Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Α9


Η πληγή του χεριού μου πήγαινε κακά· πρίσ’κε το χέρι μου και γίνη τούμπανο. Γύρευαν να μου το κόψουνε εις το νώμον οι γιατροί, οπουμόχαν βάλη εις τ’ Ανάπλι να με γιατρέψουν. Τριάντα οχτώ ’μερόνυχτα δεν έκλεισα μάτι. Μ’ ετοίμασαν εις θάνατον· έφερε όλα τα σύνεργα ο γιατρός να μου το κόψη. Πήρα το γιαταγάνι και γκρεμίστη κάτου από την σκάλα και γλύτωσε· ειδέ θα τον πάστρευα. Και σηκώθηκα και πήγα εις την Αθήνα εις τον γιατρό, και με γιάτρεψε. Όμως σακατεύτηκα εξ αιτίας εκείνων των γιατρών του Αναπλιού· βήκαν τα κόκκαλα αδίκως. Κι’ αν δεν πήγαινα εις την Αθήνα ήμουν χαμένος.

Όταν ήμουν ακόμα εις την Αθήνα, οπού γιατρεύομουν, τη Νύδρα την φοβέριζε ο Μπραΐμης να πάγη μ’ όλον τον στόλον να την χαλάση. Οι Νυδραίοι γύρεψαν εις την Κυβέρνηση δύναμη στρατιωτική και της έλεγαν: «Να διορίσετε δύναμη, όμως ο Μακρυγιάννης να μην λείψη και τον γιατρεύομεν εδώ. Ότι όταν πήγα εις Αθήνα, πέρασα πρώτα από τη Νύδρα και βήκαν όλοι και με δέχτηκαν, και δυο από τους φίλους μόρριξαν λαχνόν ποιος να με πάρη εις το σπίτι του, και με πήρε ο Δημήτρης Λαζαρίμος· και ξόδιασε αρκετά εις τους φίλους οπού γιόμοζε το σπίτι του νύχτα και ημέρα. Δεν μ’ άφιναν οι Νυδραίοι να φύγω, μόφεραν γιατρόν κι’ όλα μου τα χρειαζούμενα· και στανικώς έφυγα και πήγα εις την Αθήνα. Ύστερα στείλαν επίτηδες άνθρωπον οι Νυδραίγοι ’στην Αθήνα και γράμμα από τους νοικοκυραίους και διαταγή της Κυβέρνησης και καΐκι να πάγω. Τότε πήρα το σώμα μου και πήγα. Και μόκαμαν τόσες επίδειξες.

Ήρθαν κι’ ο Καρατάσιος με το σώμα του, οι Γριβαίγοι, ο Κατζικογιάννης κι’ άλλοι. Καθίσαμεν καμπόσον καιρόν. Μας δίναν οι άνθρωποι το ταΐνι μας, γεμεκλίκια. Τα σώματα θέλαν και τους μιστούς – η Κυβέρνηση δεν είχε. Γύρευαν ν’ αλιμουργιάσουμεν τα σπίτια των προκρίτων, να τους πιάσουμεν στανικώς, να τους γυμνώσουμεν. Τότε εγώ ’σ αυτό δεν έκλινα κ’ έβγαλα εξ ιδίων μου και πλέρωσα τους ανθρώπους· και τους είπα να λένε και των αλλουνών να πιάσουν τους καπεταναίους τους να τους πλερώσουνε εξ ιδίων τους, ότι οι Νυδραίγοι δεν μας χρωστούν τίποτας. Εκείνοι πάνε με τα καράβια και σκοτώνονται διά την πατρίδα, κ’ εμείς – μας έστειλε η Κυβέρνηση να φυλάξωμεν το νησί και μας δίνουν παστρικό ψωμί και γεμεκλίκια· τους μιστούς θα τους λάβωμεν από την Κυβέρνησιν. Αν γυμνώσουμεν τους προκρίτους, τότε τι τους φυλάμεν εμείς; Κ’ εμείς τούρκικες πράξες θα τους κάμωμεν· και τότε κιντυνεύομεν να χαθούμεν. Τότε πιάνουν όλους τους αρχηγούς τους και τους πλερώνουν εξ ιδίων τους, καθώς εγώ. Όλοι αυτείνοι φοβέριζαν να με σκοτώσουνε δι’ αυτό. Περισσότερον ζούνε οι φοβερισμένοι από τους αφοβέριγους. Καθίσαμεν καμπόσο εις τη Νύδρα. Μόδωσαν ένα καλό αποδειχτικόν κι’ άλλο διά τα χρήματά μου, πήρα κι’ απ’ ούλους τους στρατιώτες οπού τάλαβαν εξ ιδίων μου και σηκώθηκα και πήγα εις την Διοίκηση και της είπα ότι θα διαλύσω το σώμα μου και θα μπω εις το ταχτικόν απλός στρατιώτης (μ’ είχαν κάμη και στρατηγόν). Τους είπα: «Η πατρίς χωρίς ταχτικόν δεν πάγει ομπρός και θα μπω ’σ αυτό». Πάσκισαν, δεν μπόρεσαν να με βαστήξουν. Πέταξα τον βαθμό μου και διάλυσα το σώμα μου· πήρα καμπόσους αξιωματικούς μου να πάγω εις την Αθήνα, οπούναι ο Φαβγές, να γυμναστώ ως απλός στρατιώτης. Μαθαίνει αυτό ο Γκούρας, θέλει να μπη κι’ αυτός εις το ταχτικόν – να του πλερώσουνε πρώτα όλους τους μιστούς κι’ όσα του χρωστούν παλιά, οχτακόσες χιλιάδες γρόσια. Του υποσκέθηκαν και μπήκε. Όμως αυτό τόκαμεν να πάρη τα χρήματα και ύστερα πίσω την δουλειά του. Πήγα εγώ εις την Αθήνα, μόφκειασαν ένα ξύλινο ντουφέκι, ότι ’στο χέρι μου ακόμα δούλευε η πληγή, και γυμναζόμουν με τους στρατιώτες· και μόδωσαν και δάσκαλον χωριστά. Ύστερα μπήκε κι’ ο Γκούρας και γυμνάζονταν κι’ αυτός· και κοντά ’σ εμάς εμπήκαν κι’ άλλοι πολλοί. Κ’ έγινε το σώμα περίτου από πέντε χιλιάδες. Αρχηγός του σωμάτου ήταν ο γενναίος και φιλέλληνας Φαβγές Γάλλος κι’ άλλοι πολλοί μ’ αυτόν γενναίγοι αξιωματικοί Γάλλοι κι’ ομογενείς. Χάριτες χρωστάγει η πατρίδα σε όλους τους φιλανθρώπους ευεργέτες μας όλων των εθνών και καταξοχή εις αυτούς τους γενναίους Γάλλους, οπού θυσίασαν κόπους και βάσανα κι’ αγωνίζονταν να μας συμμορφώσουν με την καλή τάξη κι’ αρμονία.

Μπήκαν εις το ταχτικόν κι’ όλοι οι φιλόπατροι Αθηναίγοι, τα νοικοκυρόπουλα, κι’ αγωνίζονταν ως σολντάτοι.[1] Αφού μπήκε ο Γκούρας εις το ταχτικόν, εις την Διοίκηση είχε τον συμπέθερό του Γιαννάκο Βλάχο και τους άλλους φίλους του. Κι’ όλοι αυτείνοι συνφώνησαν να στείλουν μίαν επιτροπή εις την Αθήνα δική τους, από φίλους, να πουλήσουνε την εθνική γης και να την πάρη ο Γκούρας κι’ αυτείνη όλη η συντροφιά, γης, ελιές, σπίτια, αργαστήρια και τα εξής. Στέλνουν επιτροπή τον Γιάννη τον Κουντουμά, τον Θανάση Λιδορίκη, τον Γιωργάκη Μόστρα. Αφού ήρθαν, βγάζουν μίαν προκήρυξη δι’ αυτά, να τα πουλήσουνε. Μια ημέρα πήγαινα με τον Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Με κολάκευε· ήθελε να μου δώση μίαν ανιψιά του γυναίκα. Μου λέγει: «Του Χασεκή τα υποστατικά, ελιές, περιβόλι κι’ όλη την περιφέρεια θα την πάρω εγώ δι’ όσα μου χρωστάει το Έθνος. – Του λέγω, εσύ πήρες θησαυρούς από αυτό το δυστυχισμένο Έθνος ’στα στρατόπεδα, εις την Αθήνα, εις την Πελοπόννησο. Πόσο φουσάτο έχεις εις την οδηγίαν σου; Ποτέ δεν βγαίνουν τρακόσοι άνθρωποι· και πλερώνει όλη η Ανατολική Ελλάς και η Κυβέρνηση δι’ αυτούς. Κι’ όλον τον κόσμο τον γύμνωσες· και δόντια έβγαλες εσύ κι’ ο Μαμούρης σου και με το τζεκούρι σκοτώσετε ανθρώπους. Το Σαρρή τον σκοτώσετε· πενήντα χιλιάδες γρόσια οπούχε απάνου του, εις γρόσια και τζιβαϊρκά, τα πήρε ο Μαμούρης και τα μεράσατε. Τέλος πάντων εσύ γυρεύεις ακόμα από την Κυβέρνησιν να πάρης και οχτακόσες χιλιάδες γρόσια· και κατά την επιτροπή, οπούναι διορισμένοι όλοι φίλοι σου, θα πάρης υποστατικό οπού ν’ αξίζη πενήντα διά δέκα· αυτείνη η επιτροπή θα το ξετιμήση τοιούτως. Οι φίλοι σου και οι συγγενείς σου κυβερνήτες ταπικυρώνουν. Τέλος πάντων εσύ κι’ ο Μαμούρης σου θα γίνης Μεμεταλής, εσύ, κι’ αυτός Μπραΐμης· κ’ εμάς θα μας πάρετε είλωτες! Να την χέσω τέτοια λευτεριά, οπού θα κάμω εγώ εσένα πασιά! – Τι κουβεντιάζεις έτζι; μου λέγει. – Έτζι κουβεντιάζω! Όταν τα πάρης εσύ αυτά και οι φίλοι σου, να με φτύσης!» Σηκώθηκα κι’ αναχώρησα κατ’ το κονάκι μου.

