Απροσδόκητο ταξείδι

(Ανακατεύθυνση από Απροσδόκητο Ταξείδι)
Απροσδόκητο ταξείδι
Συγγραφέας:


Ἡ κ. Χαϊδεμένου συνείθιζε νὰ στολίζῃ μὲ ἀποσιωπητικὰ πάντοτε τὰς ἰδικάς της πράξεις καὶ μὲ θαυμαστικὰ τὰς πράξεις τῶν πλησίον ἢ μακράν, γνωστῶν ἢ ἀγνώστων ὑποκειμένων.

Εἶνε χήρα, ἀκόμη εὔμορφη καὶ πράττουσα πᾶν τὸ ἀνθρώπινον διὰ νὰ διατηρηθῇ τοιαύτη, καὶ ἔχει περιουσίαν, ὅπως λέγουν οἱ εἰδικῶς εἰς τὰ οἰκονομικὰ ζητήματα τοῦ ἄλλου καταγινόμενοι.

Ἐνδύεται κομψότατα καὶ ὁμιλεῖ ὀλίγα Γαλλικὰ καὶ παίζει ὀλίγο πιάνο, πράγματα ἀπολύτως ἀναγκαῖα διὰ τὴν ἀπαιτητικὴν κοινωνίαν τοῦ Πέραν. Χορεύει χαριέστατα «σὰν πεταλούδα» ὅπως λέγουν οἱ εὐτυχήσαντες νὰ χορεύουν μαζί της.

Τὰ μαλλιά της εἶνε καστανά, ἀλλὰ τῇ βοηθείᾳ βαφῆς, τὴν ὁποία ἡ ἰδία μὲ καλλιτεχνικὴν δεξιότητα μεταχειρίζεται, ἔχουν τώρα τὸ ὡραιότερον ξανθὸν χρῶμα, ποὺ ὁ Ραφαῆλος ὀνειροπόλησε.

Τοιαύτη ἡ κ. Χαϊδεμένου, ἡ ὁποία ταράττει τὸν ὕπνον τοῦ εἰκοσιτριετοῦς Τηλεμάχου Μακρίδου καὶ τοῦ γηραιοῦ κ. Κοσμᾶ Τριανταφύλλου.

Ἐκείνη μειδιᾷ πρὸς ὅλους, μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι ἐπλάσθη ἀκαταμάχητος.

Ἐπειδὴ δὲ εἶνε τῆς μόδας καὶ ἡ ποίησις, προσεπάθησε νὰ διαπρέψῃ καὶ εἰς τὸ εἶδος αὐτὸ καὶ ἔκαμε ἕνα ἐλεγεῖον εἰς τὸν ἀλησμόνητον ἐκεῖνον ἄγγελον, δηλ. τὸν πρῶτον σύζυγόν της.

Τὸ ἀνέγνωσε μιὰ χειμωνιάτικη βραδυὰ εἰς μίαν ἑσπερίδα της καὶ τόσον συνεκινήθη, ὥστε ἀπέκτησε καὶ φήμην εὐαισθήτου.

Ὁ θεῖος της κοντός, παχύς, μὲ βελουδένιο κεντημένο σκουφάκι στὸ φαλακρὸ κεφάλι του καὶ μὲ τεφρὸν κοιτωνίτην περικέντητον παρευρίσκετο εἰς τὰς συναθροίσεις τὰς ἑσπερινάς, πάντοτε χαμογελῶν, ἐνίοτε χασμώμενος καὶ ἄλλοτε ξηροβήχων.

Τὸ ὄνειρόν του ἦτο μέγα, ὅσῳ τὸ ἀνάστημά του μικρόν· ἤθελε τολμηροὺς θαλασσοπόρους Ἕλληνας, οἱ ὁποῖοι νὰ ὑψώσουν τὴν κυανόλευκον εἰς γῆν παρθένον καὶ νὰ συστήσουν ἀποικίας πολυανθρώπους καὶ ἰσχυράς, αἱ ὁποῖαι νὰ κυβερνῶνται μὲ ἄλλο σύστημα καὶ μὲ ἄλλους νόμους. Προσέθετε δὲ μετριοφρόνως ὅτι ἐσχημάτισε ἕνα προγραμματάκι ἰδικόν του, τὸ ὁποῖον θ' ἀνεδείκνυεν ἐξαίσιον ἡ ἐφαρμογή.

Ὁ εἰκοσιτριετὴς Τηλέμαχος Μακρίδης διηγεῖται ὅτι εἶδε τὸ προγραμματάκι καὶ ὅτι περιελάμβανε μεταξὺ πολλῶν ἄλλων κοσμοσωτηρίων διδασκαλιῶν καὶ ἓν ἄρθρον, κατὰ τὸ ὁποῖον «ὁ κοιτωνίτης προεβιβάζετο καὶ εἰς ἐπίσημον στολήν, καὶ εἶχε τὸ δικαίωμα ὁ κάτοχος νὰ τὴν φέρῃ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ οἴκου».

