Ἀμουσία
Συγγραφέας:


Σοφέ, ποῦ πᾷς μερόνυχτα ζητῶντας τὴν ἀλήθεια,
δὲν ἂφηκες κἀμμία φορὰ
ναὒρουν ἀνάσαση γλυκειὰ
τὰ κουρασμένα στήθια;

Ποτέ, σὲ κόπου δείλιασμα, δὲν ἒτυχε τραγοῦδι,
μὲ οὐράνια δύναμη θερμή,
νὰ σοῦ σηκώσῃ τὴν ψυχὴ
σὰν αὐγινὸ λουλοῦδι;

Στοῦ ποιητῆ τὰ πλάσματα μὴ ρίχνῃς βλέμμα κρύο·
φίλο νὰ ἒχεις καὶ ἀδελφό·
ναί· τῆς ἡμέρας τὸ Θεὸ
λατρεύετε κ’ οἱ δύο.

Ψηλά, προτοῦ στὰ πνεύματα σοφίας αὐγὴ προβάλῃ,
στὸν ἣλιο ἀντίκρυ ἐπῆγε αὐτὸς
-ἀθάνατος κορυδαλός,-
βρύση ἁρμονίας νὰ βγάλῃ.

Σκόρπιο κοπάδι ἀνθρώπινο κατὰ τὸν ἦχο ἐπήδα,
κ’ ἐνῷ τὸν ἒπινε ὡς δροσιά,
στ’ ἂφωτα κ’ ἒρμα λογικὰ
χρυσὴ θωροῦσε ἀχτίδα.

Τερπνὸ παρόμοιο πότισμα γιὰ σὲ θὲ νᾷναι ἀκόμα,
γιατί, ἂν ἡ μέρα εἶναι ψηλή,
σύγνεφα μαῦρα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ
κρύβουν τὸ οὐράνιο χρῶμα.

Τοῦ κάκου τὰ στολίδια της ἡ γῆ δὲν ἒχει δώσῃ·
μὴ τὰ πατήσῃς, καὶ θὰ ἰδῇς
μὲ πόσα ρόδα ὁ ποιητὴς
κρεββάτι θὰ σοῦ στρώσῃ.

Μόνος αὐτός, ἀνοίγοντας τὰ πυρωμένα χείλη,
ξυπνάει τοὺς ἤχους, κ’ ἠμπορεῖ
σὲ μακρυσμένην ἐποχὴ
φήμη θνητοῦ νὰ στείλῃ.

Χίλια σοφὰ συστήματα παλεύουν μ’ ἄλλα τόσα,
καὶ ἀπὸ τοῦ κάμπου τὴ βοὴ
μᾶς πάει ‘ς ἀτάραχη κορφἠ
τῆς ἁρμονίας ἡ γλῶσσα.

Συχνά, σὰν ἥλιος φαίνεται, σκορποῦν τὰ πρῶτα ὡς χιόνια
μὸν ἡ θεόπλαστη λαλιὰ
τ’ ἀνθρώπου ἀνάβει τὴν καρδιὰ
τώρα χιλιάδες χρόνια.

Νά! –σὲ στεριαὶς καὶ θάλασσαις φωνὴ ἀντηχάει τριγύρου,
μέσ’ ἀπὸ άγνώριστους καιρούς·
πόσο μαγεύει! –τὴν ἀκοῦς;
εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Ὁμήρου.

Νοῦς, ποῦ ποτὲ δὲν εὔρηκε σὲ τέτοιον ἦχο κἄτι,
διψῶντας ἄκοπα γιὰ φῶς
μένει στὴ νύχτα του, καθὼς
τοῦ θείου Τυφλοῦ τὸ μάτι.