Την αυγή βγάζει η ’πιτροπή προκήρυξη. Πήγαμεν και την αλείψαμεν μαγαρσές. Κι’ όσες βολές ματάβγαλε, τα ίδια έπαθε. Μου μίλησαν αυτείνοι όλοι και η επιτροπή ότι όσα μου χρωστάγει το Έθνος – να μου δώσουνε ό,τι θέλω. «Δεν θέλω εγώ τίποτας», τους είπα. Τότε έμειναν όλα τα σκέδια του Γκούρα και της ’πιτροπής νεκρωμένα. Βγαίνει ο Γκούρας από το ταχτικόν. Κάνει πλήθος αντενέργειες αυτός και οι συντρόφοι του, Αθηναίγοι και κυβερνήτες, να το διαλύσουνε το ταχτικόν. Ο καϊμένος ο Φαβγές έτρεξε εις την προκομμένη Διοίκηση διά να δώση τα μέσα. Εις την Αθήνα ήταν σκουτιά του ταχτικού κι’ άλλα αναγκαία. Πολεμούσαν να τα κάμουν οι καλοί πατριώτες πλιάτζικα. Ο Φαβγές με βάνει μέλος μιας επιτροπής, οπού συστήθη απ’ ούλο το ταχτικόν, να προφυλάξωμεν αυτά, να μην τ’ αδράξουν οι άλλοι. Ήταν ’πιτροπή ο Σκαρβέλης, ο Σταυρής ο Βλάχος, άλλοι αξιωματικοί κ’ εγώ. Και τα προφυλάξαμεν όσο να ρθή ο αρχηγός του σώματος. Τότε ο Γκούρας, ο Ζαχαρίτζας, ο Βαρελάς, ο Σουρμελής κι’ άλλοι συντρόφοι τους Αθηναίγοι, κι’ από την Κυβέρνησιν οι φίλοι τους κι’ ο Γιαννάκος Βλάχος, ο συγγενής του Γκούρα, οπού τον είχε μέλος της Κυβερνήσεως, κάνουν χιλιάδες αντενέργειες να χαλάσουν το ταχτικόν και του κόβουν όλα τα μέσα, να διαλυθή χωρίς άλλο. Ότι η τάξη δεν είχε κλεψές και βία εις τους κατοίκους. Οι καϊμένοι οι Αθηναίγοι έβγαζαν την χαψιά από το στόμα τους και τη δίναν των ταχτικών. Κι’ όλη ’μέρα συνεισφορές κάναν να το νταγιαντήσουνε, ότι καθώς ήρθε ο Φαβγές με το σώμα εις την Αθήνα, γνώρισαν τα σπίτια τους. Αφού βλέπουν οι Αθηναίγοι ότι το ταχτικόν κιντυνεύει και τότε θα πάθουν τα πρώτα από την δικαιοσύνη του αρχηγού, μαζώνονται όλοι, κάνουν μίαν συνέλεψη και διορίζουν χίλιους Αθηναίους, όλα τα νοικοκυρόπουλα, κι’ αρχηγόν αυτεινών διορίζουν εμένα, να προσέχωμεν διά την ευταξίαν της πόλεως κι’ αν κάμη χρεία και διά τον οχτρό, να κινηθούμεν. Έγινε η συνέλεψη· διόρισαν τ’ αναγκαία όλα. Τότε αυτό τόμαθε ο Γκούρας, δεν τούρθε καλά ούτε αυτεινού, ούτε των φίλωνέ του, ούτε της Κυβέρνησης, ούτε της σεβαστής επιτροπής οπούταν εις την Αθήνα. Γράφουν αυτά της Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση στέλνει εις την ’πιτροπούλα διαταγή και με φωνάζει, η ’πιτροπούλα, και μου λέγει ότ’ είμαι αξιωματικός της Κυβερνήσεως κι’ αυτού οπού με διόρισαν οι Αθηναίοι, να τραβήσω χέρι από αυτείνη την αρχηγίαν. Της λέγω· «Ό,τι μου δίνουν οι πατριώτες δεν τ’ αφίνω μόνος μου· αν δεν με θελήσουν οι ίδιγοι, τότε τ’ αφίνω. Κυβέρνηση ως αξιωματικός δεν την γνωρίζω, ότ’ είμαι απαρατημένος· ήμουν στρατηγός και είμαι απλός στρατιώτης του ταχτικού· κι’ αρχηγόν έχω τον Φαβγέ. Κι’ αν φταίξω, αυτός θα με παιδέψη. ’Σ αυτόν ορκίστηκα ως απλός στρατιώτης. Η Κυβέρνηση δεν έχει να κάμη εις το εξής μ’ εμένα, ούτε οι ’πιτροπούλες της.

Μάθαμεν ότι ο Κιτάγιας ετοιμάζεται διά την Αθήνα. Λέγει των Αθηναίων ο καϊμένος ο Φαβγές να επιστατήση μόνος του, να βάλη όλο το ταχτικόν να δουλέψουν να κόψουν νησί τον Φαληρέα, και οι Αθηναίοι να μην τρέχουν εις τα νησιά, να είναι απάνου εις την πατρίδα τους· και να μην ξαναπουληθή η Αθήνα. Ο Γκούρας ακούγοντας αυτό ενέκρωσε, ότι τ’ αργαστήρι του αυτεινού κι’ όλης του της συντροφιάς νεκρώνει, το κάστρο της Αθήνας, το βυζί του Γκούρα και συντροφιάς του. Αυτό τρώγει τα χρήματα, το ταμείον της Ανατολικής Ελλάδος, όλα τα εισοδήματα. Διά να μην γένη αυτό το κακό, να κοπή ο Περαίας, πολέμησαν όλοι τον Φαβιέ και πήρε το ταχτικόν και πήγε εις τα Μέθενα, ’σ έναν έρημον και νοσώδη τόπον, κ’ έφκειασε εκεί κάστρο και σπίτια. Κι’ ως νοσώδης ο τόπος, αφανίστηκαν οι άνθρωποι και χάθηκαν κακώς κακού. Κι’ από τόσα άρματα, κανόνια, σκουτιά κι’ άλλα αναγκαία του πολέμου, οπού θα ήταν το ταχτικό διπλό, δεν έμεινε τίποτας. Κι’ αυτά όλα δεν χάνονταν, ούτε την Αθήνα να την ξανακυργέψουν οι Τούρκοι και να μας την πουλήσουνε οπίσου· και να πάρουν άνθρωποι χωρίς αγώνες και θυσίες απόνα γρόσι το στρέμμα την γης, άγρια γης και καλή, και να βάλουν κ’ εμάς να την γιωργούμεν ως είλωτες αυτεινών· και το γενί να βγάζη των αδελφών μας και συγγενών μας τα κόκκαλα. Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακοροίζικους, οπού ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.

Ο Κιτάγιας ήρθε με μεγάλη δύναμη ανθρώπων, με καβαλλαρία, με κανόνια, μ’ όλα τ’ αναγκαία του πολέμου. Έπιασε τα Πατήσια. Τα χωριά τα περισσότερα της Αθήνας προσκύνησαν, ότι από την δικαιοσύνην μας πολλούς κατοίκους τούς ηύρανε φορτωμένους πέτρες και τους ξεφόρτωσαν κι’ άλλους τους λευτέρωσαν, οπού τους παιδεύαμεν διά χρήματα. Αφού μάθαν οι Αθηναίοι ότι έρχεται ο Κιτάγιας, με ζήτησαν εις τον Φαβιέ, ότ’ ήμουν εις την οδηγίαν του, και μόδωσε την άδεια κ’ έμεινα άμα πήγε εις τα Μέθενα με το σώμα. Και με διόρισαν μ’ άλλους δυο Αθηναίους τον Συμεών Ζαχαρίτζα και Νερούτζον Μετζέλο και ήμαστε μ’ ανθρώπους εις τα τείχη της πόλεως· και πολεμούσαμεν νύχτα και ημέρα τριάντα τέσσερες ημέρες. Ο Κιτάγιας χάλαγε τα τείχη με τα κανόνια κ’ εμείς φκειάναμεν. Και καταφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν και πληγωμόν. Μίαν αυγή, μίαν ώρα να φέξη, αφού γκρέμισε σε πολλά μέρη της πόλεως τα τείχη και δεν μας άφιναν τα κανόνια τ’ ακατάπαυτα να μερεμετίσουμεν τα τείχη, τότε μπήκαν οι Τούρκοι – τους μέθυσε πρώτα με ρούμι και μπήκαν από τρεις μεριές. Κι’ ανακατωμένοι με τους Τούρκους πήγαμεν πολεμώντας ως το κάστρον. Εις τα μπροστινά τείχη τα μακρύτερα, οπούναι πρόσωπον των Πατησιών, φυλάγαμεν οι Αθηναίοι κι’ ο γενναίος κι’ αγαθός πατριώτης ο Μορφόπουλος· από την Μπουμπουνίστρα κι’ ως το ριζό του κάστρου ο Μαμούρης μ’ ανθρώπους του Γκούρα και χωργιάτες· από της Κολώνες, τον Αγιώργη, ως το ριζό του κάστρου ο Στάθης Κατζικογιάννης. Όλοι αγωνίστηκαν γενναίως και πατριωτικώς. Η πατρίς χάριτες τους χρωστάγει. Ο Γκούρας ήταν εις το κάστρον κι’ ούθεν έκανε ανάγκη, οπού ήταν πολύς πόλεμος, πρόφτανε. Και γενικώς όλοι αγωνιστήκανε πατριωτικώς και γενναίως. Οι Τούρκοι ολόγυρα την χώρα είχαν κανονοστάσια, τάμπιες, και βαρούσαν με κανόνια, μπόμπες και γρανέτες και λιανοντούφεκον. Αυτείνοι πλήθος κ’ εμείς ολίγοι ως πεντακόσοι άνθρωποι, κάτου όχι απάνου. Οι θέσες εκτεταμένες.

Πήγαμεν εις το φρούριον. Ήταν η νίλα εκεί· γυναικόπαιδα, ζώα. Γιόμωσε ο Σερπετζές. Η θεία πρόνοια, αδελφοί αναγνώστες, είναι μεγάλη και δίκια. Οι Τούρκοι – πιασμένες όλες οι θέσες ολόγυρα εις την χώρα και κάστρο. Εβήκαν οι άνθρωποι, γυναικόπαιδα, κλαίγοντας, με τόσα ζώα, και οι Τούρκοι δεν τους πήραν χαμπέρι τελείως· και σωθήκανε όλοι χωρίς να ματώση μύτη κανενού και πήγαν εις Αμπελάκι και Κούλουρη.