Ὁ κ. Πολυχρόνης Σωτηρίου πρὸ πολλοῦ ἔκλεισε τὸ παντοπωλεῖον του καὶ τώρα καταγίνεται εἰς τὰ πολιτικά. Ἀγαπᾷ τὴν ἀνεψιὰν τοῦ κ. Χαϊδεμένου, καὶ ὁμιλῶν περὶ αὐτῆς λέγει πάντοτε «κι' αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο κοριτσάκι δὲν χάρηκε».

Ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι ἐπερνοῦσε κανεὶς εὐχάριστη βραδυὰ στῆς κ. Χαϊδεμένου, μὅλον τὸ τρομακτικὸ πιάνο τῆς ὡραίας χήρας καὶ τὰς τεραστίας ἰδέας τοῦ μικροῦ κ. Πολυχρόνη.

Ἐμάνθανε κανεὶς ὅλα τὰ χρονικὰ τῆς πόλεως, σχολιασμένα καὶ βελτιωμένα, ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ στόματα τῶν ἐπισκεπτριῶν, τὰ δροσερὰ ἢ μαραμένα. Ἡ κ. Χαϊδεμένου κατὰ προτίμησιν ἐκακολόγει πάντοτε τὰς χήρας καὶ ἐκ τῶν χηρῶν τὰς ὡραιοτέρας. Ἐπεκαλεῖτο τὴν σκιὰν τοῦ μακαρίτου καὶ ηὐλόγει τὴν μνήμην του, ἡ ὁποία τὴν διετήρησε τόσῳ ὑπέροχον.

Αὐτὴ ἦτο ἡ ζωὴ τῆς κ. Χαϊδεμένου ἀπὸ πενταετίας, δηλ. ἀφ' ὅτου ὁ κ. Χαϊδεμένος ἀπεδήμησε πρὸς κύριον. Τὸ καλοκαίρι ἔκαμνε ἕνα ταξειδάκι στὴν Προῦσσα γιὰ τὰ χλιαρὰ λουτρὰ καὶ ἐπέστρεφε πάντοτε πολὺ ὀνειροπόλος καὶ ὀλίγον ἐρωτευμένη, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον παρήρχετο ἅμα ἔζη ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα τὴν ζωὴν τοῦ Πέραν.

Ἕνα ἀπ' αὐτοὺς τοὺς διαβατικοὺς ἔρωτας ἐνόμισεν ὅτι συνέλαβε καὶ διὰ τὸν κ. Τηλέμαχον Μακρίδην. Βεβαία δὲ ὅτι θὰ τῆς περάσῃ γρήγορα, τὸν ἀφῆκε νὰ λέγῃ καὶ νὰ τὴν διασκεδάζῃ μὲ τὴν ἐκδήλωσιν τῶν αἰσθημάτων του.

Ἦτο τόσῳ νέος… παιδὶ σχεδόν· δὲν τὸν ἐνεθάρρυνε, ἀλλὰ τὸν ἄφινε νὰ λέγῃ καὶ τὸν ἤκουε μειδιῶσα καὶ ἐνίοτε καγχάζουσα.

Αὐτὰ συνέβησαν εἰς Προῦσσαν καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἐθεραπεύθη καὶ ἦτο ἡ ἰδία πάλιν εἰς τὰς ἑσπερινὰς συναναστροφάς της, τακτικῶς πάντοτε μεταβαίνουσα εἰς τὸν περίπατον τοῦ Ταξίμ, ὅπου βεβαίως ἀέρα καθαρὸν δὲν ἀναπνέουν οἱ κάτοικοι τοῦ Πέραν, ἀλλὰ βλέπουν ὁ εἷς τὸν ἄλλον.

Ὁ θεῖος της χωρὶς κοιτωνίτην ἦτο ἀκόμη μικροτέρου ἀναστήματος, ἀλλ' ἐξεδικεῖτο τὴν γλισχρότητα τοῦ Πλάστου, φέρων πελώριον μετάξινον πῖλον καὶ κρατῶν τὴν κεφαλὴν πολὺ ὑψηλά, ὅσῳ δηλ. ἐπέτρεπεν ὁ κοντόχονδρος λαιμός του.

Μίαν ἡμέραν, καθ' ἥν ὁ θεῖος συνώδευε τὴν ἀνεψιὰν εἰς τὸν περίπατον, συνήντησε τὸν κ. Τηλέμαχον Μακρίδην, ὁ ὁποῖος πολὺ συγκεκινημένος ἐζήτησε τὴν ἄδειαν νὰ τοὺς ἐπισκεφθῇ.

