Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Α7


Της Κυβερνήσεως της ζητούσα διαταγή να βγω εις την Ρούμελη, να φύγω από ’δώ μέσα, ότι μπεζέρησα, και υποσκέθη να με διατάξη να πάγω εις Ρούμελη. Τότε ήρθε αναφορά από της Αρκαδιάς τους κατοίκους και με ζητούσαν να με στείλη η Κυβέρνηση να πάγω μ’ εκτελεστική δύναμη ’στην Αρκαδιά. Ότι όσα τους είπα όταν πήγα εις το Λιάτανι, και τους σύναξα και τους μίλησα – οπού θα τους πλακώσουν Καραϊσκαίοι, Καρατασσαίοι, Σουλιώτες κι’ άλλοι, «και θ» αφανιστήτε, όμως να κλίνετε εις την Κυβέρνησιν – αυτοί άκουγαν τον άγιον Πρωτοσύγκελον, τον συνβουλάτορα του Κολοκοτρώνη, και τον Γληγοριάδη και τους πρόκοψαν, άλλοι πάνε εις τη Νύδρα, και τ’ ασκέρια, οπού ’ναι μέσα εις την Αρκαδιά και χωριά τους γιομάτα, τους γυρεύουν των Αρκάδιων φακί εις το σουφλί. Αυτείνη την καλωσύνη τους κάμαν οι καλοί πατριώτες, αφάνισαν την πατρίδα γενικώς κάθε ολίγον με τους εφύλιους πολέμους και νέες φατρίες και σκοτωμούς. Κι’ αφανίστηκαν κ’ οι κάτοικοι όλοι. Αφού η Κυβέρνηση με διάταξε χωρίς άλλο να πάγω εις την Αρκαδιά, εγώ ήθελα να πάγω εις Ρούμελη. Ήρθαν κι’ Αρκάδιοι επίτηδες στελμένοι, με περικάλεσαν κι’ όσοι σημαντικοί Αρκάδιοι είναι εις τ’ Ανάπλι, αποφάσισα να πάγω, και τα 1825 Φλεβάριον μήνα πήγα εις τ’ Αρκαδιά. Διάλεξα διακόσους ανθρώπους, έδιωξα την σαβούρα και πήγα μ’ αυτούς. Πηγαίνοντας, την άλλη ημέρα μαθαίνομε ότι ο Μπραΐμης ξεμπαρκάρισε εις τα κάστρα Μοθώνη, Κορώνη και Νιόκαστρο. Πριν μαθευτή το βγάλσιμο του Μπραΐμη εις τα κάστρα, εκρίθη εύλογον όσα ασκέρια ήταν δια τους αναντίους εις την Πελοπόννησον να συναχτούνε όλα κι’ άλλα από τους κατοίκους, να γένη μία μεγάλη δύναμη και να κινηθούμε δια τους Tούρκους της Πάτρας. Και συνάχτηκαν περίτου από δεκάξι χιλιάδες, και κεφαλή ο Κουντουριώτης, και ήταν εις την Μεσσηνίαν οπού συνάζονταν και εις την Αρκαδιά. Και στείλαν και πολεμοφόδια και ζαϊρέδες. Και ήταν με το καράβι του Τζαμαδού κι’ άλλα καράβια εις το λιμάνι του Νιόκαστρου. Η δυστυχία είναι ότι οι δυο μεγαλοκέφαλοί μας Μαυροκορδάτος και Κωλέτης ζηλεύει ένας τον άλλον, κι’ ό,τι καλό κάμη ο ένας από αυτούς το χαλάγει ο άλλος. Δια να μην πάγη ο Κωλέτης, καθώς ήταν διαταμένος, με τους Ρουμελιώτες, το χάλασε αυτό ο Μαυροκορδάτος και ’νέργησε και πάγει κεφαλή ο Κουντουργιώτης. Κι’ αυτό το σκέδιον ήταν του Μαυροκορδάτου, να μην γένη τίποτας καλό εις την πατρίδα, καθώς δεν έγινε.

Διορίζεται ο Κουντουργιώτης, διορίζει και τον Σκούρτη το Νυδραίον αρχιστράτηγόν του, κι’ όσο ήξερε ο ένας ήξερε κι’ ο άλλος από πόλεμον. Τότε μπήκαν σε δυσαρέσκεια όλοι οι σημαντικοί αρχηγοί οπού ’ταν εκεί, οπού είδανε το Σκούρτη αρχιστράτηγον απάνου– εις τον Καρατάσιον, εις τον Καραϊσκάκη, εις τον Χατζηχρήστο, εις τον Τζαβέλα και εις τους άλλους. Ο Κουντουριώτης, κουτός, αφού είδε οπού ’ναι αυτός αμαθής από αυτά, αντίς να βάλη αρχηγόν να σώση την πατρίδα κι’ αυτός να δοξαστή, κατά δυστυχίαν από το «όμως» δεν ξέρει άλλο, και έβαλε τον Σκούρτη να διοικήση και να οδηγήση και τους αρχηγούς της ξηράς ο θαλασσινός, απλός αξιωματικός – ούτε και της θάλασσας τον πόλεμον δεν τον γνώριζε καλά. Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» Τέλος πάντων ο πατριωτισμός όλων αυτεινών και της συντροφιάς τους, η ψύχωση της φατρίας και η διαίρεση κι’ ο ενφύλιος πόλεμος και η διχόνοια των μεγαλοκέφαλων Κωλέτη και Μαυροκορδάτου, δια να μην δοξαστή ο ένας και χάση ο άλλος, και το «όμως» του Σκούρτη και το «καυλί» των Ρουμελιώτων – ο Μπραΐμης μπήκε στη Πελοπόννησο και την έκαμε γη Μαδιάμ όχι από την παληκαριά των Αράπηδων, αλλά από αυτά οπού λέγω. Δεκάξι χιλιάδες ασκέρια, το άνθος των Ελλήνων, Ρουμελιώτες, Πελοποννήσιοι – ύστερα βγάλαν και τους αρχηγούς τους από τη Νύδρα – Σπαρτιάτες κι’ απ’ άλλα μέρη, όλοι αυτείνοι κάθονταν εις τις Χώρες και εις τ’ άλλα χωριά και τρώγαν αρνιά και κόττες, κι’ ο Αράπης όταν τους εύρισκε τους ξεποδάριαζε κυνηγώντας. Αυτά κάνει η διαίρεση και η διχόνοια.

Αφού ήμουνε εις την Αρκαδιά, άκουγα τον πρόβοδον των Αράπηδων, ντρεπόμουν να καθίσω με τις γυναίκες, με τρακόσιους άντρες διαλεχτούς οπού ’χα. Το λέγω του διοικητή της Αρκαδιάς, να του αφήσω έναν αξιωματικόν με πενήντα ανθρώπους και να πάγω με τους άλλους εις την ανάγκη της πατρίδος. Μ’ αποκρίνεται: «Δεν έχεις να πας πουθενά, ότι εγώ είμαι από ’κείνους οπού κατεβάζω κι’ ανεβάζω στρατηγούς». Ήταν ένας μπαρμπέρης, φίλος του αρχηγού Κολοκοτρώνη και του Πρωτοσύγκελου κι’ αλλουνών. Εγώ ’λεγα να πάγω να σκοτωθώ με τους οχτρούς, αυτός γύρευε να μου γκρεμίση τον βαθμό μου. Του μίλησα δι’ αυτό, του κακοφάνη. Είπε ενού ανιψιού του οπού ’χε εις το ψωμί και γεμεκλίκια και μας τα ’κοψε. Πήγα και τον έπιασα και το’ ’δωσα ένα ξύλο δια πεθαμόν, κι’ αν δεν πήδαγε από το παλεθύρι κάτου ο διοικητής, δεν ξέρω αν έμενε ζωντανός. Τότε αγόρασα πολεμοφόδια εξ ιδίων μου και πήρα διακόσους πενήντα ανθρώπους και πήγα εις τους Γαργαλιάνους. Στέλνω έναν τεσκερέ και μαζώνονται Αρκάδιοι περίτου από χίλιοι– εξακόσοι άνθρωποι, χώρα και χωριά – τέτοιοι αγαθοί πατριώτες είναι αυτείνοι οι μικροί, φιλόπατροι, οι κεφαλές τους άναντροι και κακής ψυχής, οι πρώτοι τους. Αφού συναχτήκαμε τόσοι, έστειλα εις τον Κουντουργιώτη να μου στείλη πολεμοφόδια, έγραψα και ’στην Αρκαδιά να μου στείλουν καμπόσα τζαπιά και φκυάρια και ζαϊρέ να πάμε δια νυχτός να πιάσουμε την Γιάλοβα, οπού ’ναι πλησίον του Νιόκαστρου. Αφού ετοίμαζα αυτά, έρχεται ο Δεσπότης της Αρκαδιάς κι’ ανακατώνει τους ανθρώπους και μπαίνουν σε μια διχόνοια κι’ ανεμένω μόνον με τον Αναγνώστη Παπατζώρη, γενναίον και τίμιον πατριώτη. Έμεινε αυτός κι’ άλλοι καμπόσοι αξιωματικοί Αρκάδιοι ως εκατό άνθρωποι. Τους άλλους τους έβαλε εις διχόνοια ο Δεσπότης, τους ήθελε να πάνε μαζί του και δεν τον θέλανε. Και δια νυχτός σκόρπησαν. Πιάστηκα με τον άγιον, το κακό, μο’ ’βαλαν και τους δικούς μου ανθρώπους εις διχόνοια. Τέτοιοι κακοί πειρασμοί στάθηκαν. Καθώς έμαθα ύστερα, δεν ήθελαν να πάγω εις τους Αράπηδες να μην αδυνατίση η πατρίδα τους και μπούνε οι Tούρκοι μέσα.

