Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Δ2


Τους συντρόφους μας και παληκάρια τους Σεπτεβριανούς διά συντρομής...[1] τους πήραν όλους ο Μαυροκορδάτος και η γενεά, ο Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς και οι άλλοι. Μιλούν με τον Βασιλέα να κάμη πρωτοϋπουργόν τον Μαυροκορδάτο και να περιλάβη και τον Κωλέτη. Ο Κωλέτης δεν δέχτη – έχει αυτός πατριωτισμόν δι’ άλλη περίσταση· να μπη κι’ ο Μαυροκορδάτος με την συντροφιά του, να τζακιστή καθώς τζακίστη ο Μεταξάς· τότε αυτός απόξω με την συντροφιά του αρχινούν φατρίες αναντίον αυτεινών· τζακίζονται κι’ αυτείνοι και μπαίνει ο Κωλέτης κι’ αποδιορθώνει την πατρίδα. Μπήκε ο Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, της Οικονομίας και Ναυτικού, ο Α. Λόντος του Εσωτερκού, ο Ρόδιος του Στρατιωτικού, ο Τρικούπης του Εκκλησιαστικού, ο Λοντίδης της Δικαιοσύνης. Αφού εμπήκε η νέα κυβέρνηση από μίαν φατρία, άρχισαν οι άλλοι διά το καλό της πατρίδος και ’ρέθιζαν τους κατοίκους αναντίον της. Ήταν και καλοί πατριώτες οι ίδιοι αυτείνοι οπού μπήκαν, είχαν και τους άλλους αναντίους. Κι’ αφανίστη το Κράτος χερότερα από άλλες φορές.[2]

Μπαίνοντας εις τα πράματα ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του διάταξαν να γένουν οι πρώτες εκλογές των βουλευτών της πατρίδος διά να στερεωθούν νόμοι πατρικοί και να πάγη ομπρός η δυστυχισμένη και ματοκυλισμένη πατρίδα με τον Βασιλέα της, να σωθούν τα δεινά της. Να ’ρθουν αντιπρόσωποι του Έθνους, της μπιστοσύνης του και της εκλογής του, αυτό η Εκλαμπρότης του και η συντροφιά του δεν το θέλουν ούτε αυτείνοι, ούτε ο Λάγυνς, ούτε ο Πισκατόρης, ούτε ο Πρόκενς, αλλά θέλουν κοπέλια της συντροφιάς τους διά να προκόψουν την πατρίδα. Κάνει η Κυβέρνηση επέβασες παντού εις το Κράτος και χύθηκαν αίματα κι’ αφανίστη ο κόσμος – κ’ έδωσε και νέον παράδειγμα νέων εκλογών διά ν’ ακολουθούν και οι άλλες μ’ αυτόν τον πατριωτισμόν κι’ αρετή, διά να λέπη η πατρίδα και οι τίμιοι άνθρωποι τον όλεθρό τους. Και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους και τους διάγειραν· και σκοτώνεται αδελφός με τον αδελφόν και κυτάγεται ένας Έλληνας με τον άλλον όπως κύταγαν τους Τούρκους όταν τους πολεμούσαν. Και παντού θέλει να μπαίνη η Εκλαμπρότης του ο κύριος Μαυροκορδάτος, ν’ ακούγεται εις την Ευρώπη ότ’ είναι μέγας και πολύς· κι’ όλοι οι άνθρωποι όταν πίνουν νερό να ομώνουν εις τ’ όνομά του διά το καλό οπού έκαμεν εις την πατρίδα τους αυτός και οι όμοιοι του αρχή και τέλος – οπού την γύμνωσαν από ηθική, από θρησκεία, από πατριωτισμόν. Κατατρέχουν όσους τα ’χουν όλα αυτά κι’ αδελφώνονται με την κακία, με τον δόλο και με την απάτη.[3]

Ο κύριος Μαυροκορδάτος αν μπόργε να κατορθώση να τον έκλεγε όλο το Κράτος βουλευτή, ήταν η μεγαλύτερή του ευκαρίστηση να μάθουν ο έξω κόσμος τι μεγάλον άντρα απόχτησε η Ελλάς, πόση αρετή θυσιάζει – και πρώτον υπουργό τον βάνουν και γενικόν βουλευτή (κι’ απαρατιώντας αυτός διορίζει να βάνουν οι κάτοικοι τους φίλους της μπιστοσύνης του διά να ’χη τα κλειδιά εις το χέρι και των μέσα σπιτιών και των έξω μεγάλων σπιτιών. Ότι αυτό το παράδειμα το ’δωσε κι’ ο Κυβερνήτης μας εις την Συνέλεψη του Άργους· ενήργησε με τους διοικητάς του και με τους ομόφρονάς του κι’ έγινε από το περισσότερον μέρος του Κράτους πληρεξούσιος. Κι’ ο κύριος Μαυροκορδάτος δεν θέλει ν’ αφήση αυτό το δικαίωμα – δεν θέλει να ξεφορτώση το σαμάρι από τα γαϊδούρια, οπού ’ρθε να τα λευτερώση αυτός και οι όμοιοι του). Τέλος πάντων διατάττει να γένουν οι εκλογές παντού – κι’ όσα θυσιαστούν κι’ όσοι άνθρωποι σκοτωθούν σε όλο το Κράτος, δεν πειράζει· αυτό οπού είπε αυτός και οι συντρόφοι του, αυτό να γένη! Γράφει κι’ ο υπουργός Λοντίδης Πατρινός εις την Πάτρα των ομοφρόνων του, των φίλωνέ του, και του λέγει· «Σκοτώστε, χαψώστε, ό,τι βίγια μπορήτε να κάμετε κάμετε, όμως εμένα να με βγάλετε βουλευτή σας χωρίς άλλο». Ποιους να σκοτώσουν; Τους συνπολίτες οι συνπολίτες! Πιάστη το γράμμα αυτό, το ήφεραν εδώ· τα ’μαθε κι’ ο Βασιλέας όλα αυτά. Και καθεμερινώς έρχονται οι κάτοικοι και σκούζουν και φωνάζουν δι’ αυτείνη την άνομην επέβασιν σε όλο το Κράτος, οπού ανοίχτηκαν κι’ ανοίγονται ολοένα νέοι τάφοι των αθώων Ελλήνων. Και διά να προκόψουν την πατρίδα και να σκοτώνονται οι άνθρωποι σαν τα σκυλιά σε όλο το Κράτος και να τους κομματιάσουνε και να τους βάλουν σε μεγάλη διχόνοιαν κι’ αντιζηλία, έκαμαν πλήθος αξιωματικούς και μέρασαν χιλιάδες αριστεία – και τότε έπεσε η μεγαλύτερη διχόνοια αναμεταξύ των ανθρώπων. Ότι οι καλύτεροι, οπού ’χουν και δικαιώματα, αδικιώνται· εκείνοι οπού δεν έχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Και γεννήθη η διχόνοια· και ξέκλησαν τους κατοίκους σε όλο το Κράτος κι’ αφάνισαν και της ’διοχτησίες, κόβοντας τα δέντρα ένας του άλλου και τ’ αμπέλια τους και σκοτώνοντας τα μεγάλα τους ζώα και ρημάζοντας τα γιδοπρόβατα. Εμείς θέλομεν να μας λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικούς – κι’ ας κατακομματιάζωμεν τους συνπολίτες μας κι’ ας τους δίνωμεν ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ ας τους κάνωμεν και σκοτώνωνται. Εμείς λέμε· «Έχομεν επιρροή, έχομεν προκοπή, μας αγαπούνε οι άνθρωποι».