Ἡ ἄδεια ἐδόθη μὲ ἡγεμονικὴν ἐλευθεριότητα καὶ ὁ Τηλέμαχος ἔγεινε τακτικὸς θαμὼν τῶν ἑσπερίδων τῆς κ. Χαϊδεμένου.

Ἡ χήρα δὲν τὸν ἤκουε πλέον γελῶσα, ἀλλὰ πολὺ σκεπτικὴ καὶ μάλιστα ἤρχισε νὰ κυριεύεται ἀπὸ ἀόριστον μελαγχολίαν, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴν τὴν γλυκυτέραν ψυχαγωγίαν της − δηλ. τὴν κακολογίαν − κατέστησεν ἀνούσιον.

Εἰς τοὺς ὕπνους της, τοὺς ὁποίους ποτὲ δὲν ἐτίμησεν ὁ μακαρίτης μετὰ ἢ ἄνευ σαβάνου, ἐνεφανίζετο τακτικῶς ὁ νεανίσκος μὲ τοὺς καστανοὺς ὀφθαλμούς, τοὺς γεμάτους φωτιὰ καὶ μὲ τὰ δροσερὰ χείλη.

Εἶχε λησμονήσει ὅλα τὰ μέσα, τὰ ὁποῖα μετεχειρίσθη διὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν νεανικὴν καρδίαν τοῦ εὐθύμου σπουδαστοῦ καὶ τώρα ἔφριττε βλέπουσα ὅτι ἔπαιζε παιγνίδι ἐπικίνδυνο.

− Εἶμαι μεγάλη ἐγὼ γιὰ σένα· τοῦ εἶπε μειδιῶσα τὸ ὡραιότερον μειδίαμά της, μίαν ἡμέραν.

− Σ' ἀγαπῶ, ὑπῆρξεν ἡ ἀπάντησις.

− Μὰ οἱ γονεῖς σου τί νὰ 'ποῦν;

− Δὲν ἔχω πλέον γονεῖς· σ' ἀγαπῶ.

Εἶχε γονεῖς καὶ ἦτο τὸ στήριγμα ὁλοκλήρου οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἐξώδευε καὶ τὸν τελευταῖο ὀβολόν της διὰ νὰ τὸν ἀναθρέψῃ καὶ νὰ ἀναλάβῃ μίαν ἡμέραν τὸ βάρος τῆς συντηρήσεως αὐτός.

Ἡ κ. Χαϊδεμένου, ἡ τόσον αὐστηρὰ διὰ τὰς ἄλλας, ἐσκότισε τὸ λογικὸν τοῦ Τηλεμάχου, ὁ ὁποῖος ἐλησμόνησε τὴν οἰκογένειάν του, πρὸς τὴν ὁποίαν τὸ πᾶν ἐχρεώστει.

Ὁ θεῖος εἰς τὸ προγραμματάκι του προσέθετε νέα κεφάλαια καὶ δὲν ἔβλεπε τὴν νέαν κατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐνῷ αἱ ἐπισκέπτριαι τὰ ἐμάντευσαν ὅλα καὶ οἱ ἔρωτες τῆς κ. Χαϊδεμένου ἦσαν ἡ διασκεδαστικωτέρα φλυαρία τῆς ἡμέρας.

Ἀπὸ στόμα σὲ αὐτὶ καὶ ἀπὸ αὐτὶ σὲ στόμα, ἡ λευκόπτερος φήμη ἔφερε τὸ νέον καὶ εἰς τὸ σπίτι τοῦ κ. Μακρίδου.

Ἡ κ. Μακρίδου ἐξηγριώθη, αἱ δεσποινίδες Μακρίδου ἔκλαυσαν (ἦσαν ὅλαι ἐν ὤρᾳ γάμου), ὁ κ. Μακρίδης ἐγέλασε καὶ εἶπε:

− Ἂ τὸν τσαχπίνη.

Δὲν ἔδωκε ὡς βλέπετε προσοχὴν καὶ δὲν ἀπέδωκε σπουδαιότητα εἰς τὸν ἐρώτα τοῦ Τηλεμάχου· ἤξευρεν ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ ἔπειτα εἶχε σχηματίσει τὴν πεποίθησιν «ὅτι διὰ νὰ τελειοποιηθῇ κανείς, πρέπει ν' ἀγαπήσῃ».