Σε ολίγες ημέρες ήρθε του Πετρόμπεγη ο αδελφός ο Κατζής εις τους Γαργαλιάνους και μ’ αντάμωσε και μου λέγει: «Ήμουν εις το Νιόκαστρον κι’ ο Μπραΐμης μας εστένεψε πολύ, μας ζύγωσαν οι Αράπηδες από κάτου από το κάστρο και δεν μας αφίνουν να ρίξωμε κανονιά. Και δεν κοιμώμαστε ούτε νύχτα, ούτε ημέρα και γυρεύουν να μας πιάσουνε και το Παλιόκαστρο, τους Παλιοβαρίνους. Κι’ αν πιάση αυτείνη την θέση, το Νιόκαστρο κιντυνεύει, ότι δεν έχομε νερό μέσα. Μ’ έστειλαν οι πολιορκημένοι και πήγα εις τον Κουντουργιώτη οπού ’ναι εις τις Χώρες με δεκάξι χιλιάδες, τους είπα αυτό, δεν πηγαίνει κανένας. Ήρθα και ’σ εσένα να ειπώ αυτό το κακόν οπού θα γένη εις την πατρίδα, θ’ αφήσουνε το κάστρο να φύγουν, αν δεν πάγη δύναμη». Του λέγω: «Πάγω εγώ και πιάνω τους Αβαρίνους να μη γένη αυτό το δυστύχημα της πατρίδος, και στείλε είδησιν των πολιορκημένων να βαστήξουν όσο να πάγω». Έστειλε ο Κατζής, τους παράγγειλα κ’ εγώ. Παίρνω όλους τους ανθρώπους και τους μιλώ την ανάγκη της πατρίδος και να ετοιμαστούμε. Οι μισοί ήταν υπέρ εμού, να πάμε, οι μισοί γύρευαν μιστούς, και «η Κυβέρνηση, μόλεγαν, δεν μας διόρησε δια τους Αράπηδες, μας διόρισε δια την Αρκαδιά». Λόγον σε λόγον, πιάσαμε πόλεμο αναμεταξύ μας, ήρθε ο Κατζής μας ξεχώρισε. Εσύχασαν. Βάσταξα το μπαγιράκι κ’ εκείνους οπού ’ταν παληκάρια και πατριώτες, τους έβαλα πλησίον εις την εκκλησιά, εις τα σπίτια. Τα μεσάνυχτα περνώντα, έστειλα και πήρα τον παπά και μας ξεμολόγησε και λειτρούγησε και μεταλάβαμε. Και πήραμε τον αθάνατον Αναγνώστη Παπατζώρη, οπού ’ξερε τον δρόμον, και την αυγή ξημερώσαμε εις τους Παλιοβαρίνους. Άφησα τον Παπατζώρη από το πέρα μέρος, οπού ’ναι ο άμμος των Αβαρίνων, κ’ εγώ πήγα από το στόμιον, οπού ’ναι η Σφαχτηρία το νησί καρσί, και φκειάσαμε τα ταμπούρια μας. Το δειλινό ήρθαν και οι φιλόζωοι οπού μας πολέμησαν εις τους Γαργαλιάνους.

Αφού φκειάσαμε τα ταμπούρια μας, τους κιοτήδες, οπού ανακάτωναν τους ανθρώπους, τους έστειλα εις το Παλιόκαστρο να φκειάσουνε ’μπρός εις την πόρτα ταμπούρια κι’ ούθε ήταν χαλασμένο. Ήταν και μία παλιοστέρνα κ’ έβαλα και κουβάλησαν καμπόσο νερό και ρίξαμε μέσα. Κ’ έβαλα όλους τους ανθρώπους κ’ έμασαν ξύλα, να είναι δια δέκα φωτιές τα ξύλα του καθενός, ότ’ ήταν εκεί πλησίον πολλά. Σύναξαν καθώς τους είπα κ’ έβαλαν αλάργα ο καθείς τα ξύλα του. Το βράδυ, νυχτώνοντας, τους είπα κι’ άναψαν φωτιές ο καθείς από δέκα και τις κουμαντάριζαν, να φαίνωνται ότ’ είναι από πολλούς ανθρώπους. Τήραγε ο Μπραΐμης – δεν ήταν μισή ώρα αλάργα– από ’μάς, αφού είδε τόσες φωτιές, έλπιζε ότι κατέβηκε ο Κουντουργιώτης μ’ όλο το σώμα, οπού ’ταν εις τις Χώρες. Την αυγή δυο ώρες να φέξη πλάκωσε ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία, και ήρθανε πολλά πλησίον μας. Είναι ένα γιοφύρι ενού γιβαριού και πέρασαν εκεί και στάθηκαν. Εγώ κατέβασα καμμιά εικοσαριά παιδιά και πιάσαν τον χορόν και τραγουδούσαν και χόρευαν. Τηράνε οι Tούρκοι, πλησιάζουν κι’ άρχισαν με τους κατζαδόρους και καραμπίνες τον ντουφεκισμόν. Εμείς τους είπα και δεν έρριχνε κανένας. Εκεί– οπού ρίχναν μου λάβωσαν δυο παιδιά, εις τον χορόν. Κέρασα από ’να ρακί τους Έλληνες, τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τους αίτιους οπού τους γιόμωσαν φατρίες και διχόνοιες, και γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παληκάρια κι’ άφησαν εποχή. Αφού κέρασα το ρακί των Ελλήνων, ζύγωσαν οι Tούρκοι κοντότερα. Τότε άρχισε ο πόλεμος και βάσταξε ως εφτά ώρες. Έκαμαν πολλά γιρούσια οι Tούρκοι. Οι Έλληνες οι καλύτεροι – τους είχα κάτου εις τον άμμον κ’ εμείς τους φυλάγαμε την πλάτη τους από το τζουγκρί. Ύστερα βγάλαν τα μαχαίρια οι Έλληνες και τους δίνουν ένα τζάκισμα καλόν και τους ρίξαν από– μέσα τ’ αυλάκι κ’ έβλεπες ένα θέατρο. Και σκοτώθηκαν από ’κείνο οπού συνπεράναμε, οπού βλέπαμε, καμμιά εβδομηνταριά απάνου κάτου κι’ αχώρια οι λαβωμένοι. Δεν είχαμε μπαρούτι καλό. Ύστερα αναχώρησαν πίσου δια την θέση τους και Νιόκαστρον.[1] Τότε γράφει ο Αναγνωσταράς του Κουντουργιώτη και του λέγει αυτά, και του λέγει: «Όσους ανθρώπους έφερε ο Μακρυγιάννης εις τους Αβαρίνους, την θέση την πλησίον του οχτρού, οπού κάθονται εις τις Χώρες τόσα ασκέρια και δεν αποφάσισαν να ’ρθουν να την πιάσουνε, αυτείνοι οι ολίγοι πολέμησαν αντρείως. Δια τούτο όλους αυτεινούς να τους κάμη η πατρίς αξιωματικούς κατά την τάξη». Μόστειλε ο Κουντουριώτης ένα ευκαριστήριον και «θέλει στείλη κι’ ολουνών, όταν πάγη ο υπουργός» Πέρασαν ολίγες ημέρες ξαναήρθε οπίσου ο Μπραΐμης, έκαμε ακροβολισμόν τρεις τέσσερες ώρες, και παρατηρούσαν την θέση με τα κιάλια δια να ’ρθούνε συστηματικώς.