Ο Βασιλέας κάνει σίγρι οπού γένονται αυτά τα κακά εις το κράτος του. Φαίνεται και η Μεγαλειότης του αδικήθη από ’μας και δεν αποφασίζει να προφυλάξη αυτό οπού τον μπιστεύτηκε ο Θεός και να κυβερνήση με τον φόβον εκεινού, οπού διορίζει βασιλείς ν’ αναστήνουν τα κράτη τους και να προικίζουν τους υπηκόγους τους ηθική κι’ αρετή και να ’χουν την σέβαση εις την πατρίδα τους και πίστη εις την θρησκεία τους – τότε και οι βασιλείς κι’ ο λαός έχουν την ευλογίαν του Θεού και γένεται κοινωνία ανθρώπινη. Τι του έκαμεν της Μεγαλειότης του αυτό το έθνος; Τι κακό είδε απ’ αυτό το δυστυχισμένο; ’Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα έντεκα ’κατομμύρια, ότι τ’ άλλα τα κλέβουν εκείνοι οπού τους μπιστεύεται και βάνει και το κυβερνούν. Παίρνει η Μεγαλειότης του ένα ’κατομμύριον, κι’ όλα τ’ άλλα τα ’χει εις το χέρι του κι’ όπου θέλη κι’ όποιον θέλη του δίνει και τον αναστήνει, ή έχει δικαίωμα ή όχι. Του είπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας των συμπολίτων του των Μπαυαρέζων, οπού μας γύμνωσαν, κι’ όταν φεύγαν μ’ όλη την ευγένειαν τους μπαρκαρίσαμεν χωρίς να θυμηθούμεν τι μας έκαμαν τόσο καιρόν οπού μας κυβερνούσαν ως είλωτες – το ίδιον κι’ όσους μπιστεύεται η Μεγαλειότης του εις την κυβέρνησή του και εις τ’ άλλα της πατρίδος. Πικράθη διά το άρθρο της θρησκείας; Της Μεγαλειότης του δεν της έβαλε θέλησιν το Έθνος, του είπε να μείνη εις την θρησκείαν του – ο διάδοχός του να βαφτιστή, να οικειωθή μ’ αυτό το έθνος, οπού έχυσε ποταμούς αίματα όσο να βγη από του λιονταργιού το στόμα. Διατί να χύσωμεν το λοιπόν τόσο αίμα; Διατί να γιομώση η Τουρκιά σκλάβους; Διατί να τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο να καθόμαστε μ’ εκείνον τον βασιλέα οπού ’χαμεν – και είχαμεν και την τιμή μας και βαστούσαμεν και την θρησκείαν μας, κι’ όχι τοιούτως οπού καταντήσαμεν. Έφκειασε και παλάτι η Μεγαλειότης του, και ναόν του Θεού δεν έχει επιθυμίαν ούτε να φκειάση, ούτε να ιδή με τα μάτια του, αλλά πηγαίνει της επίσημες ημέρες με τους Πρέσβες κι’ άλλους ξένους σε ένα καλύβι. Εις την πρωτεύουσα να μην είναι εκκλησία αναλόγως με την τιμήν των υπηκόγων του, λούσσα και πολυτέλειες –περάσαμεν την Ευρώπη. Όταν ήταν η Ευρώπη εις την δική μας κατάστασιν, είχε αυτή τέτοιες πολυτέλειες, είχε θέατρα; Εμάς μας έκαμαν οι κυβέρνησές του και μας κάνουν ολοένα θέατρο και ήταν περιττό το άλλο. Σαν το θέλετε κι’ αυτό, καλό είναι.[4]

Ο Θεός, οπού μας έδωσε αυτό το μικρό βασίλειον, μπορεί να μας δώση και τρανό. Και τότε αυτός ο ίδιος θα βασιλέψη. Εγώ τόση τύχη έχω – σολντάτος είμαι. Αν δεν με πέθανε το ντουφέκι του Τούρκου, θα με πεθάνη το σκαλιστήρι. Όμως εγώ δεν ξέρω κολακείες και πάντοτες του είπα την αλήθεια. Ό,τι γράφω εδώ του το είπα και στοματικώς πολλάκις, ότι ’σ αυτείνη την πατρίδα, οπού βασιλεύει αυτός, όσο να γένη έτοιμον το βασίλειον έλυωσαν λιοντάρια – εγώ ’μπρος ’σ εκείνους είμ’ ένας ψύλλος. Όμως έκαμα κ’ εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυο ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυο χέρια, έχω ένα· την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυο τρύπες. Το λοιπόν, αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα· να ’χωμεν αρετή· τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ’ ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι μου και λέω. Κι’ ο Βασιλέας να ’χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι’ ο ίδιος να είναι αλλάργα από τους γλυκόγλωσσους, τους κόλακες, και να μην τους δίνη και πολυτρώνε και σκάσουν από την πολυφαγιά, ενώ οι αγωνισταί μένουν γυμνοί και πεθαίνουν της πείνας. Όποιος δουλεύει θέλει το μεριάτικόν του. Και να είναι δίκια η Μεγαλειότης του ’σ εκείνο οπού του μπιστεύτηκε ο Θεός. Κ’ εκείνο οπού ορκίστη κ’ υπόγραψε τώρα να μη μετανογάη, ότ’ είναι έργον του Θεού. Τώρα, οπού ’ναι έργα του Μαυροκορδάτου και συντροφιάς του, και χρήματα ξοδιάζομεν άδικα και σταυρούς και χιλιάδες αριστεία μεράζομεν· κι’ ούτε δάση έμειναν ’στο περισσότερόν του κράτος, ούτε ζωντανά· και το αίμα των ανθρώπων, οπού χύνεται, πάγει ποταμός. Κι’ αυτείνοι οπού σκοτώνονται είναι οι καλύτεροι υπήκοοι της Μεγαλειότης του και θα τους χρειαστή μιαν ημέρα κι’ αυτός και η πατρίδα, και πού θα τους εύρουν; Τους Τούρκους τους έχομεν γειτόνους πάντοτες – τότε χάνομεν και το μικρό, όχι να ’βρωμεν και τρανό.