Ἦτο φαιδρὸς ἄνθρωπος ὁ κ. Μακρίδης καὶ τώρα ἀκόμη ποὺ ἡ ἀρθρῖτις τὸν εἶχε καρφωμένο ἐκεῖ κάτω στὴν πολτρόνα, ἐγέλα τὸ φαιδρὸν πρόσωπόν του, καὶ ἐπείραζε τὴν σύζυγόν του, τὴν ὁποίαν ἡ ἡλικία καὶ τὰ βάσανα ἔκαμαν ὀξύθυμον.

− Θὰ πάγω κάτω ἀπ' τὰ παράθυρά της, νὰ ξεφωνίσω τὴν ἀδιάντροπη ὅσα τὴν ταιριάζουνε!! Ἀκοῦς ἐκεῖ…, νὰ θέλῃ νὰ πάρη τὸ παιδί μου. Ἡ γρηὰ στρίγγλα! ἔλεγεν ἡ κυρία Μακρίδου πολὺ θυμωμένη.

− Μητέρα, καλλίτερα νὰ συμβουλεύσετε τὸν Τηλέμαχο.

− Καὶ ἀπ' ὅλα καλλίτερον, νὰ τὸν ἀφήσετε χωρὶς συμβουλὲς καὶ ξεφωνητά, γιατὶ εἶμαι βέβαιος πὼς δὲν τὴν παίρνει.

Μὰ ἂν τοῦ 'πῆτε μιὰ λέξι, ὅ,τι δὲν ἔκαμε ἀπὸ ἔρωτα, θὰ τὸ κάμῃ ἀπὸ πεῖσμα καὶ θὰ τὴν πάρῃ.

Τὰ φρόνιμα λόγια τοῦ κ. Μακρίδου ἐπνίγοντο μέσα εἰς τὴν τριφωνίαν ἐκείνην, ἀλλὰ τὸ μέλλον ἀπέδειξεν ὅτι ὁ κ. Μακρίδης εἶχε δίκαιον.

Ἡ κ. Χαϊδεμένου πολὺ ὠχρὰ (ἦτο πρωῒ καὶ δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἐρυθριάσῃ) καὶ μὲ ἀληθῆ συντριβὴν παρετήρησεν ὅτι ἡ περιουσία της ἤρχισε νὰ παίρνῃ τὸν κατήφορο καὶ ὅτι ἂν κατὰ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς καρδίας της ἀπεφάσιζε νὰ γείνῃ κυρία Μακρίδου, τὴν ἀνέμενε τὸ εἰδεχθὲς τῆς πενίας φάσμα.

Νὰ ἰδῆτε τί ἀπεφάσισε, δηλ. ὡς ποῦ ἔφθασε τὸ πρακτικὸν πνεῦμα αὐτῆς τῆς χήρας, καὶ τὸ σπουδαιότερον, δὲν ἐζήτησε (σὰν κἄποιοι μεγάλοι πολιτικοὶ τοῦ αἰῶνος μας) τὴν συμβουλὴν κανενὸς ξένου οἰκονομολόγου.

Ὁ κ. Πολυχρόνης τόσῳ σκοτισμένος ἦτο μὲ τὴν Πολυχρόνειον (κατὰ τὸ Λυκούργειος) νομοθεσίαν τῆς μελλούσης Ἑλληνικῆς ἀποικίας, ὥστε δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ δώσῃ τὴν παραμικρὰν ἰδέαν.

Ἡ κυρία Χαϊδεμένου εὑροῦσα τὴν λύσιν, πῆρε μελάνη καὶ χαρτὶ καὶ ἔγραψε τὴν ἑπομένην ἐπιστολήν, πλουσίαν εἰς ἀνορθογραφίας.

«Ἄγγελέ μου,

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μὲ φοβίζει, δὲν εἶνε ἡ ἰδική μου δυστυχία καὶ ὁ ἐγωϊστικὸς φόβος διὰ τὸ ἰδικόν μου μέλλον. Μόνον περὶ σοῦ σκέπτομαι. Ὅταν ἐνόμιζον ἐμαυτὴν πλουσίαν, ξεύρεις μὲ πόσην προθυμίαν ἠθέλησα νὰ σὲ καταστήσω κοινωνὸν τοῦ πλούτου μου, μά… ἠπατήθην. Εἶμαι πτωχὴ καὶ ἡ πενία εἶνε κακή, ὅταν πρόκειται νὰ τὴν συμμερισθῇ κανεὶς μὲ πρόσωπον ἀγαπητόν.

Ἡ ἰδέα ὅτι θὰ γίνῃς δυστυχὴς ἐξ αἰτίας μου μὲ θανατώνει καὶ μὲ δίδει τὴν ἀποφασιστικότητα νὰ σοῦ γράψω τὸ γράμμα αὐτό. (Εἰς αὐτὸ τὸ μέρος τῆς ἐπιστολῆς ἡ κ. Χαϊδεμένου πῆρε μὲ τὰ δάκτυλά της λίγο νερὸ ἀπὸ τὸ ποτηράκι μὲ τὰ ἄνθη, ποὺ ἦτο ἐμπρός της καὶ ἐράντισε τὴν ἐπιστολὴν διὰ νὰ φανῇ δακρύβρεκτος.)

