Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/Γ1
←Β3 | Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Συγγραφέας: Γ1 |
Γ2→ |
Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού. Δόξα να ’χη το πανάγαθό σου όνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τα 1833 Γεναρίου 18 άραξε εις τ’ Ανάπλι. Της 20 του μηνός ήρθε εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ κ’ έμεινε ως παλιός φίλος μου και μου είπε της αρετές οπού ’χει ο Βασιλέας και θα σωθούνε τα δεινά μας, ότι θ’ ανθίσουνε οι αγώνες κάθε πατριώτη κι’ αγωνιστή. Εις της 25 εβήκε ο Βασιλέας με μεγάλη παράταξη. Τον δεχτήκαμεν· πήγε εις την εκκλησία κι’ από ’κει εις το Σαράγι. Στάθηκε εις τον θρόνον· γυροβολιά εις το δεξιόν του ο Αρμασμπέρης και εις το αριστερόν οι άλλοι, τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ όλοι οι σημαντικοί Έλληνες. Λέγει ο Βασιλέας σε όλους· «Έλληνες! Σε τούτη την τρυφερή μου ηλικίαν έφυγα από της μητρός μου και πατρός μου της αγκάλες και ήρθα ν’ αγωνιστώ μ’ εσάς τους γενναίους Έλληνες. Δεν επιθυμώ άλλο τίποτας από σας· ομόνοιαν αναμεταξύ σας και υποταγή – και θέλω σας ευτυχήση». Δεν το ’καμεν κανένας την απάντησιν. Τότε του λέγω εγώ· «Θεία χάρη θέλησε να μας δυναμώση και να μας σώση από την τυραγνίαν του Σουλτάνου και σήμερα αξιωθήκαμεν ν’ απολάψωμεν τον Βασιλέα μας. Εμείς έχομεν χρέος να σε ακούμεν και να σε φυλάμεν με την ζωή μας, και η Μεγαλειότη σου βάλε την δικαιοσύνη σου εις τα δεινά μας. Ζήτω ο Βασιλέας και οι ευεργέτες μας Δύναμες!» Και φύγαμεν. Τότε τα μέλη της Αντιβασιλείας κι’ ο Βασιλέας ρώτησαν τον Αγιντέκ ποιος ήταν εκείνος οπού απάντησε εις τον λόγον του. Και είπε τ’ όνομά μου και μίλησε ως φίλος μου εις την Μεγαλειότη του κι’ Αντιβασιλείαν. Έρχεται εις το σπίτι μου ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει όλα αυτά· και μου λέγει· «Είμαι αποστελμένος από τον Βασιλέα – τι χάρη ζητάς να σου δοθή;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερή πολιτική! Μία αυτείνη. Όταν πρωτοήρθε εις το σπίτι μου ο φίλος μου γκενεράλ Αγιντέκ με ρώτησε να μάθη τι κάνω. «Τώρα, του λέγω, ο αγώνας τελείωσε και δουλειά δεν έχω. Παιδιά μαστορεύω και φκειάνω· έχω καμπόσα και το σακκί είναι γιομάτο και γλήγορα θ’ αδειάση. Μου λέγει, να μου δώσης το παιδί να το βαφτίσω εγώ. – Του λέγω, σαν γεννηθή είναι δικό σου». Πρώτα γενήκαμεν μ’ αυτόν κουμπάροι και δεύτερα με ρωτάγει τι χάρη ζητώ από τον Βασιλέα. Του λέγω· «Καμμίαν χάρη ατομική δεν θέλω· ότι διά της θυσίες των αγωνιστών – ο Θεός τους βράβεψε· και γενικώς οι αγώνες των Ελλήνων άνθισαν κι’ όλον τον καρπό του αγώνα μας θα τον χαρούμεν μαζί. Ότι μαζί αγωνιστήκαμεν και τα βραβεία μαζί πρέπει να τ’ απολάψωμεν». Με βιάζει να ειπώ τι καλό ζητώ εγώ. Του είπα τι ζητώ κ’ εγώ· «Ζητώ να έχετε ομόνοιαν αναμεταξύ σας εσείς οι μεγάλοι και σοφοί άντρες της Μπαυαρίας, οπού αξιωθήκαμεν να μας κυβερνήσετε όσο να ηλικιωθή ο Βασιλέας μας να μας κυβερνήση· εσείς να ’χετε αρετή κι’ από αυτείνη να δώσετε και του Βασιλέως· κι’ όταν θα κολλήση εις τον θρόνον να ’βρη τον ίδιον δρόμον. Και μίαν άλλη χάρη θέλω· δι’ αγωνιστάς οπού θα θελήσετε ν’ ανταμείψετε να σας φκειάσω κ’ εγώ έναν κατάλογον, και διά όσους θα σημειώσω δίνω εγγύγηση με την ζωή μου εις την ’λικρίνειάν τους – να βάλετε τίμιους ανθρώπους να σας βοηθήσουν ’λικρινώς, ν’ αλαφρωθούνε τα δεινά μας». Με μεγάλη ευκαρίστηση δέχτη αυτό η Γενναιότη του κ’ έφυγε. Τον έφκειασα τον κατάλογον και τον έδωσα, παρουσιάζοντας και εις τους άλλους τους συντρόφους του.