Το Σεπτεβριανόν στοιχείον κι’ ο πολιτικός αρχηγός, ο Μεταξάς, απόστασε· και οι συντρόφοι μας δραπέτεψαν και πάνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ότι το σκυλί οπού είναι μαθημένο εις το χασαπλειό δεν φυλάγει ποτέ πρόβατα). Ότι ο αρχηγός μετανόησε δι’ αυτείνη την γενναιότητα και πατριωτισμόν οπού ’δειξε – και τα παληκάρια σκόρπισαν. Η πατρίδα πλέον στερεώθη, αφού έγινε πρωτοϋπουργός ο Μαυροκορδάτος. Και τώρα με την μεγάλη συντρομή των Πρέσβεων και του Βασιλέως όποιος δεν πηγαίνη με την θέληση αυτεινού και της συντροφιάς του πρέπει να τον κατατρέξουν. Αφού όλες αυτές της συντροφιές της δοκίμασα, δεν μ’ άρεσε κι’ αυτείνη· ότ’ ίσως και είναι καλή κ’ εγώ κακός. Πάσκισαν να με γυρίσουνε, δεν θέλησα. Ότι εκείνα οπού ορκίστηκα και κιντύνεψα δι’ αυτά, τώρα βλέπω ότι νεκρώνουν. Τότε άρχισαν να με κακομεταχειρίζωνται όλοι αυτείνοι και καταξοχή ο συναδελφός μου Καλλέργης, ο συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον – αφού βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμές όταν ήταν ο Μεταξάς εις τα πράματα, απαρατιώντας αυτός και μπαίνοντας ο Μαυροκορδάτος, έγινε κόμμα Αγγλικόν και Γαλλικόν και σε όλες της παντιέρες καταγραμμένος. Αφού είναι παντοδύναμος ’στο στρατιωτικό, έβαλε τον συνπολίτη του τον Αντωνιάδη της «Αθηνάς» κι’ ως ψυχραμένη αυτείνη όλη η συντροφιά μ’ εμένα, ότι δεν τους άφησα τότε εις την Συνέλεψη να παίξουν τον άσο τους, (οπού ’βριζαν τους πληρεξούσιους και πιάστη ο Καλλέργης με τον Κριτζώτη και Γρίβα και την άλλη ημέρα θα κάναν θόρυβο εις την Συνέλεψη και σύναξα ανθρώπους και τους χάλασα όλα αυτά τα σκέδια και ματαμπήκε η τάξη. Κ’ ύστερα διά την προσταφαίρεση του Συντάματος, οπού απάτησαν τον Βασιλέα, να χαθή κι’ αυτός και η πατρίδα, και του ξηγήθηκα την αλήθεια τι έτρεχε και το ’νοιωσε κι’ ο ίδιος κ’ υπόγραψε το Σύνταμα κατά την θέληση των πληρεξουσίων), έβαλε τον Αντωνιάδη και τον Ζυγομαλά τον Σεπτεβριανόν με τους τύπους τους και λένε ότι· «Αυτό οπού ’καμε ο Μακρυγιάννης εις την Συνέλεψη, και σύναξε ανθρώπους κ’ είχε ορκίση και τόσους πληρεξούσιους να είναι μια γνώμη, ήταν αναντίον της πατρίδος και Βασιλέως – καθώς κι’ ο πρωτινός όρκος οπού ’καμε ήταν κι’ αυτός αναντίον του». Τότε βιάστηκα κ’ έβαλα τον όρκον εις τον τύπον, χωρίς της υπογραφές, και ξιστορίζω όλα αυτά, πότε όρκισα τον Καλλέργη και τους άλλους όσους είχα ορκισμένους σε όλο το Κράτος, καθώς και τους πληρεξούσιος.[5]

Τότε ’νεργούνε αυτείνοι κι’ ο Καλλεφουρνάς και γένονται αι εκλογές εις την εκκλησία μ’ έναν θόρυβον μεγάλον· και καταπετζοκόπηκαν τόσοι άνθρωποι. Ύστερα κάνουν μια οχλαγωγία τεχνική· πάνε ο κόσμος εις το Παλάτι, πάνε κι’ αυτείνοι με τα φουσσάτα τους και καταφάνισαν τους κατοίκους. Σαν έβλεπα ότ’ ήταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δεν ανακατώθηκα ποτέ πουθενά, να μη δώσω αιτία και πάθη η πατρίδα, οπού γύρευαν πρόφαση να γένη ξένη επέβαση, και να μην πάθω κ’ εγώ αδίκως. Αφού όμως είδα ότι χάνονται αδίκως οι άνθρωποι, πήγα εις την Πλάκα· ήταν συνασμένοι πλήθος λαός να πάνε να χτυπηθούν μ’ αυτούς, οπού τους έκαμαν την απιστιά και τους έβαλαν εις αυτό το παιγνίδι και ύστερα τους βαρούσαν οι ίδιγοι. Μαθαίνοντας αυτείνη την ετοιμασίαν, πήγα μίλησα πολλά των ανθρώπων, ότι θα σκοτωθούν αδίκως και θα κιντυνέψουν και την πατρίδα τους· και με πολλά μιλώντας των ανθρώπων, δάκρυσαν τα μάτια μου. Μπήκαν σε συμπάθεια οι άνθρωποι κι’ άφησαν τα όπλα τους κ’ ησυχάσανε. Αυτεινών οπού τους ’ρέθιζαν το σκέδιόν τους ήταν ότι θα πήγαινα κ’ εγώ εκεί, να με κομπρεμετάρουν και να με τελειώση η δικαιοσύνη τους. Και μ’ αυτό όμως οπού έκαμα πάλε τον διάβολόν μου ηύρα. Κινάγει το βράδυ ο αρχηγός Καλλέργης με την καβαλλαρία του κι’ άλλους και με μπλοκάρουν εις το σπίτι μου. Κάθισαν ως τα μεσάνυχτα και φύγαν. Και κάθε νύχτα έρχονταν και με μπλοκάραν διά να δίνουν δούλεψες εις τον Βασιλέα, ότι εγώ είμαι το σκάνταλο της ανησυχίας.

