Αρλεκίνος
Συγγραφέας:
Ανέκδοτα ποιήματα (Πολυδούρη)


Σα μας μεθά βαριά η ζωή, μας κλέβει τ' αγαθά μας.
Τα μάτια μας που μιαν αυγή, κάτω από βελουδένιο
χέρι, ξαλάργεψαν για τους που δε γνωρίσαν τόπους
ξαναγυρνάνε θλιβερά και κατακουρασμένα.
Τα χείλη μας που τρύγησαν της μεστωμένης νειότης
τους μελιστάλαχτους καρπούς κάτω απ' τη φλόγα του ήλιου,
όμοια μαραίνονται σαν τους καρπούς που λησμονιώνται.
Και τα κορμιά μας που η ορμή τάκανε ν' αψηφήσουν
και μέσ' στον κόκκινο χαμό της φλόγας που λυτρώνει
για μια στιγμή να πέσουνε βαριά σα μαγεμένα,
μοιάζουνε τ' ανεμόδαρτα κλαδιά που τα φοβίζει
ακόμη κ' η αλαφρότατη της άνοιξης πνοούλα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η θλίψη πέφτει του βιολιού μέσ' στη γεμάτη σάλα
του αποκρηάτικου γλεντιού, του μεθυσιού, της τρέλλας,
σαν ένας τόνος πιο βαθύς. Κάθε γωνιά την παίρνει
και στις πολύαιμες φλέβες μας φτάνει και μας μεθάει.
Η μουσική πνέει του χορού και γέρνουν τα ζευγάρια
στο αγέρι το χαϊδευτικό πολύχρωμα λουλούδια,
η ανατριχίλα τα λυγίζει απ' την κορυφή ως τη ρίζα
κι' ανάρια ανάρια εδώ κ' εκεί κρυφά φιλιά θροϊζουν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Θυμάμαι την τρελλή νυχτιά της αποκρηάς, θυμάμαι
τον Αρλεκίνο τον ψηλό σα φάντασμα, με κείνα
τα μάτια του, τα δυνατά μάτια που ευθύς που κλείναν
καθ' έξοδο κι' απόμενες στη μοναξιά μαζί τους.
Τα χέρια εκείνα τα μακριά και τα χλωμά σαν κρίνα
αναιμικά, που μ' όλη τους την απαλότη εκείνη,
σαν από φλόγα ή σίδερο νάτανε, την καρδιά μου
ένοιωθα μούδεναν σφιχτά να μη την ξαναφήσουν.
Τα χείλη του τα κόκκινα τόσο, σα να ρουφούσαν
το καθαρό αίμα της καρδιάς και παίρνανε το χρώμα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι τον είδα αμέτρητες φορές μέσ' στη ζωή μου
και τον ονόμασα θεό, δεσπότη της καρδιάς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στο κέντημά μου,
κάποιες φορές θολώνανε τα μάτια μου κι' ο νους μου,
επάλλοταν τρεμουλιαστά μέσα η μικρή καρδιά μου
και μούπεφτε το κέντημ' από τα βαριά μου χέρια.
Σα νέφελο κάποια θαμπή περνούσε εμπρός μου εικόνα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και μ' ακολούθησε μακριά σε τόπους και σε χρόνους.
Δεν είχα ουτ' ένα λούλουδο χλωρό μέσ' στην καρδιά μου.
Μια πυρκαϊά τα νέκρωσε και μονάχα οι σκιές τους
απόμειναν σαν όνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Όμως κ' εκεί περπάτησε μέσ' στο θαμπό σκοτάδι
απ' άλλοτε πιο ζωντανός και πιο όμορφος. Δεν ήταν
να βρίσκωμαι σε μια γωνιά της Φύσης μοναχή μου
και να μην έρθη σαν καημός, σα στεναγμός, σα δάκρυ,
ή σαν τρελλός παλμός χαράς να γίνη συντροφιά μου.
Δεν ήταν τόνος μουσικής, ρυθμός, χρώμα, που φέρνουν
του νου μεθύσι ή της καρδιάς και να μην έρθη, χάρη
των ουρανών με τη μορφή των χερουβείμ ή πάλι
της καλωσύνης η ψυχή με τη μορφή του κρίνου,
κάποτε το πικρό του πόνου αγκάθι με την όψη
της ομορφιάς του ρόδου ή του ναρκίσσου, άλλοτε πάλι
ο Αρχάγγελος με τη ρομφαία να πάρη την ψυχή μου.


Σημείωση της ποιήτριας:
Απόσπασμα από ένα πολύ μεγάλο και ασύνδετο κάπως ποίημα.