Έκαμαν ένα μπάλλο οι πολίτες τ’ Αναπλιού· συνεισφέραμεν όλοι και προσκαλέσαμεν τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία, Αντιπρέσβες και Ναυάρχους κι’ άλλους σημαντικούς ξένους. Οι πολίτες είχαν με τι τάξη να γένωνται όλα εις το μπάλλο και να γένη κ’ ένας χορός Ελληνικός και να τον πρωτοσύρω εγώ. Μπήκα και τον πρωτόσυρα. Τότε μ’ έπιασαν πολλοί από το χέρι και με συχαργιάστηκαν. Με πιάνει κι’ ο γκενεράλ Αγιντέκ και μου λέγει ότ’ είμαι το πρώτο τάμα. Την αυγή με πήρε εις το κονάκι του και μου λέγει· «Το παιδί σου θα το βαφτίση ο ίδιος ο Βασιλέας» – μου το ζήτησε κι’ ο μόνος είμαι εις την βασιλική εύνοιαν και της Υψηλής Αντιβασιλείας. Με διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θα γένουν δέκα τάματα κι’ ο πρώτος να είμαι εγώ, να ’χω υποταματάρχηδες τον Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρό του Τρικούπη, και τον Θανασούλα, ανιψιό του Βαλτηνού, και λοχαγούς τον Κλήμακα, τον Σκουρτανιώτη, τον Μπερμπίλη, τον Τρακοκομνά. Ο Θανασούλας λοχαγός – τον κάνουν υποταματάρχη, οι τέσσεροι ταματάρχηδες – τους κάμαν λοχαγούς. Εγώ χιλίαρχος – με κάνουν ταματάρχη. Μου είπαν θα μου δώσουν προς τιμή μου και την σημαία του Καραϊσκάκη και τρουμπέτες και τα εξής. Ο Δήμο Λιούλιας υποταματάρχης – ταματάρχης χωρίς θυσίες κι’ αγώνες. Τον Βελέντζα – ήταν ταματάρχης, τον κάνουν υποταματάρχη εις την οδηγία του Λιούλια, ότ’ είναι συγγενής του Μπότζαρη. Τον Νάση Νίκα, συγγενή του Μπότζαρη, ταματάρχη. Ο Ντεληγιώργης, φρούραρχος του Μισολογγιού εις τον πόλεμον, υποταματάρχης από κάτου τον Κουτζονίκα. Κι’ άλλα τέτοια στραβά πλήθος.
