Από τον Προμηθέα Λυόμενο
Προμηθέας Λυόμενος (απόσπασμα) Συγγραφέας: Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης |
ΠΡΟΜ.
Μονάρχη τῶν Θεῶν καὶ τῶν Δαιμόνων καὶ ὅλων
τῶν Πνευμάτων, ἐξὸν ἑνός, τῶν πυκνομένων
στοὺς λαμπροὺς αὐτοὺς κόσμους ποῦ κλωθογυρίζουν
καὶ ποῦ ἐσὺ κ' ἐγώ, μόνοι ἀπ' ὅσα ζοῦν, θωρᾶμε
μὲ μάτια ἀκοίμητα! τὴ Γῆ κοίταξε τούτη
πῶς ὅλη μυρμηγκιάζει ἀπὸ δικούς σου σκλάβους,
ποῦ μετάνοιές τους, δέησες καὶ δοξολογίες,
καμάτους καὶ καρδιῶν ραϊσμένων ἑκατόμβες
ἀνταμείβεις μὲ φόβο, μ' αὐτοκαταφρόνια,
μ' ἐλπίδες στεῖρες. Ἐνῶ ἐμένα, τὸν ἐχτρό σου,
δίχως μάτια ἀπὸ τ' ἄχτι, γιὰ πομπή σου, μ' ἔχεις
κάμῃ νὰ βασιλεύω, νὰ θριαμβεύω ἐπάνω
στὴ δυστυχιά μου καὶ στὴν κούφια ἐγδίκησή σου.
Τρισχίλια χρόνια ἀπ' ὧρες ποῦ δὲν ἔσκεπε ὕπνος,
μάλιστ' ἀπὸ στιγμές, ποῦ ἁψυοὶ λιανίζαν σφάχτες,
ὣς ποῦ ἐφαινόνταν χρόνοι, μοναξιά, μαρτύριο,
ἀπελπισιά, ἐμπαιγμός – νά ἡ βασιλεία μου ἐμένα.
Πολὺ ἐνδοξότερη ἀπὸ ἐκείνην ποῦ ἀγναντεύεις
ἀπ' τὸν ἀζήλευτό σου θρόνο κυβερνῶντας,
ὦ Θεὲ Δυνατέ – Παντοδύναμε ἀνίσως
εἶχα κ' ἐγὼ καταδεχτῇ μοιράδι νἄχω
'ς τὴ ντροπὴ τῆς κακῆς τυράγνιας σου, ἀντὶ νἆμαι
καρφωμένος σὲ τοῦτον κολλητὰ τὸν πύργο
τοῦ βουνοῦ, τ' ἄφταστου καὶ στῶν ἀετῶν τὸ πεῖσμα,
τοῦ μαύρου, τοῦ νεκροῦ καὶ τοῦ χειμωνιασμένου,
τοῦ ἀκαταμέτρητου μὲ δίχως χόρτο, δίχως
ζωΰφιο ἢ ζῶο, δίχως ζωῆς σάλαγο ἢ θῶρι.
Ὡϊμέν' ἀλλοί! καημός, καημὸς πάντα, γιὰ πάντα!
Οὔτε ἀλλαγὴ οὔτε πάψη, ἀπαντοχὴ καμμία!
Καὶ ὅμως βαστῶ! Ρωτάω τὴ Γῆ, δὲν αἰστανθήκαν
τὰ βουνά της; Ρωτάω τὸν Οὐρανὸ ἐκεῖ ἐπάνω,
τὸν Ἥλιο, ποῦ τηράει τὰ πάντα ὅλα, δὲν εἶδε;
Τὴ Θάλασσα, ἄγρια ἢ γαλήνη, τ' Οὐρανοῦ Ἴσκιο
ποῦ πάντ' ἀλλάζει στρωτὸς χάμου, δὲν ἀκοῦσαν
τὰ κουφά της νερὰ τὸ ψυχομαχητό μου;
Ὠϊμὲν' ἀλλοί! καημός, καημὸς πάντα, γιὰ πάντα!
Συρτοὶ ζυγόνοντας οἱ πάγοι μὲ τὲς λόγχες
τῶν κρουσταλλιῶν τους, ποῦ μαργόνουν τὸ φεγγάρι,
τρυποῦν με· οἱ ἀλυσίδες στίλβοντας μοῦ βόσκουν
τὸ καυτερό τους κρύο ὣς μὲς τὰ κόκκαλά μου.