Την χώρα την βαστήσαμεν τριάντα τέσσερες ημέρες. Κολλήσαμεν εις το κάστρο Αγούστου 3, τα 1826. Όταν μπήκαμεν εις το κάστρο, ήταν πλήθος εκεί βόιδια. Ο Γκούρας, αμαθής από μπλόκους, τάβγαλε και τ’ απόλυσε όλα έξω, και τα πήραν οι Τούρκοι. Του λέγω: «Τι κάνεις, αδελφέ; εδώ είναι πολιορκία. – Λέγει, λίγον καιρό θα κάμωμεν». Έτζι τόλεγαν οι Ευρωπαίγοι, οπούρχονταν εις το κάστρο, και τους πίστευε. Όταν δεν είχαμεν ούτε ψωμί, βάρειε το κεφάλι του. Τα βόιδια τάφαγαν οι Τούρκοι κ’ ευκιώνταν την ανοησίαν του Γκούρα. Εγώ ήμουν καμένος από το κάστρο της Άρτας, οπού καθόμουν νηστικός, κι’ από το Νιόκαστρο, οπού δεν είχαμεν ούτε νερό. Έβαλα το κρασί των συγγενών της γυναικός μου κι’ όλους τους ζαϊρέδες, αγόρασα ρύζι εξακόσες οκάδες, όσπρια κι’ όλα τ’ αναγκαία· κι’ αλάτισα τόσα βόιδια και γουρούνια. Κ’ έτρωγαν όσους ανθρώπους είχα μαζί μου, κι’ αχώρια οι λαβωμένοι και οι άλλοι, όταν ήρθε ο Κριτζώτης και το ταχτικόν, οπού κατήντησε εκατό γρόσια η οκά το βούτυρον και τ’ άλλα τ’ αναγκαία και δεν βρίσκονταν.

Αφού κολλήσαμεν εις το κάστρο, μεράσαμεν και πήρε ο καθείς τα πόστα του. Ο Παπά Κώστας, ο Εμορφόπουλος κ’ εγώ εις την Χρυσοσπηλιώτισσα, οπούναι η σπηλιά και οι δυο κολώνες από πάνου. Αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν και πλήγωμα, ότ’ ήταν καρσί ο Σέτζος και το Κολωνάκι οπούταν τα κανόνια των Τούρκων· από μέσα εις τον Σερπετζέ οι Αθηναίγοι ο Συμιός, ο Νερούτζος, ο Μήτρο Λίτζος, ο Ντάβαρης ως την έξω πόρτα του κάστρου· ’στην τάπια του Δυσσέως, από ’κεί και κάτου, άνθρωποι του Γκούρα· εις του Λιονταριού τη ντάπια Αθηναίοι, οπού ήταν κιντυνώδες μέρος. Αυτείνοι οι καϊμένοι ήταν γυμνοί και δυστυχισμένοι, ότι οι άνθρωποι του Γκούρα τούς γύμνωσαν. Κι’ ο καϊμένος ο Ντάβαρης ο Αναγνώστης με τόσους πατριώτες του κι’ ο Γερολίτζος ήρθαν να σκοτωθούν με τους χωργιανούς τους κ’ ήφεραν κι’ όλα τους τα βόιδια και σκουτιά των σπιτιών τους κ’ έντυναν κ’ έθρεφαν τους συνπολίτες τους τους δυστυχισμένους Αθηναίους, οπού συναγωνίζονταν εξ αρχής εις τα δεινά της πατρίδος. Και τότε ως αδελφοί μέραζαν το εδικόν τους. Αφού γύμνωσαν την Αθήνα οι άνθρωποι του Γκούρα και δεν άφιναν τους Αθηναίους να βγάλουν τίποτας έξω, εις το κάστρο τούς πουλούσαν το πράμα τους το ίδιον, των Αθηναίων, κι’ απ’ αυτά έτρωγαν και ντύνονταν, οπού δούλευαν οι περισσότεροι μέσα εις τα χαντάκια και λαγούμια νύχτα και ημέρα. Ήταν μαζί μ’ εμένα οι Αθηναίοι και με τον Κώστα Λαγουμιτζή, και χωρίς ν’ αγωνιζόμαστε εμείς, το κάστρο θα κιντύνευε και θα παραδόνεταν προ καιρού. Εις το Σερπετζέ από πάνου, εις το θέατρο, φύλαγε ο Κατζικογιάννης. Ύστερα με διόρισαν όλοι οι πολιορκημένοι πολιτάρχη του κάστρου, να φέρνω γύρα όλο το κάστρο μέσα διά την ευταξίαν κ’ έξω σε όλα τα πόστα να τρέχω όθεν ακολουθήση ντουφέκι, να προφτάνωμεν. Και φύλαγαν ανθρώποι μου εις τη ντάπια του Δυσσέως και την άλλη· και τους μέραζα και το νερόν ολουνών εις το κάστρον.

Απόξω τον Σερπετζέ καρσί του Σέτζου ήταν ένας γαμπρός του Γκούρα ο Ντεντούσης, τίμιος πατριώτης και γενναίος· κιντυνώδης η θέση αυτείνη – εσκοτώθη. Και διόρισαν και σήκωσα τους ανθρώπους μου από την Χρυσοσπηλιώτισσα και την πιάσαμεν κ’ εκείνη την θέση εμείς. Τέσσερες αδρασκελιές μακρυά και λιγώτερον ήταν τα χαρακώματα των Τούρκων, βαθιά χαντάκια και εις τα χείλια τους κοφίνια. Είχα κ’ εγώ φκειασμένες δυο ντάπιες· και τρυπήσαμεν το κάστρο και στεκόμαστε εκεί. Την νύχτα φκειάναμεν της ντάπιες και την ημέρα μάς της χάλαγαν με τα κανόνια από το Σέτζος. Ότ’ ήταν καρσί και πολλά κοντά. Κι’ αφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν. Το ίδιον πάθαιναν κι’ απάνου εις το κάστρο. Ότ’ ήταν πέτρες· κι’ αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τα κανόνια και μπόμπες. Γιόμωσε τάφους απάνου το κάστρο και τους χώναμεν ’στον Σερπετζέ.

Το κάστρο τώρα θέλει να φάγη εκείνους οπού τότρωγαν τόσα χρόνια και τους έθρεφε σαν μανάρια, και σκοτώνονταν καθεμερινώς. Ο Γκούρας έφκειασε έναν περίφημον ναόν, τον γιόμωσε από πάνου χώμα να μην περνάγη η μπόμπα, κ’ έβαλε την φαμελιά του μέσα και κάθονταν κι’ ο ίδιος. Πήρε εις το κάστρο τον συμπέθερό του τον Σταυρή Βλάχο, τον Καρώρη, τον Βαρελά, τον Ζαχαρίτζα, όλο του το παρτίδο, την συντροφιά του και τους έδωσε κ’ ένα καλό υπόγειον. Και τους σύστησε δημογεροντία· και τους έβαλε και γραμματέα τον Διονύση Σουρμελή, οπού τον θυμιατούσε γράφοντας όταν ήταν εις την χώρα αυτός κι’ όλη αυτείνη η συντροφιά. Τους πήρε και εις το κάστρο, τους έβαλε εις το υπόγειον, τρώνε και πίνουν χωρίς να πατήση κανένας από αυτούς όξω από την πόρτα του υπόγειου. Ότι όξω ήταν μπόμπες και γρανάτες και κανόνια και κιντύνευε ο καθείς, και εις το υπόγειο ήταν σιγουριτά· όξω από τον Ζαχαρίτζα τον Νικολάκη. Αυτός ο καϊμένος έβγαινε κι’ αγωνίζονταν, καθώς και οι άλλοι οι πατριώτες, και κιντύνευε μαζί μας. Οι άλλοι όλοι εις το υπόγειον· κι’ ο Γκούρας εις τον ναόν κάθεταν με την φαμελιάν του. Πηγαίναμεν εμείς σκοτωνόμαστε με τους Τούρκους έξω από το κάστρο – έγραφε η δημογεροντία κι’ ο Σουρμελής έξω εις την Διοίκηση και εις τους καπεταναίους και εις της ’φημερίδες· «Σήμερα εβήκε ο αρχηγός Γκούρας έξω αναντίον των Τούρκων κ’ έκαμεν εκείνη την νίκη, εκείνη». Κάθε ολίγον όσοι ήταν εις τα υπόγεια εγκώμιαζαν εκείνους οπού ήταν εις τον ναόν. Τα είδαμεν αυτά γραμμένα εις της ’φημερίδες, ότι τάστελναν απόξω του Αναστάση Λιδωρίκη και Βλάχου, γυναικάδελφου και συμπέθερου του Γκούρα.

Σαν τα είδαμεν αυτά, πιαστήκαμεν και μαλλώσαμεν· και τους είπα· «Χωρίς να βλέπωμεν όλα τα γράμματα και να τα υπογράφωμεν όλοι, πεζοδρόμον από το κάστρο άλλη φορά δεν βγαίνομεν». Κι’ έτζι ακολουθήσαμεν εις το εξής. Τότε του είπα του Γκούρα· «Να πιάσης πόστο έξω από το κάστρο, και τότε κατά τ’ ανδραγαθήματά σου γράψε». Παληκάρι γενναίον, φιλότιμον εβήκε κ’ εκεί σκοτώθη, και είπαν ότι τον σκότωσα εγώ. Του Θεού ψυχή να μην δώσω αν ακολούθησα τοιούτο ή μου πέρασε από την ιδέα μου. Ύστερα γκρέμισε και το κανόνι εκείνον τον περίφημον ναόν και χάθη και η φαμελιά του Γκούρα και τόσες άλλες ψυχές. Εγλύτωσε ζωντανό απ’ ούλους αυτούς ένα αθώον παιδί, και οι άλλοι σκοτώθηκαν όλοι.