Τον Μάρτη μήνα πήγα εις τους Παλιοβαρίνους. Μου γράφουν από το Νιόκαστρο να πάγω μέσα, ότι τους στένεψαν πολύ, κι’ αν δεν πάγω, να δώσω λόγον δια το κάστρο, μο’ κάναν διαμαρτύρηση ο φρούραρχος και οι άλλοι. Πήρα εκατόν δεκάξη ανθρώπους και πήγα το Μεγάλο Σαββάτο το βράδυ εις το Νιόκαστρο. Τους άλλους τους άφησα εις τους Αβαρίνους. Την Δευτέρα της Λαμπρής πάγει μπονόρα ο Μπραΐμης, πεζούρα και καβαλλαρία και κανόνια, εις τους Αβαρίνους να μου πολεμήση τους ανθρώπους μου, κι’ ως ολίγους θα μου τους χάλαγε. Τότε βιασμένος βήκα έξω εις τα κανόνια του, και μέσα ’σ ένα ρέμα εις την άκρη την θάλασσα δίνομε έναν χαλασμόν των Tούρκων μεγάλον, πέταγαν τις μπαγιοννέττες καταγή και τους πελέκαγαν οι Έλληνες σαν βόιδια. Πήγε μετζίλι εις τον Μπραΐμη και γύρισε οπίσου με τ’ ασκέρια του, χωρίς– να λάβη καιρόν να πολεμήση εις τους Αβαρίνους. Αφού γύρισε όλη η δύναμη των Tούρκων, μας χάλασαν, κ’ εκεί κιντύνεψα να σωθώ, ότι μου λαβώθη ένας σύντροφός μου και οι Tούρκοι με πλάκωσαν εκεί οπού πολεμούσα να τον σώσω, κ’ έμεινα μόνος μου, κι’ από τρίχα ένας Κιουλεμένης θα μο’ ’κοβε το κεφάλι, και τον φοβέριζα με το ντουφέκι – ήταν ένα λιθάρι και κρύβονταν από πίσου οι Tούρκοι– και δεν τους άφινα να κόψουν και τον σύντροφον. Ύστερα ξαναγύρισαν οι συντρόφοι μου, ότι μας είδαν οπού κιντυνεύαμε, και βαρέθηκαν από τους δικούς μας εκεί εις τον πληγωμένον άλλοι δεκάξι, σκοτωμένοι και πληγωμένοι. Τότε τους σηκώσαμε χωρίς να μας τους πάρουν οι Tούρκοι, και τους πληγωμένους τους δέσαμε και τους έστειλα εις την Αρκαδιά. Και καθώς μας είπε ο Μιαούλης κι’ ο Αναστάσης Τζαμαδός, (τους είχε ειπή ένας Αουστριακός καπετάνιος, οπού ’ταν εις το τζαντίρι του Μπραΐμη κ’ έμαθε) σκοτώθηκαν Tούρκοι τρακόσοι εβδομήντα. Περισσότεροι ήταν, λιγώτεροι εγώ δεν ξέρω. Αυτείνοι μας το είπανε, ότι μάθαν ότι σκοτώθηκαν, και λείπονταν πολλοί. Ότι τους είχα στενούς φίλους και τον Μιαούλη και τον Τζαμαδόν και κάθισαν και φάγαμε ψωμί μέσα εις το κάστρο, και μου τα είπαν αυτά.

Ο Μπεζαντέ Γιωργάκης Μαυρομιχάλης κι’ ο Γιατράκος είχαν διχόνοια με τον Κουντουργιώτη. Κάνουν μίαν εταιρία μέσα εις το κάστρο και τάζαν από τριάντα γρόσια του κάθε ανθρώπου να βγούνε έξω, να μαζώξουν κι’ άλλους να πολεμήσουνε τον Κουντουργιώτη – ν’ ανοίξουνε πάλε εφύλιον πόλεμον! Και είχαν και τα καΐκια ’στην άκρη, εις την πόρτα του γιαλού, έτοιμα, την νύχτα να μπούνε μέσα να φύγουν. Κάτι στρατιώτες το ’μαθαν από ’ναν μπιστεμένον τους και το είπαν του φρουράρχου και συχρόνως κ’ εμένα και πιαστήκαμε, και πήγαμε να σκοτωθούμε. Τους είπα: «εγώ ξέροντντας εσάς, ήρθα ’δώ ’σ εσάς και κατασκότωσα τους συντρόφους μου, κ’ εσείς πλερώνετε μιστούς να πάρετε τους ανθρώπους από του κάστρου την φρουρά να πάτε ν’ ανοίξετε νέον εφύλιον πόλεμον, οπού γιόμωσε ο τόπος τουρκιά;» Σκούζω και συνάχτηκαν όλοι οι Ρουμελιώτες μ’ εμένα και τους είπα: «Χωρίς άλλο να βουλιάξετε τα καΐκια, και νάρθής εσύ, Μπεζαντέ, και Γιατράκος εις το πόστο μου, εις τον Ιτζκαλέ, να είμαστε μαζί, και εις τα πόστα σας θα βάλω άλλους ανθρώπους δικούς μου. – Έχομεν πόλεμον αναμεταξύ μας και θ’ ανοίξω τις πόρτες να μπούνε και οι Tούρκοι μέσα!» Τότε βούλιαξαν τα καΐκια, και τους πήρα εις το πόστο μου κ’ έπιασα τα πόστα τους εγώ μ’ ανθρώπους σίγουρους, κ’ έτζι εσυχάσαμε. Και κάθονταν εις το πόστο μου, και με περικάλεσαν να μην μαθευτή αυτό έξω. Κ’ έκαμα τεμπίχι τους ανθρώπους και δεν το είπαμε κανενού. Όμως εγώ το βάνω εδώ. Μου είπε ο ίδιος ο Μπεζαντές ότι το είχε γινάτι, ότι εκείνοι κάθονται εις τις Χώρες κ’ εμείς σκοτωνόμαστε νύχτα και ημέρα μ’ εβδομήντα δράμια νερό, εγώ το μέραζα, και ’στο υστερνό τους μέραζα τριάντα πέντε δράμια μοναχά. Αφανιστήκαμε από την δίψα, ξεράθηκε η γλώσσα μας.

Ο Μπραΐμης εδίπλωσε τα κανόνια του και μπόμπες και γρανάτες. Και δεν μας άφιναν ούτε νύχτα, ούτε ’μέρα. ακατάπαυτα πόλεμος. Το κάστρο ήταν σάπιον και γκρεμίζεταν, κ’ εμείς φκειάναμεν με ξύλα σαν κασσόνια από μέσα και τα γιομίζαμε χώμα. Και δουλεύαμε και πολεμούσαμε νύχτα και ημέρα, και ταινιάσαμε. Κι’ αρρώστησαν οι περισσότεροι εξ αιτίας του αγώνος του πολλού και της δίψας. Οι κανονιαραίοι και οι τζενιέριδες του Μπραΐμη ήταν όλοι Γάλλοι, κι’ αφάνισαν το κάστρο. Όσα ασκέρια ήταν εις τις Χώρες με τον Κουντουργιώτη τρώγαν αρνιά και τα πλέρωσε μιστούς και γεμεκλίκια από έξι μηναία, τους δικούς μου όσους είχα εις Παλιοβαρίνους και εις Νιόκαστρο δεν του έδωσε μήτε λεπτό. Θύμωσαν οι άνθρωποι και γύρευαν να με πάρουν να πάμε πίσου εις την Αρκαδιά. Και πέφτουν όλου του κάστρου οι άνθρωποι απάνου μου να με βαστήξουν, ειδέ φεύγουν όλοι. Και τότε βιάστηκα να πλερώσω εξ ιδίων μου τους ανθρώπους. Ο Αναγνωσταράς έλεγε να γένωμε όλοι αξιωματικοί όσοι πιάσαμε τους Αβαρίνους, εκείνοι ούτε και τον μιστόν μας δίνουν. Οι κόλακες αγαπούνε τους κόλακας και οι ψεύτες τους ψεύτες. Πλέρωσα τους ανθρώπους εξ ιδίων μου, δανείστηκα, και τους έστειλα εις τα πόστα τους.