Τ' Οὐρανοῦ ὁ φτερωτὸς σκύλος ἀπ' τὰ δικά σου
χείλια λεικάζοντας τὴ μύτη σὲ φαρμάκι
ὄχι δικό του, μοῦ ξεσκλάει τὰ φυλλοκάρδια,
καὶ πλανώμενες ὄψες ἄμορφες σιμόνουν,
στοιχειωμένος λαὸς τῆς βασιλείας τοῦ ὀνείρου,
καὶ ἀναπαίζουν με, κ' ἔχουν λόγο τὰ τελώνια
τοῦ Σεισμοῦ νὰ τραβοῦν ἀπ' τὲς σπαρταριστές μου
πληγὲς μὲ ζῶρι τὲς θηλειὲς κάθε ποῦ ἀνοίγουν
καὶ ξανακλειοῦν οἱ βράχοι πίσω μου σκασμένοι.
Ἐνῷ ἀπ' τὰ βάραθρά τους, ποῦ βουίζουν, βγαίνουν
στρυμωχτὰ οὐρλιάζοντας τῆς ἀνεμομπουμπούλας
τὰ ξωτικὰ καὶ σαλαγοῦν τὸ λυσσασμένο
ρούφουλα καὶ μ' ἀψὺ χαλάζι ἐμὲ πλακόνουν.
Καὶ ὄμως τὸν ἐρχομὸ τῆς νύχτας καὶ τῆς μέρας
καλοδέχομ' ἐγώ, κἂν σπάζ' ἡ μία τὴν ἄσπρη
πάχνη τῆς χαραυγῆς, κἂν ἡ ἄλλη σκαρφαλόνῃ
τὴ μολυβιὰν Ἀνατολὴ μουχρόνοντας, ἀγάλι,
πολύαστρη, γιατὶ τότε προβοδοῦν τὲς ὧρες
ποῦ ἄφτερες ἀργοφτάνουν καὶ ποῦ ἀπ' ὅλες μία -
ὡς κἄποιος σκοτεινὸς ἱερέας τὸ σφαχτὸ σέρνει,
ποῦ ἀντιπαλεύει – ἐσένα θὰ ποδοκυλήσῃ,
ἄσπλαχνε Βασιλιᾶ, τὸ αἷμα νὰ ξεπλύνῃς
μὲ τὰ φιλιά σου ἀπὸ τ' ἀχνὰ ποδάρια τοῦτα,
ποῦ τότ' ἐσὲ θὰ ἠμπόρειαν νὰ τσαλαπατήσουν,
ἂν τέτοιο σκλάβο μὲ τὸ μέτωπο στὸ χῶμα
δὲ θὰ καταφρονοῦσαν. Καταφρόνια; Ἄχ! ὄχι.
Ψυχοπονῶ σε. Ὦ χαλασμὸς ποῦ ἀπ' ἄκρη 'ς ἄκρη
τοῦ ἀπέραντου οὐρανοῦ θὰ σὲ καταγκρεμίσῃ
ἀδιαφέντευτον! Πῶς, σκισμένη ὣς τὸ βυθό της
ἀπ' τὸν τρόμο, θὰ χάσκῃ ὡς κόλαση ἡ ψυχή σου
μέσα! Μιλῶ μὲ θλῖψι, δὲ φαρομανάω,
γιατὶ πλειὰ δὲ μισῶ, σὰν τότε πρὶν μὲ κάμῃ
σοφὸν ἡ συμφορά! Νὰ πάρω τὴν κατάρα
θὰ 'θελα πίσω ποῦ ξεστόμισα μιὰ μέρα
γιὰ σένα. Ὦ σεῖς Βουνά, ποῦ οἱ Ἀντίλαλοί σας μ' ὅλες
τὲς πλήθιες τους φωνὲς μέσ' ἀπὸ τὴν κατάχνια,
ποῦ οἱ καταρράχτες ἀναδίνουν, σφεντονίσαν
τὴ βροντὴ ἐκείνου τοῦ ξορκιοῦ! Σεῖς νερομάννες
κρουσταλλένιες καὶ ἀπὸ τὸ σουφρωμένον πάγο
στεκάμενες, ποῦ ὡς φλέβες, γιὰ ν' ἀκούστ' ἐμένα,
ἐλαχτίστε καὶ μέσ' ἀπ' τὴν Ἰνδία κατόπι
ἀναριτσιαίνοντας συρθήκετε! Ἐσύ, Ἀγέρα
ἁγνότατε, π' ὁ Ἥλιος σὲ διαβαίνει δίχως
ἀχτίδες φλογερός! Κ' ἐσεῖς ποῦ γρήγωρ' εἶστε,
Ἀνεμοστρόφυλλοι, ποῦ στὰ ἰσοζυγιασμένα
φτερά σας ἄφωνοι καὶ ἀσάλευτοι ἐκρεμιέστε
ἐπάνω στὴ σιγανεμένη ἄβυσσο ἐκείνη,
γιατὶ τὸ στρογγυλὸ κόσμο ἔκαμε νὰ σειέται
μιὰ πλειὸ τρανόφωνη βροντὴ παρὰ ἡ δική σας!
