εκ του μαγειρείου, ένθα συχνάζει μετ' οικειότητος. Αι θήλειαι οφείλουν εις αυτόν υπακοήν. Είνε ηναγκασμέναι να μένουν εις το πρόθυρον του οίκου μου επί στρωμνής την οποίαν αυτός έσυρεν εκεί και έθεσεν εις την διάθεσίν των. Οψέποτε θέλουν να εξέλθουν διά να αναπνεύσουν και να κινηθούν ολίγον, πρέπει να συνοδεύωνται παρ' αυτού· ενώ αυτός απεναντίας δικαιούται να εξέρχεται μόνος, να ερωτοτροπή προς άλλας θηλείας της συνοικίας και να συνάπτη αιματηράς μάχας μετά των αντιζήλων». Ως βλέπετε, τα ήθη των τετραπόδων ως προς το κεφάλαιον τούτο δεν διαφέρουν από τα των διπόδων κατοίκων του τόπου, η δε ύπαρξις του χαρεμίου επιβάλλεται εις πάντα τα έμψυχα.
Αλλ' όμως αυτή η περί τα ήθη ακρασία κέκτηται σπουδαίαν ευεργετικήν επίδρασιν επί της δημοσίας υγείας. Μολονότι το πλήθος των κυνών είνε τοσούτο μέγα, η φοβερά νόσος της λύσσης είνε εν τούτοις σπανιωτάτη μεταξύ αυτών, ενώ παρ' ημίν, παρά τον περιωρισμένον αριθμόν και την κατ' έτος εξολοθρευτικήν περιοδείαν του κυνοθήρα, ολόκληρα καραβάνια λυσσώντων πέμπονται εκάστοτε προς τον Παστέρ. Ο διακεκριμένος επιστήμων συγγραφεύς της περί των κυνών μονογραφίας αποδίδει τούτο εις την οπωσδήποτε εύρεσιν της καθημερινής των τροφής, εις την αφθονίαν του ύδατος και προ πάντων εις την εύκολον και ακώλυτον εκπλήρωσιν των φυσικών ορμών. Διότι πανταχού, όπου οι κύνες υπόκεινται υπό την άμεσον εποπτείαν των ανθρώπων, οι οικοδεσπόται έργα Ηρώδου εκτελούντες, απορρίπτουν και εξαφανίζουν μετά πάντα τοκετόν κατά προτίμησιν τα θήλεα εκ των νεογνών, επειδή η συντήρησις των θηλέων είνε οπωσδήποτε οχληροτέρα εις τον οίκον. Τούτου ένεκα υπάρχει μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ του αριθμού των δύο φύλων και συχνάκις βλέπομεν επαναλαμβανόμενον το θέαμα τεσσαράκοντα μνηστήρων καταδιωκόντων μίαν και μόνην Πηνελόπην. Ενώ εν Κωνσταντινουπόλει ο πληθυσμός αμφοτέρων των φύλων μένει άθικτος εν τη ισορροπία, την οποίαν ώρισεν η προνοητική φύσις. Ώστε η αγνεία και η εγκράτεια δεν είνε προφυλακτικά κατά της λύσσης. Ας λάβουν, παρακαλώ, υπό σημείωσιν το πειστικώτατον αυτό παράδειγμα οι ευμενείς ακροαταί μου και ιδιαιτέρως εξ αυτών οι άγαμοι και οι εμφορούμενοι από ασκητικάς διαθέσεις.