Εις την ντάπια του Δυσσέα απόξω ως τη ντάπια του Λιονταριού εκεί είχαμεν δεμένο λαγούμι· είχαμεν βάλη μπαρούτι και το φτίλι από κεί το είχαμεν ως μέσα εις το χαντάκι. Κ’ εκείνη την θέση του Λιονταριού την φύλαγαν οι Αθηναίγοι οι γυμνοί. Κεφαλή αυτεινών ήταν ο Δανίλης, γενναίος άνθρωπος και τίμιος πατριώτης. Τον πιάσαν ύστερα ζωντανόν αυτόν και τον Μήτρο Λέκκα, τους αγαθούς πατριώτες, και τους παλούκωσαν εις την Έγριπον οι Τούρκοι. Το φτίλι του λαγουμιού ήταν από πανί. Οι άνθρωποι κατουρούσαν εις το χαντάκι, ότι δεν μπορούσαν να πάνε αλλού, ότι τους βαρούσαν οι Τούρκοι από το Καράσουι κι’ απ’ άλλα μέρη· και τους κατασκότωναν καθημερινώς. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να κάμουν γιρούσι δι’ αυτό το μέρος, και εις τη ντάπια, οπούταν το λαγούμι δεμένο εκεί συνάχτηκαν πλήθος από αυτούς. Βάλαμεν τους ανθρώπους εις την τάξη, βήκαμε καμπόσοι και στεκόμαστε με τα μαχαίρια εις το χέρι. Βάλαμεν φωτιά εις το φτίλι, ήταν βρεμένο, δεν έπιασε· πήγε σε καμπόσο διάστημα η φωτιά και κόπη. Τότε είδα έναν πατριωτικόν ενθουσιασμόν. Ένας Αθηναίος παίρνει με την χούφτα του φωτιά και πήγε και την έρριξε εις το φτίλι – διά την πατρίδα την φωτιά την έκαμεν νερό, αλλά δεν έπιασε. Μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου – τους δώσαμεν ένα πελεκίδι και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως την άκρη εις τα σπίτια· κι’ αποτύχαμεν το λαγούμι, οπού θα τους αφάνιζε. Σκοτώσαμεν καμπόσους κ’ έναν σημαντικόν. Και λυπήθη πολύ ο Κιτάγιας δι’ αυτόν, ότ’ ήτο πολύ γενναίος. Όταν βαστούσαμεν την χώρα, μια ’μέρα είχα βγη εγώ από τα τείχη της χώρας με καμμιά δεκαριά ανθρώπους και μας ρίχτηκαν η καβαλλαρία απάνου μας και θα χανόμαστε. Βαστήσαμεν και σκοτώσαμεν τον αρχηγόν τους κι’ άλλον έναν και κρύωσαν οι Τούρκοι· και ήβραμεν καιρόν και σωθήκαμεν· και τον έκλαψε κι’ αυτόν ο Κιτάγιας, ότ’ ήταν πολύ αγαπημένος του.

Όταν κολλήσαμεν εις το κάστρο, βαστούσαμεν και τον μαχαλά της Πλάκας ως την Αρβανίτικη πόρτα. Από κάτου το κάστρο εις τα σπίτια ήταν μία εκκλησία και της έδεσε λαγούμι ο αθάνατος περίφημος Κώστας Λαγουμιτζής, γενναίος και τίμιος πατριώτης – και με την τέχνη του και με το ντουφέκι του ως λιοντάρι πολέμαγε διά την πατρίδα. Ήμαστε μαζί κι’ αγωνιζόμαστε ως αδελφοί νύχτα και ημέρα και δουλεύαμεν με τους ανθρώπους, τους αγαθούς Αθηναίους και φκειάναμεν τα λαγούμια· και ήμαστε όλοι πάντα αγαπημένοι κ’ ενωμένοι. Εις το Μισολόγγι και παντού αυτός ο γενναίος άντρας θάματα έχει κάμη. Πατρίδα, του χρωστάς πολύ αυτεινού του αγωνιστή. Θησαυρούς τού δίνει ο Κιτάγιας να γυρίση· διά σένα, πατρίδα, όλα τα καταφρονεί. Έβαλε λαγούμι εις την εκκλησίαν. Πλάκωσε ένα πλήθος Τούρκων· αρχίσαμεν τον πόλεμον· κάμαμεν ότι τζακιστήκαμεν. (Θέλαμεν να τον αφήσουμεν τον μαχαλά, ότ’ ήμαστε ολίγοι και οι θέσες εκτεταμένες). Τότε οι Τούρκοι μάς πήραν ’στο κοντό. Είχαμεν την Χρυσοσπηλιώτισσα πιασμένη και το ριζό του κάστρου, είχαμεν ταμπούρια, και πιάσαμεν εκεί. Αφού γιόμωσε η εκκλησιά μέσα κι’ ως απάνου, στάθηκαν δυο γενναία παληκάρια ο Μιχάλης Κουνέλης Αθηναίος κι’ ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης ή Χορμοβίτης, αυτείνοι οι δυο γενναίοι και οι αθάνατοι, και βάλαν φωτιά· και πολέμησαν αντρεία και σώθηκαν. Και πήγε εις τον αγέρα η εκκλησιά και οι Τούρκοι όλοι. Ύστερα οι άλλοι Τούρκοι οπού ήταν πλησίον εκεί τζακίστηκαν· κι από πάνου το κάστρο κι’ από κάτου βαρούσαμεν εις το κρέας και τους αφανίσαμεν. Έγινε μεγάλος ο σκοτωμός των Τούρκων.

Εις το Σερπετζέ απόξω, οπού φυλάγαμεν, ήφερναν τα λαγούμια τους οι Τούρκοι αναντίον μας· εκεί ήταν και του κάστρου, τρία στόματα. Οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλά πλησίον μας και ήρθε κ’ ένας πασιάς νέος με καλό ασκέρι. Και ήρθαν εκεί εις τα χαρακώματά τους πολλά πλησίον μας και μας βρίζαν και μας λέγαν άναντρους κι’ Οβραίους· και εις το Μισολόγγι ήταν παληκάρια κ’ εμείς καντιποτένιοι· και ’σ ένα δυο ημέρες μάς κλείνουν με τα χαρακώματά τους· και μας πιάνουν ζωντανούς ύστερα και μας περνούν από το σπαθί τους. Εγώ κι’ ο Κώστα Λαγουμιτζής ήμαστε αποσταμένοι, ότι φκειάναμεν νύχτα και ημέρα τα λαγούμια να τους χαλάσουμεν των Τούρκων τα δικά τους. Κ’ εγώ ήμουν πάντοτες οπού σύναζα τους Αθηναίους (τους αγαπούσα, κι’ αυτοί το ίδιον) και τους οδηγούσα εις αυτά κ’ εργαζόμαστε. Είχα κι’ όλα τα νοικοκυρόπουλα μαζί μου και τα προφύλαγα από τους ανθρωποφάγους, οπούθελαν να τους γυμνώνουν ως και εις το κάστρο, όπου τους έμεινε ολίγον πράμα – να τους το πάρουν κι’ αυτό. Αφού ήμαστε αποσταμένοι, οληνύχτα και ημέρα οπού εργαζόμαστε, τους είπα κ’ έσφαξαν ένα βόιδι οπούχα ζωντανό, να πάρουν οι άνθρωποι ολίγον κρέας. Και μας μαγείρεψαν να φάμε. Τότε κάλεσα και τον Λαγουμιτζή και τον Παπά του Κριτζώτη τον αδελφόν, οπού ήταν μέσα και φύλαγε με τον Στάθη Κατζικογιάννη εις την ίδια βέργα του τείχους του Σερπετζέ, κι’ απόξω εμείς. Είχα καλεσμένον και τον Παπακώστα, γενναίον παληκάρι, αγαθός πατριώτης, συγγενής του Γκούρα. (Με τον Γκούρα ήμουν ’γγισμένος, με τον Παπακώστα ήμαστε φίλοι στενοί, ότι γνώριζε ποιος έφταιγε και ποιος είχε δίκιον). Εκεί οπού τρώγαμε όλοι ψωμί, οι Τούρκοι απόξω, την νύχτα, μας βρίζαν· είχα την μάγκα μου, οπού τρώγαμεν όλοι μαζί με τους μουσαφιραίγους· τους λέγω: «Αδελφοί, εδώ σας έχω ζαϊρέδες οπού τρώτε, κρασί, ρακί κι’ όλα σας τα συγύρια. Οι άλλοι του κάστρου τρώνε ξερό ψωμί. Το λοιπόν εμείς να τρώμεν, και οι Τούρκοι να μας διατιμούν δεν βαστιέται. Θέλω κοφίνια τούρκικα από τα χαρακώματά τους!» Μου λένε οι γενναίοι άντρες – ήταν όλο νοικοκυρόπουλα Αθηναίγοι κι’ ολίγοι Φηβαίγοι, οπού τους είχα πάντοτες μαζί μου. Αφού τους έκαμα αυτείνη την ομιλίαν, φιλοτιμία και πατριωτισμόν γιομάτοι όλοι, (άλλη βολά δεν είχαμεν βγη ’στα τούρκικα χαρακώματα· αυτό ήταν το πρώτο) μου λένε: «Δος μας μίαν φορά κρασί να πιούμεν από το χέρι σου». Τους έδωσα. Μου είπαν: «Δώσε μας και την ευκή σου. – Τους είπα, έχετε πρώτα του Θεού του αρχηγού του παντός την ευκή και της πατρίδος». Σηκώθηκαν όλοι και βγαίνουν αναντίον των Τούρκων εις τα χαρακώματά τους και τους τζακίζουν: και σκότωσαν πεντέξι Τούρκους, τους πήραν και καμπόσα κοφίνια. Τους πισωδρόμησαν οι Τούρκοι. Τότε δεν ήταν καλό αυτό, ότ’ είναι πρώτο κίνημα κι’ όποιος λάβη θάρρος, θα λάβη διά πάντα. Μου λένε: «Έβγα κ’ εσύ, καπετάνε». Εγώ είμαι φιλόζωγος, όμως μου πειράζεταν και η φιλοτιμία, ότι εγώ ήμουν ο αίτιος να τους ειπώ αυτό. Τότε με τους ίδιους εβήκαμεν αντάμα, χαλάσαμεν τους Τούρκους. ’Σ ολίγον μάς πήραν με τα μαχαίρια, μας ήφεραν κυνηγώντας ως το πόστο μας· λάβωσαν κι’ από ’μάς κάνα δυο. Τους δίνομεν άλλο τζάκισμα: μας πισωδρόμησαν. Εκεί οπού τους τζακίσαμεν, τους πήραμεν καμπόσα πλιάτζικα, τους πήραμεν κ’ ένα πανουφόρεμα μακρύ. Είχα έναν μαζί μου, γραμματικόν του Κατζικογιάννη, Αλεξαντρή τον λένε, νοικοκυρόπουλον, φιλότιμος νέος και με νου κι’ αρετή. Του λέγω: «Ό,τι θα κάνω εγώ εσύ θα το επιστηρίζης ως βέβαιον· θα κάμω ένα στρατήγημα. – Ό,τι μου ειπής κάνω, μου λέγει ο νέος». Γιομίζω το φόρεμα το τούρκικον χώματα και το πιάνομεν οι δυο μας και το πάγω εις τα πόστα μας, οπούταν οι συντρόφοι κυνηγημένοι από τους Τούρκους, και φωνάζω τον Λαγουμιτζή, τον Παπά του Κριτζώτη και τον Παπακώστα – και φωνάζω να μ’ ακούσουν οι Έλληνες· λέγω αυτείνων των τριών τα ονόματά τους· «Ελάτε να σας δώσω εσάς των τριών τον χαζνέ των Τούρκων, οπού τους πήραμεν, να μου τον φυλάξετε εσείς οι τρεις και θα πάγω να πάρω και τον άλλον οπούναι εκεί. Οπίσου στεκάτε να τον βουλλώσω πρώτα, να μη μου τον κλέψετε». Έβγαλα την τεζέδα μου από το ποδάρι και τόδεσα κ’ έβγαλα και την βούλα μου να τα βουλλώσω – κι’ ο Αλεξαντρής να ψάχνη διά κερί. Ακούγοντας γρόσια οι Έλληνες και βουλώματα, βγάνουν τα μαχαίρια και σαν λιοντάρια ρίχνονται εις τους Τούρκους. Αλήθεια χαζνέ πήραν· πήραν ντουφέκια, πήραν σπαθιά, σκότωσαν και τόσους Τούρκους· κυργέψαμεν τρία λαγούμια, οπού μας φέρναν αναντίον μας να μας αφανίσουνε εμάς και το κάστρο· πιάσαμεν καμμίαν εικοσιπενταριά ζωντανούς, τους λαγουμιτζήδες τους κι’ άλλους· τους καφφενέδες τους, οπούχαν εκεί, κι’ όλα τους τα συγύρια· κρασιά, ρακιά καταδίκι· τους πήγαμεν κυνηγώντας ως το Καράσουι· εκεί ήταν δύναμη μεγάλη των Τούρκων και τα ταμπούρια τους και βαστάχτηκαν. Χαλάσαμεν από το Καράσουι ως τα πόστα μας όλα τους τα χαντάκια και τους πήραμεν περίτου από δυο χιλιάδες κοφίνια.

