Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Γ5


Τα 1844 τον Σεπτέμβριον μήνα πήγα εις την Τήνο να προσκυνήσω. Έκαμα εις την χάρη της εικοσιτρείς ημέρες και πήρα και το ίδιον και το έφερα εδώ. Και θα σημειώσω όσα έγιναν από τότε ως την σήμερον, 10 Οκτωβρίου 1844. Αυτά οπού θα ιδήτε εδώ δεν μπορούσα να τα γράφω με τ’ άλλο, ότι κιντύνευα την ζωή μου. Και τα σημείωνα και είχα έναν τενεκέ και τα ’βαινα μέσα και τα ’χωνα. Και τώρα οπού ’φερα το ίδιον θέλω τα γράψη εδώ καθώς έτρεξαν τα πράματα.

Όταν ήμουν εις τη Νύδρα και της δυο φορές, οπού την φοβέριζαν οι Τούρκοι, ήτανε κι’ ο Καρατάσιος εκεί και ήμουνε φιλιωμένος με τους αξιωματικούς του και καταξοχή με τον Βελέτζα και μ’ ένα γενναίον παληκάρι – το είχε ο Καρατάσιος πολύ αγαπημένον – τον έλεγαν Λαρίων Καράτζογλον, η πατρίδα του από την Καβάλλα, του Μεμεταλή την πατρίδα· φιλελεύτερος και πολύ γενναίος άντρας. Τον είχα φίλον στενώτερον από αδελφόν, και εις τη Νύδρα αυτεινού και του Βελέτζα τους ξήγαγα τα αιστήματά μου και πάντοτε τους ηύρα πρόθυμους αυτούς τους αγαθούς ανθρώπους κι’ όλους τους αξιωματικούς του Καρατάσιου, καθώς και τον ίδιον αυτόν τον μακαρίτη και τον γενναίον Γάτζο. Κι’ ως σύνφωνοι εις τα πατριωτικά αιστήματα ορκιστήκαμεν να βαστάξωμεν τον δρόμον μας με την Κυβέρνησιν να γένουν νόμοι, ν’ αποκατασταθούμεν κ’ εμείς έθνος. Και βαστήσαμεν τον όρκο μας όταν κιντύνευαν οι νόμοι από την μάχαιρα του Κολοκοτρώνη και Δυσσέα κι’ αλλουνών στρατιωτικών και πολιτικών οπού ξηγήθηκα. Κι’ ως σύνφωνοι με τον Καρατάσιον κι’ άλλους του αξιωματικούς, ήρθα τότε εδώ εις Αθήνα και τους έμπασα εις την Πελοπόννησο αυτούς όλους και τον Γκούρα και διαλύσαμεν τα δεινά της πατρίδος.

Όταν ήρθε ο Κυβερνήτης, οπού οργάνισε τα στρατέματα, αδικήθηκαν πολλοί αγωνισταί, αδικήθη κι’ ο Λαρίων. Γύρευε να πάγη κλέφτης· τον συβούλεψα να πάγη εις την πατρίδα του να μπορέση να ’χη ανθρώπους υπό την οδηγίαν του και να ιδούμεν, όποτε είναι αρμόδιος καιρός, να τηράξουμεν όλοι οι Έλληνες μυστικώς να λευτερώσουμεν και τ’ άλλα μέρη της Τουρκιάς οπού ’ναι εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου, και να ’νεργήσουμεν τον όρκον της Εταιρίας. Ορκιστήκαμεν εις αυτό να μην προδοθούμεν και ν’ αγροικιώμαστε και να ιδούμεν και την θέλησιν του Καποδίστρια τι λευτεριά θέλει των Ελλήνων. Ότ’ είδαμεν οπού χάλασε το Βουλευτικόν και τους νόμους, οπού ηύρε κι’ ορκίστη εις αυτούς – κ’ έγινε επίορκος και τους χάλασε. Βάλαμεν σινιάλο «φουσέκι» να μου λέγη όταν θα μου στέλνη άνθρωπον, διά να τον γνωρίζω ότ’ είναι δικός του, κ’ εγώ «ντουφέκι». Πήγε ο Λαρίων εις το Όρος και πάσκισε και μπήκε καπετάνος εις τα Μαντεμοχώρια· και ήταν αρκετόν καιρόν εκεί. Καθώς οπού ήμαστε ορκισμένοι, άρχισε και κατηχούσε τους ανθρώπους με μεγάλη μυστικότη· και πήγαινε προβοδεύοντας πολύ. Όρκισα εγώ και τον Βασίλη Αθανασίου· ήταν αρχηγός της καβαλλαρίας εις την Κρήτη και ήρθε εις τ’ Άργος και τον στεφάνωσα· ήταν κι’ αυτός Μακεδόνας. Μίλησα ύστερα του Αγιντέκ και τον έκαμεν μοίραρχον. Πολλά τίμιος άνθρωπος και γενναίος· κι’ αγροικιώταν κι’ αυτός με τον Λαρίων, ότι ήταν εις την Λαμίαν. Ήταν κι’ ο Βελέτζας ’σ αυτά τα μέρη· κι’ αγροικιώμουν και μ’ αυτόν. Γενναίον παληκάρι ο Βελέτζας· τον κατάτρεξαν τόσες φορές και τον φυλάκωσαν εις τ’ Ανάπλι και τράβησα κ’ εγώ τόσα δεινά κ’ έξοδα όσο να σωθή. Ότι οι Μπαυαρέζοι και οι οπαδοί τους Έλληνες θέλαν να μας φάνε κι’ ο Θεός μάς γλύτωσε από τους κακούς τους σκοπούς. Και πασκίζαμεν έξω και μέσα με τρόπον και κατηχούσαμεν τους ανθρώπους ίσως και κινηθούμεν διά τα έξω και λευτερωθούμεν κ’ εμείς εδώ μέσα και κάμωμεν νόμους στέρεους και διοικηθούμεν ως άνθρωποι· ότι μας κυβερνούν οι ανθρωποφάγοι με το «έτζι θέλω»· και κρίμα ’σ τα αίματα και θυσίες οπού κάμαμεν. Ο κόσμος δυστύχησε. Κι’ από την τυραγνίαν αυτεινών απολπίστηκαν οι άνθρωποι ’στα 1836.[1]

Αφού είδαμεν την διάθεσιν των πολιτικών μας εις την προκήρυξη του Ζωγράφου – και η Αντιβασιλεία την έβαλε ’σ ενέργεια κι’ όλους τους αγωνιστάς τους έστειλε ξυπόλυτους και γυμνούς εις τους Τούρκους και βάλαν τον Ταφίλη Μπούζη αρχηγόν, καθώς δι’ αυτό ξηγήθηκα, τότε αγροικήθηκα με τον Λαρίων. Μο ’στειλε έναν καλόγερον, μου είπε ότι αυτός έχει μίαν δύναμη εκεί, όμως χρειάζεται κι’ από ’δω δύναμη κι’ ομόνοια και καλή κυβέρνεια διά τα έξω, να μην πάρωμεν τους ανθρώπους εις το λαιμό μας. Του παράγγειλα να κατηχή ανθρώπους εκεί με φρόνησιν κι’ ακολουθώ κ’ εγώ εδώ το ίδιον. Έρχονταν άνθρωποι εδώ, τους έπαιρνα εις το σπίτι μου, μιλούσαμεν την δυστυχίαν της πατρίδος και τους ετοίμαζα διά τα έξω. Και κατηχούσα όλο το κράτος, όποτε είναι καιρός να κινηθούμεν. Μίαν φορά τα έξω τα ’νεργούσαν οι Κατακουζηναίγοι με τον συμπέθερό τους τον Αρμασπέρη όχι προς όφελον της πατρίδος. ’Νεργήσαμεν και χάλασε αυτό, έφυγε κι’ ο Αρμασπέρης από ’δω και οι Κατακουζηναίγοι και νέκρωσε όλως διόλου. Ορκιστήκαμεν ύστερα με τον Τζάμη Καρατάσιον, ως απόξω αυτός, να γένη το κίνημα ’ληνικόν κι’ όχι διά ξένους –όσο μπορούμεν να τους πάψωμεν τους ξένους και να τηράμεν την δουλειά μας. Σηκώθη ο Τζάμης πήγε ως το Σαλωνίκι, μίλησε εκεί, στάθη καμπόσον καιρόν, γύρισε μου είπε τα τρέχοντα.

Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης, προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα διά τον πατέρα της λευτεριάς μας, τον μακαρίτη Ρήγα Βελεστίνο, πώς προδόθη. Μου είπε πολλά. Αφού τον πρόδωσαν και σκοτώθη, τότε ο Σουλτάνος πρόσταξε τον μακαρίτη Πατριάρχη και το ’δωσε ό,τι κατήχησες το ’χαν δώση, οπού ήταν του Ρήγα, και του είπε ν’ αφορίση αυτόν και τους οπαδούς του. Τότε ο αγαθός Πατριάρχης περίλαβεν αυτός την Εταιρία διά να μην σβέση και την ξακολούθησε και κατηχούσε· κ’ έστειλε και πιστόν άνθρωπον εις την Ρουσσία· κ’ εκεί ήταν κι’ ο Λιονταρίδης, πιστός του φίλος, του Πατριάρχη· και ήταν αξιωματικός της Ρουσσίας. Και του παράγγειλε να πάγη εις το Όρος ο Λιονταρίδης, οπού ήταν κι’ ο Πατριάρχης εκεί σιργούνι, ν’ ανταμωθούν. Έτζι πήρε την άδεια και πήγε εις Όρος. Αφού ανταμώθηκαν με τον Πατριάρχη, τον κατήχησε και τον χεροτόνησε και καλόγερο· και του είπε να πάγει εις την Ρουσσίαν ν’ απαρατηθή από την δούλεψη και να μιλήση με τον Καποδίστρια και να περάση εις Βλαχιά να πάρη μοναστήρια με νοίκι και να κατηχήση κι’ όσους μπορέση· και να συνάξη κι’ ό,τι χρήματα μπορέση διά να χρησιμέψουν διά την πατρίδα. Πήγε εις την Ρουσσία απαρατήθη, μίλησε και με τον Καποδίστρια και εις την Βλαχιά κατήχησε πολλούς και τον Μιχάλβοντα και πήρε και μοναστήρια και σύναξε κι’ ως τρία μιλλιούνια γρόσια. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης να τα ’χη εκεί όσο να χρειαστούνε. Ο μακαρίτης ο Ναπολέων ο αυτοκράτορας της Γαλλίας, το καύκημα του κόσμου, διά μέσον του πρέσβυ του τότε Σεμπαστιάνη γράφει του Πατριάρχη εις Κωσταντινόπολη και του λέγει να στείλη να κατηχήση παντού τους χριστιανούς, να είναι ετοιμασμένοι, κι’ όταν να είναι καιρός οπού θα κινηθή, να χτυπήσουν κι’ αυτείνοι· και είναι δικό τους από Κωσταντινόπολη και κάτου, Γουργαριά, Σερβία, Θεσσαλομακεδονία, Ντουράτζο, Αυλώνα και ολόγυρα αυτά τα μέρη, Ρούμελη, Πελοπόννησο και τα νησιά. Του αποκρίθη ο Πατριάρχης ότι ξακολουθεί από καιρό ό,τι του γράφει. Κι’ έστειλε και κατηχούσαν. Η κακή τύχη, απότυχε ο μακαρίτης ο Ναπολέων και νεκρώσανε κι’ αυτά. Αυτό το σκέδιον το ήξερε κι’ ο Καποδίστριας από τον Πατριάρχη. Όταν λευτερώθη τούτο το ολίγον μέρος της Ελλάδος, ο Αυτοκράτορας της Ρουσσίας ήξερε το σκέδιον κ’ έβαλε τον Καποδίστρια να ’νεργήση εις τους Έλληνες να τον κάμουν κυβερνήτη τους – και τότε τρώνε και το ολίγον το δικό μας και το πολύ. Έγραψε εδώ εις τους Έλληνες ο Καποδίστριας και τελείωσε ο σκοπός του. Τότε γράφει από τα Παρίσια του Λιονταρίδη ότι πάγει κυβερνήτης και ’στο γράμμα του είχε κ’ ένα γράμμα του μινίστρου του Εξωτερκού της Ρουσσίας και του ’λεγε να του το δώση κι’ ό,τι του ειπή ν’ ακολουθήση. Τότε λέγει ο μινίστρος του Λιονταρίδη ότι· «Η θέληση του Βασιλέως μας είναι όσα χρήματα έχεις συνασμένα να τα πάρης και να πας σε όλα τα μέρη της Τουρκιάς και να κατηχήσης τους χριστιανούς υπέρ της Ρουσσίας» και να ξοδιάση κι’ αυτά τα χρήματα δι’ αυτό το έργον – και τότε κι’ αυτούς να λευτερώση η Ρουσσία κ’ εμάς. Ακούγοντας αυτά ο αγαθός Λιονταρίδης αποκρίνεται του υπουργού· «Δεν είμαι ορκισμένος δι’ αυτό, είμαι να λευτερωθή και να γένη δικόν της βασίλειον η Ελλάδα». Τότε τον κρατούνε εκεί πολιτικόν ρέστο· του πήραν και τα χρήματα. Και στάθη ρέστο όσο οπού σκοτώθη ο Καποδίστριας. Τότε απολπίστη από την Ελλάδα η Ρουσσία.