Όσους είχα εις τους Αβαρίνους δεν μπορούσαν να βαστήξουν μόνοι τους πλέον, ότι φοβέριζαν οι Tούρκοι να τους ριχτούν δια νυχτός κι’ ως ολίγους να τους χαλάσουνε και να κερδέψουνε την θέσιν. Άρχισε πρώτα ο Μπραΐμης κ’ έκοψε τέσσερα χαντάκια από την μίαν άκρη της θάλασσας ως την άλλη και τα γιόμωσε από πίσου ασκέρι, ’στο κάθε χαντάκι. Και εις τα δύο ανάμεσα είχε σαν πιάτζα, κ’ εκεί είχε το τζαντίρι του και πεζούρα, διαλεμένο ασκέρι, και καβαλλαρία. Από την Μοθώνη ως το Νιόκαστρον ήταν γιομάτο τζαντίρια κι’ ασκέρια. Αφού τελείωσε αυτά τα χαρακώματα κι’ ασφάλισε τα κανόνια του, ότι φοβώνταν να μην βγούμε πίσου από το κάστρο έξω εις τα κανόνια του, κι’ αφού ’τοιμάστηκε, είχε να κινηθή αναντίον των ολίγων εις τους Αβαρίνους. Τότε έστειλαν τον αξιωματικόν από τους Αβαρίνους και μου είπανε ότι πηγαίνουν Tούρκοι εκεί και παρατηρούν με τα κιάλια την θέσιν των Αβαρίνων δια να κάμουν κίνημα. Και μου παράγγειλαν από τους Αβαρίνους, αν δεν έρθουν κι’ άλλα στρατέματα από τις Χώρες, οπού κάθονται εκεί περίτου από δεκάξι χιλιάδες, «τότε εμείς, αν δεν έρθουν κι’ από αυτούς, θ’ αφήσουμε την θέσιν να ’ρθούμε κ’ εμείς αυτού εις το κάστρο, ή θα πάμε εις την Αρκαδιά». Τάστειλα αυτά επίτηδες του Κουντουριώτη τόσες φορές και ήρθε εις Αβαρίνους με το σώμα του ο Χατζηχρήστος κ’ έπιασε την θέσιν μαζί με τους ανθρώπους μου.

Σε δυο ’μέρες είδαμε καρσί εις την Μοθώνη και Σφαχτηρία ως εκατόν τριάντα κομμάτια καράβια Tούρκικα του Σουλτάνου, του Μπραΐμη, των Αλτζερίνων και των αλλουνών οτζακιών. Σε δυο ημέρες ήρθε κι’ ο Μιαούλης με τα ελληνικά ως τριάντα κομμάτια, και ήταν καρσί εις τα Tούρκικα, και φαίνονταν τα ελληνικά σαν φελούκες ’μπρός εις τα Tούρκικα. Τότε σαν ήρθε ο στόλος του Μπραΐμη, στέλνει έναν Tούρκον απόξω το κάστρο να μιλήσουμε. Βήκαμε από το κάστρο διορισμένοι ο Μπεζαντές Μαυρομιχάλης από τους Σπαρτιάτες, ο Γιατράκος από τους Πελοποννήσιους, εγώ από τους Ρουμελιώτες. Του λέμε του Tούρκου: «Τι ορίζεις; – Ο πασάς μ’ έστειλε ν’ αφήσετε το κάστρο να φύγετε, να μη χαθήτε. – Δεν πρέπει ο πασσάς, του είπαμε, να μας λυπάται τόσο, ας κοπιάση να το πάρη με πόλεμον, κι’ όταν μας κυργέψη, φαίνεται η εσπλαγχνία του. Και σύρε εις την δουλειά σου». Έφυγε ο Tούρκος. Βλέπομε από τα καράβια έρχονται πλήθος φελούκες κ’ έμπαιναν ασκέρια και τα πήγαιναν εις τα καράβια. Εις την Σφαχτηρία το νησί είχαμε έξι κομμάτια κανόνια και φύλαγαν το στόμιον του λιμανιού και καμπόσους ανθρώπους εκεί απάνου. Όταν οι φελούκες τελείωσαν τ’ ασκέρι το Tούρκικον, το ’βαλαν εις τα καράβια τους. Τότε βλέπομεν τα καράβια πλησιάζουν, όσα είχαν τ’ ασκέρι, κοντά εις το νησί κι’ Αβαρίνους. Όσοι ήταν εις το νησί γυρεύουν δύναμιν – γύρευε ο Αναγνωσταράς ο υπουργός να ’βγω εγώ με τους ανθρώπους μου εις το νησί, οπού ’ταν κι’ αυτός, και να πάρω κ’ εκείνους από τους Αβαρίνους να πάμε όλοι ’στο νησί να δυναμώσουμε εκείνη την θέσιν. Ακούγοντας αυτό όσ’ ήταν εις το κάστρο, πως θα πάγω με το σώμα μου εις το νησί, δεν θέλησαν, αν βγω εγώ με τους ανθρώπους μου, βγαίνουν κ’ εκείνοι. Και γράφει ο φρούραρχος ότι εμένα δεν μ’ αφίνουν από το κάστρο να βγω. Τότε βγάλαμεν τον Τζόκρη και τον Σταύρο Σαΐνη με καμπόσους και πήγαν εις το νησί, κ’ έστειλε κι’ ο Χατζηχρήστος καμπόσους δικούς του από τους Αβαρίνους.

Τότε τα καράβια τα Tούρκικα βαρούγαν εκείνους εις το νησί με τα κανόνια, δεν τους έδωσαν καιρόν να οχυρωθούνε, και ήταν εις το σιάδι. Οι φελούκες πλήθος με τ’ ασκέρια τα Tούρκικα κάμανε ντισμπάρκο απάνου εις το νησί. Αυτείνοι πολλοί, οι εδικοί μας αδύνατοι – και κάτι ολίγοι γλύτωσαν από τους δικούς– μας κατά το μέρος του Αβαρίνου. Ρίχνονταν εις την θάλασσα κι’ όσοι μέναν χωρίς να πνιγούνε εκείνοι γλύτωσαν. Χάθηκαν εκεί κεφαλές ο Τζαμαδός, ο Αναγνωσταράς, ο Σαΐνης, ο Σίμος κι’ άλλοι πολλοί. Εις τον ίδιον καιρόν πήγε κι’ ο Μπραΐμης μ’ όλες του τις δύναμες και πολέμαγε τους Αβαρίνους με κανόνια και ντουφέκια και τα καράβια του του πελάγου. Τότε βήκαμεν κ’ εμείς από το κάστρο αναντίον των Tούρκων εις τα χαρακώματά τους, τους πολεμήσαμεν γενναίως. Βλέποντας αυτό οι Tούρκοι του νησιού, μας βαρούσαν με τα κανόνια τα δικά μας, οπού ’χαμεν εις το νησί, μας βαρούσαν από τις πλάτες κ’ ήφεραν κι’ ασκέρια από το νησί αναντίον μας, και δυναμώθηκαν καλά οι Tούρκοι. Σκοτώσαμεν ολίγους, κι’ από ’μάς σκοτώθηκαν καμπόσοι και πληγώθηκαν. Μας αφάνισαν τα κανόνια. Μπήκαμεν πίσου εις το κάστρο. Ο Μπραΐμης πήρε και τους Αβαρίνους με συνθήκες, κι’ άλλοι φύγαν με γιρούσι, κι’ απ’ αυτούς άλλοι σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν. Πήρε και σκλάβους τον Χατζηχρήστον, τον Δεσπότη Μοθώνης οπού ’ταν εκεί, κ’ εκείνον οπού ’χα κεφαλή εις τους ανθρώπους μου τον πλήγωσαν και τον πιάσανε, και τον πήγαν εις το Μισίρι. Στάθη τέσσερα χρόνια εκεί κι’ ολίγον καιρόν έχει οπού ’ρθε. Τον λένε Στάμον Βελέτζα.

Εις το νησί απάνου ήταν κι’ ο Μαυροκορδάτος, μπήκε εις το καράβι του Τζαμαδού, μπήκε κι’ ο Σαχτούρης μέσα ο φρούραρχος του Νιόκαστρου, και πολεμώντας μ’ όλα τα καράβια των Tούρκων σώθηκαν με μεγάλον κίντυνο και μ’ απερίγραφη γενναιότητα οπού ’δειξαν αυτείνοι οι άνθρωποι του καραβιού Άλλο ήταν να το λέπη ο άνθρωπος κι’ άλλο να το λέγη. Σώθηκαν με την βοήθεια του Θεού, δίνοντάς τους αντρεία πολλή.