Τότε πιάσαμεν τον τόπον ο Γκούρας, ο Παπακώστας, ο γενναίος και καλός πατριώτης ο Θωμάς Αργυροκαστρίτης· βαστούσαμεν εμείς όλοι τους Τούρκους με τον πόλεμον – και τα τρία λαγούμια των Τούρκων τάκαμεν ο Λαγουμιτζής ένα και τόβαλε εις το δικό μας λαγούμι· και πήραμεν εμείς το μάκρο του και δέσαμεν ένα λαγούμι των Τούρκων ’σ ένα πόστο τους, οπούταν σαν πιάτζα και συνάζονταν όλοι οι Τούρκοι και κουβέντιαζαν και πίναν καφφέ, εκεί από κάτου το γιομίσαμεν μπαρούτι χωρίς οι Τούρκοι να ξέρουνε τίποτας. Συνάξαμεν όλα τα κοφίνια και φκειάσαμεν το πόστο, της δυο ντάπιες μου κι’ ούθεν αλλού έκανε χρεία. Μου σκοτώθη ένα παληκάρι τότε οπού ήταν από τα σπάνια, ο Στάμος Πέτρου Θοδωρής Αθηναίος· τον είχα μπαγιραχτάρη· τίμιος άνθρωπος πολύ, αγαθός και γενναίος. Αφού τζακίσαμεν τους Τούρκους, ώρμησε εις το Καράσουι και τον σκότωσε αυτόν και τον Πράπα αδελφόν του Παγώνα. Τους έκλαψε όλο το κάστρο· κ’ εγώ φαρμακώθηκα, ότι τον είχα τόσα χρόνια μαζί μου.

Άρχισαν οι Τούρκοι κ’ έφκειασαν τα χαρακώματά τους και τάφεραν ως το πόστο τους, οπού τους είχαμεν το μπαρούτι κρυφίως. Τότε συνάχτηκαν τ’ ασκέρια εις το πόστο μου και πιάσαμεν κουβέντα με τους Τούρκους φιλική διά να συναχτούνε πολλοί και να τους κυβερνήσωμεν όλους όταν βάλωμεν φωτιά εις το λαγούμι. Μπήκαν οι δικοί μας εις την λίνια· τους μέρασα κάθε δέκα ανθρώπων μίαν μποτίλλια ρούμη· ένας, τόδωσα την ρούμη, δεν την έδωσε να πιούνε οι συντρόφοι του, οπούταν μάγκατζης, την έπγε μόνος του όλη και μέθυσε. Αφού ετοιμαστήκαμεν, και οι Τούρκοι γιόμωσε ο τόπος, και τότε θα τους αφανίζαμεν βαίνοντας την φωτιά– το λαγούμι τού κάνουν τρύπες να ξεθυμαίνη. Η κακή τύχη ’σ εκείνη την τρύπα είχε χυθή μπαρούτι. Πηγαίνοντας η φωτιά εκεί, πήρε φωτιά εκείνο το μπαρούτι. Εμείς δεν ξέραμεν από λαγούμια· ελέγαμεν ότι αυτείνη η φωτιά είναι το λαγούμι. Εκείνος ο μεθυσμένος τράβησε το μαχαίρι κ’ έβαλε της φωνές. Οι Τούρκοι πήραν χαμπέρι. Εμείς κινηθήκαμεν άταχτα· οι Τούρκοι τραβήχτηκαν από ’κεί. Τότε ωρμήσαμεν απάνου τους και κόντεψε να πάθωμεν εμείς εκείνο οπού θα κάναμεν των Τούρκων. Έκαμε ο Θεός και πήρε φωτιά πριν να ζυγώσουμεν και σήκωσε εις τον αγέρα λιθάρια ριζιμιά. Και δεν βλάφτη κανένας από ’μάς, ούτε οι Τούρκοι. Τότε μας ρίχτηκαν οι Τούρκοι με τα μαχαίρια και μας έβαλαν ομπρός. Κι’ άρχισαν τα λιανοντούφεκα βροχή των Τούρκων και οι μπόμπες και τα κανόνια και οι γρανέτες. Λαβώθηκαν κάμποσοι από ’μάς και μου σκοτώθη κ’ έν’ Αθηνιωτόπουλο, νοικοκυρόπουλο, Νέστορα Κοπίδη τόλεγαν, ο σύντροφος του μπαγιραχτάρη μου, πολύ γενναίος. Τότε τάχαμεν κακά· μας φέραν οι Τούρκοι ως απόξω και μπορούσαν να μας βάλουν και μέσα εις το κάστρο. Τότε με φωτίζει ο Θεός και παίρνω ένα δαβλί με φωτιά εις το χέρι και φωνάζω· «Βάλτε φωτιά εις το τρανό λαγούμι, τώρα οπού ζύγωσαν οι Τούρκοι, να τους αφανίσουμεν!» Ακούνε οι Τούρκοι, βλέπουν και την φωτιά, τζακίζουν οπίσου και τους παίρνουν εις το κοντό οι αθάνατοι Έλληνες· και τρώνε ένα σπαθί καλό. Τους χαλάσαμεν πίσου τα χαρακώματά τους· τους πήραμεν τόσα κεφάλια και λάφυρα πλήθος, ντουφέκια, σπαθιά, καπότες. Ούτε άλλο λαγούμι είχαμεν, ούτε φωτιά ν’ ανάψη. Από τότε μάθαν πολλή γνώση οι Τούρκοι· ούτε μας βρίζαν, ούτε μας πλησιάζαν. Τους πήραμεν τον αγέρα τους. Πέντε δέκα βγαίναν οι Έλληνες, τους αφάνιζαν. Είχα ένα παληκάρι, Χατζή Μελέτη το λένε, Αθηναίος· όποτε έβγαινε έξω, ή ένα κεφάλι ή δυο θάφερνε μέσα εις το πόστο· γενναίον και τίμιον παληκάρι. Μας φέρναν οι Τούρκοι ένα λαγούμι από κάτου το κάστρο και του τάξαμεν δέκα χιλιάδες γρόσια και τον κρεμάσαμεν μόνον του από το κάστρο και είδε αυτό το λαγούμι· και γλύτωσε το κάστρο. (Το ξεθυμάναμεν από πάνου). Και κιντύνεψε να σωθή, οπού τον πλάκωσαν τόση Τουρκιά. Και του δώσαμεν δέκα παράδες.[2]