Από τ’ άλλο το κόμμα, της Φιλορθόδοξης Εταιρίας, ένας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος είχε κάμη μίαν εταιρίαν διά την μεγάλην ιδέαν, τα έξω, και βάνει όλους τους σουρτούκηδες· και τους γέλαγε και τους έλεγε έχει καράβια, όπλα, τζεπχανέδες πλήθος και στρατέματα και πεντακόσες χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τους ανθρώπους, τους έπαιρνε χρήματα, τα ’τρωγε. Ύστερα πήγαινε και τους πρόδινε όλους εις την Κυβέρνηση και τον Βασιλέα. Με τοιούτον άνθρωπον και με τοιούτα μέσα θέλουν να κάμουν κίνημα διά την μεγάλη ιδέα, να πάνε εις την Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ανθρώπους – τους ρωτούσαν· «Ποιοι είναι οι αρχηγοί;» Τους έλεγαν πολλούς και το Μακρυγιάννη, εκείνους τους ανθρώπους οπού ήταν με γνώση, με πατριωτισμόν κι’ αγαπούσαν το καλό της πατρίδας. Τους σουρτούκηδες τους γέλαγε ο Βαλλιάνος μ’ ασκιά γιομάτα αγέρα κι’ από το άλλο μέρος έπαιρνε χρήματα όπου εύρισκε κι’ απάταγε πολλούς. Κ’ έλεγε ύστερα εις την Κυβέρνηση και εις τον Βασιλέα αυτά τα μυστήρια. Τον είδα ’θουσιασμένον πριν την Τρίτη Σεπτεβρίου, τον ήφερα εις το σπίτι μου· του είπα ότι όποιος φαντάζεται να κάμη καλό εις την πατρίδα πρέπει να συλλογέται ότι να κιντυνέψη ένα σπίτι το ματαφκειάνομεν – είναι πατρίδα· κ’ έχομεν και δυνατούς οχτρούς κ’ εμείς είμαστε αδύνατοι. Τότε του είπα την δική μου εταιρία, τον όρκισα και του πήρα και την υπογραφή του· και του είπα εις το εξής να με ρωτάγη, να συνβουλευώμαστε· και να μην κάνη τίποτας μόνος του. Αυτός πήγε κι’ έβαλε κι’ άλλους και τους είπε και πήγαν κι’ όρκιζαν εξ ονόματός μου, χωρίς εγώ να ξέρω. Αφού με κατάτρεχε η Κυβέρνηση, ο Χρηστίδης, και μ’ έκριναν εις το κριτήριον, έρχεται μίαν ημέρα ένας άνθρωπος επίτηδες μ’ ένα γράμμα και μου λέγει· «Κατά οπού μου είπε ο Βαλλιάνος διά λόγου σου πήγα εκεί, πήγα εκεί κι όρκισα εν ονόματί σου αυτούς όλους». Τότε ξέσχισα το γράμμα, έδιωξα και τον άνθρωπον. Ανταμώθηκα και με τον Βαλλιάνο και του είπα όσα μπόρεσα και εις το εξής να μην πιάνη τ’ όνομά μου. Έτιμ διαλύθη η Συνέλεψη, χωρίς να συλλογιστή αυτός και η συντροφιά του, να υπομείνωμεν να συναχτούνε οι Βουλές και μίαν περίοδο κι’ άλλη και να ιδούμεν και τα εξωτερκά, και τότε ο Κύριος γένεται οδηγός, αυτός πηγαίνει ολούθε, ’νεργάγει και η συντροφιά του, άνθρωποι με ιδέα, και ’ρεθίζουν τους ανθρώπους – κ’ έτοιμοι να κινηθούν· ξυπόλυτοι και γυμνοί και χωρίς καμμίαν ετοιμασία «σύρτε όξω κ’ εκεί σας προφτάνω» – με πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ’ όνομά μου. Τότε ένας ορκισμένος μου φέρνει έναν όρκον τους. Τον δείχνω του Ζυγομαλά, ως σύντροφός μου Σεπτεβριανός, να συβουλευτούμε να μην γένη αυτό το κίνημα και κιντυνέψη η πατρίδα. Τότε αυτός τον βάνει εις τον τύπον τον όρκον τους. Μίλησα κ’ εγώ των ανθρώπων να νεκρώση αυτό το ανόητο κίνημα. Τότε βάνουν τον άνθρωπον οπού μο ’δωσε τον όρκον ή να με δολοφονήση, ή να με φαρμακώση. Ήρθε αυτός εις το σπίτι μου, δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτας.[6]

Αφού η Κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου δυνάμωσε παντού εις το Κράτος το κόμμα της με χρήματα, άρχισε εις την Σπάρτη ο εφύλιος πόλεμος· και εις την Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου από πεντακόσοι. Άρχισε το ίδιο και εις την Ρούμελη. Τότε ο Μεταξάς και η κουμπανία μιλούν με τον Γρίβα να πάγη εις το Ξερόμερον να κάμη της βουλευτικές εκλογές και ν’ ανοίξη εφύλιον πόλεμον. Το ’δωσαν και τα μέσα κ’ έναν πιστόν τους άνθρωπον, πήγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιά ανθρώπους· δεν ’μπόρεσε να κάμη άλλους, ότι δεν τον ακολουθούσε ο τόπος. Διάταξε η Κυβέρνηση τον Σωτήρη Στράτο και τον πήρε ομπρός και τον ήφερε εις τ’ Απόκορο εις τον Αβαρίκο και τον έκλεισε· και ήθα τον έπιανε. Ο Βασιλέας έχοντας συμπάθειαν εις αυτό το σπίτι και καταξοχή εις τον Γαρδικιώτη, έστειλε τον Τζαβέλα και τον έσωσε· και μπήκε ’σ ένα Γαλλικόν πλοίον. Τον ζήτησε η Κυβέρνηση, το Γαλλικό δεν τον έδωσε και τον πήγε εις το Μισίρι. Τώρα θυμήθη ο Μεταξάς τι είχε και το ’χασε από την ανοησία του και γυρεύει από τον Γρίβα να ματααναστηθή. Πέταξε το πουλί, το ’πιασαν άλλοι οπού δεν το είχαν!