Τότε ο Λιονταρίδης έβαλε σημαντικούς ανθρώπους και μίλησαν ότι μετανόησε κι’ εκτελεί ό,τι θέλουν. Και τον έστειλαν να ’ρθη εδώ να δουλέψη διά την λευτεριά μας. Αφού ήρθε εδώ, τους παράγγειλε ότι δεν μπορεί να τους δουλέψη και στείλαν τον άγιον Οικονόμον, παιδί της Ρουσσίας, κι’ ένα Ανατόλιον αρχιμαντρίτη· κι’ ο Οικονόμος εργάζεται εις τα πολιτικά υπέρ της Ρουσσίας κι’ ο Ανατόλιος εις τα στρατιωτικά. Και ηύραν και τους οπαδούς του Κυβερνήτη μας ονομαζόμενους Κυβερνητικούς. Κι’ ο αδελφός του Καποδίστρια Τζορτζέτος κι’ όλοι αυτείνοι φκειάναν προ καιρού την Φιλορθόδοξο Εταιρία μέσα κι’ έξω εις την Τουρκιά κ’ είχαν και χρήματα και ξόδιαζαν και κατηχούσαν. Και προδόθηκαν. Ο Ανατόλιος έφκειασε ένα σπίτι και περιβόλι πλησίον εις της κολώνες του Ολυμπίου Διός κ’ έχει και χρήματα ρούσσικα και είναι κι’ αυτός παιδί της Ρουσσίας· και ηύρε τους συντρόφους του κι’ εργάζονται όλοι μαζί πώς να λευτερώσουνε την Ελλάδα. Κι’ ο Μιχάλβοντας είναι βαλμένος από την Ρουσσία να ’νεργάη ό,τι μπορή διά να γένη αφέντης της Θεσσαλομακεδονίας. Και εις το σπίτι του Ανατόλιου μαζώνονται πολιτικοί και στρατιωτικοί κ’ εργάζονται δι’ αυτά. Έχει κ’ έναν σεκρετάριον ο Βόντας, τον λένε Φορμάνο, και τον έδωσε του Ανατόλιου και κατηχούν τους στρατιωτικούς να κάμουν μίαν δύναμη διά την Θεσσαλομακεδονίαν· κι’ όποτε κάμουν αυτήν την δύναμη να κινηθούν. Και λευτερώνοντας αυτά τα μέρη να γένη ηγεμόνας ο Βόντας όσο η Ρουσσία να στείλει τον βασιλέα τον καθαυτό.

Θέλαν κ’ έναν στρατιωτικόν αρχηγόν διά το κίνημα. Οι στρατιώτες οπού κατηχούσαν ήταν φίλοι μου και πρόβαλαν εμένα· και μου είπαν αυτό οι στρατιώτες. Εγώ τους είπα, όταν θέλη η Κυβέρνηση να γένη αυτό το κίνημα, ας διορίση κι’ όποιον αρχηγόν θέλη. Έλεγα ότ’ είναι της πατρίδας κινήματα. Τότε ο Λιονταρίδης ηύρε την αλήθεια, πώς είναι από τον Φορμάνο· ότι του βάφτισε ένα παιδί και το ’δειξε και πολλή φιλία· και του τα είπε όλα. Τότε φώτισα τους στρατιωτικούς. Και χαλάσαμεν όλα αυτά τα σκέδια. Τότε σηκώνεται ο Ανατόλιος, σαν χάλασε το σκέδιον τους εδώ, πηγαίνει εις το Όρος, παίρνει και χρήματα μαζί του και πηγαίνει κι’ ανταμώνει τον Λαρίων, οπού ’χε καπετανλίκι εις το Όρος και Μαντεμοχώρια, και τον ορκίζει. Πριν πάγη μάθαμεν τον σκοπόν του· ότι ήταν άνθρωπος πατριώτης και μας το είπε. Αφού όρκισε τον Λαρίων, τότε βγάζει και του δίνει κι’ ένα δίπλωμα ρούσσικον – όποιος θα είναι αρχηγός έχει γκενεράλη βαθμόν. Του τάζει συνχρόνως και μια ποσότη χρήματα και να κατηχήση τους ανθρώπους· και να συνάζη και υπογραφές από τους κατοίκους υπέρ της Ρουσσίας. Τότε στείλαμεν άνθρωπο εις τον Λαρίων να ’χη τον νου του. Του μίλησαν και πιστοί καλογέροι και τράβησε χέρι ο Λαρίων.

Τότε ο Ανατόλιος γράφει εις τον πρέσβυ της Ρουσσίας εις την Κωσταντινόπολη αναντίον του Λαρίων. Τον κατατρέχει τον Λαρίων ο πρέσβυς και φεύγει και πηγαίνει εις τον Μεμεταλή εις το Μισίρι· τον είχε πατριώτη. Του λέγει όλ’ αυτά, κι’ ο Μεμεταλής θέλει να γένη αλλού το κίνημα διά λογαριασμό του. Το ’δωσε γράμματα σε Τούρκους και Ρωμαίγους Κρητικούς και τον έστειλε εις Κρήτη – κ’ εκεί να στείλη στρατέματα ο Μεμεταλής κι’ οδηγός ο Λαρίων, να γένη το κίνημα. Πέθανε ο Σουλτάνος· πήρε τον στόλο του ο Μεμεταλής, περηφανεύτηκε, αστόχησε τον Λαρίων. Τότε ήρθε εδώ και μου είπε όσα τράβησε. Είδα και τα γράμματα του Μεμεταλή.[2]

Αφού φυλάκωσαν τον αδελφόν του Καποδίστρια[3] κι’ άλλους διά την Φιλορθόδοξον Εταιρίαν, μέσα εις την χάψη οπού ήταν αυτός ήταν κι’ ο Καμπούρογλος ονομαζόμενος και τον κατήχησε ο αδελφός του Καποδίστρια και τον μπιστεύτηκε· και το ’δωσε την κατήχησιν κι’ ένγραφα. Τότε αυτά τα ένγραφα ο Καμπούρογλος μου παράγγειλε να πάγω εις την χάψη να μου τα δώση να τα δώσω του Βασιλέα. Του παράγγειλα ότι ’στα τοιούτα δεν ανακατεύομαι· και τα ’δωσε του Φαρμακίδη και τα ’δωσε. Και τότε από αυτά κι’ απ’ άλλους από μέσα το κράτος κι’ απόξω την Τουρκιά εμαθεύτη η Φιλορθόδοξο Εταιρία πόσο προβοδεύει και τι αρετή έχει. Οι ασυνείθητοι διά να κάμη ο καθείς τους σκοπούς του άλλος βγάνει την θρησκεία ομπρός, άλλος την πατρίδα – κι’ όσο θέλουν και σέβονται οι τοιούτοι αυτά τα γερά, τόσο καλό να ’χουν.

