Αττικές νύκτες
Συγγραφέας:
Ο Σουρής σατυρίζει τη συνήθεια των Αθηναίων να κάθονται ώρες ολόκληρες στα καφενεία πολιτικολογώντας. 28 Μαΐου 1881.


Στὸν οὐρανὸ κρεμειέται τὸ ἀργυρὸ φεγγάρι,
καὶ ποῦ καὶ ποῦ ἀέρι δροσάτο μὲ φυσᾷ,
ἡ Μοῦσα κι' ὁ Ἀπόλλων, ἀγαπητὸ ζευγάρι,
γιὰ μιὰ στιγμὴ μὲ πέρνει μ' ὀνείρατα χρυσᾶ.
Ἀκούσετε τραγούδια, ἀκοῦτε μουσική,
ντουέτο κι' οἱ γαϊδάροι, μαζὶ κι' οἱ βαθρακοί.

Μ' ἀκοῦστε τί φωνάζουν οἱ μάγγες, συμπολῖται...
κινήθηκε καὶ πάλι, φωνάζουν, ὁ στρατός·
εἶναι παληὸ χαμπέρι... δὲν πάει νὰ κινῆται;
μὲ τῇς πολλαῖς κινήσεις κουράστηκε κι' αὐτός.
Ἔ! καφετζῆ, γιὰ φέρε ἕνα νερὸ δροσάτο,
νὰ πιοῦμε καὶ λιγάκι, νὰ πᾷν τὰ ντέρτια κάτω.

Τί ζέστη! Καίω ὅλος... ἀκοῦστε τοὺς βατράχους...
Γιὰ δέτε καὶ τ' ἀρχαῖα μνημεῖα ἀπ' ἐδῶ...
Ὤ! πῶς μοῦ ἐνθυμίζουν τοὺς Μαραθωνομάχους,
καὶ μὲ τὴ φαντασία στὰ χρόνια των πηδῶ.
Μὰ πῶς μ' ἐνθουσιάζουν αὐτοὶ οἱ βαθρακοί...
Γιὰ δέτε δὰ πῶς πέφτουν ρουκέταις ἀπ' ἐκεῖ.

Θαρρῶ τοῦ ὑπουργείου συμπλήρωσις θὰ γίνῃ,
ἀλήθεια δὰ ἐβγῆκε κι' ὁ νέος ἰραδές...
Μὲ τοῦτον πιὰ θὰ ἔλθῃ παντοτεινὴ εἰρήνη,
κι' ὁ πόλεμος θὰ εἶναι νερόβραστος φιδές.
Ἡ τόση μας ἀντάρα ἐβγῆκε παιγνιδάκι...
Ἔ! καφετζῆ, μᾶς δίνεις κανένα τσιγαράκι;

Εἶν' ἕνδεκα καὶ κἄτι... πῶς πέρασε ἡ ὥρα!
Ὁ ὕπνος κατεβαίνει στὰ μάτια μου γλυκά...
Μᾶς ἔρχονται καὶ ἄλλα πολλὰ τορπιλλοφόρα,
καὶ νέα Κροὺπ κανόνια γιὰ τὰ πολεμικά.
Τί διάβολο τὰ θέλουν νὰ νοιώσω δὲν μπορῶ!
Ἔ! καφετζῆ, μᾶς φέρνεις καὶ δεύτερο νερό;

Στὴν Τύνιδα τοῦ Μπέη ὁ νέος κληρονόμος
λέγουν πὼς ἐπισκέφθη τὸν κύριο Ρουστάν...
Τὸν φουκαρᾶ τὸν Μπέη τὸν ζάρωσεν ὀ τρόμος,
δὲν παίζουνε οἱ Γάλλοι, ἢ τὰν ἐπὶ τάν.
Καὶ γιὰ τὴ Βουλγαρία κἀτι θαρρῶ πὼς εἶδα...
Ἔ! καφετζῆ, μᾶς φέρνεις καμμιὰν ἐφημερίδα;

Ἀμμὲ ἐκεῖνοι πάλι οἱ Ἰρλανδοὶ τί θέλουν!
Ἔ! καφετζῆ, καὶ τρίτο, ἂν ἀγαπᾷς, νερό!
Τὸν Γλάδστωνα τρομάζουν, ἀναφοραῖς τοῦ στέλλουν,
καὶ τὸν κακὸ ψυχρό τους κι' ἀνάποδο καιρό.
Μὰ τέλος καληνύκτα κι' ἀρχίζω νὰ κοιμοῦμαι,
καὶ αὔριο τὸ βράδυ ἐλᾶτε νὰ τὰ ποῦμε.