Αφού είδα τον πατριωτισμόν και του Μεταξά κι’ ολουνών αυτεινών, οπού θέλει καθένας να δοξολογάγη θεούς δικούς του κι’ όχι να ωφελήση την πατρίδα του – γομάρια είναι οι Έλληνες, αυτείνοι τα ’χουν φκειασμένα τα σαμάρια και τους σαμαρώνουν – τότε τραβήχτηκα όλως διόλου. Και δι’ αυτό με αγκυλώνουν. Η επέβαση της Κυβέρνησης ’στης εκλογές σε όλο το Κράτος άναψε παντού φωτιά· και εις το Λιδορίκι την πατρίδα μου έστειλε τόσα ασκέρια· και καταφανίστηκαν οι άνθρωποι από αυτά και τα ζωντανά τους· κ’ έγινε ο τόπος άνου κάτου. Κι’ αν πιάνεταν ντουφέκι, θα γίνεταν θρήνος, ότ’ είναι οι άνθρωποι όλοι του ντουφεκιού. Ο Θεός εφύλαξε και φώτισε τους τίμιους ανθρώπους και καταπράγυναν το ’να μέρος και τ’ άλλο. Στείλαν ανθρώπους μ’ αναφορές εδώ ’σ εμένα, της πήγαινα εις την Κυβέρνησιν, δεν μπορούσα να κάμω τίποτας. Ματαήρθαν άνθρωποι τρίτως· πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και ξιστόρησα όλα αυτά και το πάθος της Κυβέρνησης. Του είπα αυτά όλα της Ρούμελης και της Πελοπόννησος· και του Λοντίδη του υπουργού της προκοπές. Είχα κ’ ένα γράμμα από την Πάτρα οπού μο ’γραφαν αυτά. Το ’ξερε και η Μεγαλειότης του, ότι το ’στειλαν οι αρχές από ’κει.

Άρχισαν και μαζώνονταν όσοι βουλευταί βήκαν από λίγες επαρχίες. Ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Καλλέργης ήθελαν να βγουν από την πρωτεύουσα βουλευταί διά ν’ ακουστή εις την Ευρώπη πόση δύναμη κ’ επιρροή έχουν εις την Ελλάδα. Άρχισαν κ’ εδώ να κάνουν ό,τι κάναν και ’στο άλλο το Κράτος· και κατακομμάτιασαν τους ανθρώπους· τους τάγιζαν υπόσκεσες και τους τάζαν πλήθος αγαθά. Εις το σπίτι μου προ ημερών ήρθαν και πολίτες κι’ από τα χωριά και μου είπαν· «Ποιους θέλεις συντρόφους να τραβήσουμεν να βγήτε βουλευταί; – Τους λέγω, όποιος δώση ψήφο ’σ εμένα να είναι αρνητής του Χριστού και να πέση το χέρι του! Δεν ματαμπαίνω εγώ εις τα πολιτικά, να δουλεύω τιμίως και να με θεατρίζουν με της ’φημερίδες ότι αγοράστηκα από τους ξένους». Αυτείνοι θέλαν, εγώ δεν δέχτηκα και φύγαν.

Ο Κωλέτης ήταν γυμνός όλως διόλου από δύναμη· τον άφησαν και οι Γριβαίγοι κι’ ο Κριτζώτης κι’ όλοι οι άλλοι οπλαρχηγοί οπού ήμασταν εις την Συνέλεψη. Τότε ανταμωθήκαμεν οι δυο μας και μιλήσαμεν. Μου λέγει· «Δεν έχω συντρόφους· μ’ αφήσετε από την Συνέλεψη. – Του λέγω, εγώ σου κάνω συντρόφους με την συνφωνίαν να μου ορκιστής να μην είσαι προσκολλημένος σε ξένους. Κι’ αφού σου κάμω τους συντρόφους να έμπης και εις τα πράματα και να ’νεργήσης φρόνιμα διά την πατρίδα σου και να λες την αλήθεια εις τον Βασιλέα. Και να ’τοιμάζωμεν λίγο λίγο τα μέσα· κι’ όταν ιδούμεν αρμόδιον τον καιρόν, να τηράξωμεν την άξηση της πατρίδας φρόνιμα και μυστικά κι’ όχι σαν το Βαλλιάνο κι’ άλλους. Να μου δώσης τον όρκον σου δι’ αυτά κ’ εγώ σάζω τ’ άλλα». Ορκιζόμαστε οι δυο ’σ αυτά. Ήμουν ’γγισμένος με τον Μεταξά – ίσως αυτός ο διάβολος τώρα οπού γέρασε γένη άνθρωπος. Πήγα αντάμωσα τον Γαρδικιώτη, του μίλησα πολλά, τον πήγα κι’ ορκιστήκαμε κ’ οι τρεις. Συνφωνήσαμε τα ίδια. Θέλουν αυτείνοι να ’μπω κ’ εγώ ’πασπιστής του Βασιλέως να μ’ έχουν βοηθόν. Εγώ τους είπα είμαι αστενής, δεν μπορώ να υποφέρω αυτές της ’πηρεσίες. Με βιάσαν να έμπω διά ένα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ’ εις αυτό. Πήγα και τον Κριτζώτη, Μαμούρη κι’ άλλους. Δυναμωθήκαμεν.