Ἂν δύναμ' εἶχαν τότε οὶ λόγοι μου, - καὶ ἂς εἶμαι
τόσο ἀλλαγμένος ὥστε ὁ κάθε κακὸς πόθος
μέσα μου ἀπέθανε, καὶ θύμηση καμμία
ἀπ' ὅ,τι μῖσος εἶναι ἂς μὴν ὑπάρχῃ, - τώρα
νὰ μὴν τὴ χάσουν! Τί 'ταν ἡ κατάρα ἐκείνη;
Γιατὶ ὅλοι ἐσεῖς τότ' ἐγροικῆστε τὴ μιλιά μου.
ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ· ἀπὸ τὰ Βουνά.
Γιὰ χρόνια τρεῖς φορὲς τριακόσιες χιλιάδες
στέκαμ' ἐπάνω ἐκεῖ ποῦ κοίτεται ὁ Σεισμός·
συχνὰ ἐτραντάζαμε ἀπ' τὴ ρίζα ὣς τὲς κορφάδες,
καθὼς πιάνει ἄνθρωπο ἀπ' τὸ φόβο του σπασμός.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ· ἀπὸ τὲς Νερομάννες.
Μᾶς εἶχαν στρέψῃ ἀστραποπέλεκα τὸ ρέμμα,
μᾶς εἶχε βάψῃ τὰ νερά μας πικρὸ γαῖμα·
κ' εἴχαμε μὲς σὲ θρῆνο ἀπὸ σφαχτὰ κορμιὰ
μία πολιτεία βουβὲς περάσῃ καὶ μιὰ ἐρμιά.
ΤΡΙΤΑ ΦΩΝΗ· ἀπὸ τὸν Ἀγέρα.
Ἀφ' ὅτου ἡ Γῆ σηκώθηκε εἶχα της λαμπρύνῃ
τὰ χαλάσματα μ' ἄλλα, ὄχι δικά της, χρώματα,
καὶ συχνὰ μοῦ 'χε σκίσῃ βόγγος ἀπὸ στόματα
σπαραχτικὸς τῆς ἀναπάψεως τὴ γαλήνη.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ ἀπὸ τοὺς Ἀνεμοστροφύλλους.
Στὰ χαμηλώματ' ἀπὸ τοῦτα τὰ βουνὰ
ἑμεῖς γι' ἀδιάκοπους αἰῶνες φτερουγίσαμε·
καὶ οὔτε ἀπὸ φόβο τῆς βροντῆς ποῦ μπουμπουνᾷ,
οὔτε γι' αὐτὸ τὸ ἡφαίστειο ποῦ φωτιὰ ξερνᾷ
βουβοὶ γιὰ δύναμη ἄνω ἢ κάτω δὲ σαστίσαμε.
ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ
Ὅμως δὲ σκύψαμε ποτὲ τὰ χιονισμένα
κορφοβούνια μας σὰ στὸ βογγητό σου ἐσένα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ
Στὰ Ἰνδικὰ κύματα δὲ φέραμε προτοῦ
ποτέ μας τὸν ἀχὸ παρόμοιου φωνατοῦ.
Στὸ πέλαο, π' οὔρλιαζε, ἀπ' τὸν ὕπνο του ἐτινάχτη
καὶ μ' ἀγωνία ἀπὸ τὸ κατάστρωμα ἐπετάχτη
ἕνας ποδότης, ποῦ ἀφογκράστη· ἔσκουξε «ἀλλοί!»
καὶ τρελλὸς πέθανε σὲ θάλασσα τρελλή.
ΤΡΙΤΑ ΦΩΝΗ
Τέτοια ποτὲ τὸ σιγανὸ βασίλειό μου
ἀπὸ Γῆ σὲ Οὐρανὸ δὲ ράϊσαν λόγια τρόμου·
σὰν ἔκλεισε ἡ πληγή, σκέπαζε τὴν ἡμέρα
μιὰ σκοτεινάγρα σὰν ἀπὸ αἷμα πέρα πέρα.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ
Μουλλώσαμε γιατὶ ἔτσι – κ' ἔτσι – τὲς λαλιές
χαλασμοῦ ὀνείρατα μᾶς πῆραν, στὴ φυγὴ
ξατρέχοντάς μας μὲς σὲ ἀνήλιαγες σπηλιές,
μ' ὅλο ποῦ κόλαση γιὰ μᾶς εἶναι ἡ σιγή.
Η ΓΗ
Στοὺς ἀπόκρημνους λόφους τ' ἄγλωσσ' ἄντρα τότε
φωνάξαν «Συμφορά!» καὶ τοὺς ἀπολογήθη
τ' Οὐρανοῦ ὁ θόλος «Συμφορά!» Κ' ἐνῷ σκαλόναν
στὴ στεριά, τ' Ὠκεανοῦ τὰ κύματα ἐμουγκρίζαν
πορφυρᾶ στοὺς ἀνέμους ποῦ τὰ ἐφραγγελόναν,
καὶ τ' ἀχνὰ ἔθνη τ' ἀγροικοῦσαν, «Συμφορά!»