Βγαίνουν οι άλλοι πάλι· «Νόμους συνταματικούς πρέπει να ’χωμεν να πάμε ’μπρος». Φτάνει πλέον ο δόλος και η απάτη! Κ’ εσείς οι άλλοι μας καταντήσετε μ’ αυτά σαν την καλαμιά στον κάμπο. Θυμηθήτε ότι υπάρχει Θεός κι’ όσα φαντάζεστε κι’ οργανίζετε διά να υποστηρίζετε την κακία κι’ ασωτεία των συντρόφω σας και ’νεργάτε την αδικία και βοηθόν έχετε εις αυτόν τον διάβολον, ο δίκιος ο Θεός όλες αυτές της προσπάθειες θα σας της χαλάση ’σ ένα μινούτο. Αλλά ο Θεός δεν είναι εσείς, είναι Θεός και σας βαστάγει ίσως και πλησιάσετε ολίγον να ιδήτε σήμερα είμαστε εδώ τιμημένοι και τρογυρισμένοι μ’ αγαθά και πολλούς κόλακες κι’ αύριον τους αφίνετε όλους αυτούς πίσου και παίρνετε εννιά πήχες πανί, καθώς το παίρνει κι’ ο μικρότερος φτωχός, και πηγαίνετε εκεί οπού δεν ματαφαίνεστε· κ’ εκεί θ’ ακούτε ό,τι δεν κάμετε. Χορτάσαμεν πλέον λευτερία συνταματική από τους Άγγλους και Γάλλους κι’ ορθοδοξία ρούσσικη με την Φιλορθόδοξο Εταιρία αυτεινών των ομοθρήσκων μας Ρούσσων. Πόσοι Έλληνες θυσιάστηκαν δι’ αυτούς ως χριστιανοί κι’ ως ομόθρησκοι και τι ανταμοιβή κάνουν τώρα αυτείνοι ’σ εμάς; Εμείς κάμαμεν κι’ όντως κατά δύναμη το χρέος μας ’σ αυτούς ως Έλληνες και χριστιανοί· αυτείνοι κάνουν ’σ εμάς την ανταμοιβή ως Ρούσσοι. Τέλος πάντων και ’σ τα τρία μιλέτια μένομε πολύ ευκαριστημένοι, ότ’ είδαμεν απότ’ εσάς την λευτεριά μας, την τιμή μας, την θρησκεία μας. Όλα αυτά τα σέβεστε κ’ επιθυμήσατε να μας βάλετε κ’εμάς εις την κοινωνία του κόσμου, οπού ήμαστε χαμένοι τόσον καιρόν και σβυσμένοι από τον κατάλογον των εθνών. Και παραδοθήκαμεν εις την τιμή εσάς των ομοθρήσκων μας Ρούσσων και Άγγλων και Γάλλων να μας σώσετε – κ’ εσείς οι φιλάνθρωποι της πρώτες χρονιές πιάνατε ένα αθώον παιδί, ένα αρφανό, οπού γύρευε η τυραγνία να του πάρη την ζωή του και την τιμή του και θρησκεία του και με την βοήθεια του Θεού εσώθη· και οι τρεις εσείς το κιντυνεύετε να το πάτε πάλε εις την δικαιοσύνη του τύραγνου· και δίνεταν δύναμη αυτεινού του τύραγνου, οπού τον τρέμετε εσείς, κι’ αυτό το παιδάκι σας έδωσε να καταλάβετε ότι κατά τ’ όνομα του Γκρανσινιόρη δεν είναι και η δύναμή του. Δεν στοχαστήκετε όταν ’φοδιάζετε τα κάστρα του Γκρανσινιόρη της πρώτες χρονιές, ότ’ ήταν δύναμη Θεού να λευτερωθή; Τι φαντάζεστε, ότι μας βοηθήσετε, ή μας μολύνετε και μας αφανίσετε; Ξίκι να γίνεταν από ’μας ήταν καλύτερα και το καλό σας και το κακό σας! Ευγνωμονούμεν οι Έλληνες γενικώς τους φιλανθρώπους υποκόγους σας, έχομεν χάριτες εις αυτούς τους ευεργέτες μας – καμμιά χάρη ’σ εσάς της ανεμοδούρες, της διαφταρμένες μηχανές δεν έχομεν! Οι τίμιοι άνθρωποι να μην σας ακούσουνε! Ούτε το καλό σας θέλουν να τους κάμετε. Ας σας ευγνωμονήσουνε εκείνοι οπού τους δώσετε τα δάνεια και τα ’φκειασαν λούσια και πολυτέλειες κι’ άλλα τοιούτα. Εκεινών εκάμετε καλό με τα δάνειά σας, του Αρμασπέρη, του Κωλέτη, του Μαυροκορδάτου, του Μεταξά και συντροφιές τους. Και πάλε όσα σας λέγω δεν ελπίζω να τα κατορθώσετε, ότι αν είσαστε εσείς άδικοι κι’ ανθρωποφάγοι και ’περασπισταί της κακίας, είναι Θεός δίκιος, αληθινός, δυνατός. Θυμηθήτε ότι αυτά σας γράφει ένας μικρός Έλληνας· ότι λίγον με μέλει εμένα απότ’ εσάς ή δυνατοί είσαστε ή αδύνατοι. Αγαθοί όταν είσαστε και δίκιοι, είσαστε και δυνατοί· τότε εγώ σας σέβομαι και σας προσκυνώ, αλλοιώς δεν θέλω σας ξέρη, ούτε να σας ακούσω! Από αυτά όλα η πατρίδα κλονίζεται, από της οδηγίες της πατρικές των Πρέσβεων και δικώ μας ξενολάτρων.

Τότε συνομιλήσαμεν καμπόσοι να καταβάλωμεν χρήματα, κόπους, ζωή να γένη κάνα κίνημα εις την Θεσσαλίαν και Μακεδονίαν. Κάμαμεν πλήθος ετοιμασίες κι’ αγροικηθήκαμεν με τους έξω· και κατηχούσαμεν παντού. Και συνάζαμεν ανθρώπους – πουλούσαν τα γραμμάτιά τους, ό,τι κι’ αν είχαν. Τους στέλναμεν εις Ταλάντι, Λαμίαν, Ξεροχώρι κι’ αλλού να είναι έτοιμοι να βγούνε έξω μίαν ημέρα. Και το πράμα πήγαινε μυστικόν και ’νεργέταν με φόβον του Θεού και καταφανιστήκαμεν εις τα έξοδα. Είχαμεν και τον Τζάμη Καρατάσιον εις το μυστικόν. Τότε ο Τζάμης το πρόδωσε του Σούτζου αυλάρχη κ’ εκείνος το είπε του Βασιλέα. Εμείς δεν ηξέραμεν αυτό. Στέλναμεν τους ανθρώπους ντυμένους – πρόσμεναν τον Τζάμη, εκείνος μας γέλαγε· δεν έβγαινε έξω. Ότι μ’ εκείνους οπού μίληγε μυστικώς έτζι τον οδηγούσαν. Γύριζαν πίσου οι άνθρωποι ξυπόλυτοι και γυμνοί – τους ξεκονομούσαμεν πάλε εμείς. Αυτό το ’καμεν αρκετές φορές. Τον βιάσαμεν χωρίς άλλο να βγη, ειδέ να τραβήση χέρι. Υποσκέθηκε ότι βγαίνει. Τότε μιλεί και τον διατάζουν και πήγε εις Ανάπλι. Τότε είπαμεν να πάψωμεν από αυτό το κίνημα, να μην προδοθούμεν και πάρωμεν τους αδελφούς μας εις τον λαιμό μας. Οι άνθρωποι είχαν διάθεσιν να κινηθούν. Εγώ τραβήχτηκα. Ήρθε ο Δόσιος κι’ ο Δαμιανός, οπού ήταν με τον Τζάμη, κι’ άλλοι και με περικάλεσαν να μην τραβήσω χέρι, όμως να μπω κ’ επιτροπή. Εμπήκα εγώ, ο Δόσιος, ο Δαμιανός, ο Ναούμης. Τότε στείλαμεν μίαν ποσότη πολεμοφόδια με δύο γολέττες διά το Όρος. Οι κεφαλές εκεινών που πήγαν μαζί άταχτοι κι’ ακατάστατοι. Πήγε κι’ ο καϊμένος ο Λαρίων τους αντάμωσε – τον πρόδωσαν εις τους Τούρκους κάποιοι από τους ίδιους (ότ’ ήταν του Τζάμη άνθρωποι κι’ ο Λαρίων ήταν γγισμένος με τον Τζάμη). Τον έπιασαν, τον πήγαν εις το Μπάνιον εις Κωνσταντινόπολη. Μίλησα με τους πρέσβες της Γαλλίας κι’ Αγγλίας – ότι τους γέλαγα και τους έλεγα του κάθε ενού· «Δουλεύομεν και κινιώμαστε διά σας», κ’ εμείς τηράγαμεν τον σκοπόν της πατρίδος μας· – και μ’ αυτόν τον τρόπον έγραψαν οι Πρέσβες εις Κωσταντινόπολη κ’ έβγαλαν τον Λαρίων. Ύστερα οι Ρούσσοι διά την απάτη οπού έκαμεν του Ανατόλιου, οπού τον όρκισε εις το Όρος, ’νέργησαν και τον σκότωσαν οι Τούρκοι ύστερα οπού ’φυε από το Μπάνιο. Και χάσαμεν έναν γενναίον άντρα.

