Σκαραβαῖοι καὶ Τερρακότες
Μεταφραστής: Ιωάννης Γρυπάρης
Ἀνδρομέδα


ANΔPOMEΔA
(Josè Maria de Héredia)
1

Του Κηφέως ἡ κόρη ζωντανή, ἀλλοίμονον, ἀκόμα
στὸ βράχο, στὰ μαυρόνησα, ἀνάμαλλη σπαράζει·
κ’ ἐνῶ τρομάρας σύγκρυο βαθιὰ τὸ ἀναταράζει
δεμένο τὸ βασιλικὸ τοῦ κάκου στρέφει σῶμα.

Ἡ μπόρα δέρνει ἀνήμερα τοῦ Ὠκεανοῦ τὸ στρώμα,
στὰ κρουσταλλένια πόδια της πικρὸν ἀφρὸ ξεβράζει
καὶ μέσα ἐκείνη ἀπ’ τὰ κλειστὰ ματόκλαδα κοιτάζει
ἀκούραστο νἀνοιγοκλῇ τὸ γαλανό του στόμα.

Μὰ ξαφνικά, σὰν τὴ βροντὴ στὸν ἄφωτον αἰθέρα,
ἀκούει χλιμίντρισμα στεγνὸ νὰ ἀντιλαλάῃ ὡς πέρα
κι ἀνοίγει ὁ τρόμος διάπλατο τὸ ξαφνισμένο μάτι.

Βλέπει… μὲ πέταμα τρελλό, νά, ὁ Πήγασος σιμώνει·
φέρνει, ὀρθὸς στὰ πισινά, τοῦ Δία τὸ γυιὸ στὴν πλάτη
κ’ ἥσκιο γαλάζιο ὁλόμακρο στὴ θάλασσα ξαπλώνει.

2

Αναμεσα στὰ κύματα, ποῦ κόφτουν ἀφρισμένα
τὸ πέταμά του, ὁ νικητὴς τῆς Μέδουσας προβαίνει·
κ’ ἐνῶ τὸ αἷμα, ἱδρὸς ζεστός, ἀπ’ τὸ κορμί του βγαίνει
παίρνει τὴν ξανθομάλλινη στὴν ἀγκαλιά παρθένα.

Στὸ ἀδέρφι τοῦ Χρυσάορος ἐπάνω, ποῦ ὀργισμένα
στὸ κύμα κρούει τὶς ὁπλὲς καὶ μὲ ἀφρὸ τοὺς ραίνει,
βάζει τὴν Κόρη, ποῦ γλυκὰ τὸν σφίγγει χλωμιασμένη
σὲ στήθη ἀπὸ τὰ κλάματα ἀκόμα φουσκωμένα.

Τὸν σφίγγει κ’ ἡ ἀφροδροσιὰ τοὺς δυὸ μαζὶ σκεπάζει,
δειλὰ ἐκείνη στὸ ἄλογο πιὸ ἐπάνω τἀνεβάζει
τὰ ὡραῖα της πόδια ποῦ φιλᾷ ἕνα φευγάτο κύμα.

Μὰ ὁ Πήγασος, ποῦ ἐπανωτὰ φτερνίζει τὰ πλευρά του,
ψηλά, στοῦ Ἥρωος τὴ φωνὴ πετόντας, μ’ ἕνα βῆμα
χτυπᾷ στὸν ἔντρομο οὐρανὸ τὰ φλογερὰ φτερά του.

3

Σιγα πετόντας τὸ Ἄλογο τὸ φτερωτὸ ἀπὸ πέρα
μὲ τἀνοιχτὰ ρωθούνια του ἀέρα φυσᾷ πἀχνίζει·
μὲ μιὰ τοὺς φέρνει τοῦ φτεροῦ τρεμούλα πἀνεμίζει
μὲς στὴ γαλάζια τὴ νυχτιὰ μὲς στὸ ξανθὸν αἰθέρα.

Πετοῦν· κι ἀφήνουν πίσω τους τῆς Ἀφρικῆς τὴν ξέρα·
νὰ κ’ ἡ Ἀσία… μιὰ ἔρημος… ὁ Λίβανος καπνίζει
στεφανωμένος καταχνιά, καὶ πέρα ἐκεῖ ἀφρίζει
λευκὸ τὸ μνῆμα πὄκρυψε τὴν Ἕλλη μιὰν ἡμέρα.

Σὰ δυὸ θεόρατα πανιὰ ὁ ἄνεμος φουσκώνει
τὶς δυὸ φτερούγες, ποῦ πετοῦν ἀπ’ ἄστρο σὲ ἀστέρι,
κάνοντας κούνια ὁλόθερμη στ’ ἀγκαλιασμένο ταῖρι.

Καὶ κεῖ ψηλὰ ποῦ ὁ ἥσκιος των σειστὸς περνᾷ κι ἁπλώνει
στὸν Ὑδροχόο ἀνάμεσα καὶ στὸν Κριὸ θωροῦνε
τὰ δυό τους Ἄστρα κρεμαστὰ νἀσπροφεγγοβολοῦνε.