ΠΡΟΜ.
Φωνὲς λαλοῦν μὰ δὲν ἀκούω τὴ φωνὴ ἐκείνη
πὤβαλα ἐγώ. Μητέρα, ἐσὺ καὶ τὰ παιδιά σου
ἀναγελᾶτε αὐτόν, ποῦ δίχως τὴ βουλή του,
π' ὅλα ὑπομένει, θὰ' χε ἡ παντοδυναμία
τοῦ Δία ἡ ὠμὴ καὶ αὐτὰ μαζί, κ' ἐσὲ ἀφανίσῃ
σὰν τὴν ἀρειὰ κατάχνια τὴν ξετυλιγμένη
στὸν αὐγινὸν ἄνεμο. Ἐμένα, τὸν Τιτᾶνα,
δὲ γνωρίζετε; Αὐτόν, πὤκαμε περμαχιόνι
τὴν ἀγωνία του ἐνάντια 'ς τὸν ἐχτρό σας π' ὅλα
τ' ἄλλα πατεῖ; Ὦ βραχαγκάλιαστα λειβάδια,
χιονόθρεφτα ποτάμια ποῦ σᾶς βλέπω τώρα
ἀνάμεσ' ἀπὸ ἄχνες παγωμένες κάτω
βαθυά, καὶ στὰ παχύσκια δάση σας μιὰ μέρα
περιδιαβάζοντας μαζὶ μὲ τὴν Ἀσία
ἀπὸ τ' ἀγαπημένα μάτια της ρουφοῦσα
ζωή· γιατὶ τὸ πνεῦμα ποῦ μορφὴ σᾶς δίνει
τώρ' ἀκατάδεχτο μ' ἐμὲ δὲ συντυχαίνει;
μόνο μ' ἐμέ, ποῦ ὡς ἕνας ποῦ δαιμονισμένον
σταματᾷ ἁρματηλάτη, ἐκράτησα τὴ βία
καὶ τὴν κακοπιστιὰν αὐτοῦ ποῦ βασιλεύει
πανύψιστος γεμίζοντάς σας τὰ βαλτώδη
ἀγριώματα καὶ ὅλα τ' ἄφωτα φαράγγια
πικροαναστεναγμοὺς παραδαρμένων σκλάβων·
γιατὶ ἀπόκριση ἀκόμα δὲ μοῦ λέτε; Ἀδέρφια!
Η ΓΗ
Δὲν κοτοῦν.
ΠΡΟΜ.
.....................Ποιὸς κοτάει; γιατὶ νὰ ξανακούσω
θά 'θελα ἐκείνη τὴν κατάρα. Ἆ τί μουρμούρα
σκιαχτερὴ ποῦ ἀνεβαίνει! Μόλις ἦχο μοιάζει·
καὶ ἀνατριχίλα συγκρυόνει τὸ κορμί μου
σὰν ἀπὸ κεραυνό, ποῦ κρέμεται, πρὶν πέσῃ.
Μίλησε, Πνεῦμα! ἀπ' τὴν ἀνόργανη φωνή σου
γνωρίζω μοναχὰ πῶς κατ' ἐμὲ σαλεύεις
καὶ σ' ἀγαπῶ. Πῶς καταράστηκα ἐγὼ ἐκεῖνον;
Η ΓΗ
Πῶς ν' ἀκούσῃς μπορεῖς, ἐσὺ ποῦ δὲ γνωρίζεις
τὴ λαλιὰ τῶν νεκρῶν;
ΠΡΟΜ.
...................................Ζωντανὸ ἐσ' εἶσαι πνεῦμα·
σὰν τέτοια μίλειε.
Η ΓΗ
.............................Δὲν τολμῶ τῆς ζωῆς γλῶσσα
νὰ κρίνω, μὴ ὁ σκληρὸς ἀκούσῃ Βασιλέας
τ' Οὐρανοῦ καὶ σὲ πλειὸ μαρτυρικὸ τοῦ πόνου
τροχὸ μὲ μπλέξῃ καὶ ἀπ' αὐτὸν, ὅπου γυρίζω.
Ἔξυπνος εἶσαι καὶ καλὸς καὶ ἂν ν' ἀγροικήσουν
δὲ μποροῦν οἱ θεοὶ τὴ φωνὴ τούτη, ἐσὺ 'σαι
κάλλιο παρὰ θεός, σοφὸς κ' ἔσπλαχνος ὄντας.
Τώρ' ἀφογκράσου μὲ τὰ ὅλα σου.
ΠΡΟΜ.