Αυτείνη η ’μέρα, αδελφοί αναγνώστες, ήταν πολύ φαρμακερή δια την πατρίδα, οπού ’χασε τόσα παληκάρια και σημαντικούς άντρες, στεργιανούς και θαλασσινούς, δια όλη την πατρίδα ήταν φαρμάκι εκείνη η ’μέρα και δια ’μάς πεθαμός, ότι χάσαμεν τους συντρόφους μας. Κι’ ο πόλεμος αυγάτησε τώρα. Η θέση εκτεταμένη, εμείς ολίγοι. Και νερό τελείως. Κι’ άγυπνοι νύχτα και ημέρα. Και οι σημαντικοί αρχηγοί της πατρίδος όλοι μας κάναν σίγρι από την ράχη, τόσες δύναμες μας έβλεπαν με τα κιάλια αδιάφοροι σαν να μην ήμαστε αδελφοί τους και συναγωνισταί τους. Μας βλέπαν κι’ άκουγαν τον θρήνον των κανονιών μας, οπού πετζοκοβόμαστε. Γιόμωσε και το λιμάνι πνιμένους, σαν να ήταν μπακακάκια εις τον βάλτο, έτζι πλέγαν κι αυτείνοι εις την θάλασσα. Και το νησί και τ’ άλλα μέρη γιομάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κ’ οι ελληνικές δύναμες μας τήραγαν από αλάργα.[2]

Αφού ο Μπραΐμης κυρίεψε όλες τις θέσες, τότε έβγαλε και κανόνια από τα καράβια και κρυφίως δια νυχτός από τα μαγαζειά κι’ απάνου, τίρα πιστολιάς, το γιόμωσε κανόνια πέρα και πέρα, ξημερώθηκαν όλα φκειασμένα, Κι’ άρχισε ο πόλεμος. Ο κανονοβολισμός και η μπόμπα και η γρανάτα μας αφάνισαν. Έστειλε δυο ανθρώπους έναν δικόνε μου, οπού ’πιασε εις τους Αβαρίνους, κ’ έναν του Χατζηχρήστου, να ειπούνε τον χαλασμό τους και να παραδοθούμεν. Έρριξα μίαν τριχιά, τους πήρα απάνου εις το κάστρο, τους είπα τι να ειπούνε των ανθρώπων μας να μην τους κρυώσουνε, ότ’ είχαμεν ελπίδες ακόμα να μην έρθη το μιντάτι μας, και να μην παραδοθούμεν. Μίλησαν των ανθρώπων παρουσία ό,τι τους είπαμε συνφώνως με τον Μπεζαντέ, να τους παρηγορήσουνε, τους πολιορκημένους, ότι γύρευαν να σκοτώσουνε τον Μπεζαντέ κ’ εμένα. Ότι άμα ήταν ο Μπραΐμης εις τους Αβαρίνους, να θέλαμε φεύγαμε, αφίναμε το κάστρο και σωνόμαστε όλοι, ότ’ ήταν λίγη δύναμη, κ’ εμείς οι δύο δεν θελήσαμεν. Και μας φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε. Γύρεψε πίσου τους ανθρώπους τους δύο ο Μπραΐμης, του είπαμε ψέματα ότι τους σκότωσε μπόμπα.

Τότε ο πόλεμος δυνάμωσε ως τα μεσάνυχτα, έπαψε την αυγή. Έστειλαν έναν Tούρκον απόξω να βγούμε να μιλήσουμε. Βήκε ο Μπεζαντές, ο Γιατράκος κ’ εγώ. Μας είπε ο στελμένος ότι ο πασσάς θέλει το κάστρο, ή θα μας πάρη με ρισάλτο, και τι απαίτησες θέλομεν δια να μην χυθή αδίκως αίμα. Του είπαμεν, θέλομεν καράβια ευρωπαίικα να βαρκαριστούμεν, ύστερα όλα μας τ’ άρματα, τρίτο τον Χατζηχρήστο και Δεσπότη κι’ όλους τους σκλάβους, και τους μιστούς μας. Και τότε του παραδίνομεν εφοδιασμένο κάστρο (εφόδιασμα μόνον με τις σάπιες πέτρες, ολίγος τζεμπιχανές ήταν ακόμα και ψωμί πολλά ολίγον και νερό, να χορτάσουμεν δεν μπορούσαμεν, εκείνη την ημέρα να το μεράζαμεν). Πήγε ο στελμένος εις τον Μπραΐμη, του είπε ό,τι του είπαμε. Τον διάταξε να γυρίση να μας ειπή ότι καράβια έχει δικά του και μας βαρκαρίζει, δεν έχει ανάγκη από ξένα. Τ’ άρματά μας τα θέλει όλα. Τους σκλάβους τους πήρε με το σπαθί του και τους βαστάει ζωντανούς όσο να βάλη κ’ εμάς εις το χέρι και τότε να μας σκοτώση όλους μαζί. Μιστούς δεν έχει ούτε λιανό, να μας πλερώση η Διοίκησή μας. Του είπαμε: «Ο πόλεμος είναι η τύχη μας, και πολεμάτε και θα πολεμήσουμε όσο να λυώσουμε, να φάμε ένας τον άλλον, και τότε πά’ ν’ το πάρη το κάστρο. Φωτιά θα βάλωμε να πάμε ’στον αγέρα μ’ όλο αυτό.

Τα είπε αυτά του Μπραΐμη. Και τότε άρχισε ο πόλεμος απ’ ούλα τα μέρη. Την άλλη ημέρα έστειλε τον Χατζηχρήστον και Δεσπότη και Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο να μας παρακινήσουν να παραδοθούμεν. Δεν θελήσαμεν και φύγαν κι’ αυτείνοι. Τότε διατάζει και μπήκαν τα καράβια μέσα, και η κακή μας τύχη πήρε φωτιά η ντάπια της θάλασσας και πήγαν εις τον αγέρα οι άνθρωποι και τα κανόνια μας. Τότε οι Tούρκοι όλοι οπού είδαν αυτό σαλαβάτισαν ’σ όλα τα μέρη, ότι ο Θεός βόηθαγε αυτούς και κιντύνευε εμάς. Τα καράβια μπήκαν μέσα απολέμητα, κι’ αφού μπήκαν, άρχισαν οι φεργάδες τέσσερες τέσσερες και μας βαρούσαν. Ήταν σάπιον αυτό το κάστρο και το ’καμαν κόσκινο, και μας αφάνισαν εις τον σκοτωμόν οι φεργάδες κ’ οι άλλοι Tούρκοι απόξω, της στεργιάς. Δεν είχαμεν που να σταθούμεν, μας πολέμησαν από την αυγή ως το δειλινό. Θέλησε ο Θεός και πήρε ένας αγέρας και πάψαν τα κανόνια των φεργάδων, και ηύραμεν καιρό και θάψαμεν τους σκοτωμένους. Κι’ όσοι πληγώνονταν κανένας δεν γιατρεύεταν. Είχαμεν έναν γιατρόν Άγγλον, τον πλερώσαμεν κι’ αυτόν εγώ κι’ ο Μπεζαντές από πεντακόσια γρόσια τον μήνα. Τον είχε συνφωνήση η Διοίκηση και δεν τον πλέρωνε, και τον πλερώσαμεν εμείς οι δυο. Και μας πέθαινε τους συντρόφους. Και μαρτύρησε κι’ όλη την έλλειψη οπού ’χαμεν εις το κάστρο, την είπε με την γλώσσα του εις τον Φραντζέζο, όταν ήρθε με τον Χατζηχρήστον. Ήθελα να τον σκοτώσω τον άτιμον, δεν μ’ άφησαν. Ύστερα πήγε με τον Μπραΐμη. Τότε δια νυχτός έβγαλαν κι’ άλλα κανόνια και τα ’βαλαν ολόγυρά μας. Εμείς οι δυστυχισμένοι οληνύχτα δυναμώναμε την βέργα, οπού ήταν αδύνατη, και τ’ άλλα τα μέρη και κουβαλούσαμε ξύλα και πέτρες και φκειάναμε το νερό. Ήταν μία στέρνα εις τον Ιτσκαλέ, έπιναν το νερό κρυφά οι στρατιώτες. Είχαν ένα καλάμι τρυπήση μακρύ, την στέρνα την είχαμεν βουλλωμένη, κι’ αυτοί τρύπησαν ’σ ένα μέρος ολίγο και την νύχτα πήγαιναν κρυφά και πίναν. Τηράμεν μια ημέρα, βλέπομεν την στέρνα μ’ ολίγο νερό, οπού πρωτύτερα το είχαμεν μετρημένο. Τότε απολπιστήκαμεν, και οι στρατιώτες μας βιάζαν να φύγωμεν. Είχα μιλήση με τον Βελέτζα κι’ άλλους να τους βγάλωμεν με τρόπον έξω αυτούς, οπού φοβέριζαν να μας σκοτώσουνε και ήθελαν χωρίς άλλο να κάμωμεν ομιλίαν με τους Tούρκους να παραδώσουμε το κάστρον, ή να φύγωμεν με γιρούσι – κι’ ανάθεμα και θα γλύτωνε κανένας, καθώς μας είχαν τρογυρισμένους. Σαν μας βιάζαν, είπαμε να τους βγάλωμεν κατά την θέλησίν τους και να ειπούμεν ότι πάμεν κ’ εμείς μαζί, κι’ αφού τους βγάλωμεν έξω, να μείνωμεν οπίσου και να βαστήσουμεν μόνον τον Ιτζκαλέ, και να βάλωμεν και μπαρούτι ολόγυρα σε μίνες, κι’ όταν η Tούρκικη δύναμη μας πλακώση, φωτιά να βάλωμεν να πάμεν όλοι εις τον αγέρα. Δι’ αυτό είχαμεν τηράξη το νερό, και η κακή μας τύχη, το είχαν πιωμένο χωρίς να ξέρωμεν. Τότε απολπιστήκαμεν, ότι ήμαστε εις την διάκρισιν των Tούρκων.