Διά να γνωρίσω τι τρέχει και με τι δικαιοσύνη θ’ αρμενίσωμεν έκανα τον κουτό κ’ έδειχνα κι’ αφοσίωσιν πολλή. Του λέγω του Αϊντέκ· «Τούτους τους άλλους τους τρανούς τι θα τους κάμετε; – Θα τους δώσουμεν ένα κόκκαλο ξερό και να τραβούνε όσο να τελειώσουνε αυτείνοι και τα δόντια τους». (Πολλά καλά θα τους κάμετε· δικαιοσύνη, έλεγα μόνος μου, κ’ εσείς καντάρια έχετε και κρίμα ’στην πατρίδα κ’ εμάς μαζί). Τότε του λέγω· «Εγώ κι’ απλό στρατιώτη να με βάλετε στρέγω διά την αγάπη της πατρίδας μου. Όμως εδώ δουλεύει αδικία· και δεν είναι δικές σας γνώσες αυτές, είναι αλλουνών· και δεν θα πάμεν καλά». Εγώ το είπα απαθής. Ο φίλος μου ο Αϊντέκ επειράχτη και μο ’κρινε με πολύ φαρμάκι· «Ό,τι σας λένε αυτό θα κάμετε και γνώμες δεν μπορείτε να δώσετε, ότι η Μπαυαρία έχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα και φέρνει εδώ και σας υποτάζει. Τότε βρέθηκα εις θέση δεινή· να μην μιλήσω δεν μπορούσα, ότι αδικιώνταν οι αγωνισταί και βραβεύονταν οι κόλακες. Του λέγω· «Δυστυχία μας των καϊμένων!» Κακά και ψυχρά θα πάμεν. Εγώ σου μίλησα αλλοιώς κι’ εσύ μου απαντείς διαφορετικά με «μπαγεννέτα». Σας λέγω ως φίλος να πασκίσετε και τον Βασιλέα κ’ εσάς ν’ αγαπούμεν κι’ όχι να σας φοβώμαστε. Ότι τον κιοτή χίλιες φορές να τον έβρης κιοτή και να τον χτυπάς, πάγει καλά· μια να σε χτυπήση, δεν σε φοβάται πλέον. Κι’ αυτείνη η πατρίδα δεν λευτερώθη με παραμύθια, λευτερώθη μ’ αίματα και θυσίες· κι’ από αυτά έγινε βασίλειον – κι’ όχι να βραβεύωνται ολοένα οι κόλακες, κ’ οι αγωνισταί ν’ αδικιώνται. Ότι όταν σκοτώνονταν οι αγωνισταί, αυτείνοι κοιμώνταν. Κι’ όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας. Να ’ρθη ένας να μου ειπή ότι θα πάγη ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλη και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ’χω, στραβός θα να είμαι. Ότι ’σ αυτείνη θα ζήσω, δεν έχω σκοπόν να πάγω αλλού. – Μου λέγει, τον Βασιλέα δεν τον αγαπάς; – Όχι, του λέγω· δεν ξέρω ψέματα. Όταν χαθή η πατρίδα μου, ούτε αυτός μ’ έχει υπήκογόν του, ούτε εγώ βασιλέα. Και δι’ αυτό χρειάζεται δικαιοσύνη από σας, κι’ όχι φοβέρτες με μπαγεννέτες.
Την άλλη ημέρα έστειλε ο Αϊντέκ τον διερμηνέα του να μου μιλήση να πάγω να τον ανταμώσω εις το σπίτι του. Ο διερμηνέας ήταν ένας Σέρβος αγωνιστής, Έλληνας. Έρχεται μου κάνει μίαν μετάνοια, άλλη και σκύβει να μου φιλήση το ποδάρι. Εγώ, ως διερμηνέας ενού Αντιβασιλέως, εσηκώθηκα· του λέγω· «Τ’ είναι το «αφέντη» και η κατηγόρια οπού μου κάνεις; – Μου λέγει, δεν σου κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμή θέλω να σου κάνω. Εσύ ξέρεις, όσοι μιλούνε με τον γκενεράλ Αγιντέκ – είναι άνθρωποι οπού δεν γνωρίζει την γλώσσα μας και παραστέκομαι εγώ. Αδελφέ, τα όσα άκουσα από πολιτικούς και στρατιωτικούς και θρησκευτικούς οπού μιλούν – είναι όλοι θερία· δεν λένε τα συνφέροντα της πατρίδος, αλλά καθένας έχει την ’διοτέλειάν του και κατηγορεί ένας τον άλλον. Και τα λόγια οπού άκουσα από ’σένα είναι να σου φιλήσω το ποδάρι. Και μου λέγει, η πατρίς δεν θα πάγη ομπρός, ότ’ οι μπερμπάντες είναι πολλοί. Άκουσα εγώ τα λόγια τους ολουνών και θ’ αναχωρήσω από την Ελλάδα. Κι’ αυτό προσμέναμεν οι αγωνισταί;» Τον περικάλεσα να μείνη και να μιλή κι’ αυτός του Αγιντέκ. Σε τρεις τέσσερες μήνες, ακούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εις την δουλειά του, έφυγε από ’δω.
Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εις τον Αγιντέκ, οπού τον έστειλε να πάγω. Πηγαίνοντας εκεί, μου λέγει· «Σε ορκίζω εις τ’ όνομα της πατρίδος σου και του Βασιλέως, τον κατάλογον οπού θα σου δείξω να μου ειπής την αλήθεια, σε ποια είναι δίκιος και σε ποια είναι άδικος, διά να τους βαθμολογήσωμεν, να μην γένουν παράπονα. Ότι της Αντιβασιλείας της είπα τα όσα μου είπες και σε παίνεψαν εις τον πατριωτισμόν σου· ότι κι’ όντως είσαι εκείνος οπού σε γνώριζα. – Του λέγω, όταν σας απατήσω να δώσω λόγον εις τον Θεόν». Εκείνοι διάβαζαν κ’ εγώ τους έλεγα. Του είπα πρώτα· «Εγώ δεν θέλω βαθμό· δούλεψα την πατρίδα μου όσο που κόλλησα εις τον βαθμόν του στρατηγού με κίντυνους και με πληγές και με θυσίες. Τον πέταξα και μπήκα εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης διά να πάγη ομπρός. Αυτό σου είναι γνωστό από τον Φαβγέ κι’ άλλους και είναι και η αναφορά μου εις τα πραχτικά της Κυβέρνησης και οι ’φημερίδες το λένε. – Μου λέγει, το ξέρω. – Και εις την ημέρα του Βασιλέως μου πάλε κάνω το ίδιον. – Λέγει, ο Βασιλέας δεν θέλει να τον δουλέψουν οι αξιωματικοί ως απλοί στρατιώτες. Ο βαθμός οπού θα δώση εις τους Έλληνες ο πρώτος είναι του ταματάρχη και δεν είναι άλλος βαθμός ανώτερος. – Μ’ όρκισες εις το όνομα της πατρίδας μου και του Βασιλέως μου να σου ειπώ τι γνωρίζω και θα σου το ειπώ ελεύτερα και με σέβας· και εις την αλήθεια μου και τον θάνατον τον δέχομαι, ότι, σου είναι γνωστόν, πολλές βολές πλησίασα εις αυτόν και δεν με πήρε· και τον καταφρονώ εις το εξής και πεθαίνω εις την αλήθεια μου. Αυτούς τους βαθμούς οπού μου λες, γκενεράλη μου, είναι αδικία εις τους αγωνιστάς, ότι ετούτος ο τόπος, οπού ’ρθε ο Βασιλέας να βασιλέψη και του λόγου σας Αντιβασιλείς, ήταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια από τους Τούρκους και είχε γένη ρουμάνι, βάλτος, αγκαθιά, κι’ αυτείνοι οι αγωνισταί τον δούλεψαν με το ψωμί τους, με το τζαρούχι τους, με το ντουφέκι τους, με το φουσέκι τους· γιόμωσαν, επότισαν την γης αίμα, την Τουρκιά και σκλάβους τούρκεμα τους Χριστιανούς. Και οι σκοτωμένοι άφησαν χήρες γυναίκες και αρφανά· κ’ εκείνοι οπού ’ταν νοικοκυραίγοι έγιναν διακονιαραίγοι, ότι θυσιάσαν το δικόν τους εις τα δεινά της πατρίδος, όταν κιντύνευε. Από αυτούς υπάρχει η πατρίδα, από τους αγωνιστάς. Τους άλλους, τους διαφταρμένους, τους γνωρίζεις η Εξοχότη σου πολύ καλά. Διά να ρουφήξουν την πατρίδα κ’ εθνικά όλο συχνούς εφύλιους πολέμους έκαναν και φατρίες· και είναι άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος κι’ άλλος Ρούσσος. Κι’ αυτό δεν σβένει από αυτούς. Διά να το σβέσετε, διά να στερεωθή η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη να ’χετε και ’λικρίνεια και μ’ αυτό κάνετε συντρόφους της πατρίδος όλους τους αγωνιστάς. Κατά τους αγώνες του κάθε ενού να του δώσετε τον