Βλέπεις… τὰ δάκρυα μὲ πνίγουν… θὰ ἐξακολουθήσω τὴν παροῦσαν μου μετὰ μίαν ὥραν.

(Περιττὸν νὰ εἴπωμεν ὅτι δὲν ἄφηκε τὴν γραφῖδα ἀπὸ τὰς χεῖρας της.)

Ναί, ἄγγελέ μου, τοιαύτη μοῖρα ἐπεφυλάττετο εἰς τὰς ψυχάς μας καὶ εἰς τὰς καρδίας μας. Ὁ θεῖος μου ἀμειλίκτως πολεμεῖ τὸ συνοικέσιόν μας· γνωρίζεις πόσον ἡ θέλησίς του εἶνε σιδηρᾶ, καὶ μὲ βιάζει νὰ δεχτῶ σύζυγον τὸν κ. Κοσμᾶν Τριανταφύλλου.

Ἔκλαυσα, παρεκάλεσα, ἐπεκαλέσθην τὴν σκιὰν τοῦ ἀποπτάντος ἀγγέλου μου… τίποτε… ὁ θεῖος μου ἀμείλικτος, ὡς ἡ εἱμαρμένη, ἐπέμεινε!!

Τὴν πρώτην ἀπελπισίαν, ἡ ὁποία ὅπως γνωρίζεις σκοτίζει τὸ λογικόν, διεδέχθη ὀλίγη διαύγεια καὶ εἶδον ὅτι ἡ θέσις μας δὲν εἶνε καὶ τόσῳ ἀπελπιστική.

Μίαν καρδίαν ἔχομεν… καὶ τῆς καρδιᾶς μου κύριος εἶσαι σύ, τὴν χεῖρα μου ἂς τὴν λάβῃ ὁ Κοσμᾶς Τριανταφύλλου καὶ τοιουτοτρόπως ἀπολυτροῦσαι, ἀγαπητὲ ἄγγελε, ἀπὸ τὸ φοβερὸν μέλλον, τὸ ὁποῖον τόσῳ ἀπερισκέπτως παρασκευάσαμεν.

Ἡ ἰδέα ὅτι θυσιάζομαι διὰ σέ, μοῦ δίδει τὴν δύναμιν νὰ ζῶ… ἀλλὰ νὰ ζῶ μὲ μίαν συμφωνίαν ἀπαραβίαστον − νὰ λατρεύω αἰωνίως τὸν κύριον καὶ δεσπότην τῆς καρδίας μου Τηλέμαχον.

Χίλια φιλιὰ φλογερά.

Marie, Pera − Constantinople».

Πιστεύω νὰ θαυμάσῃ καὶ ἡ ἁπλοϊκὴ ἀναγνώστρια μαζύ μου τὸ πρακτικὸν πνεῦμα τῆς ὡραίας χήρας. Διὰ τὸ κλονιζόμενον ἰσοζύγιόν της ἀπῃτεῖτο ἡ περιουσία τοῦ κ. Κοσμᾶ Τριανταφύλλου, καὶ ἐδέχετο ὅπως βλέπετε τὴν περιουσίαν μετὰ τῆς δεούσης εὐλαβείας, χωρὶς ὅμως νὰ περιέλθωσιν εἰς ἀνωμαλίαν καὶ αἱ ὑποθέσεις τῆς καρδίας της.

Ἐννοεῖται ὅτι ὁ ἀμείλικτος θεῖος προσέθετε νέα κεφάλαια εἰς τὸ προγραμματάκι του, μὴ ὑποθέτων ὅτι ἔχει θέλησιν καὶ μάλιστα σιδηρᾶν καὶ ὅτι ἔπαιξε πρόσωπον τυράννου εἰς τὰ αἰσθήματα τῆς ἀνεψιᾶς του.

Ἀπὸ τὴν ἑσπερίδα τῆς ἡμέρας αὐτῆς ὁ κ. Κοσμᾶς ἔλεγε μαγευμένος, διότι ἐπὶ τέλους ἡ ἄτρωτος χήρα ἐνικήθη ἀπὸ τὰ προτερήματά του, καὶ ὁ Τηλέμαχος μὲ ἕνα κομματάκι χαρτί, ἀλλὰ μὲ πολλὰς πικρὰς σκέψεις.