Αφού δυνάμωσε ο Μπραΐμης όλες τις θέσες, στέλνει την αυγή άνθρωπον, αν θέλωμεν να μιλήσωμεν – αυτείνη είναι η υστερνή ομιλία, άλλη βολά δεν ματαθέλει ομιλίαν. Και δύο ώρες διορία να βγούμε εις τον Μπραΐμη να μιλήσουμε. (Αυτός ήξερε και την έλλειψη του νερού από τον γιατρό μας). Αποφάσισαν όλοι του κάστρου να πάγω εγώ εις τον Μπραΐμη κι’ ο Καράπαυλος κι’ ο Σαλβαράς να κάμωμεν συνθήκες. Παρουσιαστήκαμεν, ήταν ’σ ένα λαμπρό τζαντίρι, είχε και δυο αξιωματικούς και του βαστούσαν τα δυο του χέρια με μεγαλοπρέπεια, να ιδούμε εμείς το μεγαλείον του. Μας ρώτησε πούθεν είμαστε. Ο ένας είπε από την Πελοπόννησο, ο άλλος από την Σπάρτη κ’ εγώ «από την Ρούμελη» το είπα. «Ποίον μέρος;» Του το είπα. Και του είπα ψέματα ότ’ ήμουν σωματοφύλακας του Αλήπασσα, «Μας σκότωσαν τον αφέντη μας, κίνησα με καμπόσους ανθρώπους ναρθώ εις το Μισίρι, εις την Υψηλότη σας. Δεν είχαμε τα έξοδά μας, ήρθαμε εδώ, εις τους Ρωμαίγους. Μας απάτησαν, μας έβαλαν σε τούτο το κάστρο. Πολεμούμεν νύχτα και ημέρα. Αυτείνοι μας κάνουν σίγρι από μακρυά θέλουν να χαθούμεν. Εμείς, δια να σωθούμεν και να πάμεν να πολεμήσουμεν μ’ εκείνους, βιαζόμαστε, και ήρθαμεν να κάμωμεν συνθήκες, να σου παραδώσουμεν, αν συνφωνήσουμεν, κάστρο εφοδιασμένο. (Σαν το λάβης, το λέπεις τι ’φόδιασμα έχει. Πού αφίν’νε οι καλωσύνες των προκομμένων να ’φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν να πάρωμεν ολίγα ντουφέκια από τους Tούρκους, να πολεμήσουμεν δια την πατρίδα). Δια ’κείνο, πασσά μου, θα σου παραδώσουμεν το κάστρο. – Τι ζητάτε; (Μου λέγει εμένα, αυτούς τους Μωραΐτες άφησέ τους, σε ολίγες ημέρες τους κουβεντιάζω). – Ζητούμε καράβια ευρωπαίικα. Συνθήκες γραφτές σε τέτοιους ανθρώπους σαν την Υψηλότη σας δεν χρειάζονται. Ο λόγος σας είναι συνθήκη. – Καράβια, λέγει, έχω τα δικά– μου. – Του είπα, δεν μπαίνουν οι άνθρωποι εις τα δικά σου, φοβώνται. ’Σ ευρωπαίικα βάλαμε και τους Tούρκους τ’ Αναπλιού. – Σαν τους μιλήσης εσύ των ανθρώπων, μου είπε, δεν τους πιάνει φόβος. – Δεν μ’ ακούνε και δεν σε γελάγω. Χωρίς ευρωπαίικα καράβια καμμία ομιλία δεν γένεται». Το τροπολοήσαμεν πολύ, τ’ αποφάσισε. «Ποιός θα πληρώσει τον ναύλον των καραβιών; – Η Υψηλότη σου», του λέγω. Μου είπε να τα πλερώσωμεν εμείς. Του είπα: «Δεν έχομεν χρήματα. Ό,τι χρήματα είχαμεν, εφοδιάσαμεν το κάστρο από κρασιά και φαγητά» Συνφωνήσαμαν πλερώση αυτός. Τ’ άρματα, δεν μας αφίνει ούτε σουγιά. «Κ’ εσύ όπου είσαι κουρμπετλής, μου είπε, σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά». Τον περικάλεσα κ’ έγιναν τριάντα πέντε και του είπα, παράδες όποιος έχει κι’ άλλα ασήμια να μην τους πειράζη κανένας. Μείναμεν σε όλα σύνφωνοι. Με ρώτησε πόσους ανθρώπους έχω. Του είπα, οχτακόσους. Να τους πάρω και να πάγω μαζί του. Και οι άνθρωποι θα γένουν τζιράκια του. Εγώ του είπα: «Γνωρίζομεν τα οτζάκια σας όπου κάνουν τους ανθρώπους τζιράκια. Τώρα ήρθα στελμένος από το κάστρο να κάμω συνθήκες, κι’ όχι να μπω μιστωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση του κάστρου, τότε τηράμε αυτό».

Μείναμε σύνφωνοι ’σ όλα και στείλαμεν έναν άνθρωπον εμείς κ’ έναν αυτός και πήγαν εις την Μοθώνη ό,τι καράβια βρούνε ευρωπαίικα να τα ναυλώσουνε, (κι’ αν εύρη τίποτα καπετάνιους φιλέλληνες, είπα εγώ του δικού μας, να τους ναυλώσουνε τα καράβια και να φέρνουν γύρα καμπόσες ημέρες, με τρόπον πως συγυρίζουν τα καράβια, να μη μας έρθη η δύναμη του Εκλαμπρότατου «Όμως» Κουντουριώτη. Αφού πήγαν, τόφεραν γύρα δεκαοχτώ ημέρες, δεν φάνη κανένας. Γύρεψαν ναύλο τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα. Στέλνει ο Μπραΐμης, μου λέγει: «Δια σας τους παλιανθρώπους μου γυρεύουν τέσσερες χιλιάδες τάλλαρα και δεν τα δίνω. – Ή παλιοί ’μαστε ή καινούργοι άνθρωποι, κατά οπού συνφωνήσαμεν θα τα πλερώσης». Μείναμε σύνφωνοι να τα πλερώση, αφού κάμαμεν πλήθος φιλονικίες.