βαθμόν οπού απόχτησε με το αίμα του. Κι’ αν έκαμεν κανένας κατάχρησιν, να φκειάσετε μια ’πιτροπή, να κάμη μιαν προκήρυξη και να λέγη κάθε επαρχία να κάμη μίαν τοπική συνέλεψη και να διορίση τους πλέον καλύτερους του τόπου, οπού να ξέρη ποιος αγωνίστη, ποιος σκοτώθη, ποιος σκλαβώθη και τι φαμελιά έχει ο καθείς· ποιος έκανε το εμπόριόν του και δεν έλαβε μέρος εις τον πόλεμον· ποιον καπετάνο είχε η κάθε επαρχία και τι μιστούς έχει πλερώση και τι του πλέρωσε η διοίκηση. Κι’ από ένας από αυτούς της κάθε επαρχίας με τους τοπικούς καταλόγους – και να ξέρη και της εθνικές γες – να συναχτούν απ’ ούλες της επαρχίες και να τους βάλετε σε έναν όρκον, να τους ειπήτε όποιος κρύψη αυτά και τα υποστατικά τα εθνικά θα παιδεύεται κακά. Κι’ αυτούς όλους να τους κάμετε μίαν επιτροπή και να πάρουν και τα πρωτόκολλα του Κράτους και να βάλουν κ’ έναν πρόεδρον με συνείδηση και να καθίσουνε να τηράξουνε ποιος δούλεψε, ποιος τήραγε το εμπόριόν του και τώρα ζητεί δικαιώματα. Κι’ αφού η ’πιτροπή ιδή όλα αυτά, τότε να δικαιώση τους αγωνιστάς, θαλασσινούς και στεργιανούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Να δώσετε εις τους απλούς πενήντα στρέμματα γης, οπού ’ναι μιλλιούνια και κάθεται χέρσα, κι’ από πεντακόσια ως χίλια γρόσια, οπού ’ναι το τάλλαρον είκοσι ένα και μισό γρόσι. Και κατ’ αναλογίαν να πάτε από τον απλόν στρατιώτη ως τον βαθμό του χιλιάρχου, αυτόν τον βαθμόν οπού γνώρισε κι’ ο Καποδίστριας. Διά της κατάχρησες των εθνικών πραμάτων, οπού έγιναν καμπόσοι κόντηδες, οπού ήταν καντιποτένιοι, να τα πάρετε οπίσου· αφού τους δώσετε βαθμόν και γης και χρήματα, τότε να τους ζητήσετε αυτά. Κι’ ό,τι ζητεί από το Έθνος ο κάθε οπλαρχηγός, από μιλλιούνι και κάτου, αφού του πλερώνετε το δίκιον του και τους στρατιώτες και χήρες των σκοτωμένων κι’ αρφανά, άλλο τίποτας δεν του χρωστάγει η πατρίς. Και μ’ αυτό πλερώνετε όλους τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά κι’ όσους θυσιάσαν από αυτές της ’πηρεσίες· και βάλτε το πολύ δυο τρία ή και τέσσερα μιλλιούνια γρόσια να πλερωθούν όλοι και να λευτερώσετε από της μεγάλες απαίτησες του κάθε ενού την πατρίδα. Κι’ αφού κάμετε αυτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε του κάθε ενού· «Ό,τ’ είχετε να λάβετε διά τους αγώνες σας και θυσίες το λάβετε από την πατρίδα σας ως αγωνισταί. Τώρα θα μπήτε εις την ’πηρεσία ως κοπέλια της πατρίδας· τούτα τα χρέη θα κάνετε, τούτον τον μιστόν θα παίρνη ο καθείς. Αν δουλεύη τιμίως, θα δοξάζεται· ατίμως, τότε οι νόμοι θα τον κρίνουν». Και μ’ αυτόν τον τρόπον θα γένουν οι Έλληνες νοικοκυραίοι και θα πλουτήνη και το ταμείον. Και η πατρίδα θα φύγη από «τα δικαιώματά μας», οπού ζητεί ο καθένας. Κ’ εγώ έχω να λάβω διά παλιούς μιστούς πολλές χιλιάδες γρόσια – αύριον φκειάνω την αναφορά μου και τα προσφέρνω εγώ πρώτος και δίνω το παράδειγμα».
