Ανάμνησις (Παπαρρηγόπουλος)

Ανάμνησις
Συγγραφέας:


 
Βωμός εις την ανάμνησιν; αλλοίμονον· ο στόνος
Όταν δεν έρχεται, ημείς αυτόν να προκαλώμεν;
και δι' αυτό το λεύκωμα αθώως αγαπώμεν;
Αλλά της αναμνήσεως είναι βαθύς ο πόνος.

Ω! η ανάμνησις, σκιά ήτις ωχρά βαδίζει,
Ήτις μας βλέπει όπισθεν γελώσα η θρηνούσα,
Ν' αποδιώξη το παρόν ματαίως προσπαθούσα,
Αλλά ψυχραίνουσα αυτό ενώ το βασανίζη.

Πολέμιος διηνεκής, αόρατος γενναίος,
Όστις σε κράζει, στρέφεσαι, εχάθη, δεν τον βλέπεις,
Ενώ δε προς τα έμπροσθεν το βήμα πάλιν τρέπεις,
Προβαίνει φοβερώτερος και σε κτυπά ραγδαίως.

Εάν κοιμάσαι, άγρυπνος εκείνη σε ταράττει·
Παρίσταται ως όνειρον, ως όνειρον ωραίον·
Τείνεις την χείρα προς αυτό υπό ελπίδος κλαίων,
Άλλ' αίφνης αποσύρεται και μάλλον σε σπαράττει.

Και είναι η ανάμνησις ο έρως του μη όντος·
Είναι σημείον της ζωής εν ω συσσωματούνται
Αι μετ' αυτό ελπίδες μας, κ' επί αυτού κρατούνται·
Εγωισμός διηνεκής, πικρός του παρελθόντος.

Απορροφά ολόκληρον μία στιγμή τον βίον·
Ήτο καλή; αλλά λαμπράν ο χρόνος την δεικνύει·
Ήτο κακή; αλλά καλώς ο χρόνος την ενδύει.
Κ' εκ των εκείνης της στιγμής τρεφόμεθα ψιχίων.

Σκιά προς ην βαδίζομεν ενώ πετά εκείνη,
Την φεύγομεν, παρέπεται τα ίχνη μας πατούσα·
Παρούσα πάντοτε, παντού ψυχρά ακολουθούσα
και μη αφίνουσα στιγμήν να μείνη εν ειρήνη.

Είν' απαισία πληρωμή βραχείας ευτυχίας·
Ποινή, διότ' ηρπάσαμεν εκ τ' ουρανού ημέραν,
Διότι εθερμάνθημεν εις χώραν θερμοτέραν
Ημείς, ωχροί κατάδικοι να δρέπωμεν πικρίας.

Και τόσας παραλείπομεν παρούσας ευτυχίας
Υπέρ απράγμονος σκιάς· και ζώμεν, πλην δεν ζώμεν·
Και αγαπώμεν, πλην χωρίς τω όντι ν' αγαπώμεν,
Διότι ηγαπήσαμεν μετά περιπαθείας.

Και ασπαζόμεθα θερμώς την χείρα ερωμένης
Με χείλος υπό πυρετού συσπώμενον και καίον,
Αλλ' αίφνης ανεγείρεται έν φάντασμα αρχαίον
Και εκφωνεί ανάμνησις μετά φωνής πνιγμένης.

Και μηδενίζει την χαράν, το πάθος, την μαγείαν,
Η χειρ της αποσύρεται, το ψύχος φοβουμένη,
Οι οφθαλμοί μας κύπτουσι χαμαί βεβαρημένοι,
Και προκαλούμεν καγχασμόν πικρόν και ειρωνείαν.

Και δεν ανθούσιν εν ημίν αι αγαθαί ελπίδες,
Το χείλος μας δεν μειδιά και η ψυχή δεν χαίρει,
Και κάτωχρον το μέτωπον επίγραμμά του φέρει
- Της αναμνήσεως ιδού η όψις - αι ρυτίδες.

Και θνήσκομεν, αλλ' έτι ζη η βάσανος εκείνη
Εγείρουσι τον τάφον μας, χαράσσουν τ' όνομά μας,
Και κλαίει η κυπάρισσος και ψάλλει τα δεινά μας
Και εκφωνεί ανάμνησις και την ψυχήν βαρύνει.