Όταν μέρασα το ρούμι των ανθρώπων διά να κάμωμεν το γιρούσι διά το λαγούμι, ήταν εκεί κ’ ένας αξιωματικός του Γκούρα, αγαπημένος του· και τον καζάντησε τόσα χρήματα αυτόν, τον λένε Γιάννη Μπαλωμένον – ο τρισκατάρατος τον έχει μπαλωμένον και βουλλωμένον, τον αναθεματισμένον της πατρίδας. Αυτός ο άτιμος με καμπόσους συντρόφους του, όταν είχαμεν τον πόλεμο και πετζοκοβόμαστε με τους Τούρκους, πήρε τους συντρόφους του και φύγαν και πήγαν εις την Κούλουρη· και πολεμούσαν με της άτιμες γυναίκες· κι’ άφησαν το πόστο τους εμπροστά εις το μάτι των Τούρκων, παραπάνου από το δικό μου πόστο, άδειον. Και τότε ο δυστυχής Γκούρας –(ήμουν πολύ ’γγιμένος μ’ αυτόν εξ αιτίας από αυτούς τους δολερούς ανθρώπους, οπού τον τρογύριζαν, αυτείνοι κ’ η συντροφιά του η Αθηναίικη, και τον συβούλευαν μπερμπάντικα· και τον αφάνισαν τον γενναίον αγωνιστή· κ’ εξ αιτίας από αυτά δεν τόκρενα)– και τότε ήρθε εις το πόστο μου λυπημένος και κάηκε η ψυχή μου οπού τον είδα τοιούτως. Μου παραπονεύτη πολύ. Του είπα: «Αδελφέ, από την σήμερον κι’ ομπρός να με γνωρίζης καθώς ήμαστε και πρώτα και καλύτερα. Εγώ αγωνίζομαι, του λέγω, νύχτα και ημέρα, καθώς βλέπεις. Κι’ όσο είμαστε εδώ, είμαι αδελφός σου· τελειώνοντας ο πόλεμος αυτός, δεν θέλω την φιλίαν σου. (Μ’ είχε και στεφανωμένον). – Μου λέγει, εγώ σ’ έχω αδελφόν τόσα χρόνια, σ’ έκαμα και συγγενή· διατί δεν θέλεις την φιλίαν μου; – διατί, του λέγω, σου είπα, όταν ήρθαμεν εις την Αθήνα, μην τηράξης να πλουτήνης, ότι θα διατιμηθής και η Αθήνα θα κιντυνέψη εξ αιτίας σου. Ότι δεν είσαι μικρός άνθρωπος να την βλάψης ολίγον. Τι το θέλω τώρα; Πλούτηνες και ρήμαξες και την Αθήνα γυμνώνοντας. Αυτείνοι οι άτιμοι οπούχες μαζί σου, τον Άγουστον κολλήσαμεν εις το φρούριον, και τον ίδιον μήνα γύρευαν να σ’ αφήσουνε να φύγουν, καθώς τους είδες. Εμείς σκοτωνόμαστε με τους Τούρκους, κι’ ο Μπαλωμένος κι’ άλλοι σηκώθηκαν και φύγαν. Και με τους Αθηναίους σ’ έβαλαν και πιάστης οχτρός, ότι τους γύμνωσαν. Αυτείνοι είναι άναντροι, χασάπικα σκυλιά. Τι τα θέλεις τα πλούτη, οπού τάκαμες και γιόμωσες τόσους τενεκέδες και τους έχωσες; Δεν πλέρωνες ανθρώπους νάχης διά το κεφάλι σου, κ’ εσύ να δοξαστής και την πατρίδα να την ωφελήσης; Όχι ’σ ένα μήνα να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βάλαν υποψίες οι απατεώνες ότι θα σε σκοτώσω μ’ απιστιά εξ αιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες. Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου και ναρθή από σένα. Τώρα έγινε. Θυμήσου πόσα σού είπα εις την Αγόργιανη· ότι θα μας βάλουν να σκοτώνωμεν ένας τον άλλον. Τότε μ’ άκουσες, δεν τόκαμες· ύστερα έγινε. Τώρα όμως να γνωρίσης τους φίλους σου και τους απατεώνες. Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.

Δάκρυσαν τα μάτια του του καϊμένου· τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον Δυσσέα. Μου είπε: «Αν ζήσω κ’ έβγω έξω, δεν θέλω ματαξέρη από αυτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, μου είπε, – καταγίνομαι να φκειάσω την διαθήκη μου και θα κάμω σκολειά κι’ άλλα καλά διά την πατρίδα. Και θ’ αφήσω όλων εσάς το μερίδιόν σας. – Να ζήσης να τα χαρής, αδελφέ, και να κάμης καλά πράματα διά την πατρίδα, να βγάλης αυτόν τον λεκέ από πάνου σου, ότι όποιος σ’ έχει φίλο λυπάται. Εγώ δεν θέλω από μέρος μου τίποτας. Κι’ αν μ’ ακούσης κ’ εμένα εις το εξής ό,τι μου κόβη το κεφάλι μου να σου λέγω, είμαστε αδελφοί και φίλοι καθώς ήμαστε· ειδέ, τηράγει καθένας την δουλειά του. Και μ’ αυτούς τους φίλους οπούχεις φιλίαν δεν θέλω, ότι τους γνωρίζω εγώ τι έκαμαν ’σ εσένα και εις την πατρίδα. Κ’ εδώ μέσα οπού τους έχεις δημογεροντία – όξω σού σκάβουν το λαγούμι σου με τους άλλους τους ψεύτες. – Τα ξέρω όλα, μου είπε, πως μ’ έχουν όλοι αυτείνοι τυλιμένον. Όμως δεν είναι περίσταση τώρα». Φιληθήκαμεν κι’ ορκιστήκαμεν να είμαστε εις το εξής καλύτερα από τα πρώτα.

Αφού μείναμεν σύνφωνοι, τόμαθαν η γυναίκα του, οι συγγενείς του, εχάρηκαν. Πήγα κ’ εγώ τους είδα εις τον ναόν. Μείναμεν σύνφωνοι το βράδυ ναρθούνε με τον Παπακώστα και τον Κατζικογιάννη να φάμεν εις το πόστο μου ψωμί· ότ’ έχω ταζέτικον κρέας κι’ άλλα. Ήταν λυπημένος ο καϊμένος ο Κατζικογιάννης. Του σκοτώθηκαν τόσοι συγγενείς του κ’ ένας ανιψιός του τότε. Ήταν καλός πατριώτης ο Κατζικοστάθης, αγαθός άνθρωπος. Κι’ αφανίστηκαν εις το κάστρο όλοι αυτείνοι οι συγγενείς του. Αφού ετοιμάζαμεν το φαγί, μιλούνε του Γκούρα όλοι του οι συντρόφοι θα φύγουν, καθώς έφυγε ο Μπαλωμένος. Τότε ο δυστυχής ο Γκούρας φαρμακώθη. Του λέγω: «Μην πικραίνεσαι. Πες τους μίαν προθεσμίαν διά οχτώ ημέρες και να γράψωμεν αυτά εις την Διοίκησιν να στείλη νέους ανθρώπους· κι’ αυτές της ’μέρες οπού θα μείνουν να μας βοηθήσουνε να φκειάσωμεν τα λαγούμια γύρα τον Σερπετζέ και σε όλες της πόρτες του κάστρου κι’ ούθεν κάνει ανάγκη. Και δουλεύομεν κ’ εμείς και φκειάνομεν παντού τα λαγούμια κ’ ετοιμάζομεν όλα αυτά τα μέρη, ότι θέλουν πολλή δουλειά. Και δι’ αυτό να βαστήξουμεν τους ανθρώπους. Και συνχρόνως γράφομεν και εις την Κυβέρνησιν να μας στείλη νέα φρουρά. Και να ειπούμεν αυτεινών οπού θέλουν να φύγουν να φκειάσουνε και μίαν αναφορά να την στείλωμεν εις την Κυβέρνησιν και σε οχτώ ημέρες μάς έρχεται απάντηση, ή στείλη η Κυβέρνηση ανθρώπους νέους ή όχι· τότε αυτείνοι ας φύγουν. Αν έρθουν νέοι άνθρωποι, τα λαγούμια δεν μας χρειάζονται· ειδέ και δεν μας έρθουν, θα μείνουμεν πολλά ολίγοι και θα περγιοριστούμεν από μέσα το Σερπετζέ. Κι’ όταν έρθουν οι Τούρκοι και δεν μπορούμεν ν’ ανθέξωμεν, βάνομεν φωτιά και τον Σερπετζέ στέλνομεν εις τον αγέρα και τους Τούρκους οπού θανάναι εκεί. Και μ’ αυτόν τον τρόπον πηγαίνομεν πολεμώντας ως μέσα εις τον ναόν· κ’ εκεί κάνομεν γενικόν λαγούμι και πάμεν ’στον αγέρα κ’ εμείς και οι Τούρκοι και ο ναός. Ότι αν δεν μας στείλη ανθρώπους νέους η Κυβέρνηση – δεν θελήσουνε ναρθούνε – θ’ αφήσουμε απολέμητο το κάστρο να φύγωμεν μ’ ενάμισυ μήνα πόλεμον; Και πού θα ζήσουμεν από τη ντροπή του κόσμου και καταξοχή εσύ, οπούλεγες όλων των ξένων περιηγητών και ντόπιων ότι μπορείς να πολεμήσης εις το κάστρο δυο και τρία χρόνια;». Του άρεσε η παρατήρησή μου και μιλήσαμεν των ανθρώπωνέ του αυτά όλα· και να δουλέψωμεν όλοι να φκειάσουμεν τα λαγούμια.

Και τοιούτως φκειάσαμεν τα γράμματα διά την Κυβέρνησιν και προσμέναμεν το φεγγάρι να βασιλέψη να βγάλω τον πεζοδρόμον διά την Κυβέρνησιν (ότι έβγαιναν από το πόστο μου). Λυπημένος ο δυστυχής Γκούρας διά τους αχάριστους συντρόφους του, οπού έγιναν φιλόζωοι εις τον κίντυνον της πατρίδος κι’ ανώτερού τους. Και εις τ’ αγαθά αυτεινού του κάστρου ήταν γενναίοι κι’ ατρόμητοι. Και τρώγαν τους δυστυχείς Αθηναίους. Αφού είδα την λύπη του, μίλησα καμποσουνών σημαντικών Αθηναίων και πήγαν και του είπαν: «Μην πικραίνεσαι ότι θέλουν να φύγουν αυτείνοι. Αυτό το κάστρο το φυλάμεν εμείς, οπού το κυργέψαμεν από τους Τούρκους. Και τώρα δεν τους το δίνομεν, αν δεν μας πεθάνουν».

Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ’ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ’διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι·

  Ο Ήλιος εβασίλεψε,
     Έλληνά μου, βασίλεψε
                    και το Φεγγάρι εχάθη
     κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
     τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
     Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· «Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
     άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυργιολόγια
     γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά ’στον κάμπο ξαπλωμένα,
     και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
     Για την πατρίδα πήγανε ’στον Άδη, τα καϊμένα.

Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις ταρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν.

Άρχισε ο πόλεμος κι’ άναψε ο ντουφεκισμός πολύ. Πήρα τους ανθρώπους μου, πήγα εκεί, καθώς ήμουν διορισμένος· και στάθηκα καμπόσο και πολεμήσαμεν. Ήφερα απόξω γύρα τα πόστα. Πήγα εις το κονάκι μου ό,τι έπαιρνε να βασιλέψη το φεγγάρι, να βγάλω τον πεζό διά την Κυβέρνησιν. Έρχονται μου λένε· «Τρέξε, σκοτώθη ο Γκούρας εις το πόστο του. Έρριξε αναντίον των Τούρκων· απάνου εις την φωτιά τον βάρεσαν εις τον αμήλιγγα και δεν μίλησε τελείως’. Πήγα, τον πήραμεν εις το νώμο και τον βάλαμε ’σ ένα μπουντρούμι. Τον συγύρισε η φαμελιά του και τον χώσαμεν.