Εἶνε τόσῳ φοβερὸν πρᾶγμα ἡ ἐπιστολή. Πόσας φορὰς νομίζει κανεὶς ὅτι θὰ εὕρῃ τὴν ζωὴν μέσα εἰς τὰς γραμμάς της καὶ ὅμως εὑρίσκει τὸν θάνατον καὶ ἀκόμη φοβερώτερον τοῦ θανάτου − τὴν ὕβριν, τὴν περιφρόνησιν.

Ἦτο ἐπιστολὴ γραμμένη ἀπὸ τὴν γυναῖκα τὴν ὁποίαν ἠγάπα καὶ ὅμως ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τὸν ἔκαιε, ἤθελε νὰ τὴν ἀνάγνώσῃ εἰς τὸ φῶς τοῦ φανοῦ, ἀλλ' ἐφοβήθη μήπως τὸ περιεχόμενον εἶνε φοβερὸν καὶ λιποθυμήσῃ μέσα στὸ δρόμο.

Ἅμα ἐκλείσθη εἰς τὸ δωμάτιόν του, τὴν ἀνέγνωσε.

Τόσα πολλὰ δάκρυα ἔχυσεν ὥστε κατ' ἀρχὰς ἐνόμισε ὅτι θὰ χυθοῦν τὰ μάτια του ἐπάνω στὸ χαρτὶ ἐκεῖνο. Ἡ πρώτη νεότης ἀγαπᾷ… οὐδ' ἐπὶ στιγμὴν ὁ τρελλὸς ἔρως του ἐσκέφθη τὸ μέλλον. Ἦτο πρόθυμος καὶ νὰ ἐπαιτήσῃ ἀκόμη διὰ νὰ τὴν θρέψῃ… Ὤ! τὸ ᾐσθάνετο… θὰ εἰργάζετο δι' ἐκείνην· τὴν ἠγάπα.

Ἦτο ἰδική του, δι' ἐκεῖνον ἔτρεμε, θὰ πήγαινε νὰ τῆς εἰπῇ ὅτι ἦτο πρόθυμος διὰ πᾶσαν θυσίαν καὶ ἐκείνη θὰ ἐδέχετο… τί τρέλλα νὰ χύσῃ τόσα δάκρυα.

Παρηγορήθη, ἠσπάσθη τὴν εἰκόνα της χιλιάκις καὶ ἀπεκοιμήθη ναρκωμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα ποὺ ἔχυσε.

Τὸ πρωῒ ἦτο ἀδιάθετος· τὸ κεφάλι του ἦτο βαρύ, δὲν ἠθέλησε νὰ προγευματίσῃ, ἀλλὰ κλονιζόμενος πῆγε στὸ σπίτι τῆς κ. Χαϊδεμένου.

− Ἡ κυρία κοιμᾶται… εἶπεν ἡ ὑπηρέτρια, ἡ ὁποία ἔπαιρνε τὸ γάλα.

− Πρέπει νὰ ξυπνήσῃ.

Ἡ ὑπηρέτρια κρατοῦσε τὸ γάλα ποὺ ἀγόρασε, ἐχαμογέλασε καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ 'μπῇ στὴν τραπεζαρία καὶ νὰ περιμένῃ.

Μετ' ὀλίγα λεπτά, μέσα εἰς ἐλαφρὸν κοιτωνίτην ὡραιότατον, ἦλθεν ἡ κ. Χαϊδεμένου.

− Ἦλθες; σὲ βεβαιῶ, ἐνόμισα ὅτι δὲν θὰ ἤρχεσο, ὅτι θὰ μ' ἐμίσεις.

− Ἄχ, Μαρία μου, μ' ἐνόμισες λοιπὸν ἱκανὸν νὰ δεχθῶ αὐτὴν τὴν θυσίαν! Βλέπεις τί δυνατὰ ποὺ κτυποῦν οἱ σφυγμοί μου… ἔχω πυρετόν… μὰ ἦλθα, διὰ νὰ μὴ μὲ νομίσῃς τόσῳ ἐγωϊστήν. Ποῦ εἶνε ὁ θεῖος σου; νὰ πέσω στὰ πόδια του, νὰ τὸν παρακαλέσω. Ἐγὼ θὰ ἐργασθῶ γιὰ σένα ὄχι σὰν ἄνθρωπος, σὰν θηρίο. Ὤ, πῶς μὲ παρεγνώρισες. Νὰ γείνῃς σύζυγος ἄλλου! Ἐκείνου τοῦ ἀθλίου!! ἐκείνου τοῦ γέρο λύκου… Ποτέ!