Τότε πήγα εις τον Βασιλέα και του είπα διά τους Λιδορικιώτες και διά όλο το Κράτος και «θα κάμουν τα ίδια εις την Αθήνα· και θα πάθη και η Μεγαλειότη σου και η πολιτεία αυτείνη, ότι ο κόσμος είναι αναμμένος και κατακομματιασμένος». Φοβήθη πολύ η Μεγαλειότης του· μου λέγει· «Να πας να μιλήσης με τον Μαυροκορδάτο. –Του λέγω, πήγα πολλάκις και δεν μο ’δωσε ακρόασιν και δεν ματαπάγω». Τότε έφυγα εγώ. Έστειλε και μίλησε του Μαυροκορδάτου και του είπε όλα αυτά οπού του είπα και να με φωνάξη να μου μιλήση να μην γένη κάνα δυστύχημα. Με φώναξε ο Μαυροκορδάτος, του είπα όσα είπα του Βασιλέα αναντίον του κι’ όλης της συντροφιάς του· «κι’ αν κάμετε εις την Αθήνα ό,τι κάματε και κάνετε όξω εις το Κράτος, είν’ ελπίδες από τον Θεόν να υπάρξωμε εμείς πενήντα φορές κ’ εσείς μία· και ο αίτιος ας δώση λόγον εις τον Θεόν». Κ’ έφυγα. Όταν πήγα εις τον Βασιλέα του είπα να το γκρεμίση αυτό το υπουργείον, ότι θα τον χάση. Πήγα τα 1844 Αγούστου 2. Μαθαίνει ο Λόντος όλα αυτά οπού μίλησα του Βασιλέα και Μαυροκορδάτου – ήταν εις το σπίτι του κι’ ο Κολιόπουλος, ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι’ άλλοι πολλοί – λέγει ο Λόντος ο υπουργός· «Ο κερατάς ο Μακρυγιάννης αυτός ανακατώνει όλα αυτά κάθε καιρό. Αύριο θα του κόψω το κεφάλι του. Και την Αθήνα θα την κάμω στάχτη, ότ’ έχω στρατέματα ταχτικά κι’ άταχτα, πεζούρα και καβαλλαρία». Το βράδυ στέλνει και με μπλοκάρει. Την αυγή στέλνει ο Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ο Κολιόπουλος κι’ άλλοι πολλοί – ότ’ ήταν συνασμένοι νέοι βουλευταί και γερουσιασταί – και μου λένε τι άκουσαν από τον υπουργόν Λόντο· «κ’ εδώ, καθώς ακούσαμεν, θα γένη θόρυβος και κιντυνεύομεν όλοι· κι’ ως άνθρωπος εδώ του τόπου να πάρης τα μέτρα σου δι’ αυτά, ότι κιντυνεύεις κ’ εσύ ατομικώς από ’κείνο οπού φαίνεται». Τους είπα εγώ μίλησα του Βασιλέως και της Κυβέρνησης· και με βιάσαν όλοι να πάγω πίσου εις τον Βασιλέα να μιλήσω κι’ αυτά. Τους είπα να πάμεν και μαζί μ’ αυτούς δυο τρεις. Εκρίθη εύλογον να πάγω μόνος μου. Πήγα εις το σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας από την πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες από το παζάρι – τους στείλαν οπού ήταν συνασμένοι όλοι οι κάτοικοι εις την Αγιά Ειρήνη. Άρχισε η ψηφοφορία και η δύναμη της εξουσίας δεν τους άφινε ελεύτερους να κάμουν όποιους θέλαν. Τότε αντάμωσα το παιδί του Μιαούλη, οπού ’ναι εις τον Βασιλέα, και του είπα τι μίλησε ο Λόντος, τι μου είπε ο Κολιόπουλος και οι άλλοι· και ήθα πάγαινα εις την Μεγαλειότη του, αλλά ο λαός έστειλε και με ζητάγει. Και σήμερα θα γένουν όλα όσα είπα του Βασιλέως – κι’ αυτός κιντυνεύει και η πατρίδα. Του παράγγειλα να γκρεμίση αυτό το υπουργείον και να βάλη τον Κωλέτη μ’ όποιους άλλους συβιβαστή· «και να μιλήσης της Μεγαλειότης του και να μου φέρης απάντησιν εις την Αγιά Ειρήνη».

Πήγα εγώ εις την Αγιά Ειρήνη· ήταν ο λαός συνασμένος, γιομάτα όλα τα σοκάκια· Τους λέγω· «Τι με θέλετε, αδελφοί; – Να λάβης πολίτες εις το χέρι σου από ’μας και να σταθής εδώ εις την εκκλησίαν διά την ασφάλειαν μας». Τους έβαλα κ’ εγώ μίαν μικρή ομιλίαν, τους είπα πολλά, ότι· «Η αρετή κι’ ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ’διοτέλεια χάνουν την πατρίδα· και την χάνουν και ζημιώνονται όσοι μένουν ζωντανοί. Το λοιπόν φωνάζετε εμένα να σταθώ εις την ευταξίαν σας; Αν έχετε αρετή κι’ ομόνοια, θα ευλογήση ο Θεός τα έργα σας και θα σας φωτίση εις το καλό και θα σας σώση, αυτός οπού σας έσωσε από την τυραγνία των Τούρκων, αυτός οπού σας ανάστησε και κάμετε την Τρίτη Σεπτεβρίου· κ’ επιστάτησε μόνος του τόσους μήνες και δεν μάτωσε μύτη σε όλο το Κράτος. Παρακαλέστε τον Θεόν και τώρα να κάμη το έλεός του ’σ εμάς τους αμαρτωλούς και να φέρη και τώρα την ευλογίαν του. Εγώ ένα μπαστούνι έχω εις το χέρι μου – αν η αφεντειά σας δεν έχετε αρετή κι’ ομόνοιαν, τι να σας κάμω κ’ εγώ;» Μου λένε γενικώς με μιαν φωνή· «Ό,τι μας ειπής εσύ όλοι θ’ ακολουθήσωμεν! – Κ’ εγώ αν σας απατήσω, ας δώσω λόγον εις τον Θεόν! Εγώ δεν γνωρίζω φατρίες και να με θεωρή άλλος φίλο του κι’ άλλος οχτρό. Γενικώς όλους σας σας θεωρώ αδελφούς, ότι με διορίζετε όλοι και πρέπει να μην είμαι αναντίος κανενού. Και να δίνετε τους ψήφους σας ελεύτερους, όθεν θελήση κάθε ένας. Εμένα (καθώς είχα μιλήση) μη μου δίνετε». Μείναμεν σύνφωνοι ’σ αυτό. Πήρα πολίτες και τον Γιάννη Κώστα με καμπόσους αξιωματικούς. ’Στην ίδια στιμή μου στέλνει και η Μεγαλειότης του ότι να βαστήξω την ησυχίαν· και το Υπουργείον το γκρέμισα και ήφερα τον Κωλέτη να κάμη υπουργείον.