Τότε συναχτήκαμεν όλοι κ’ έβαλα μίαν ομιλία εις τους αχάριστους τους στρατιώτες και τους είπα εξ αιτίας τους εσκοτώθη, ότι άφησαν τα πόστα τους, και πήγε μόνος του· «και τον βιάζετε κάθε στιμή να φύγετε». Διόρισαν μίαν επιτροπή οι πολιορκημένοι την γυναίκα του, τον Παπακώστα, τον Κατζικογιάννη, τον Ομορφόπουλο κ’ εμένα να φυλάξωμεν την τάξη όσο η Κυβέρνηση να στείλη νέους ανθρώπους. Της γράψαμεν τον σκοτωμόν του Γκούρα και στείλαμεν και τ’ άλλα γράμματα. Ο Γκούρας σκοτώθη τον Οκτώβριον μπαίνοντας εις την απάνου πόρτα, απόξω το κάστρο.

Χριστιανός καλός ήρθε και μας είπε κρυφίως ότι οι Τούρκοι θα κινηθούν μία μεγάλη δύναμη αναντίον εις το πόστο μου και θα πιάσουνε και της καμάρες από κάτου το Σερπετζέ, οπούναι εις το πόστο μου... και να μπούνε εις το κάστρο. Ότι ’σ εκείνο το μέρος είναι και τα στόματα των λαγουμιών των Τούρκων και τα δικά μας. Είχαμεν κ’ εμείς ένα λαγούμι έτοιμο αναντίον τους και δεν τούχαμεν βαλμένο το μπαρούτι μέσα. Τότε, αφού μάθαμεν το κίνημα των Τούρκων, βιάσαμεν τον Λαγουμιτζή να πάγη να το δέση, να βάλη το μπαρούτι. Ο Λαγουμιτζής μού λέγει: «Το λαγούμι είναι από κάτου από τους Τούρκους και θα βροντήσω, όταν θα το δέσω, και θα μ’ ακούσουνε οι Τούρκοι και κιντυνεύω. Αν με φυλάς, μου λέγει, μπαίνω· αλλοιώς δεν μπαίνω, ότι κιντυνεύω. – Έμπα κάμε την δουλειάν σου κ’ εγώ σε φυλάγω. Κι’ αν πεθάνω, τότε παθαίνεις εσύ». Μπήκε ο Λαγουμιτζής μέσα. Εγώ ήμουν άγυπνος τόσες βραδειές· νύχτα και ημέρα δουλεύαμεν και φκειάναμεν κάτι χαντάκια· κ’ έφκειανα και τη ντάπια μου. Αποκοιμήθηκα. Οι Τούρκοι ακούγοντας τον χτύπον του Λαγουμιτζή, συνάζονται πλήθος και κάνουν γιρούσι και μπαίνουν εις την ντάπια μου την όξω (ότι την είχα μερασμένη σε δυο και είχα μίαν καμάρα οπού διάβαινα. Τότε οι άνθρωποί μου ανακατώθηκαν με τους Τούρκους. Σηκώνομαι άξαφνα εκεί οπού ήμουν γερμένος, κόλλησα εις τη ντάπια. Με ντουφέκισαν οι Τούρκοι, τους ντουφέκισα κ’ εγώ εις τον σωρό. Μου δίνουν ένα ντουφέκι και με πληγώνουν εις τον λαιμόν. Τότε κάνω το ποδάρι μου να κατεβώ από τη ντάπια, έπεσα. Ο τόπος ήταν στενός· οι άνθρωποι τζακίστηκαν από την όξω ντάπια. Πατούσαν απάνου μου και διάβαιναν και, στενός ο τόπος, μ’ αφάνισαν. Έβλεπαν και τα αίματα, έλπιζαν ότ’ είμαι σκοτωμένος. Αφού πέρασαν όλοι και μείναν ολίγοι κ’ έμπαιναν κι’ αυτοί μέσα εις το κάστρο, τότε θάμπαιναν και οι Τούρκοι συνχρόνως μ’ αυτούς. Ο Κατζικοστάθης ήταν από μέσα· άφησε το πόστο του κ’ έφυγε και πήγε εις την πόρτα του κάστρου από μέσα εις τον θόλον· και τους Τούρκους δεν τους πολεμούσε κανένας. Τότε σηκώνομαι μισοντραλισμένος και βαστώ καμμιά δεκαριά έξω με το μαχαίρι· δεν τους άφινα να μπούνε μέσα. Και τράβησα την πόρτα οπούχαμεν ανοιχτή και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν με της πιστιόλες. Μήτε οι Τούρκοι μπορούσαν να ρίξουνε ντουφέκι, μήτε εμείς· και πολεμούσαμεν περίτου από τρεις ώρες εκεί. ’Ωρμησαν οι Τούρκοι με ξαναπλήγωσαν εις το κεφάλι, εις την κορφή. Γιόμωσε το σώμα μου αίμα. Γυρεύουν οι άνθρωποι να με πάρουν να μπούμεν μέσα· τότε τους λέγω: «Αδελφοί, και μέσα να μπούμε κι’ όξω να μείνωμεν χαμένοι είμαστε, αν δεν βαστήξωμεν τους Τούρκους και να λευτερώσουμεν τον Λαγουμιτζή. (Ότι τα στόματα των λαγουμιών και τον Λαγουμιτζή τον είχαν οι Τούρκοι εις την διάκρισίν τους). Τους λέγω, αν δεν βαστήσουμεν και μας πάρουν τον Λαγουμιτζή, το κάστρο είναι χαμένο κ’ εμείς μαζί. Όμως να βαστήξωμεν». Τότε οι γενναίοι Έλληνες βάστησαν σαν λιοντάρια. Μας ήρθε κ’ ένα γενναίον παληκάρι του Κατζικογιάννη, Νταλαμάγκα τον έλεγαν, κι’ ο Αράπης του κι’ άλλοι καμμία δεκαριά δικοί μου και πιάσαμεν τον πόλεμον και πολεμούσαμεν. Παίρνοντας το δειλινό, μέρασα φυσέκια των ανθρώπων· ήρθαν κι’ άλλοι ακόμα συντρόφοι. Ήρθαν και Τούρκοι νέον μιντάτι· μας ρίχτηκαν μ’ ορμή, μπήκαν εις της καμάρες, της κυργέψαν όλες κι’ άνοιξαν μασγάλια και ντουφεκιούσαν μέσα εις το κάστρο. Ρίχτηκαν μ’ ορμή να μας πάρουν και τη ντάπια μας. Εκεί σκότωσαν τον Νταλαμάγκα κι’ άλλους πεντέξι. Ξαναλαβώνομαι κ’ εγώ πίσου εις το κεφάλι πολύ κακά· μπήκε του φεσιού το μπάλωμα εις τα κόκκαλα, εις την πέτζα του μυαλού. Έπεσα κάτου πεθαμένος. Με τράβησαν οι άνθρωποι μέσα· τότε ένοιωσα. Τους είπα· «Αφήτε με να με τελειώσουνε εδώ, να μην ιδώ τους Τούρκους ζωντανός να μου πατήσουνε το πόστο μου» Τότε οι καϊμένοι οι Έλληνες με λυπήθηκαν πολύ· πολέμησαν γενναίως, διώξαν τους Τούρκους από τη ντάπια μας και τους έβαλαν όλους εις της καμάρες· και ντουφεκούσαν εις το κάστρο. Τότε βήκε ο Λαγουμιτζής και ήρθε ’σ εμάς· με ηύρε ’σ αυτείνη την κατάστασιν. Μου είπε να μείνη αυτός εκεί, να κολλήσω εγώ εις το κάστρο να με δέση ο γιατρός. Του είπα: «Σύρε μέσα. Αν πεθάνω εγώ, το κάστρο δεν χάνεται· αν πεθάνης εσύ, χάνεται». Κόλλησαν από πάνου τον Σερπετζέ οι εδικοί μας και ρίξαν παλιόσκουτα αναμμένα και χορτάρια εις της καμάρες. Μπούκωσε ο καπνός τους Τούρκους· βαστούσε κι’ όλο το στράτεμα τα ντουφέκια τους έτοιμα. Κοντά το βράδυ έκαμαν να φύγουν, έρριξαν οι δικοί μας εις τον σωρό και σκοτώθηκαν αρκετοί Τούρκοι.

Τέτοιος πόλεμος και σκοτωμός από τεμάς δεν έγινε άλλη μέρα. Σκοτώθηκαν από ’μάς και πολλοί αξιωματικοί κι’ ο καλός πατριώτης Νερούτζος Μετζέλος. Τα κανόνια και οι μπόμπες και οι γρανέτες και τα λιανοντούφεκα βροχή. Την αυγή πιάστη ο πόλεμος, τελείωσε το βράδυ. Με πήραν και με πήγαν απάνου εις το κάστρο. Δεν ήθελε να με ’πιχειριστή ο Κούρταλης ο γιατρός, ότ’ ήμουν βαριά και στράγγιξε και το αίμα μου όλο. Τότε τόδωσαν ενγράφως όσοι ήταν μέσα εις το κάστρο ότι δεν έχει καμμίαν υποψίαν (ότι φοβώνταν να μην πεθάνω και του ειπούν ότι με φόνεψε αυτός). Τότε με ’πιχειρίστη· και κιντύνεψα να πεθάνω από τους πόνους του κεφαλιού και το πάτημα οπού μόκαναν εις το σώμα μου, ’στην μέση μου.[3]