.........................................................Σὰν ἴσκιοι
θαμποί, πυκνὰ καὶ ὁρμητικὰ γοργοδιαβαίνουν
φοβεροὶ στοχασμοὶ θολὰ μὲς τὸ μυαλό μου·
λιγεύει μου ἡ καρδιὰ σὰν ἑνὸς ποῦ σ' ἀγάπη
ζευγαρῶτρα ἑνωθῇ, καὶ ὅμως δὲν εἶναι γλύκα.
Η ΓΗ
Ὄχι, εἶσαι ἀθάνατος καὶ δὲ μπορεῖς ν' ἀκούσῃς·
γνώριμ' εἶναι ἡ λαλιὰ τούτη μονάχα σ' ὅσους
πεθαίνουν.
ΠΡΟΜ.
................Μελαγχολικιὰ φωνή, τί εἶσαι
λοιπὸν ἐσύ;
Η ΓΗ
.....................Ἡ Γῆ, ἡ μητέρα σου ἐγὼ εἶμαι·
ἐκείνη ποῦ στὲς πέτρινές της μέσα φλέβες,
ὣς τοῦ ὑψηλότερου δεντροῦ τὸ ὕστερο νεῦρο,
ποῦ τὰ φτενά του φύλλα στὸν ἀγέρα ἐτρέμαν
τὸν παγωμένον, ἔτρεχε ἡ χαρὰ σὰν αἷμα
σὲ ζωντανὸ κουφάρι τότε ποῦ ἀπ' τὸν κόρφο
σύγνεφο δόξας, πνεῦμα ἀδρειᾶς χαρᾶς τῆς βγῆκες!
Καὶ στὴ φωνή σου τὰ κακόσουρτα παιδιά της
ἐσήκωσαν τὸ μέτωπό τους ἀπ' τὸ χῶμα
ποῦ τὰ μίαινε σκυφτὰ καὶ ἄχνισε ὁ Τύραννός μας
ὁ παντοδύναμος ἀπ' ἄγριον τρόμο ὣς ὅτου
σ' ἀλυσόδεσ' ἐδῶ μὲ τ' ἀστραπόβροντό του.
Τότε, ἰδὲς τοὺς χιλιάδες τῶν χιλιάδων κόσμους
ἐκείνους ποὺ κυλοῦν γύρω μας ὅλοι φλόγα·
οἱ ἐγκάτοικοί τους εἶδαν τὴ φωτόσφαιρά μου
στὰ οὐράνια πλάτια νὰ λειψιάζῃ· καὶ ἀπὸ ἀντάρα
ἀλλοιώτικη ἐφουσκώθη ἡ θάλασσα καὶ μέσα
ἀπὸ σεισμόσκιστα βουνὰ λαμπροχιονάτα
τὰ κακοσήμαδ' ἀνατίναζε μαλλιά της
λάμπα καινούργια κάτω ἀπ' τ' ὠργισμένο θῶρι
τ' Οὐρανοῦ. Ὁ Κεραυνὸς τοὺς κάμπους καὶ ἡ Πλημμύρα
ἐρημάζαν· ἀνθοῦσαν μὲς τὲς πολιτεῖες
τὰ γαλάζια βλησκούνια, δίχως θροφὴ ζάμπες
σ' ἐρωτοκάμαρες λεχάζοντας σερνόνταν,
ἀφοῦ Θανατικὸ καὶ Πεῖνα εἶχε πλακώσῃ
ἄνθρωπο, ζῶ, σκουλῆκι καὶ δεντρὰ καὶ χόρτα
μαῦρος δαυλίτης· καὶ στὸ στάρι καὶ στ' ἀμπέλια
καὶ στὸ γρασίδι τῶν ἀγρῶν φυλλομανοῦσαν
τὴ ζωεράδα τους ρουφῶντας βόταν' ἄγρια
φαρμακερὰ καὶ ἀνεξερρίζωτα, γιατ' εἶχε
στύψῃ τὸ χλωμιασμένο ἀστῆθι μου ἀπ' τὸν πόνο,
καὶ ὁ ἀρὺς ἀέρας, ἡ ἀνεπνοιά μου, μολεμένος
ἀπὸ τὸ μίασμα ἦταν ποῦ μητέρας ἄχτι
κατὰ τὸν καταλύτη ἐφύσα τοῦ παιδιοῦ της.
Ναί, τὴν κατάρα σου τὴν ἄκουσα, ποῦ ἀνίσως
δὲν τὴ θυμᾶσ' ἐσύ, τ' ἀρίφνητα ποτάμια
κ' οἱ θάλασσές μου, τὰ βουνά, οἱ σπηλιές, οἱ ἀνέμοι,
ὁ ἀπέραντος ἀγέρας καὶ τῶν πεθαμένων
ὁ ἄναρθρος λαὸς φυλάγουν την σὰν ξόρκι
ἀτίμητο. Μὲ κρύφια ἐλπίδα καὶ χαρά μας
τὰ τρομερώτατ' αὐτὰ λόγια μελετᾶμε
μὰ νὰ τὰ ποῦμε δὲν κοτᾶμε.