Τότε κινήθη και η Κρήτη. Είχα αγροικηθή με τον Πατερόπουλο κι’ άλλους Κρητικούς – είχαν κ’ επιτροπή κάμη εδώ· κ’ εκεί στείλαν διευτυντάς τους αδελφούς Χαιρέτηδες. Μου είπε η ’πιτροπή να πάγω κ’ εγώ εις Κρήτη. Εγώ τους είπα ότι ’νεργούμεν δι’ απάνου και είναι το ίδιον. Και τους ανθρώπους οπού κατηχούμεν τους λέμεν ποιος θέλει διά την Θεσσαλομακεδονία, να τον στέλνωμεν εκεί, και ποιος διά Κρήτη. Έπιασα τον Αντώνη Κριεζή, τον καλόν πατριώτη, οπού ήταν υπουργός του Ναυτικού, τον όρκισα και του είπα αυτό· και διάταξε τους δικούς μας θαλασσινούς να μην πειράξουν όσα πλοία βρίσκουν μ’ ανθρώπους οπού θα πηγαίνουν ή διά Όρος ή διά Κρήτη· και δεν τους πείραζε κανένας. Κι’ όλο στέλναμεν παντού. Τότε κι’ ο Τζάμης από την εντροπή έφυγε από τ’ Ανάπλι, ήρθε ’σ ένα μέρος, ναυλώσαμεν πλοίον, του δώσαμεν κι’ ανθρώπους και τ’ αναγκαία, πήγε καμπόσο διάστημα, είδε ένα πλοίον βασιλικόν δικό μας, πήρε καμμιά δεκαπενταργιά ανθρώπους σε μιαν φελούκα κ’ έφυγε και βήκε εις την Ζαγορά. Τότε οι άλλοι μείναν μόνοι τους –γύρισαν οπίσου. Τους στείλαμεν εις την Κρήτη. Ακέφαλοι οι άνθρωποι – οι αρχηγοί τους ακατάστατοι και διχόνοια γιομάτοι. (Πήγαν και εις Όρος ολίγοι κι’ αμόνοιαστοι. Τους διώξαν οι καλογέροι. Και πήγανε και Τούρκοι εις το Όρος). Τότε όλους αυτούς τους στείλαμεν εις Κρήτη· και γράψαμεν του Τζάμη, Βελέτζα κι’ αλλουνών να περάσουνε όλοι εις Κρήτη. Και μίλησα και με πολλούς να πάγω κ’ εγώ ύστερα κι’ άλλοι πολλοί αξιωματικοί με δύναμη. Ήμαστε σύνφωνοι με την ’πιτροπή της Κρήτης, όταν πάρη τέλος αυτό να μας δώσουνε τρεις χιλιάδες Κρητικούς και μ’ όσα πλοία θα είναι έτοιμα κι’ όλους τους ξένους οπού θα είμαστε εκεί, εις Κρήτη, να μεραστούμεν να έβγωμεν έξω εις Θεσσαλομακεδονία. Μιλήσαμε και με τους Σαμίους να βαρέσουνε συνχρόνως κ’ εκεί. Τότε τα μέλη της επιτροπής της Κρήτης, οπού ήταν εδώ, μυστικώς έγιναν Άγγλοι. Τους λέγαμεν να δώσουνε τα μέσα να στείλωμεν περίτου από χίλιους ανθρώπους από την Ρούμελη, οπού βαστούσα τους αξιωματικούς εδώ δι’ αυτό, δεν θέλαν. Μο ’λεγαν είναι Κρητικοί κι’ όσοι ξένοι ’πήγαν αρκετοί. Όταν τους χάλασαν οι Τούρκοι και γράφαν αυτό εδώ, τότε γύρευαν δύναμη· τότε συνάξαμεν καμμιά πεντακοσιαριά ανθρώπους με τον Γιάννη Κώστα – να τον στείλωμεν εις Κρήτη. Κομπρεμεταρίστη εις αυτό κι’ ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση. Ήθελαν και καράβια· αγόρασαν πεντέξι εφτά· ηύραν κι’ έναν ναύαρχον Νυδραίον, Μπούτη τον λένε. Αυτός είχε την φαμελιά του εις την Σάμο, και το ήφερνε γύρα· και πρόδινε όλα αυτά εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς – και το ’φερνε γύρα. Τότε ετοίμασαν τους Τούρκους οι Άγγλοι· γύρευαν ν’ αγοράσουνε και τους Χαιρέτηδες. Αυτείνοι στάθηκαν τίμιοι πατριώτες και δεν θέλησαν. Οι άλλοι, το μέρος τούτης της επιτροπής, οπού ’ταν εις Κρήτη, ο Χάλης κι’ άλλοι, γύρισαν με τους Άγγλους. Τότε έπεσαν εις διχόνοια το ’να το μέρος και τ’ άλλο. Οι Τούρκοι δυνάμωναν με την συντρομή των Άγγλων. Αυτείνοι όταν είδαν ότι δεν πιτυχαίνουν τον σκοπόν τους, να κάμουν την Κρήτη σαν τα Εφτάνησα, – η φατρία τους ήταν αδύνατη και μπορούσαν να κερδέσουνε οι Έλληνες – έβαλαν την συνειθισμένη τους αρετή· άλλα έλεγαν των Ελλήνων και τους Τούρκους τους βιάζαν· και πήγε ο στόλος τους εις Κρήτη. Τέλος την ξεψύχησαν την δυστυχισμένη Κρήτη – δεν είχαν ούτε ψωμί, ούτε άλλα αναγκαία. Τότε ο Μπούτης κόπιασε και μπαρκάρησε τον Γιάννη Κώστα με τους ανθρώπους του. Το ’φερνε και μ’ αυτούς γύρα της Σπέτζες. Πήραν τους Χαιρέτηδες κι’ όλους τους στρατιωτικούς, ξένους και ντόπιους, οι φιλάνθρωποι Άγγλοι και τους έβγαλαν με τα καράβια τους εις την Αίγινα. Κι’ όταν ήρθαν εις την Αίγινα, τότε κίνησε το Μπούτη να πάγη ομπρός η αδελφή των Άγγλων επιτροπή, οπού ήταν εδώ, Αντωνιάδηδες, Μισαήλης κι’ άλλοι. Πήγαν ως τα Βάτικα.