Άρχισε η ψηφοφορία με την μεγαλύτερη ’λικρίνειαν και φόβον του Θεού, καθώς πηγαίνουν οι άνθρωποι να μεταλάβουν. Το παλιό υπουργείον δεν έπεσε ακόμα, ’νεργούσε όσο ο Κωλέτης να μιλήση μ’ ανθρώπους να κάμη υπουργείον. Ξακολούθησε η ψηφοφορία ως την άλλη ημέρα το μεσημέρι μ’ αυτείνη την ησυχίαν. Τότε στέλνει το παλιό υπουργείον τον μοίραρχο της πρωτεύουσας – σύντροφος αυτεινών – και τον Καλλέργη και κάνουν επέβασιν· κι’ ανακάτωσαν όλους τους ανθρώπους. Οι πολίτες ρίχτηκαν απάνου τους και τους καταδιάλυσαν· και γύρευαν να κομματιάσουν και τον μοίραρχον. Τότε έπεσα εγώ εις τον λαόν και τους πήρα τον μοίραρχον και τον έβαλα εις την εκκλησία και τον έσωσα. Τότε αυτός, ο αφιλότιμος άνθρωπος, βγαίνει από την πίσου πόρτα της εκκλησίας και πάγει εις τον στρατώνα, οπού ’ναι πλησίον της εκκλησίας, και παίρνει δύναμιν κ’ έρχεται άξαφνα και φωνάζει· «Πυρ!» Και ρίχνουν μέσα εις τους ανθρώπους· και σκότωσαν δυο τρεις. Τότε ορμούν ο λαός κι’ ανακατώθηκαν με τους χωροφύλακες. Ρίχνονται και πεντέξι χωροφύλακες απάνου μου με της μπαγυοννέτες. Εγώ τήραγα να ησυχάσω τον λαόν, κι’ αυτείνοι άξαφνα μου ρίχτηκαν να με σκοτώσουνε. Κόντεψαν να με τρυπήσουνε σαν μπακακάκι – ο Θεός με γλύτωσε. Βλέποντας αυτό ο λαός, τους πιάσαν και γύρευαν να τους σκοτώσουν. Έπεσα, αν και χτυπημένος ’στ’ αχαμνά από έναν από τους χωροφύλακες, και περικάλεσα τους ανθρώπους και τους έσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οι δήμιοι της Κυβερνήσεως. Μου φεύγει κι’ ο Γιάννη Κώστας· ’σ εκείνον τον θόρυβο τον πήραν οι άνθρωποί του ομπρός να σωθούν από τον κίντυνον. Εγώ ήμουν τυλιμένος με τους ανθρώπους, δεν ήξερα τι γίνεταν. Τότε είδες μίαν ορμή του λαού αναντίον της εξουσίας! Έβγαλαν ξύλα, πέτρες από τ’ αργαστήρια και τους πήραν ομπρός. Τότε έρχονται αναντίον μου με δόλο άνθρωποι αγορασμένοι με τα μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα εις τον λαόν, οπού ήμουν τυλιμένος να τους ησυχάζω, να με δολοφονήσουνε. Εκεί οπού θέλησε να με βαρέση ένας, τον είδαν άνθρωποι και τον σκότωσαν. Τότε ο λαός φωνάζει να πάνε να πάρουν τα όπλα τους να σκοτώσουν τους αίτιους, Μαυροκορδάτο και συντροφιά. Με δάκρυα περικαλώ τους ανθρώπους να μην κάνουν αυτό το κίνημα, ότι χάνεται η πατρίδα, θα γένη ξένη επέβαση. Ο λαός αναμμένος δεν κόβει την θέλησίν του. Τους βάvω ένα λόγο και ν’ ακολουθήσουν όλοι μαζί μου. Τράβησα εγώ ομπρός, διά να τους ησυχάσω από την ορμή τους, και τους παίρνω κ’ έρχομαι εις το σπίτι μου κι’ ανοίγω τα βαρέλια με το κρασί και τους λέγω να πιουν. Αφού κάναμεν αυτό, έστειλα εις την Μεγαλειότη του να βγη να ’συχάση τον λαόν.

Αφού ξεθύμαναν οι άνθρωποι, τους πήρα και κατεβήκαμεν πίσου εις την εκκλησία (ότ’ ήταν άνθρωποι μέσα κλεισμένοι, οπού φύλαγαν την ’πιτροπή και της κάλπες). Εκεί ήρθε και η Μεγαλειότης του με τους ’πασπιστάς του. Με ρώτησε πώς έγινε το πράμα και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Τότε μου είπε να βαστήξω την ευταξία και να διοριστή μια ’πιτροπή να πάγη εις την Μεγαλειότη του να του ειπή την αλήθεια και να παιδευτούνε οι αίτιοι. Του κάμαμεν το «ζήτω» κ’ έφυγε. Είχε κι’ ο Καλλέργης κονάκι εκεί πλησίον, διά να είναι κοντά εις την εκκλησίαν και να ’νεργάγη να γένωνται οι εκλογές υπέρ αυτών. Θέλησε να βγη εις το μπαλκόνι, τον είδε ο κόσμος, ρίχτηκαν να μπούνε μέσα. Τρόμαξα να τους ησυχάσω· και του έκαμαν το...[7] και τόσες αισχρές βρισές. Ότι χτύπησε τους πολίτες μ’ απιστιά, όταν τους ’ρέθισαν οι ίδιοι αυτείνοι και πήγαν εις το Παλάτι, και ύστερα τους χτύπησαν μ’ απιστιά και πάθαν τόσοι άνθρωποι αδίκως.