ΠΡΟΜ.
................................................Σεβαστή μου
μητέρα, ὅσα ζοῦν ἄλλα καὶ ὑποφέρνουν, ὅλα
κἄποιαν παρηγοριὰ λαβαίνουν ἀπὸ σένα·
λουλούδια καὶ καρποὺς καὶ καλόμοιρους ἤχους
καὶ ἀγάπη, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πρόσκαιρη· ὅλα τοῦτα
ἂς μὴν τ' ἀπολαβαίνω ἐγώ, μὰ τὰ δικά μου
λόγια νὰ μοῦ ἀρνηθῇς, δέομαί σου, μὴ θελήσῃς.
Η ΓΗ
Θὲ νὰ εἰπωθοῦν. Πρὶν γίνει σκόνη ἡ Βαβυλῶνα,
ὁ Ζωρόαστρος ὁ Μάγος, πεθαμμένος γυιός μου,
ἀπάντησε τ' ὀμοίωμά του περπατῶντας
στὸ περιβόλι· ὁ μόνος ἄνθρωπος ποῦ εἶδε
ὅραμα τέτοιο. Γιατὶ μάθε πῶς ὑπάρχουν
δύο κόσμοι τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου· ὁ ἕνας
αὐτὸς ποῦ βλέπεις, ἀλλ' ὁ ἄλλος εἶναι κάτω
ἀπὸ τὸν τάφο, ἐκεῖ ποῦ κατοικοῦν οἱ ἴσκιοι
τῆς κάθε εἰδῆς ποῦ ζῇ καὶ σκέφτεται ὣς που ὁ χάρος
νὰ τὰ ἑνώσῃ καὶ πλειὰ νὰ μὴν ξαναχωρίσουν·
τὰ ὀνείρατα, οἱ ἐλαφρὲς τοῦ ἀνθρώπου φαντασίες,
ὅλα ὅσα ἡ πίστη πλάθει ἢ λαχταρᾷ ἡ ἀγάπη,
σκέδια φριχτά, παράξενα, ὑψηλὰ καὶ ὡραῖα.
Ἐκεῖ 'σαι σὺ, σκιὰ ποῦ σπαράζεις καρφωμένη
μέσα σὲ ὄρη ἀνεμοστρόφυλλους γεμάτα·
ὅλ' οἱ θεοὶ καὶ κόσμων, π' ὄνομα δὲν ἔχουν,
ὅλες οἱ δύναμες ἐκ' εἶναι, τρισμεγάλα
στοιχειὰ μὲ σκῆφτρα, ἥρωες, ἀνθρῶποι, ζῶα·
ἐκ' ἡ Δημογοργόνα, φοβερὴ μαυρίλα·
καὶ αὐτὸς ὁ Τύραννος ὁ ὕψιστος σὲ θρόνο
ἀπὸ χρυσὰφι φλογερό. Θὲ νὰ προφέρῃ,
γυιέ μου, ἀπὸ τούτους ἕνας τὴν κατάρα, π' ὅλοι
θυμοῦνται. Κράξε, ὅπως σοῦ ἀρέσει, tὸ δικό σου
πνεῦμα ἢ ἐκεῖνο τοῦ Δία, τοῦ Ἅδη ἢ τοῦ Τυφῶνα·
ἢ ὥτινων θεῶν πλειὸ δυνατῶν ἐβγῆκαν,
ὕστερ' ἀπὸ τὸ χαλασμό σου, ὀχ τήν Κακία
τὴν παγγενῆτρα κ' ἐπατῆσαν τὰ παιδιά μου
ξαπλωμένα στὸ χῶμα. Ἐρώτα καὶ αὐτὰ πρέπει
ν' ἀποκριθοῦν· ἔτσι τοῦ Ὑψίστου ἡ τιμωρία
θὰ χύνεται περνῶντας μὲς ἀπ' ἄδειους ἴσκιους
σὰν τ' ἀνεμόβραχο ἀπ' τὸ ἔρημο τὸ ἔμπα
παλατιοῦ γκρεμισμένου.
ΠΡΟΜ.
.........................................Ἄς μὴν ξαναπεράσῃ,
Μητέρα, ὅ,τι μπορεῖ νἆναι κακό, τὰ χείλη
τὰ δικά μου μήτ' ἄλλου ἀπ' ὅσα καὶ ἂν ὁμοιάζουν
ἐμένα. Φάντασμα τοῦ Δία, σήκω, φανίσου!