Ο πόλεμος έγινε τον Οκτώβριον μήνα, έξι ημέρες υστερνότερα οπού χάθη ο Γκούρας. Αφού έγινε ο πόλεμος αυτός, έστειλαν εις την Διοίκησιν οι πολιορκημένοι και εις τον Καραϊσκάκη, οπούταν αρχηγός έξω, κ’ έστειλε τον Κριτζώτη και Μαμούρη μέσα εις το κάστρο μ’ ανθρώπους. Τότε ο Μαμούρης γύρευε να φρουραρχέψη – αν λευτερωθή το κάστρο, νάχη τους Αθηναίους σκλάβους πάλε. Κι’ ο γυναικάδελφος του Μαμούρη ο Γιαννάκο Βλάχος, οπού τον είχαν μέλος της Διοικήσεως, αυτές της οδηγίες έδωσε του Μαμούρη και ν’ αγροικηθή και με τον Σταυρή Βλάχο, τον αδελφόν του, να βάλουν αυτό ’σ ενέργειαν. Αφού είδαμεν την θέλησιν του Μαμούρη, ότι γυρεύει φρουραρχίαν, διά να βυζαίνει τους δυστυχείς Αθηναίους αυτείνη η «φάμπρικα ντι κογιόν», τότε διά να τους λευτερώσουμεν, ότ’ είναι κρίμα από τον Θεόν, αγροικιώμαι με τον Κριτζώτη, με του Λεκκαίους, με τους Φωκάδες, με τον Ομορφόπουλον και μ’ όσους αξιωματικούς Αθηναίους ήταν εις το κάστρο και μετριώμαστε εμείς και ήμαστε όλοι είκοσι· όσ’ ήταν με τον Μαμούρη συντρόφοι ήταν τέσσεροι. Τους είπα εις τα πόστα απόξω του κάστρου να διορίζωμεν ανθρώπους κατά την ποσότη των ανθρώπων οπούχει ο κάθε αρχηγός, να φυλάγη το πόστο του μ’ όσους ανθρώπους χρειάζεται η κάθε θέση. Εις την Κούλια του κάστρου και μαγαζειά, οπούναι η δύναμη του κάστρου – κι’ όταν έχης αυτές τις θέσες, έχεις το κάστρο εις το χέρι σου – ’σ αυτές της δυο θέσες να βάνη κι’ ο μικρότερος ο αρχηγός κι’ ο μεγάλος από έναν άνθρωπον. (Και εις την κάθε θέση θα πήγαιναν αναλογία είκοσι δικοί μας και τέσσεροι αυτεινών). Πιάσαμεν πρωτύτερα αυτές της δυο θέσες με περισσότερους δικούς μας ανθρώπους, αν γένη καμμία φιλονικία, να της έχωμεν εις το χέρι να μην πάθωμεν. Έγινε αυτείνη η μυστική μας ένωση ενγράφως. Αφού κάμαμεν αυτούς τους δεσμούς, πήρα τον Μαμούρη με τους δικούς του και τους άλλους εις το κονάκι μου να φάνε, ότι εγώ δεν έτρωγα, ότ’ ήμουν πληγωμένος, ακόμα αστενής. Αφού φάγανε, τους πρόβαλα αυτό. Τους ήρθε αυτεινών πικρό. Τους είπαμε ότι καθείς μας έχει το κεφάλι του μέσα και δεν μπορεί να γένη αλλοιώς. Να γένη αυτό και μία ’πιτροπή να διοικάη το κάστρο όσο να λευτερωθή, και η Κυβέρνηση ας σας διορίση πίσου». Με κάναν τρόπον δεν θέλαν. Μου μίλησαν πολλοί από αυτούς να τραβήσω χέρι εγώ. Μου μίλησε και η Γκούραινα. Τους είπα: «Αυτό είναι το δίκιον να γένη· αν θέλετε αυτό, καλά· ειδέ φεύγομεν όλοι εμείς και καθίστε εσείς και πολεμάτε. Κ’ έχετε το κάστρον δικόν σας. Ειδέ, φευγάτε εσείς και πολεμούμεν εμείς». Το φιλονικήσαμεν πολύ κ’ έγινε εκείνο οπού θέλαμεν, το δίκιον.[4]

Οι Τούρκοι φέρναν ένα λαγούμι εις τη ντάπια του Δυσσέα και προχώρεσε εις το κάστρο από κάτου· κ’ εμείς το ξεθυμάναμεν με πηγάδια βαθιά ολόγυρα. Ο μάστορης των Τούρκων ο λαγουμιτζής δεν ήξερε να το δέση καλά. Είχε βάλη μέσα μπαρούτι τρεις χιλιάδες οκάδες. Έβαλε φωτιά και ταράχτη όλο το κάστρο. Το κακό το δέσιμον και το ξεθύμασμα το δικό μας – κλώτζησε οπίσου και σκότωσε τόσους Τούρκους. Από ’μάς, θέλησε ο Θεός, δεν πειράχτη κανένας.

Απόξω μαθαίναμεν ότι διαλύθηκαν· τους κυρίεψε ο Μπραΐμης κι’ ο Κιτάγιας. Αυτό μαθαίναμεν από τους Τούρκους· ότι μας κλείσαν στενά. Αφού μπήκε ο Κριτζώτης κι’ ο Μαμούρης, μας ζώσαν ολόγυρα το κάστρο με χαρακώματα κι’ ασκέρια πολλά μέσα ’σ αυτά. Το κάστρο πολεμοφόδια δεν είχε, ούτε άλλον ζαϊρέ όξω από κριθάρι μόνον. Χάθηκε ο ζαϊρές εξ αιτίας της ακαταστασίας των ανόητων. Κι’ αλοιφή και ξανθά δεν είχαμε τελείως. Κι’ όσοι πληγώνονταν πέθαιναν οι περισσότεροι, ότι βρωμούσαν· και μάλλωνε η ψείρα με το σκουλήκι. Τη βρώμα να υπόφερνε ο πληγωμένος, την ψείρα και πόνους ή την πείνα; Κι’ από αυτά πέθαιναν οι περισσότεροι. Εγώ τους έδινα ολίγον ζαϊρέ και κρασί να πλένουν τους γεράδες. Κι’ απολπίστηκαν όλοι.

Τότε είπαν να πάγη ένας από τους αρχηγούς έξω να μιλήση τα δεινά του κάστρου· κι’ αν δεν υπάρχη Διοίκηση, να μιλήση με τους ξένους ναυάρχους να σωθούμεν. Αυτό το φιλονικούσαν καμπόσες ημέρες και δεν ήθελε κανένας να έβγει. Τότε έρχονται όλοι εις το κονάκι μου και με περικαλούν να έβγω εγώ. Τους λέγω: «Εσείς με βλέπετε σε τι άχλιαν κατάστασιν είμαι. Οι πληγές μου τρέχουν και φωνάζω οληνύχτα και ημέρα· και η μέση μου μισοτζακισμένη. Πού μπορώ να σταθώ εις άλογον;» Ντράπηκαν, έφυγαν, ότι μ’ ήλεπαν κι’ αυτείνοι οπού δεν ήμουν σε κατάστασιν. Πέρασαν ολίες ημέρες, ξανάρθαν αυτείνοι κι’ όλοι οι Αθηναίοι. Τους λυπήθηκα και το αποφάσισα – να μου δώσουνε πέντε καβαλλαραίους και να βγούνε όλοι να πολεμήσουνε να μας βγάλουν από τα χαρακώματα των Τούρκων. Φκειάσαν το ’πιτροπικόν τους και με κατασταίνουν πληρεξούσιόν τους να κάμω ομιλίαν με την Κυβέρνησιν, αν είναι και δεν χάλασε, ή με τους ναυάρχους ομιλίαν να σωθούνε· κι’ αν υπάρχη η Κυβέρνηση, να στείλη τ’ αναγκαία του φρουρίου· και σε δέκα πέντε ημέρες να πιάσω τον Φαληρέα, να τραβηχτούν εκεί καμπόση δύναμη των Τούρκων ν’ ανασάνη το κάστρο, ότι στενεύτηκε πολύ τελευταία.

Έφκειασαν το πληρεξούσιον, μόδωσαν και τους πέντε καβαλλαραίους· κάμαμε ’σ τ’ όνομα του Θεού να κινηθούμεν. Κι’ ανοίξαμεν μίαν καμάρα και βήκαμεν οι καβαλλαραίγοι – και οι άνθρωποι του κάστρου να μας περάσουνε από τα χαρακώματα των Τούρκων. Αφού βήκαμεν έξω εις το πόστο μου, πήραν χαμπέρι οι Τούρκοι και μας έβαλαν απ’ ολούθε το ντουφεκίδι και κανόνια και γρανέτες. Τ’ ασκέρι το δικό μας τζακίζει και μπαίνει πίσου εις το κάστρο. Τότε τους λέγω: «Και πίσου να μπούμεν, χαμένοι είμαστε, ότι το κάστρο δεν έχει τ’ αναγκαία του, κ’ εμπρός να πάμεν – ο Θεός βαίνει το χέρι του και ίσως σωθούμεν κ’ εμείς κ’ εκείνοι οπού είναι μέσα’. Κάμαμεν τον σταυρό μας, κινηθήκαμεν. Τα χαρακώματα των Τούρκων ήταν πλατιά και γιομάτα. Ρίχτη ο πρώτος, έπεσε μέσα. Ρίχτηκα κοντά εγώ και οι άλλοι συνχρόνως, περάσαμεν· ντουφεκιστήκαμεν με τους Τούρκους, πήραμεν και τον σύντροφό μας. Ριχτήκαμεν, γιομάτα τ’ άλογα, μέσα της ελιές, ότι μας πήρε κοντά η καβαλλαρία των Τούρκων. Εγώ άρρωστος, με πέταξε τ’ άλογον και καταφανίστηκα· τόπιασαν οι άνθρωποι, μ’ έβαλαν απάνου του· καταχτυπημένος, θύμωσε το κεφάλι μου, οι πληγές. Πάμεν από το Δαφνί να περάσουμεν, ήταν γιομάτο Τούρκοι. Τους φεύγομεν από ’κεί και μέσα τα γκρεμνά σωθήκαμεν εις την Ελεψίνα κι’ από ’κεί πήγαμεν εις την Αίγινα, εις την Διοίκησιν.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Επεξεργασία

  1. ^  Δεν εμπήκαν ’στο ταχτικόν με προθυμίαν όσοι εμπήκαν από την Αθήνα.
  2. ^  Ύστερα τον παρουσίασα εις τον Αγουστίνο Καποδίστρια και τον Βιάρο· «Δεν έχει το ταμείον!». Διά τους σπιγούνους έχει, να τους πλερώνουν βαριά να μαθαίνουν τι κάνει ο κάθε νοικοκύρης εις το σπίτι του.
  3. ^  Κάτι μου χάλασε μέσα αυτό το πάτημα και με πάγει αίμα ως σήμερα. Ο γιατρός μ’ άφησε και τα κόκκαλα εις το κεφάλι· ότι αν τα πείραζε, χάλαγε η πέτζα του μυαλού και τότε έπρεπε να τελειώσω.
  4. ^  Ήταν άτυχη γενικώς η πατρίδα και οι Αθηναίγοι και το πήραν οι Τούρκοι.