Νύχτωσε. Έκλεισα της κάλπες, έβαλα κι’ ανθρώπους. Μίλησα των ανθρώπων αύριο την αυγή να συναχτούνε να τηράξωμεν την ψηφοφορία και να κάμωμεν και την ’πιτροπή να πάγη εις τον βασιλέα. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Πήγα κάτου εις την εκκλησίαν· άνοιξαν οι κάλπες. Τότε λέγω όλων των ανθρώπων· «Διορίστε την ’πιτροπή όποιους θέλετε κι’ όσους να πάνε εις τον Βασιλέα». Μου λέγει ο λαός· «Να τους διορίσης εσύ όποιους θελήσης· δώδεκα ανθρώπους θέλομεν μ’ εσένα». Διόρισα έξι από το ένα κόμμα κι’ έξι από τ’ άλλο κι’αυτείνοι όλοι θέλησαν συνφώνως εμένα μόνον να πάγω εις την Μεγαλειότη του να πάρω την ευκαρίστησιν απ’ όλον τον λαόν διά την παρουσίαν του, οπού τους τίμησε· και διά όσα έγιναν ας βάλη την δικαιοσύνην του. Πήγα εις την Μεγαλειότη του, του είπα αυτά. Μου είπε της ευκαρίστησες της μεγάλες οπού ’χει από τους υπηκόγους του όλους και να ειπώ ότι διορίστη ο Κωλέτης πρωτοϋπουργός κι’ ο Μεταξάς της Οικονομίας κι’ ο Τζαβέλας του Στρατιωτικού και μπαίνουν και οι άλλοι. Πήγα είπα εις τον λαόν όλα αυτά κ’ ευκαριστήθη. Κι’ ακολούθησε την ψηφοφορία. Τελείωσε η ημέρα αυτείνη της ψηφοφορίας, κλείσαμεν της κάλπες. Πήγα το βράδυ εις τον Κωλέτη, τον νέον μου φίλον, να τον συχαριαστώ οπού άνθισαν οι λόγοι μου διά της δύναμης του Θεού. Αφού τον ευκήθηκα, σηκώθηκα να φύγω ότ’ ήμουν αστενής. Εκεί οπού κατέβαινα, εις τον κάτου πάτο, τήραξα διά τους ανθρώπους μου, οπού ’χα μαζί μου να μ’ ακολουθούνε· τηράγω δι’ αυτούς και βρίσκω μέσα τον Γενοβέλη μοίραρχον, οπού ’φερε όλα αυτά τα δεινά εις την πρωτεύουσα. Δεν του μίλησα τίποτας. Ηύρα τους ανθρώπους έξω ’στην πόρτα και πήγαμεν εις το σπίτι. Τον Γενοβέλη τον ζήταγε ο λαός με το κερί να τον κομματιάση, κι’ ο νέος πρωτοϋπουργός τον φύλαγε εις το σπίτι του. Τότε κάνω τον κουτό και με τον νέον φίλον μου, ότι δεν ξέρω τίποτα – κι’ αν μιλούσα χανόμουν, ότι θα ’λεγαν ότι κι’ όντως εγώ είμαι το σκάνταλο σε όλα αυτά κι’ ανακατώνω τον κόσμον.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Επεξεργασία

  1. ^  Παρελείφθη λέξις τις υπό του συγγραφέως.
  2. ^  Κοντά εφτά μήνες και περισσότερον οπού τελειώσαμεν το Σύνταμα, και χωρίς να είχαμεν κυβέρνηση και με τόσες αντενέργειες και φατρίες και ξένους σκοπούς και των δικώ μας, μύτη δεν μάτωσε κανενού, κόττα δεν κλέφτηκε, άνθρωπος δεν διατιμήθη εις όλο το Κράτος. Τηράτε της εποχής τους τύπους, μ’ όλον οπού είναι και κομματιασμένες κι’ αυτές, και φαίνεται η αλήθεια. Τότε κυβερνούσε ο ίδιος Θεός, ότι είδε τους άνθρωπους εις μετάνοιαν κι’ αποσταμένους από την κακία και γύρισαν οπίσου εις τον Θεόν κ’ έπεσαν εις μετάνοια. Τότε κι’ αυτός έκαμεν το έλεός του κ’ έδωσε την ομόνοια σε όλο το Κράτος.
  3. ^  Αδελφοί αναγνώστες, ούτε δόξες θέλω, ούτε της ζητώ – ούτε μου δίνουν. Και διά ’κείνο τραβήχτηκα και σκαλίζω τον κήπο μου όταν είναι γερός, ειδέ φυλάγω το στρώμα μου. Του αναθέματος να είμαι αν έχω ’διοτέλεια διά όσους μιλώ εδώ μέσα. Η πατρίδα, η θρησκεία, η ηθική εις την κοινωνία είναι το πλέον αγαπημένον εις τον άνθρωπον τον τίμιον. Εις αυτείνη την κοινωνία θα ζήσω κ’ εγώ και τα παιδιά μου και δεν μου μένει ελπίδα και φωνάζω. Και δι’ αυτό γράφω απελέκητα γράμματα, όχι όμως να λείπη από αυτά η αλήθεια.
  4. ^  Τρελλάθηκαν και οι γερόντοι με της θεατρίνες κ’ έχασαν τα μυαλά τους και δανείζονται και πλερώνουν· και οι δυστυχισμένοι οι μαθηταί οι περισσότεροι πουλούνε τα βιβλία τους και μένουν χωρίς βιβλία· και γίνηκαν και θα γένουν κι’ αυτείνοι θεατρίνοι. Γίνηκε και του Αναστάση Λιδορίκη το παιδί θεατρίνος. Σαν πάγη εις την πατρίδα του, εις το Λιδορίκι, ας σπουδάξη και τους πατριώτες του τα φώτα. Οι γονέοι τους τρώνε ψωμί και κρεμμύδι και τους δίνουν τα έξοδα να ’ρθουν εις την πρωτεύουσα να μάθουν γράμματα εις το Γυμνάσιον και το Πανεπιστήμιον, κ’ έρχονται κι’ από μέσα την Ελλάδα κι’ απόξω διά να προκόψουν κι’ αυτά τέτοια προκοπή λαβαίνουν.
  5. ^  Με κατηγοράγει συνχρόνως ο πειρατής της Γραμπούσας Αντωνιάδης, η ξένη κρεατούρα, ότι και τα κάδρα οπού έφκειασα δεν έχουν έννοια, ότ’ είμαι αγράμματος
  6. ^  Είχα έναν σύντροφο εις το σπίτι μου, γενναίον παληκάρι· τον πήρε αυτός μίαν ημέρα εις το σπίτι του να τον τρατάρη και τον φαρμάκωσε. Το καλό ήταν οπού ξέρασε πολύ και οι γιατροί τον πρόφτασαν. Κ’ έκαμε τόσον καιρό αστενής. Τότε ο σύντροφος του Βαλλιάνου Φιλήμονας βάνει εις τον τύπον του τόσα αναντίον μου – ότι δεν άφησα τους ανθρώπους να πάνε να χαθούν και να κιντυνέψη και η πατρίδα! Ορίστε πατριωτισμόν από πατριώτες!
  7. ^  Μια λέξη δυσανάγνωστη, ίσως γιούχα.