Ἡ κ. Χαϊδεμένου κατάλαβε ὅτι τριαντάφυλλο χωρὶς ἀγκάθι δὲν γίνεται καὶ ἤρχισε νὰ στενοχωρῆται. Δὲν εἶνε εὔκολο νὰ διαταραχθῇ ἡ ἰσορροπία προϋπολογισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐστρώθη ἀπὸ μίαν εὐτυχῆ ἔμπνευσιν.

− Ὄχι, ἐπιμένω εἰς τὴν θυσίαν… Νὰ ἐργασθῇς γιὰ μένα…

− Ἄχ, Μαρία μου, σὲ βεβαιῶ, διόλου δὲν θὰ κουρασθῶ. Θὰ ἐπιστρέφω τόσῳ εὐτυχής, μὲ τὴν ἰδέαν ποὺ θὰ σ' εὑρίσκω στὸ σπίτι μου τὸ βράδυ, ὥστε νὰ λησμονῶ τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας. Φαντάσου, Μαρία, ἕνα σπιτάκι φτωχὸ μὰ καθαρό, ἕνα τραπέζι μὲ κάτασπρα τραπεζομάνδηλα καὶ μὲ φαγητὸ μαγειρευμένο ἀπὸ τὰ χεράκια σου, τί μεγάλη εὐτυχία!! Δὲν εἶνε στὰ πλούτη ἡ εὐτυχία, Μαρία, ὄχι, δὲν εἶναι στὰ πλούτη.

Ἡ κ. Χαϊδεμένου ᾐσθάνετο ὅτι ἡ θέσις της δεινοῦται καὶ κατέφυγε πάλιν εἰς μέσον εὐφυές, τὸ ὁποῖον τῆς ὑπέδειξεν εὐτυχὴς ἔμπνευσις − ἐλιποθύμησε!!

Ὁ Τηλέμαχος ἔτρεξε δεξιὰ ἀριστερά, ηὗρε νερό, τὴν ἔβρεξε, τὴν ἐφίλησε στὰ χείλη, εἶπε χίλια λόγια ἀγάπης, ἀλλ' ἡ λιποθυμία δὲν ἐπερνοῦσε.

− Τὸν ἰατρὸ τρέξετε νὰ φωνάξετε! εἶπεν ἡ ὑπηρέτρια καγχάζουσα.

Πῆρε τὸ καπέλλο του καὶ ἔτρεξε διὰ τὸν ἰατρόν, ἀλλὰ ὅταν ἐπέστρεψεν, εὗρε τὴν θύραν κλειστὴν καὶ τὴν ὑπηρέτριαν γελῶσαν ἀπὸ τὸ παράθυρον τῆς κουζίνας.

− Δὲν ἀνοίγεις;…

− Ἐκείνη λιποθύμησε γιὰ νὰ φύγῃς καὶ τώρα φυλάγεις νὰ σ' ἀνοίξω! Ἄν θέλῃς ἔλα στὴ χαρά! Θὰ γένῃ μιὰ χαρά!! Ἔχει παράδες ὁ κυρ Κοσμᾶς.

Ἐκλονίσθη λιγάκι, ἀλλὰ κατώρθωσε νὰ σταθῇ στὰ πόδια καὶ νὰ πάγῃ στὸ σπίτι του.

Ἡ ἀδελφή του ἐκρατοῦσε τὸ γράμμα τῆς κ. Χαϊδεμένου. Ὁ Τηλέμαχος δὲν εἶχε τὴν δύναμιν οὔτε νὰ τὴν ἐπιπλήξῃ.

Ἐξηπλώθη ἐπάνω στὴν κλίνη του.

Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ὥρα πῆγε ἡ ἀδελφή του καὶ τοῦ ἔφερε λίγο ζουμί.

− Δὲν θέλω· εἶπε μὲ ἀτονίαν.

− Θὰ τὸ πάρῃς.

− Δὲν 'μπορῶ… δὲν μὲ πιστεύεις…

Ἄρχισε τὰ κλάματα.

− Εἶσαι τρελλὸς νὰ τὴν συλλογίζεσαι αὐτὴν τὴν γυναῖκα ἀκόμη καὶ νὰ μὴν εὐχαριστῇς τὸ Θεό, ποὺ γλύτωσες ἀπ' τὰ χέρια της.

− Ἄχ, σώπα…

− Ναί, νὰ σωπάσω. Τώρα κλάψε νὰ φύγῃ αὐτὸ τὸ βρώμικο πάθος ἀπ' τὴν καρδιά σου… ἂν ἔκλαιες μετὰ ἕνα μῆνα θὰ ἦτο πολὺ ἀργά.

− Ἄχ, σώπα!

− Δὲν πιστεύω νὰ τὴν ἀγαπᾷς, πλέον.

− Ἐγὼ νὰ τὴν ἀγαπῶ… ὄχι.