Πολλάκις εν τη ιστορία μνημονεύονται απόπειραι περί ελαττώσεως του οχληρού αριθμού των ζώων τούτων. Αλλ' ουδεμία αυτών, φαίνεται, ηυδοκίμησεν. «Επί Σουλτάνου Αχμέτ του Α', διηγείται ο Βυζάντιος, συμβάντος μεγίστου θανατικού, οι ιατροί, όλοι τότε σχεδόν Εβραίοι, επρότειναν ότι έπρεπε να ληφθή κατ' αυτών μέτρον, ως διαδιδόντων το μόλυσμα. Διέταξε λοιπόν ο Σουλτάνος να φονευθούν, αφού πρώτον ερωτηθή ο Σεϊχουλισλάμ· αλλ' εκείνος απήντησεν ότι τα ζώα έχουν ψυχήν και επομένως δεν δύναται τις ανεγκλήτως να τα φονεύση. Απεφασίσθη τότε να τα περιορίσουν είς τινα των παρακειμένων ερημονήσων κ' εκεί να τρέφωνται υπό των βυρσοδεψών, εις τους οποίους χρησιμεύουν τα περιττώματά των, και μετεκομίσθησαν χιλιάδες». Το αυτό έγινε και κατά τον παρόντα αιώνα επί της βασιλείας του Μαχμούτ. Ο μεγαλεπήβολος μονάρχης και πρώτος εισηγητής του πολιτισμού εις το οθωμανικόν κράτος, αφού επάταξε τους Γενιτσάρους, ηθέλησε να απαλλάξη την πρωτεύουσαν και απ' αυτής της ασχημίας. Αλλ', ως η παράδοσις διηγείται, έν των πλοίων των μετακομιζόντων το αλλόκοτον αυτό φορτίον εις τας ερημονήσους κατεποντίσθη, πολλοί δε των εξορίστων έσχον την τόλμην να διαπεραιωθούν νηχόμενοι, καίτοι η απόστασις είνε μεγάλη, εις το προσφιλές πάτριον έδαφος. Όθεν εξ οίκτου εφείσθησαν των λοιπών. Λέγεται ότι το πείραμα επανελήφθη μετά τινα χρόνον και μέγας αριθμός αυτών μετεκομίσθη είς τι παρά τον Ελλήσποντον μέρος, πλησίον της Καλλιπόλεως. Το πειναλέον στίφος αφεθέν ελεύθερον εις την ξηράν ερρίφθη εις τους πλησιοχώρους αμπελώνας της χώρας, σταφυλοβριθείς ένεκα της ώρας του έτους, και τους ελεηλάτησεν. Οι κάτοικοι αντεπεξήλθον κατά των επιδρομέων και παρεπονέθησαν κατά της πρωτοφανούς ταύτης κτηνοτροφίας, η οποία απέβαινε τόσον καταστρεπτική εις την γεωργίαν, διό διεκόπη η καταναγκαστική μετανάστευσις. Ήκουσα ωσαύτως εν Κωνσταντινουπόλει ότι προ ετών Ευρωπαίος τις επρότεινεν εις την κυβέρνησιν ν' αναλάβη τον καθαρισμόν της πρωτευούσης από των κυνών, πληρώνων μάλιστα και μικρόν τι τίμημα δι' έκαστον ωρισμένον αριθμόν αυτών, σκοπεύων να χρησιμοποιήση τα δέρματά των εις βυρσοδεψικήν βιομηχανίαν, αλλ' ο οθωμανικός πληθυσμός εξηγέρθη κατά της ασεβούς ταύτης εξωνήσεως, επενόησε δε τέχνασμα ευφυές προς ματαίωσιν αυτής. Την ημέραν του προσκυνήματος του Σουλτάνου ετοποθετήθη εις τον δρόμον, εκ του οποίου επρόκειτο να διέλθη η αυτοκρατορική συνοδία, κύων φέρων εξηρτημένην εκ του τραχήλου πινακίδα, εν είδει ικετηρίου αναφοράς των κυνών της πρωτευούσης, παραπονουμένων ότι αυτοί οι διακρινόμενοι διά την πίστιν των δεν ήτο δίκαιον να παραδοθούν εις χείρας απίστων. Ο άναξ εγέλασε και η άδεια της εξολοθρεύσεως δεν παρεχωρήθη.
Ο Δε Αμίτσης αναφέρει ότι συχνάκις ενεργείται μερική εξολόθρευσις αυτών διά δηλητηρίου εις τας ευρωπαϊκάς της πόλεως συνοικίας, υπό των ιατρών και επιστημόνων, των οποίων τας νυκτερινάς μελέτας ταράσσει ο αέναος αυτών θόρυβος. Το τοιούτο όμως δεν αληθεύει, καθά επιτοπίως επληροφορήθην, διότι άλλως τε τον αθρόον αυτόν όλεθρον κατ' ουδένα λόγον θα ηνείχετο το οθωμανικόν στοιχείον. Το μέτρον εφηρμόσθη μόνον εν τη νήσω Πριγκίπω πρό τινων ετών υπό του έλληνος δημάρχου, φιλοπροόδου και δραστηρίου, απαλλάξαντος την περικαλή νησίδα