Ακούγοντας αυτά όλα ο Αγιντέκ μου είπε· «Είναι λαμπρά η συνβουλή σου κι’ ο πατριωτισμός σου. – Αν τον βάλετε ομπρός, του είπα, τότε είναι λαμπρός, ειδέ είναι πονοκεφαλισμός και λόγια ξερά. Κι’ αν γένουν αυτά και δεν ακούσετε τους απατεώνες, τότε θα λέγεστε σωτήρες της πατρίδος και Βασιλέως και θα δοξάζεται τ’ όνομά σας όσο στέκει η Ελλάς. – Φεύγω, μου είπε, δεν σου λέγω τίποτας, και πάγω ν’ ανταμώσω και τ’ άλλα τα μέλη της ’πιτροπής της Αντιβασιλείας». Πήγε και τους το είπε κ’ ευκαριστήθηκαν. Μου είπαν να φκειάσω ενγράφως την ιδέα μου. Την έφκειασα· έφκειασα και μιαν ξεχωριστή αναφορά κ’ έλεγα· «Έξοχοι Αντιβασιλείς! Οι κυβέρνησες της πατρίδος μου μ’ έστειλαν σε διάφορες εκστρατείες, εις τα δεινά της πατρίδος μου. Αυτές είναι οι διαταγές της, αυτά είναι τα ευκαριστήρια, τι έκαμα με τους ανθρώπους οπού ’χα εις την οδηγίαν μου, αυτοί είναι οι κατάλογοι των ανθρώπων, αυτές είναι οι εθνικές ομολογίες (όλα ενκλεισμένα εις την αναφορά μου). Αυτοί είναι οι αγώνες εκεινών οπού ’χα μαζί μου και πολεμούσαν εις την κάψη του ήλιου και εις το πάγος του χειμώνος. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι· άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά. Διαβάστε τα ένγραφα, και να τους δικιώσετε. Κι’ όσοι σκοτώθηκαν και δεν έχουν συγγενείς, να μείνουν εις το ταμείον τα δικαιώματά τους».[1]
Έστειλα την αναφορά μου του Μιαούλη του ’πασπιστού της Μεγαλειότης του. Ευκαριστήθη πολύ, αφού είδε την αναφορά μου μ’ όλα τα ένγραφα. Τα είδε και η Αντιβασιλεία. Πήραν την ευκαρίστησιν από ’μένα· «κ’ επαινούν τον πατριωτισμό μου· και είμαι όλως διόλου ο πιστός της πατρίδος και Βασιλέως». Και μ’ ονόμασαν τάσι φαρφουρένιον αμόλυντο, ότι τους άλλους πολλούς οπλαρχηγούς καθεμερινώς έρχονταν οι κάτοικοι και παρουσιάζονταν εις τον Βασιλέα κι’ Αντιβασιλεία και δίναν αναφορές αναντίον τους, οπού τους είχαν γυμνώση. Διά ’μέναν και διά όσους οδηγούσα αρχή ως τέλος μας γλύτωσε ο Θεός και κανένα πρωτόκολλο ούτε του Κράτους γενικώς, ούτε της Κυβέρνησης δεν είναι μολεμένα. Παρουσιάστηκα εις την Μεγαλειότη του και πήρε την ευκαρίστησιν διά την καλή μου διαγωή· κ’ ευκαριστήθη διά την αναφορά μου, οπού του ανάφερα της παλιές μου δούλεψες, και διά τα ωραία αγάλματα. Του είπα· «Ως διά της δούλεψες η Μεγαλειότη σου είσαι γενικός πατέρας και οι υπήκοοί σου είναι τα παιδιά σου και να τα δικιώσης. Τ’ αγάλματα είναι γερά πράματα, τα προσφέρνω δώρον εις τον γενικόν πατέρα να χρησιμέψουν διά την πατρίδα μας. Όλοι οι Έλληνες έκαμαν τα χρέη τους προς την πατρίδα κι’ αν κάμαμεν και μεγάλα λάθη αναμεταξύ μας, τώρα οπού κόπιασες η Μεγαλειότη σου θέλομεν δουλέψη με πίστη κι’ αφοσίωσιν· και να είναι εις την εύνοιάν σου οι αγωνισταί, θρησκευτικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί, και να βάλης τ’ αγαθά σου αιστήματα να δικιωθούν ότι από αυτούς έγεινε βασίλειον η πατρίς· και να μην ακούς τους απατεώνες, ότι αυτείνοι κατήντησαν την πατρίδα σε κίντυνον». Μου είπε η Μεγαλειότης του είναι ευκαριστημένη και η Αντιβασιλεία απ’ όσα της είπα και θα γένουν όλα· και να πάγω να την ανταμώσω. Ο μαρσιάλης του παλατιού όταν εβήκα μο ’δωσε μιαν καρφοβελόνα δώρο βασιλικόν – κάνει καμμιά εικοσαριά τάλλαρα. Έστειλε και τον’ του Μιαούλη και μου βάφτισε το παιδί και το έβγαλε Όθωνα. Μ’ αντάμωσαν κι’ όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας. Ο Αρμασμπέρης μ’ έπαιρνε κάθε καιρόν εις το τραπέζι του – μ’ είχε συστημένον ο Θίρσιος.