− Μὰ νὰ ἰδῇς ἕνα παιγνιδάκι ποὺ τῆς ἔπαιξα…

− Τί παιγνιδάκι.

− Τὸ γράμμα της τὸ ἔβαλα σ' ἕνα φάκελλο καὶ τὸ ἔστειλα στὸν κύριο Κοσμᾶ Τριανταφύλλου· χά… χά… χά… ἂν ἐβιάσθηκε κ' ἔκοψε καὶ τὸ ἄσπρο νυφικὸ φουστάνι, ἄσχημα ἔκαμε, ξέρεις, ἡ βία πάντα σκοντάφτει.

Ὁ Τηλέμαχος πῆρε τὸ ζουμὶ καὶ εἶπε:

− Δὲν ἔπρεπε… εἶσθε τόσῳ ἐκδικητικὲς ἐσεῖς οἱ γυναῖκες.

Ἀπὸ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὅμως… δὲν ἔκλαιγε πειά… αὐτὸ ἀπέδειξε πὼς καὶ οἱ ἄνδρες δὲν πᾶνε πάρα κάτω.

Ἡ κ. Χαϊδεμένου ἐπιθεωρεῖ περιοδικὸν συρμοῦ. Ἡ ράπτρια τῆς δεικνύει τί ἐφόρεσε τοῦ δεῖνα πρεσβευτοῦ ἡ κόρη καὶ τοῦ τάδε τραπεζίτου ἡ σύζυγος. Ὁ κ. Πολυχρόνης εἰς τὸν κοιτωνίτην του ἐπιθεωρεῖ τὸ προγραμματάκι καὶ ἔχει τὸ μολύβι ἀκουμπισμένο στ' αὐτί του.

Ἔξαφνα ἡ ὑπηρέτρια ἔφερε ἕνα γράμμα.

Ἡ κ. Χαϊδεμένου τὸ ἄνοιξε μὲ ἀδιαφορίαν, διότι ἡ προσοχή της ὅλη ἦτο σὲ μία τουαλέτα πολὺ «καπριτσιόζικη» μὰ ἔξαφνα ἔμεινε χλωμὴ καὶ παγωμένη.

Αὐτὰ εἶχε μέσα τὸ γράμμα:

«Ἦρθε στὰ χέρια μου αὐτὸ τὸ γράμμα σου καὶ γιατὶ φοβοῦμαι νὰ μὴν παραπέση, σὲ τὸ στέλνω· καταλαβαίνεις ποὺ ἡ χαρά μας νὰ γένῃ τυχερὸ δὲν εἶνε καὶ μὴν ἐτοιμάζεσαι. Ἤθελα νὰ ξέρω, ἐσὺ καθόλου ντροπὴ ἐπάνω σου δὲν ἔχεις;

Κοσμᾶς Τριανταφύλλου».

Ἡ κ. Χαϊδεμένου, ἅμα συνῆλθε, ἀπεφάσισε νὰ κάμῃ ταξεῖδι στὰς Ἀθήνας, γιατὶ καὶ τῆς ράφτρας τὸ στόμα σὰν ψαλλίδι κόβει, καὶ ἡ ἱστορία τοῦ γράμματος καὶ τῆς λιποθυμίας θὰ ἐγίνετο πολὺ γρήγορα γνωστή.

Ὁ θεῖος της χάριν τῶν ἐργασιῶν του δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ τὴν συνοδεύσῃ, τῆς ἔδωκε ὅμως δυὸ τρία γράμματα συστατικὰ σὲ κἄποιους παληοὺς συντεχνίτας του, καὶ σ' ἐκτεταμένο ὑστερόγραφο τοὺς συμβουλεύει «νὰ κάμουν συμμορία μεγάλη καὶ νὰ ἐπιχειρήσουν καμμιὰ μεγάλη θαλασσοπορία, διὰ νὰ εὕρουν καὶ αὐτοὶ κανένα ἄγνωστο μέρος τοῦ πλανήτου μας. Τὰ ἄλλα (νόμοι καὶ λοιπά) εἶνε ἕτοιμα. Ὡς ἀνταμοιβὴν δὲ τῆς ἰδέας του καὶ τῶν κόπων του ζητεῖ νὰ ὀνομασθῇ ἡ νέα Γῆ «Πολυχρόνειος» διὰ νὰ μὴν ἀδικηθῇ καὶ παραγκωνισθῇ σὰν τὸν Κολόμβο.

Ἐνῷ ὁ κ. Πολυχρόνης ρίπτει ἕνα τελευταῖο βλέμμα στὸν παραινετικό του, ἡ κ. Χαϊδεμένου μὲ λύσσαν ψιθυρίζει:

Τί ἀπροσδόκητο ταξεῖδι!!