από της αηδούς ταύτης λέπρας. Αλλ' εν τη ειρημένω νήσω ο πληθυσμός είνε αμιγής χριστιανικός. Οι Οθωμανοί, παρεκτός της οικτίρμονος προστασίας και περιθάλψεως, δεικνύουν προς τα ζώα ταύτα μακροθυμίαν και ανοχήν πολλάκις ακατανόητον. Ουδέποτε θα λησμονήσω σκηνήν τινα της οποίας παρέστην μάρτυς και ήτις κατέλιπεν εις το πνεύμα μου ανεξαλείπτους εντυπώσεις. Ήτο Παρασκευή, ημέρα του προσκυνήματος, τη ευμενεί δε συστάσει της ημετέρας προξενικής αρχής ηυτύχησα να εισαχθώ και να τοποθετηθώ εις το κομψόν παρά τα Ανάκτορα περίπτερον των ξένων, όπως απολαύσω κάλλιον του θεάματος. Το περίπτερον ήτο πλήρες ξένων περιηγητών και μελών του διπλωματικού σώματος, βόμβος δε ποικίλων γλωσσών αντήχει εν αυτώ. Το θέαμα ήτο εξαίσιον. Ο θαλπερός ήλιος του φθινοπώρου ήστραπτεν εις στερέωμα σαπφείρινον· πέραν εμάρμαιρε γαλανή η ακύμων Προποντίς και ο αργυροδίνης Βόσπορος, του οποίου τα νερά ηυλακούντο από μυριάδας ακατίων και μικρών ατμήρων σκαφών· αμαυρά δάση κυπαρίσσων διεχώριζον τους λευκάζοντας όγκους των διαφόρων συνοικισμών της ασιατικής όχθης, εκ των οποίων εξέφευγον κατ' αποστάσεις ευπετώς ως βέλη οι χαρίεντες μιναρέδες, άνωθεν δ' αυτών διά γραμμών μαλακών, διά κλίσεων νωχελών κατήρχοντο οι λόφοι οι επιστέφοντες τας μαγικάς ακτάς, περιβεβλημένοι στολήν χλοεράν αναπροσωπεύουσαν πάσας τας αποχρώσεις του πρασίνου. Ενώπιον ημών ωρθούτο νεοστιλβές και ελαφρόν ως αβροτέχνημα το σουλτανικόν τέμενος. Εις τα πέριξ ήσαν παρατεταγμένα τα διάφορα σώματα της επιλέκτου φρουράς της πρωτευούσης. Αι λόγχαι των στρατιωτών και τα χρυσά σειρήτια και αι επωμίδες των αξιωματικών ελαμποκόπουν εις τον ήλιον. Όπισθεν αυτών συνωστίζετο το πλήθος, τα ερυθρά δε φέσια των στρατιωτών και οι λευκοί πέπλοι των πυκνών ομίλων των Οθωμανίδων ωμοίαζον με εναλλασσούσας πρασιάς μηκώνων και λευκανθέμων. Ήτο αληθής πανήγυρις αίγλης και χρωμάτων. Μία παρισινή κυρία, σύζυγος Γάλλου προξένου εν τη Ανατολή, ανήκουσα εις τον φιλικόν όμιλον εις τον οποίον και εγώ συμπεριελαμβανόμην και διά πρώτην φοράν βλέπουσα ως και εγώ το θέαμα, δεν έπαυε να μου επαναλαμβάνη ενθουσιώσα: — C'est merveilleus! C'est féérique!
Η ώρα της τελετής προσήγγιζεν. Είχον ήδη προσέλθει λαμπροστόλιστοι ο μέγας βεζύρης, οι υπουργοί και πάντες οι ανώτεροι λειτουργοί του Κράτους. Ανεμένετο η άφιξις του άνακτος και κατά το έθιμον ερρίπτετο διά πτύων μετά σπουδής υπό εργατών χώμα εκ μικρού φορτηγού αμαξίου εις το προαύλιον του ναού, όπως διέλθη επί απατήτου χώρου η Μεγαλειότης Του. Αίφνης το όμμα μου θαμβωμένον εκ τόσης λάμψεως έπεσεν επί τινος αντικειμένου αμαυρού, κειμένου ακριβώς εν τω μέσω της ηλιοφωτίστου οδού και αντικρύ της εισόδου του προαυλίου· ήτο κύων εύσωμος, χρώματος υπομέλανος, όστις είχε κατακλιθή εκεί, συνεσπειρωμένος με το ρύγχος παρά την ουράν, υπνώττων μακαρίως. Ανέμενα να ίδω τινά εκ των τόσων στρατιωτών, εκ των τόσων εκεί φυλάκων της τάξεως και επιτηρητών της ευπρεπείας μεταβαίνοντα και αποδιώκοντα αυτόν· αλλ' ουδείς εκινήθη. Εν τω μεταξύ αφίκετο ο Παδισάχ εφ' αμάξης ανοικτής, εν τω μέσω διπλού στοίχου στραταρχών και πασσάδων με στολάς καταχρύσους, με στήθη διάστερα εκ παρασήμων, πεζή βαινόντων, ενώ όπισθεν της αμάξης έβαινε μετά σπουδής σμήνος