’Σ τον ίδιον καιρόν ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος, οπού ήταν πρέσβυς εις την Αγγλία. Πήγα ως φίλος του τον αντάμωσα, του είπα· «Και τα καλά οπό ’καμες εις την Ελλάδα τα ξέρομεν και τα κακά. Τώρα έχομεν ανάγκη να ειπής του Βασιλέα την αλήθεια και την άχλια κατάστασιν της πατρίδος και να τον συβουλέψης πατρικώς να σωθούνε τα δεινά μας· και να μην τηράξης Συνταματικούς και Κυβερνητικούς· να μας ενώσης όλους να πάμεν ομπρός· και να πάρης όλα τα κόμματα να κυβερνήσης· κι’ αν δεν ακουστής εις το δίκιον, να παρατηθής και σε διατηρούμεν εμείς». Μίλησε με τον Βασιλέα και πήρε υπουργούς τον Μεταξά, τον Βαλέττα, τον Μελά. Πρόσταξαν εμένα και μο ’δωσαν την «Αμαλία» και πήγα εις τα Βάτικα, οπού ήταν ο ναύαρχος της Κρήτης, ο Γιάννη Κώστας με το στράτεμα κι’ ο Τζάμης (ότι του παραγγείλαμεν να ’ρθη διά την Κρήτη και ήρθε). Τους είπα ότι το κίνημα της Κρήτης εχάθη και τους πήρα και τους ήφερα εις την Αίγινα κι’ από ’κει διάλυσα αυτούς και τους Κρήτες τον καθέναν όθεν ήθελε με τ’ άρματά του. Εις την Αίγινα έμαθα ότι απαρατήθη ο Μαυροκορδάτος και οι συντρόφοι του. Μπήκε ο Χρηστίδης, ο Γιακωβάκης, ο Κριεζής, ο Βλαχόπουλος. Τότε να φυλάξω την υπόσκεσή μου εγώ κι’ άλλοι πατριώτες κάνομεν συνεισφορά και γένονται περίτου από σαράντα χιλιάδες δραχμές. Το Δημοτικόν Συβούλιον ήταν σε διχόνοια· έστειλαν επίτηδες από την Αίγινα να ’ρθω γλήγορα, ότ’ ήμουν κ’ εγώ μέλος. Μιλώ αυτό του υπουργού Χρηστίδη και με παρακαλεί να τους ενώσω. Ξοδιάζω, κάνω ένα τραπέζι, παίρνω όλους τους συβούλους, παρέδρους και παλιόν δήμαρχον και καινούριον, τους μόνοιασα –φιλήθηκαν. Γύρευαν να με κάμουν πρόεδρον του Συβουλίου. Κάτζαμεν να φάμεν ψωμί, αφού ενωθήκαμεν. Πηγαίνουν και λένε ότι όλοι οι σύβουλοι είναι ’στον Μακρυγιάννη και θα κάμουν απανάστασιν. Κι’ ανακατώνονται πεζούρα, καβαλλαρία. Κι’ ο υπουργός Χρηστίδης δεν τον άφισε ο φόβος να ειπή ότι τα ήξερε αυτά. Τότε σηκώνομαι και πήγα εις τον Βασιλέα. Αφού του ξηήθηκα διά το τραπέζι, του μίλησα και διά τους ανθρώπους που γύρισαν από την Κρήτη· του σύστησα την καλή τους διαγωή και υποταγή όσ’ ήταν εις την Αίγινα. Μίλησα και την δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν εις την Αίγινα ρέστο και χωρίς μιστόν· και να τον λευτερώσει, ότι εγώ τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σ’ ό,τι του είπαν. Ότι πάντοτε ήταν εις το σπίτι μου νύχτα και ημέρα κ’ ένα παρόμοιον δεν μου είπε. Κι’ αφού το ’καμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και το ’δωσε κι’ όλους του τους μιστούς. Τότε του είπα· «Δεν φοβήθης να μη σου κάμω απιστιά όταν ήταν περίτου από χίλιους τρακόσους ανθρώπους, στεργιανοί και θαλασσινοί, και καράβια κι’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου και θα σου κάμω με το δημοτικόν συνβούλιον; Δεν μ’ αφίνουν κ’ εμένα να ζήσω ήσυχος; Με τα παιδιά των σκολειών θα κάμω απανάστασιν; Με τα κάδρα θα φέρω σύνταμα; Το κάστρο των Αθηνών θα πάρω; Με το συνβούλιον απανάσταση; Τον μιστόν μου αφίνω διά τους φτωχούς αγωνιστάς, μ’ όλον οπού κ’ εγώ είμαι φτωχός, όμως αυτείνοι πεθαίνουν της πείνας. Και δι’ αυτό πάλε με υποπτεύθηκαν. Διά την ησυχίαν της πατρίδος, οπού ’ναι θρόνος σου, κάνω όλα αυτά. (Κι’ άλλα τοιαύτα πλήθος. Αυτείνοι γύρευαν να με φυλακώσουνε εις το Παλαμήδι). Εγώ, Βασιλέα μου, έχω ορκιστή διά την λευτεριά της πατρίδος μου και τράβησα τόσα δεινά· και εις το κάστρο της Άρτας παιδεμούς και σίδερα εις τα ποδάρια. Πήγαν να μας κρεμάσουν και γλύτωσα μόνον εγώ. Και τράβησα όλα αυτά διά να μαρτυρήσω το μυστικόν της Εταιρίας, οπού ήμουν μέσα. Έχασα τα ολίγα μου υποστατικά και σπίτι μου και μικρή μου κατάσταση. Πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου· την κατάστασή μου και υγείαν μου τα ’χασα. Αναντίον μου κατηγορία δι’ όσους διοίκησα δεν φαίνεται. Τότε ήμουν γνωστικός και καλός εγώ κι’ αυτείνοι οπού υπομείναμεν διά την αγάπην της πατρίδος τόσα δεινά· τώρα κάθε ολίγον μας κατηγορούν και μας υποπτεύονται. Αυτείνη τη λευτεριά από εκείνους οπού ’μπιστεύεσαι την κυβέρνησίν σου εγώ δεν την υποφέρνω και να μου δώσης την άδεια να πουλήσω ό,τι έχω και να πάγω όθεν μπορέσω με την φαμελιά μου να ζήσω». Η Μεγαλειότης του με παρηγόρησε· όμως τον Τζήνο κι’ άλλους τους πίστευε και σε κακή εύνοια πάντοτες ήμουν. Άλλοι γύρευαν να τον σκοτώσουν, εγώ τον γλύτωνα· του κάκου.[4]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Επεξεργασία