Αφού τελειώσαμεν αυτά όλα, φεύγει ένα Τουρκόπουλο από το κάστρο και πάγει εις τον Μπραΐμη, του λέγει την έλλειψη του κάστρου από το νερό κι’ άλλα κι’ ότ’ είναι δυο Tούρκισσες καλές εις το κάστρο. Ήταν δυο Τζορτζούρες, ωραίες γυναίκες, τις είχαν οι Οικονομίδηδες, ντόπιοι, ως γυναίκες τους. Εγώ δεν τις ήξερα ή ήταν ή όχι. Τότε ο Μπραΐμης στέλνει και με φωνάζει. Αφού πήγα πολλές φορές (στέλναν μόνον εμένα, ότι με διορίσαν όλοι οι πολιορκημένοι επίτροπόν τους ν’ αγροικιώμαι μ’ αυτόν μόνος μου, κι’ αυτός είχε έναν Tούρκον από την Τροπολιτζά κ’ έναν από την Κάρυστον. Ξέραν τα Ρωμαίικα, κι’ αυτείνοι οι δύο έρχονταν και μου μιλούσαν και πήγαινα εις τον Μπραΐμη, και μ’ αυτούς ξηγώμουν την γλώσσα τους), μου λέγει: «Μέσα εις το κάστρο είναι δύο Tούρκισσες τις ξέρεις; – Του λέγω τη ντάπια οπού φυλάγω ξέρω, όχι γενικώς, ούτε Tούρκισσες ξέρω, ούτε Ρωμιές». (Γύρευε να με κάμη και κοντόση, γαμώ το Ρεσούλη του. Τι να σου κάμω οπού δεν είχα νερό και δεν έβλεπε κάστρο. Ότ’ είχα λιοντάρια μέσα). Μου λέγει ο πασσάς: «Να στείλεις να τις φέρεις» Έστειλα τον μπαϊραχτάρη μου και ήφερε. Τις πήρε και τις ξέταξε δια τ’ αναγκαία του κάστρου. Εκείνοι οπού τις είχαν αυτές τις γυναίκες τις είχαν ως πνευματικούς και ξέραν όλα τους τα μυστήρια και του κάστρου. Του είπαν ότ’ είναι κι’ άλλοι Tούρκοι μέσα και ξέρουν όλα τα πράματα του κάστρου (αφού αυτές τα ήξεραν). Μου ζητάγει να του στείλω και τους άλλους Tούρκους (να μάθη κι’ άλλα). Ήταν ο Μπραΐμης μεθυσμένος, πίνει ρούμι και κρασί μποτίλλιες. Μπεκρής πολύ και παραλυμένος εις γυναίκες και παιδιά. Μου δίνει τους δύο Tούρκους οπού ξέραν την γλώσσα, πήγαμεν εις το κάστρο και τους άφησα απόξω τα τείχη. Τους είπα εκεινών οπού ’χαν τους Tούρκους δούλους τα αίτια και μου τους ήφεραν. Και τους κατέβασα κάτου– από το κάστρο και τους είπα: «Σύρτε τους εις τον πασιά, κι’ αν θέλει να βαστήση τον λόγον του, κατά τις συνθήκες οπού κάμαμεν, καλά, ειδέ αρχινάτε τον πόλεμον να μας πάρετε με το σπαθί σας. Ότι τοιούτως δεν κάνουν οι μεγάλοι άνθρωποι, κάστρο χωρίς να παραδοθή, ανθρώπους δεν ζητούνε από μέσα, σήμερα γυναίκες κι’ αύριον άντρες. Κι’ όσα θα του ειπούνε όλοι αυτείνοι – ούτε νερό έχομεν, ούτε άλλα, είναι ανεφόδιαστο όλως– δι’– όλου το κάστρο. Όμως ένας τον άλλον θα φάμε οι άνθρωποι – και το κάστρο μαζί, δεν θ’ αφήσουμε τοίχον γερόν, ούτε σημάδι. Και πέστε του, ή ντουφέκι ή συνθήκες! Και κοντόσηδες μας έκαμε!» Πιάστηκα με τους πολιορκημένους διατί μίλησα τοιούτως.

Το βράδυ είχε έρθη μια φεργάδα Αγγλική και τα Tούρκικα καράβια την είχαν ’στην μέση να μην ανταποκρινώμαστε εμείς μ’ αυτείνη, φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τον πήραν χαμπέρι τα Tούρκικα και τον κυνήγησαν οληνύχτα, και το’ ’πεσαν τα γράμματα εκεί οπού βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα, και μπαίνοντας μέσα, έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βήκε το νερό, και το ’βαλαν σπίρτα κι’ αναστήθη. Και είπε των Άγγλων τον χαμόν των γραμμάτων, οπού τα είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραΐμη. Και τον πήρε η φεργάδα και πήγαν εις την Ζάκυθο και είπαν αυτά του ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι.

Πριν έρθη το μπρίκι στέλνει ο Μπραΐμης να ετοιμαστούμε, ότι ήρθαν τα καράβια οπού ’χαμε ναυλώση. Όταν με φώναξε ήταν ’σ τα μαγαζειά, κι’ όλο του το στράτεμα. Ήταν δυο ώρες να νυχτώση. Του λέγω: «Πότε θα βαρκαριστούμεν, καθώς προστάζεις; Οι πόρτες θέλουν αρκετές ώρες να ξεπλακωθούνε, οπού τις έχομεν χτισμένες θα περάσουνε τα μεσάνυχτα και να μην ξεπλακωθούνε. Έχομε λαβωμένους, έχομε αρρώστους. Αύριον την αυγή κάνομεν αρχή και βαρκαριζόμαστε». Αυτός αντιστάθει, ότι γύρευε πρόφασιν. Μου λέγει: «Απόψε αν θέλετε, καλά, ειδέ οι συνθήκες είναι χαμένες που κάμαμε. – Όταν στείλης και ιδής αν προφασιζόμαστε, τότε φταίμε εμείς. Ειδέ, θέλεις να τις χαλάσης τις συνθήκες». Του είπαν κι’ άλλοι ότι «κιΆπόψε δικοί μας είναι κι’ αύριον». Ότ’ είχε να μας σκοτώσει. Μό’ δωσε δυο Tούρκους, τους έδειξα τις πόρτες κι’ άλλα. Τους έδωσα των Tούρκων κι’ από μίαν ζυγή άρματα καλά. Μίλησαν του πασιά. Την αυγή μπονόρα έστειλε έναν συγγενή του με σαράντα ανθρώπους να περιλάβη τ’ άρματα. Εγώ είπα του Βελέτζα και κάθεταν εις τον Ιτζκαλέ, να μη μας κάμουν τίποτας, να μείνωμε μέσα και βγάλαμεν από εκεί όλους τους άλλους. Ξαρματώσαμε καμπόσους, τους βγάλαμεν από το κάστρο. Ούτε ’σ τα καράβια τους βαίναν – ούτε ’σ τα δικά μας, ούτε ’σ τα δικά τους. Βγάλαμεν κι’ άλλους, το ίδιον. Τ’ ασκέρια του Μπραΐμη ήταν όλα συνασμένα εκεί. Τότε κλειούμεν εκείνους τους Tούρκους οπού ’ρθαν να περιλάβουν το κάστρο, και τους λέγω: «Οι δικοί σας ας φάνε εκείνους οπού βγάλαμεν έξω, κ’ εμείς τρώμε εσάς και μας σώνει». κλείσαμεν το κάστρο. Φωνάζουν αυτείνοι, να βγάλουν άνθρωπον να μιλήση του Μπραΐμη, τους βγάλαμεν έναν. Τότε καβαλλίκεψε ο ίδιος ο Μπραΐμης ’σ ένα άλογον και διαλούσε τ’ ασκέρια του να φύγουν από ’κεί. Κι’ άρχισαν να βαρκαρίσουν τους δικούς μας εις τα ξένα καράβια, οπού ’χαμεν συνφωνήση να μπούνε οι άνθρωποι. Τότε βήκαν κι’ από το Αγγλικόν οπού ’ρθε από την Ζάκυθον μ’ εκείνον οπού στείλαμεν της πλεγής. Τους ρώτησε ο Μπραΐμης. Του είπανε: «Στελμένοι είμαστε από τον ναύαρχον να ιδούμε αν θα σταθής με τους Έλληνες ’σ όσες συνφωνίες κάμετε». Τότε, αποβαρκαριστήκαμεν, αλλού στερνά πέρασα εγώ μ’ όσους άλλους είχαμεν τ’ άρματα, οπού μας χάρισε. (Τα μέρασα αναλογίαν σε όλους τους αρχηγούς, κατά τους ανθρώπους οπού ’χε ο καθείς). Ευκήθηκα τον Μπραΐμη δια την περιλαβή του κάστρου, μπήκα μέσα εις το καράβι, ήταν τρία Αγγλικόν, Γαλλικόν κι’ Αουστριακόν. Εγώ μπήκα εις το καράβι το Αγγλικόν. Έρχεται ένας δούλος του Γιατράκου από αυτόν κι’ από τον Μπεζαντέ και μου λέγει ότι τους βάσταξε ο Μπραΐμης. Τότε συνάζω όλους τους καραβοκυραίους ’στο Αγγλικόν κ’ εκείνους οπού ’ρθαν με το μπρίκι το Αγγλικόν από την Ζάκυθον και τους λέγω «Εμείς σταθήκαμε εις τον λόγο μας κι’ ο Μπραΐμης δεν εστάθη. Εγώ έκαμα τις συνθήκες». τούς λέγω και τους είπα όσα μας έκαμεν. Και πήραν πολλών χρήματα κι’ ασήμια. Και μας κράτησαν και τους ανθρώπους, Μπεζαντέ και Γιατράκο. Τότε πήγαν αυτείνοι εις τον Μπραΐμη. Τους είπε: «Τους δυο τους κρατώ, ότι θέλω τους πασσάδες του Αναπλιού. Και οι Ρωμαίγοι, τους είπε, κάμαν συνθήκες και βάσταξαν τους πασσάδες». Εμείς δεν ξέραμεν από αυτά. Τότε δεν μπορούσαν να ειπούνε τίποτα οι καραβοκυραίγοι. Μας κλέψαν κ’ εξηντατρείς ανθρώπους εκεί οπού πέρναγαν να βαρκαριστούν. Τους έπαιρναν οι κολώνες και τους έκρυβε μια την άλλη· και τους έσφαξαν εις το κάστρο κουρμπάνι. Όταν μπήκανε μέσα, τους θυσιάσαν όλους και τους εξηντατρείς.