ευνούχων και ιπποκόμων, με τας χείρας ευσεβάστως συμπεπλεγμένας. Η λαμπρά συνοδία παρήλθεν ως οπτασία, ενώ δε αντήχουν ακόμη βροντώδεις αι κραυγαί των στρατιωτών Παδισαχήμ τσοκ γιασά.! έστρεψα πάλιν το βλέμμα εις την οδόν … Ο κύων ήτο ακόμη εκεί εξηπλωμένος. Έπειτα εγένετο στρατιωτική παρέλασις. Τα τύμπανα εδούπησαν, αι σάλπιγγες ήχησαν οξέως, τα σείστρα διά των οποίων είνε εφωδιασμέναι κατ' εξαίρεσιν αι τουρκικαί στρατιωτικαί μουσικαί εκωδώνισαν. Εκινήθησαν οι λόχοι και τα τάγματα με τας σημαίας αναπεπταμένας, οι γιγάντειοι σωματοφύλακες, οι ζουάβοι με τας πρασίνας κιδάρεις, οι νευρικοί και ευκίνητοι Αλβανοί με τα σελάχια, οι ηλιοκαείς Σύροι, οι άλκιμοι πεζοναύται· διήρχοντο πάντες ευθυτενώς με βήμα έρρυθμον, υπό τους ενθουσιώδεις ήχους των εμβατηρίων και αι σημαίαι προσέκλινον και οι άνδρες ανεφώνουν προ του μονάρχου, θεωμένου από τινος των παραθύρων του τεμένους. Έπειτα ήλθεν η θύελλα του ιππικού· αι ίλαι προέβησαν καλπάδην, και παρήλασαν· οι λογχοφόροι με τα μικρά σημαιοστεφή δόρατα, οι ελαφροί ιππείς με τους μέλανας κιρκασιανούς σκούφους, με τα ξίφη γυμνά και σελαγίζοντα υπό τον ήλιον. Ακολούθως η αυτοκρατορική συνοδία επανήλθε μετά της αυτής πομπής εις τα ανάκτορα, επομένου μακρού στοίχου αμαξών, ζηλοτύπως εγκλειουσών τας τιμαφλείς και απροσίτους καλλονάς του γυναικωνίτου. Και ο κύων εξηκολούθει να μένη εκεί ακίνητος· η δόξα, ο πλούτος, η ισχύς, το κάλλος, όλα τα μεγαλεία του κόσμου τούτου παρήρχοντο ενώπιόν του, και αυτός ο πλάνης και ανέστιος, ώς τις φακίρης ή φιλόσοφος κυνικός, ουδέ κατεδέχετο να εγείρη τους οφθαλμούς και να τα παρατηρήση! Ότε μετ' ολίγην ώραν επέστρεφα ιλιγγιών εκ της λαμπρότητος του θεάματος και ανεπόλουν πάσας αυτού τας λεπτομερείας, η σκιαγραφία του παραδόξου και φανταστικού εκείνου ζώου παρέμενεν ως μελανόν στίγμα εις όλην την εικόνα και ενεθυμούμην τα πενιχράς παρατάξεις μας κατά τας εθνικάς ή βασιλικάς εορτάς και ανελογιζόμην εν τη συμπαραβολή πόσα άρα γε άγρια λακτίσματα κλητήρων και πόσους σπαθισμούς θα εδέχετο όχι μόνον ο αυθάδης κύων, αλλά και ο ελεύθερος πολίτης, ο εκλογεύς και ο εκλέξιμος, ο οποίος ήθελε τολμήσει να τοποθετηθή εν μέση οδώ Ερμού κατά τοιαύτην ημέραν.
Το κράτος των κυνών εν Κωνσταντινουπόλει θα διαρκέση άραγε επί πολύ; ο πληθυσμός αυτών θα προβαίνη διαρκώς πολλαπλασιαζόμενος; Το επ' εμοί πολύ αμφιβάλλω. Ο πολιτισμός εισχωρεί ραγδαίος και ακατάσχετος εις την γηραιάν καθέδραν των Σουλτάνων. Ο ατμός, ο δαίμων ο κυρίαρχος του αιώνος, βρέμει ολίγα βήματα μακράν της Υψηλής Πύλης, όπου άλλοτε ωδηγούντο ταπεινωμένοι και περιδεείς οι πρέσβεις των ευρωπαϊκών κρατών, σύρων την επιμήκη αμαξοστοιχίαν, εκ της οποίας αποβιβάζεται απευθείας εκ Παρισίων προερχόμενος ο ξένος περιηγητής, με τον μακρόν αυτού αδιάβροχον μανδύαν και την θήκην των διόπτρων εξηρτημένην διά τελαμώνος εκ των ώμων. Ο πολιτισμός παρορών τας ιστορικάς παραδόσεις, καταργών τα έθιμα, εκριζών τας προλήψεις θα επιβάλη και εκεί μίαν ημέραν συνθήκας κρείττονος δημοσίας υγιεινής και ευπρεπείας. Τότε το ταλαίπωρον των αδεσπότων κυνών γένος θα ελαττωθή επαισθητώς και ίσως εκλίπη παντελώς, μετ' αυτού δε θα συνεκλίπη και μία αφορμή αναμνήσεων, περιγραφών και δημοσίων αναγνωσμάτων.