Ανεπανόρθωτο
Συγγραφέας:
Περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, τεύχος 3, Φεβρουάριος 1927


Κοντά στοὺς ἀνθρώπους περνόντας τὴ ζωή μου,
Εἶδα, δοκίμασα, πολλά.
Μιὰ μέρα ἀκούγοντας τὴν πονεμένη τὴν ψυχή μου
Τοὺς ἄφησα καὶ πῆγα μακρυά.

Μακρυά! καὶ δὲν ἔβλεπα πειὰ τὶς λυσσασμένες
Γιὰ τὴ δόξα, ἐκεῖνες μορφές.
Δὲν ἄκουσα τὰ λόγια τους, τὶς σκέψεις τους τὶς μολυσμένες,
Οὔτε τοῦ μίσους τὶς κραυγές.

Σὲ σένα οὐρανέ, σὲ σᾶς δέντρα, σὲ σἐνα θάλασρα,
Ἦρθα γιὰ νὰ ξεκουραστῶ.
Τὸν παληό μου ἑαυτό, ἤθελα, λαχταροῦσα, νὰ ξανάβρισκα,
Τὸν παληό μου ἀμόλυντο ἑαυτό.

Ἄλλὰ μάταια πρόσμενα, ὅσο κι' ἡ μέρες περνοῦσαν,
Νὰ βρῶ κάποια παληά μου ἁγνότη.
Σκεπτόμουν ἀκόμα ὅπως σεῖς, καὶ σβοῦσαν,
Ἐχάνονταν, ὅλοι μου οἱ κόποι.

Σὰν τοὺς βαρειὰ ἄρρωστους ἀλλοίμονο τώρα ὁμοιάζω,
Σὰν τοὺς ἀρρώστους ποὺ τρώγει μιὰ κρυφὴ πληγή,
Τοὺς ἴσκιους τῆς πρώτης μου νειότης στὸ δρόμο μου βάζω
Τοὺς ἴσκιους ποὺ μοῦ θυμίζουν μιὰν ἄλλη ζωή.

ΜΕΞ 1918