ΙΩΝΗ
Τὰ σταυρωμένα μου φτερὰ τὰ δυό μου μάτια σκέπουν·
τὰ διπλωμένα μου φτερὰ τὰ δυό μου αὐτιὰ σφαλίζουν·
μ' ἀνάμεσ' ἀπ' τὴν ἀργυρῆ σκιά τους τὰ μάτια βλέπουν,
τ' αὐτιὰ μὲς τ' ἁπαλόϋπνα πούπουλα ξεχωρίζουν
μιὰ εἰδὴ καὶ ἀχοὺς πολλοὺς μαζί·
γιὰ νὰ σὲ βασανίσουν μὲ καινούρια
ἄμποτε νὰ μὴν ἔρχωνται μαρτούρια,
ὦ μυριοπληγιασμένε Ἐσύ,
ποῦ νύχτα μέρα ἐδῶ στὸ πλάγι σου ἔτσι ξαγρυπνᾶμε
κ' ἐσὲ γιὰ χάρη τῆς γλυκειᾶς μας ἀδερφῆς φυλᾶμε.
ΠΑΝΘΕΙΑ
Τὸν ἦχο βγάνει ὁ ρούφουλας ποῦ μὲς τὴ γῆς οὐρλιάζει,
σεισμὸς φωτιὰ βογγομανοῦν καὶ βούναροι σκισμένοι·
ἡ εἰδὴ κ' ἐκείνη, σὰν ὁ ἀχὸς τρομαχτικιά, φαντάζει
ντυμένη σὲ μαυρειδερνὴ πορφύρα ἀστροφαμμένη.
Στὴ χέρα του τὴ φλεβωτή,
γιὰ νὰ στυλώσῃ τὰ περήφανά του
βήματα σὲ κορφὴ βουνοῦ χιονάτου,
σκῆφτρο χλωμόχρυσο κρατεῖ·
δείχνει ἄσπλαχνος, μ' ἀτάραχος καὶ δυνατὸς προβαίνει,
σὰν ὅποιος κάνει τ' ἄδικο, μ' ἄδικο δὲν παθαίνει.
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑ
Γιατὶ μ' ἐσπρῶξαν τοῦ παράξενου αὐτοῦ κόσμου
οἱ κρύφιες δύναμες ἐδῶ σὲ ἀντάρα ἐπάνω
φριχτήν, ἐμένα τὸ στοιχειὸ τ' ἄπλερο καὶ ἄδειο;
Τί λογῆς ἀσυνείθιστ' ἦχοι φτερουγίζουν
ἐπάνω ἀπὸ τὰ χείλη μου, ἄλλοι παρὰ ἐκείνη
ἡ φωνὴ ποῦ μ' αὐτὴν ἡ ξέθωρη γενιά μας
συντυχιὰ στὸ σκοτάδι ἀπόκοσμη βαστάει;
Καὶ σύ, περήφανε πολύπαθε, ποιὸς εἶσαι;
ΠΡΟΜ.
Εἴδωλο τρομερό, καθὼς ἐσ' εἶσαι, πρέπει
νά 'ναι αὐτός, ποῦ 'σαι ὁ ἴσκιος του. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐχτρός του,
ὁ Τιτᾶνας. Τὰ λίγα ποῦ ν' ἀκούσω θέλω
πές, καὶ ἂς μὴν πλάθῃ σκέψη τ' ἄδειο μίλημά σου.
Η ΓΗ
Ἀκουρμαστῆτε! Καὶ ἀγκαλὰ κ' οἱ ἀντίλαλοί σας
πρέπει νὰ 'ναι βουβοί, σταχτιὰ βουνά, ρουμάνια
παμπάλαια, στοιχειωμένες βρύσες, σπήλια
προφητικά, ροὲς νησοκυκλῶτρες, ὅ,τι
νὰ πῆτε ἀκόμα δὲ βολεῖ, μὲ χαρά ἀκοῦστε.
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑ
Ἕνα πνεῦμα μὲ ἀδράζει καὶ μοῦ κρένει μέσα
ξεσκλῶντας με ὡς ξεσκλάει βροντοσύγνεφο ἡ φλόγα.
ΠΑΝΘΕΙΑ
Πῶς μὲ τὴ δύναμή τῆς κάθε ἀναβλεψιᾶς του,
κοίτα, ὁ οὐρανὸς μαυρίζει!
ΙΩΝΗ.
............................................Κρένει! Ὤ δός μου σκέπη!
ΠΡΟΜ.