  1. ^  Ξηγήθηκα πώς έγινε η ανταρσία της Ακαρνανίας σε τούτο. Αφού πήγα κ’ εγώ με την τετραρχίαν μου, παρατήρησα κι’ όλες της θέσες οπο ’γιναν πολέμοι, και σημάδεψα όλες αυτές της θέσες κι’ όσες άλλες ήξερα· κ’ έρχοντας εδώ εις Αθήνα πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκειάση σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα την γλώσσα του. Έφκειασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές· τον πλέρωσα κ’ έφυγε. Αφού έδιωξα αυτόν τον ζωγράφο, έστειλα κ’ έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν· έφερα αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρο την τιμήν του· κ’ έστειλα κ’ ήφερε και δυο του παιδιά· και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι’ αυτό άρχισε από τα 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα τον ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και το ’λεγα· «Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη· αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε· αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος». Εις το πρώτο κάδρο είναι ζωγραφισμένος ο Παντοκράτορας και η Ελλάς αλυσωμένη· και την κυτάγει ο Παντοκράτορας και της λέγει· «Ελλάς, Ελλάς! Διά τα αίματα και θυσίες των Ελλήνων και Φιλελλήνων σε εσπλαχνίζομαι και φωτίζω τα τρία δυνατά Έθνη να σου τιναχτούν οι άλυσοι οπού ’χες τόσους αιώνες εις τα ποδάρια σου· και σε καταστήνω βασίλειον, να βασιλεύεσαι από τον Όθωνα κι’ Αμαλία». Και της τινάζει τους άλυσους από τα ποδάρια· και την παίρνει ο Παντοκράτορας και της βάνει εις το δεξιόν κι’ αριστερόν τον Βασιλέα και Βασίλισσα Όθωνα κι’ Αμαλία· κι’ ο Παντοκράτορας επί κεφαλής του κάδρου. Κι’ ο άγγελός του τους στεφανώνει. ’Σ άλλο μέρος του κάδρου είναι οι τρεις βασιλείς των Δυνάμεων· κι’ ο άγγελος στεφανώνει κι’ αυτούς τους τρεις· κι’ όλος ο λαός και το γερατείον γονατιστόν κάνουν μίαν δοξολογίαν εις τον Θεόν και λένε· «Δοξασμένος να είσαι, Κύριέ μου, διά την νεκρανάστασιν οπό ’καμες. Ζήτω τα τρία δυνατά έθνη και οι βασιλείς αυτεινών! Ζήτω η πατρίδα μας, ο Βασιλέας μας και η Βασίλισσά μας!» Εις τ’ άλλο κάδρο είναι η Κωσταντινόπολη ζωγραφισμένη και η θέση της. Είναι ο πρώτος Σουλτάνος, οπού την κυρίεψε, ζωγραφισμένος κι’ ο θρόνος του, οπού κάθεται και πίνει το ναργιλέ του· και οι σωματοφύλακές του και οι ’πασπισταί του γύρα· και οι πρόκριτοι και το γερατείον, οπού του προσφέρνουν τα δώρα και τα κλειδιά, του Σουλτάνου. Αυτός τους λέγει διά μέσον ενού ’πασπιστού· «Δεν έχω ανάγκη να μου προσφέρουν δώρα και κλειδιά· τους κυρίεψα με το σπαθί μου (και τους δείχνει το σπαθί και τους λέγει)· Με το σπαθί μου κυρίεψα αυτούς· και τα δώρα τους και κλειδιά δεν έχω ανάγκη να μου τα προσφέρουν αυτείνοι». Και προστάζει και τους βάνουν εις τον ζυγόν, εις την τυραγνίαν. Τότε αφού είδαν αυτούς εις τον ζυγόν ένα μέρος πήρε τα βουνά. Λέγει ο ’πασπιστής εις τον Σουλτάνο· «Καλά, έβαλες αυτούς εις τον ζυγόν· οι άλλοι πήραν τα βουνά». Τότε αφού τους είδε ο Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα και καβαλλαρία και πολεμούν με την μαγιά της λευτεριάς (οπού την βάστηξαν ξυπόλυτοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά κ’ ερημιές να μην χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα. Και είχαν συντρόφους όλοι αυτείνοι τ’ άγρια θεριά και φείδια, οπού συνκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τύραγνων Ρωμαίγων, όσοι ήσαν σύνφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων και το αίμα τους κρασί). Τότε εις ένα μέρος είναι η Ελλάς αλυσωμένη και κατεβαίνουν από τα βουνά τρεις με τα όπλα τους και γκεζερούν της πολιτείες και λένε των ανθρώπων· «Εμάς μας τρώγει η γύμνια και η ταλαιπωρία τόσους αιώνες δι’ αυτείνη την πατρίδα – δεν την βλέπετε οπού είναι αλυσωμένη και καταφρονεμένη· τα παράσημά της πεταμένα· και σεις ακόμα σίγρι κάνετε; Ως πότε, τουρκοραγιάδες, ως πότε να σας βυζαίνουν οι Τούρκοι και οι οπαδοί τους κοτζαμπασήδες και τουρκοκαπεταναίγοι;» Αφού αυτείνοι οι τρεις ’θουσιάσαν τους πολίτες, φαίνεται ο Ρήγας Βελεστίνος, το αγαθό παιδί της πατρίδας, και βαστάγει ένα σακκουλάκι με τον σπόρο της λευτεριάς και σπέρνει αυτόν τον σπόρον. Το τρίτο κάδρο είναι ο πόλεμος του Διάκου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας κι’ αυτός παλουκωμένος κι’ ο Δεσπότης Σαλώνων και οι άλλοι. Το τέταρτο είναι το χάνι της Γραβιάς, η Άμπλανη και του Σαλώνου τα μέρη. Το