Αφού μ’ αντάμωσαν τα μέλη της Αντιβασιλείας μου είπαν όσα είχα μιλήση του Αγιντέκ και, κατά οπού ’γραψα, είναι πατριωτική η γνώμη μου και θα τα κάμουν όλα. Και με τον Αγιντέκ να μιλήσωμεν οι δυο μας διά τους αγωνιστάς οπού θα γένουν τα τάματα, να είναι εκείνοι οπού ’χουν δικαιώματα. Και να μιλήσω μ’αυτόν, ότ’ είναι ’στα στρατιωτικά. Μίλησα με τον Αγιντέκ και του είπα με τον φόβον του Θεού το δίκιον. Αφού το ’μαθαν οι καλοθελητάδες των αγωνιστών Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Μεταξάς, Τρικούπης, Ζαΐμης, Λόντος κι’ ο Κώστα Μπότζαρης επήγαν και τα χάλασαν όλα κατά το κέφι τους· και διά να βάλουν σε διχόνοια το στρατιωτικόν, να το αφανίσουνε, γκρεμίζουνε και τους υποταματάρχηδες – και να είναι μόνον ταματάρχες και λοχαγοί. Τότε δι’ αυτό και διατί βάλαν εις τα τάματα όσους δεν είχαν δικαιώματα, έπεσε διχόνοια μεγάλη. Το στρατιωτικόν ήταν όλο εις τ’ Άργος και χωριά του νηστικόν και δυστυχισμένο. Κάμαν κάτι φροντιστάς επίτηδες να μην τους μεράζουν ταχτικώς το ψωμί τους· άφιναν τους ανθρώπους νηστικούς. Από ’κοσιπένταρχον κι’ απάνου τους αξιωματικούς τους σήκωσαν από τους στρατιώτες. Τους στρατιώτες τους άφιναν νηστικούς και τους έλεγαν να κινηθούν αναντίον του Βασιλέως κι’ Αντιβασιλείας, διά να βγούνε οι πολιτικοί μας αληθινοί, ότι όλοι οι στρατιωτικοί είναι λησταί από μικρόν ως μεγάλον, ν’ αποδείξουν τι θερία είναι αυτείνοι οι στρατιωτικοί – κινιώνται κι’ αναντίον του Βασιλέως (κι’ ό,τι αρπαγή κάναν αυτείνοι, οι πολιτικοί είχαν το μερίδιόν τους ο καθένας με τον δικόν του στρατιωτικόν). Αφού μεταχειρίστηκαν τόσες μηχανές και κακοσύσταιναν το στρατιωτικόν και σύσταιναν όποιους θέλαν, τους συντρόφους τους, μιλώ με τον Αγιντέκ την αδικίαν οπού γένεται εις τους ανθρώπους. Και του είπα· «Αυτείνοι οι άνθρωποι είναι αποδειχμένη η διαγωή τους· και οι πολιτικοί τους ο καθένας έχει το μέρος του από τους ξένους· και ποτές δεν θα ησυχάση αυτός ο τόπος, να γένωμεν κ’ εμείς έθνος καθώς τ’ άλλα τα έθνη· κι’ ούτε του Βασιλέως θα του δώσετε δρόμον καλόν. Είναι τόσοι αγωνισταί οπού δυστυχούν και τώρα οπού ’ρθε ο Βασιλέας ήθελαν να ’βρούνε το δίκιον τους, να γνωρίσουνε αυτείνοι τον Βασιλέα τους κι’ ο Βασιλέας τους υπηκόγους του – και πάλε οι σύστασες του Μαυροκορδάτου ’περισκύουν με τον Ντώκινς, του Κωλέτη με τον σύντροφόν του, του Μεταξά με τον δικόν του. Αυτεινών την κυβέρνησιν και τα καλά προς την πατρίδα μας τα γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ότι στάθης τόσον καιρόν εις την πατρίδα μας, και η ελπίδα του στρατιωτικού είναι εις την δικαιοσύνην σου και βόηθα τους δυστυχείς, ότι από αυτούς υπάρχει η πατρίς». Μου λέγει ο Αγιντέκ· «Δεν ήρθαμεν να διοικήσουμεν τους αγωνιστάς μοναχά, κι’ αποφασίσαμεν όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας να γένουν τρεις επιτροπές, μία εις την Πελοπόννησο, μία εις την Δυτική Ελλάδα και μία εις την Ανατολική· ’στην Ανατολική σε διορίσαμεν πρόεδρον της επιτροπής, να οργανίσωμεν τα στρατέματα όσο να διορίσουμεν την άλλη ’πιτροπή να δικιωθούν, καθώς μιλήσαμεν – και τότε θα δικιωθούν. Να είναι τ’ ασκέρια ’σ ένα μέρος όσο να τελειώσουν οι επιτροπές της εργασίες τους. Και οι τρεις επιτροπές να τους οργανίσουνε και να ιδούνε ποιος έχει δούλεψες από εξαρχής και ποιοι είναι υστερνοί· και να τηράξουν από τους ’κοσιπένταρχους και κάτου ποιος έχει φαμελιά από τους στρατιώτες και πόσες ψυχές έχει ο καθείς, να ξεκονομιώνται οι άνθρωποι ως την γενική ’πιτροπή».
Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και διά να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κ’ ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις τ’ Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί. Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις της Λεύκες. Οι άνθρωποι ήταν κατ’ του Μιαούλη το περιβόλι ακόμα. Μου λέγει ο Αϊντέκ· «Τι μιλήσαμε οι δυο μας δι’ αυτούς τους στρατιωτικούς; – κι’ αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότ’ είναι χαμένοι!» Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς να πλησιάσουν. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ’ρέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν – κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη. Τότε τους απάτησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κ’ έρχονται απόξω της Λεύκες. Ανάβουν της μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς. Κ’ έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ Μπούζη διά να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη· κι’ έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κ’ εμείς τα 1821. Και πήγαιναν κλαίγοντας, ότι φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί, κ’ έλεγαν· «Πατρίδα, δεν μας βαστάγει η καρδιά να σου κάμωμεν εσένα της πατρίδας μας κακό, ότι διά σένα χύσαμεν το αίμα μας. Και τώρα πάμεν ’σ εκείνους οπού πολεμούσαμεν να φάμεν κομμάτι ψωμί – όχι να προσκυνήσωμεν· να ’ρθούμεν αναντίον σου δεν το κάνομεν καμπούλι, ότι χύσαμεν το αίμα μας διά σένα να γένης βασίλειον». Αυτείνοι κι’ όλοι οι άνθρωποι οπού ’χαν αίστηση κλαίγαν· και οι απατεώνες γέλαγαν και χαίρονταν ότι στείλαν τους αγωνιστάς εις τους Τούρκους να ζήσουνε. Κάρπισε η προκήρυξη του Ζωγράφου και οι κακοί σκοποί των μακιαβέληδων.
Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία μ’ οργή καθώς κι’ ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα. Μέλη της ’πιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κ’ εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη διά ν’ αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι’ αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι’ από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς. Μου δίνουν κ’ ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θ’ αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και τ’ αλεύρι – ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς οπού ’ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της ’πιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι. Του είπα ότι· «Υπογράφω σαράντα πέντε οπού ’λαβα. – Όχι, μου λέγει, ένα καράβι. – Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου». Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου· με περικαλούνε οι Πρέσβες κι’ ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας. Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό τ’ αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κ’ ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα ’στ’ αληθινά, και κρίμα ’στους κόπους μας· εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις τον λαιμό μας.
Θέλουν να με κάμουν αρχηγόν της χωροφυλακής. Τους έδωσα γνώμη να βάλουν απ’ ούλους τους σημαντικούς διά να ενωθή το Κράτος με τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. Διορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και με διορίζουν κ’ εμένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά. «Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέματά μου βγάζω». Τότε, σαν δεν θέλησα να ’μπω εις αυτείνη την ’πηρεσία, πήρα την άδεια και με τη φαμελιά μου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του κάκου κοπιάζομεν. Και δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Επεξεργασία- ^ Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι’ ένα βασιλόπουλο ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες· τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τα ’χαν πάρη κάτι στρατιώτες και εις τ’ Άργος θα τα πουλουύσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσε κ’ εγώ εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα· «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι’ αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι’ όταν φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτη, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του ζητήσετε διά να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τα ’χα κρυμμένα. Τότε με την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν διά την πατρίδα.