Σὲ νοήματα ἐγὼ περήφανα καὶ κρύα,
σ' ἀσάλευτης ἀψηφησιᾶς καὶ σ' ἐχτροπάθειας
ἀτάραχης, σ' ἀπελπισιᾶς βλέμματα τέτοιας,
ποῦ περγελιέται ἀτή της μὲ τὸ χαμογέλοιο,
τὴν κατάρα μου βλέπω σ' ὅλ' αὐτὰ γραμμένη
σὰν ἐπάνω σὲ σκέδα· καὶ ὅμως μίλειε. Ὤ μίλειε!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Πονηρέ, σ' ἀψηφῶ! μ' ἤσυχο νοῦ προσηλωμένος
σὲ προκαλῶ γιὰ τὸ κακό μου, ὅ,τι μπορεῖς, νὰ πράξῃς·
τύραννε ἀχρεῖε καὶ στῶν θεῶν καὶ τῶν θνητῶν τὸ γένος,
μόνη μιὰν ὕπαρξη ποτὲ δὲ μέλλεις νὰ ὑποτάξῃς.
Τὲς πληγές σου λοιπὸν ἄδειασ' ἐπάνω μου βροχή,
ἀνάκουστες ἀρρώστιες, ξεφρενιάστρα ταραχή,
καὶ κάμε νὰ μὲ κατατρῶν μ' ἀδιάκοπη ἀλλαγὴ
πότε στιὰ πότε πάχνη, καὶ ἡ δική σου ἂς γίνῃ ὀργὴ
ἀστροπελέκι, ἀψὺ χαλάζι κ' Ἐριννύων ἀσκέρια
ποῦ νὰ περνοῦν λαβόνοντάς με ἐπάνω στ' ἀγριοκαίρια.
Τὰ κάκιστα, ναί, κάμε. Παντοδύναμος ἐσ' εἶσαι.
Ἐπάνω σ' ὅλα ἐγὼ σοῦ 'δωσα δύναμη ἐξουσιάστρα,
μόν' ὄχι στὸν ἑαυτό σου καὶ στὴ θέλησή μου. Σβύσε,
μὲ γοργὰ πάθια τοὺς ἀνθρώπους, ἀπ' τὰ αἰθέρια κάστρα.
Τὸ μοχτηρό σου στεῖλε πνεῦμα μὲς τὰ σκοτεινὰ
τὰ κεφάλια ἐκεινῶν, ποῦ ἐγὼ ἀγαπῶ, νὰ τριγυρνᾷ·
ὅ,τι μαρτύριο πλειὰ σκληρὸ τ' ἄχτι σου σοφιστῇ
σ' ἐμένα ἐπάνω, ἐπάνω στοὺς δικούς μου ἂς σωριαστῇ·
κ' ἐνῷ σ' ἀκοίμητη ἀγωνία τὸ ἀλύγιστο ἀφιερόνω
κεφάλι, πρέπει ἐσὺ νὰ μένῃς στὸν ψηλό σου θρόνο.
Μὰ ὦ ἐσύ, ποῦ 'σαι ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριος, ποῦ γεμίζεις
μὲ τὴν ψυχή σου τὸν πικρὸ κόσμο καὶ σὲ τρομάρα
καὶ σὲ λατρεία γήϊνα καὶ οὐράνια, ὅλα γονατίζεις,
ὦ ἐχτρέ, π' ὅλα νικᾷς, Ἐσύ, νἄχῃς μου τὴν κατάρα.
Στὰ νύχια, αὐτὴ ἡ κατάρα ἑνὸς ποῦ πάσχει, ἂς σὲ κρατῇ
σὰν ἄϋπνος ἔλεγχος ἐσένα τὸ βασανιστή,
ὣς ποῦ νὰ γένῃ τ' Ἄπειρό σου γύρω σου φριχτὸ
ἐντύμα ἀπὸ φαρμακωμένο ψυχομαχητό,
καὶ ἡ Παντοδυναμία σου, στέμμα καημοῦ, νὰ ζώνῃ
σὰ φλογιστὸ χρυσάφι τὸ μυαλό σου ποῦ θὰ λυόνῃ.
Σωροὺς γιὰ τοῦτο τὸ ἀνάθεμα ἡ ψυχή σου ἂς μάσῃ
πρᾶξες κακές· τότε, θωρῶντας τὸ ἀγαθό, κολάσου·
ἄπειρα καὶ τὰ δυὸ καθὼς ἀπέραντ' εἶναι ἡ πλάση,
καὶ σύ, καὶ αὐτή, ποῦ ἀτή της τυραγνιέται, ἡ μοναξιά σου.
Καὶ ἄν, μπόρεσης ἀτάραχης εἰκόνα σκιαχτερή,
κάθεσαι ώρα, ὅμως ἡ ὥρα ἃς ἔρθ' ἡ ντροπερὴ
ποῦ αὐτὸ ποῦ 'σαι ἀπὸ μέσα, πρέπει νὰ φανερωθῇ
καὶ ἁφοῦ ἕνα καὶ ἄλλο κρίμα σου κακόπιστο σωθῇ
ἄκαρπα, ἐσένα στὸ δειλὸ γκρέμισμ' ἂς κυνηγάῃ
στερνὰ ἡ πομπὴ γι' ἀτέλειωτο καιρό, σ' ἄπατα χάη.