Όταν ήμαστε εις τ’ Αγγλικόν καράβι, οπού ’χαμεν ναυλωμένο, και ήμουν με καμπόσους αξιωματικούς μέσα και στρατιώτες Έλληνες, μου λέγει ο καπετάνιος του καραβιού – ήξερε την γλώσσα μας αυτός, είχε και την γυναίκα του μέσα – μου λέγει να φωνάξω όλους τους αξιωματικούς να πάμε να φάμε ψωμί εις την κάμαρη. Πήγα εις την κάμαρη με καμπόσους αξιωματικούς. Είχε ένα πουλί εις την κάμαρη, παπαγάλλον. Αφού μας είδαν, έκλαιγε η γυναίκα, έκλαιγε και το πουλί. Βλέπω εγώ αυτό, ρωτάγω τον καπετάνιον του καραβιού, του λέγω: «Εσείς μας προσκαλέσατε να φάμε κι’ εδώ όπού ’ρθαμε βλέπω ένα πουλί και έναν άνθρωπον οπού κλαίνε». Τότε λέγει η γυναίκα του καραβοκύρη: «Δίκιον μεγάλον έχομεν να κλαίμεν άνθρωποι και πουλιά, ότι η Ελλάς η δυστυχισμένη θα ’χανε τόσα παληκάρια. Που θα τα ματάβρισκε εις την ανάγκη της; Ο Ιμπραΐμης μας ναύλωσε και μας είπε, φορτώσουμε, δεν φορτώσουμε, το ναύλο να πάρωμε και να μην ειπούμε τίποτας. Και δια να μην μπήτε εις τα καράβια θα σας θανάτωνε όλους έξω. Και δεν είχαμεν τον τρόπον να σας το ειπούμεν, να μην πιστευτήτε εις τις συνθήκες». Της είπα: «Ο θεός είναι μέγας και μας γλύτωσε κι’ ας γλυτώσει κ’ εκείνους όπου βάσταξε ο Τούρκος».

Φύγαμε από ’κεί και πήγαμεν εις Καλαμάτα. Εκεί βήκαν οι Καλαματιανοί. Εμείς ήμαστε ξαρμάτωτοι, με τα λίγα εκείνα τ’ άρματα, οπού μο’ ’δωσε ο Μπραΐμης και τα μέρασα ολουνών. Βγαίνοντας εις την Καλαμάτα, οι Καλαματιανοί ήταν εις τα περιβόλια κ’ έκαναν γλέντια με τα λαλούμενα. Ήρθαν και μας είδανε, και μας λένε: «Πούθε έρχεστε; – Τους λέμε από Νιόκαστρο. – Μας λένε, δεν βαστάγετε καμπόσον καιρόν κ’ ερχόμαστε να σας βγάλωμεν από ’κεί; Αφήσετε τέτοιον κάστρο και φύγετε;» Δεν θέλησαν να μας δώσουνε ούτε ένα κονάκι, μόνε μας αφήσανε εις τις περιβόλες έξω, εις τ’ αργαστήρια εμάς όλους, και λαβωμένους, και καθίσαμεν εκεί εναδυό ημέρες να χορτάσουμεν νερό και να φύγωμεν. Έστειλα εις την Αρκαδιά να μου φέρουν τ’ άλογά μου και τους παράγγειλα να φύγουν, ότι θα βγη ο Μπραΐμης και να μην τους σκλαβώση. Αναμέρησαν οι άνθρωποι. Είπα και των Καλαματιανών αυτά. Λυπήθηκα τους αθώους κι’ όχι τους αχάριστους, να μην σκλαβωθούνε. Ότι μου είπε ο Μπραΐμης ευτύς θα κινηθή και να πάγω κ’ εγώ να τον ανταμώσω, να μένω μαζί του. Τότε μου λέγει ο Αντωνάκης Μαυρομιχάλης: «Ξέρεις τι παληκάρια είμαστε εμείς; Πεντακόσιοι πολεμούμε με πέντε έξι χιλιάδες, και δεν είμαστε σαν εσάς οπού αφήσετε το κάστρο απολέμητο και φύγετε. – Ο Θεός, του είπα, κάνει κι’ αντρείους, κάνει και κιοτήδες. Οι κιοτήδες φοβήθηκαν, οι αντρείοι χόρευαν εις την Καλαμάτα κι’ αλλού. Το κάστρο τώρα το’ ’χει ο Μπραΐμης. Σας είπα κ’ εγώ ό,τι ήξερα συχωράτε με». Συκωθήκαμε και φύγαμε. Εις το χάνι ηύρα και τον Παπαφλέσια με καμπόσους, πάγαινε αναντίον του Μπραΐμη. Μου είπε να πάγω κ’ εγώ. Του είπα: «Με τα ραβδιά δεν πολεμούν , πολεμούν με ντουφέκια. Εμείς έχομεν ραβδιά, ξύλα, κι’ όχι ντουφέκια». Πέρασε από το Λιοντάρι και ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε και χάθηκε.

Πήγα εις την Τροπολιτζά. Με κλείσανε όσους είχα μαζί μου και εις Παλιοβαρίνους και εις Αρκαδιά και μου λένε: «Όταν ήρθαμε με σένα είχαμε ασημένια άρματα, τώρα μας τα πήρε ο Μπραΐμης, όσοι ήμαστε εις Νιόκαστρο κι’ Αβαρίνους». Με κλείνουν στενά, απολπίστηκα. Ήθελα να σκοτωθώ, να μην τραβάγω αυτά από Ρωμαίγους και Tούρκους. Έγραψα εις την Κυβέρνησιν το κακό, δανείστηκα, γυμνώθηκα ολότελα, και τους πλέρωσα εξ ιδίων μου.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Επεξεργασία

  1. ^  Αυτείνη την έκθεσιν την έγραψε ο Αναγνωσταράς ο υπουργός του Πολέμου, οπού ’ταν πολλά πλησίον, ’στο νησί της Σφαχτηρίας, με τον Τζαμαδόν και σκοτώθηκαν και οι δύο σ’ το νησί. Ακολούθως γράφω αυτό.
  2. ^  Αυτά κάνουν οι φατρίες, αυτά κάνει η διαίρεση κι’ αυτά τ’ αποτελέσματα φέρνει ο ενφύλιος πόλεμος ο συχνός. Και ώρα μας τηράνε από μακρυά οι συντρόφοι μας, όταν κιντυνεύωμε, κάνει σίγρι ένας ’στον άλλον. Κι’ ο Μπραΐμης γίνεται απολέμητος δια να ειπή η ιστορία ότ’ είναι γενναίοι, όχι ότ’ είναι πλήθος. Τα πρώτα χρόνια με σαράντα ανθρώπους μ’ εκατό γιόμιζε ο τόπος σκοτωμένους Tούρκους. Τότε δουλεύαμε απαθείς ως αδελφοί δια την θρησκεία, δια την πατρίδα. Ήταν η πολιτική του τίμιου κι’ απλού δημογέροντα, δεν ήταν οι συβουλές του Μεταξά και του Μαυροκορδάτου και η διαίρεση ’στους οπλαρχηγούς, να τους στέλνουν εις τους Tούρκους, δεν ήταν η καλωσύνη του Κωλέτη να στέλνη τον αγαθόν και γενναίον Παλάσκα να σκοτωθή και να του παίρνη την γυναίκα του μορόζα. Αυτά όλα φέραν τον όλεθρον της πατρίδος, αναγεννήθηκαν τα πάθη και τηράγει ο Πελοποννήσιος τον γείτονα του τον Ρουμελιώτη κι’ ο Ρουμελιώτης τον Πελοποννήσιον σαν Tούρκοι όταν τους πολεμούσαμε.