πέφτο είναι τα Βασιλικά, ο χαλασμός του Μπαγιράνπασια. Το έκτον είναι η Λαγκάδα. Το εφτά είναι η Τροπολιτζά και όλοι εκείνοι οι πολέμοι. Το οχτώ είναι η Άρτα, το Σούλι και η Σπλάντζα. Το εννιά είναι το κάστρο της Αθήνας, οπού το πήραν οι Αθηναίγοι με ρισάλτο. Το δέκα είναι τα Ντερβένια, Κόρθο, Ντερβενάκι, Άργος, Παλαμήδι και Ανάπλι. Το έντεκα Νύδρα, Σπέτζες, Ψαρά, Γαλαξείδι· γράφονται ναυάρχοι, μπουρλοτιέροι, νοικοκυραίγοι· τι καράβια τούρκικα έκαψαν ο καθείς. Το δώδεκα οι Παλιοβαρίνοι, Σφαχτηρία, Νιόκαστρον. Το δεκατρία η Δυτική Ελλάς, κέντρο Βόνιτζα, Πούντα, Πρέβεζα, πολέμοι ’σ εκείνο το μέρος από Γιάννενα και κάτου. Το δεκατέσσερο η Ανατολική Ελλάς, κέντρο η Φήβα· όλοι οι σημαντικοί αυτεινού του μέρους στρατιωτικοί και πολιτικοί από ’κοσιτέσσερα χωριά γραμμένοι· ύστερα ο Υψηλάντης με της χιλιαρχίες και Τούρκους οπού πολέμησε. Το δεκαπέντε οι Μύλοι του Αναπλιού καθώς έγινε ο πόλεμος. Το δεκάξι Μισολόγγι, Κλείσοβα, Βασιλάδι, οπού κάηκαν οι άνθρωποι, και τ’ άλλα μέρη. Το δεκαφτά Αράχωβα, μοναστήρι, οι δυο πύργοι με τα κεφάλια των Τούρκων. Δεκοχτώ Περαίας, Δράκος, Μουνιχία, Πασσαλιμάνι, Μετόχι, Μποστάνια κι’ όλα τα ταμπούρια. Δεκαεννιά Τρεις Πύργοι, τα έντεκα ταμπούρια, τα τρία τα μπροστινά, το τυφλό, οπού χαλάστηκαν οι Σουλιώτες κι’ άλλοι· ’στο ρέμα ζωγραφισμένος εγώ, οπού τους δείχνω να γένη εκεί το ταμπούρι, να μην πιάσουνε το ρέμα οι Τούρκοι (και δεν θέλησαν). Είκοσι το κάστρο της Αθήνας, όλες οι θέσες απόξω, οπού μας πολιορκούσε ο Κιτάγιας, Χρυσοσπηλιώτισσα, η θέση οπού σκοτώθη ο Γκούρας κι’ όλες οι θέσες με τους ανθρώπους κι’ ο Φαβιές και ταχτικό. Εικοσιένα η Κρήτη και η Σάμο, οπού χύθη τόσο αίμα (και η ασπλαχνία των δυνατών τους άφησε πίσου εις την τυραγνίαν του Σουλτάνου). Εικοσιδύο η Καλιακούδα, Καρπενήσι, οπού σκοτώθη ο Μάρκος. Εικοσιτρία είναι η ναμαχία των τριών στόλων, το Νιόκαστρον, οι Αβαρίνοι, το νησί, λιμάνι, τα τούρκικα καράβια και των Δυνάμεων. Εικοσιτέσσερα η Ελλάς κρατεί στέφανο εις το χέρι της και στεφανώνει όλους τους Φιλέλληνας· και είναι γραμμένα όλα τους τα ονόματα ζωντανών και σκοτωμένων, όσοι ήρθαν εις την πατρίδα κι’ αγωνίστηκαν. Εικοσιπέντε η Ελλάς ξαπλωμένη και ξεπλέγει τα μαλλιά της κι’ ο Αρμασπέρης της βγάνει με το χέρι του ματωμένο την καρδιά της. (Αυτό το κάδρο το ’μαθε αυτός και με κατάτρεχε· και διά να μην ακολουθήση τίποτας ήρθαν φίλοι εις το σπίτι μου – και σύνφωνος κι’ ο Ζωγράφος, ότι θα τον παίδευαν και χωρίς να ήμουν εκεί το ’καψαν να μην φανή εις το φως· κ’ υποσκέθη να μου το ματαφκειάση και δεν το ’φκειασε). Εικοσιέξι κάδρο δικό μου. Σε όλα τα κάδρα αυτά, οπού ’δωσα των πρέσβεων και του Βασιλέως, οπού χάθηκαν από εκείνον τον μπερμπάντη τον Ησαΐα, ήταν ζωγραφισμένες οι θέσες και τα ονόματα των αρχηγών Τούρκων και Ρωμαίγων γραμμένα από κάτου· και η κάθε θέση σημειωμένη με νούμερο και ύστερα γραμμένο από κάτου εις το κάδρο τ’ όνομά της με το νούμερον. Κ’ έλεγαν όλα· «Στοχασμός του Μακρυγιάννη. Έγιναν 25 εικόνες με ίδια του έξοδα και κόπους προς ευκαρίστησιν των πατριωτών και των ευεργέτων μας Φιλελλήνων. Μακρυγιάννης».
  2. ^  Πρωτύτερα πολύν καιρόν και πριν ο Μεμεταλής να πάρη τον στόλο του Σουλτάνου είχε έρθει εδώ ο Κωνσταντίνος Τοσίτσας και μου είπε καμπόσα κι’ ότι με θυμάται ο Μπραΐμης από τον καιρόν του Νιόκαστρου. Μιλήσαμεν και για τα έξω της Θεσσαλίας και Μακεδονίας, να μπορέσουμεν να κάμωμεν τίποτας. Είχε σκοπόν να πάγη εις την μητέρα του εις τη Λαμίαν. Του είπα ότι σαν γυρίση οπίσου μιλούμεν δι’ αυτό. Του έκαμαν αντενέργειες εις την Λαμίαν και θα τον έπιανε η Κυβέρνηση· και του στείλαμεν κ’ έφυγε κρυφίως.
  3. ^  Ύστερα τον έκαμαν εξορία εις το Μισίρι κ’ εκεί απέθανε.
  4. ^  Είχε έρθη εις την Αθήνα μυστικώς ο Βελέτζας και δεν ήμουν εδώ – ήμουν εις Βάτικα ακόμα – και μ’ άφησε έναν άνθρωπο και μου είπε, αν υπόσκεται ο Βασιλέας ότι δεν πηγαίνει χάψη, να του στείλω να ’ρθη. Μου υποσκέθη ο Βασιλέας και το ’στειλα και ήρθε. Και τον είχα δεκαφτά ημέρες κρυμμένον εις το σπίτι μου. Τον έντυσα και κρυφίως τον έστειλα εις το Τζιρίγον. Τι έκαμεν έξω, πώς κινήθη, φαίνεται από το ιστορικόν του. Αυτείνοι είχαν γυμνώση έναν πλούσιον Βλάχο, κ’ έπιασαν δεκαπέντε από αυτούς και τους φυλάκωσαν, και χωρίς να μου ειπούνε αυτό να ξέρω. Κι’ όσο να γλυτώσω αυτούς και τον Βελέτζα (ύστερα του έστειλα και ήρθε) εγώ δεν ξέρω τι ξόδιασα και τι τράβησα να μην ειπούνε την αποστασία ληστεία.