Αμλέτος
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Ιάκωβος Πολυλάς
Πράξις Πρώτη


ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Τις ει; (1)

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   'Σ εμέ συ πρέπει ν' απαντήσης· στάσου
   και φανερώσου.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Ζήτ' ο Βασιλέας!

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Είσαι
   ο Βερνάρδος;

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Αυτός.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Με πολύν ζήλον ήλθες
   'ς την ώραν σου.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Μεσάνυκτα σήμαναν τώρα·
   ν' αναπαυθής άμε, Φραγκίσκε.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Πολλαίς χάρες
   δι' αυτήν την αλλαγήν· είναι δριμύ το κρύο
   και μ' έπιασε ολιγοψυχιά.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Εις την φρουράν σου
   ήσυχα πέρασες;

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Ουδέ ποντίκι ακούσθη.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις
   τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω
   συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει;

   Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Φίλοι
   του τόπου τούτου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Καλή σας νύκτα.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Χαίρε, τίμιε στρατιώτη·
   ποιος σ' άλλαξε;

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
   Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει.
   Καλή σας νύκτα. [Εξέρχεται.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ε! φίλε Βερνάρδε!

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Λέγε, —
   ο Οράτιος είν' εκεί;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κάπως εκείνος (2).

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι;

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Τίποτ' εγώ δεν είδα.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ο φίλος μας Οράτιος
   λέγει πως είναι της δικής μας φαντασίας·
   δεν θέλει να πιστεύση 'ς τ' όραμα, οπού δύο
   είδαμ' εμείς φοραίς με τρόμον της ψυχής μας·
   τον κάλεσα δι' αυτό την νύκτα να περάση
   απόψε 'ς την φρουράν μας, όπως, αν και πάλιν
   το φάντασμ' έλθη, αυτός ο ίδιος δικαιώση
   τους οφθαλμούς μας και συγχρόνως του ομιλήση.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Μπα! Δεν θα φανισθή.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Κάθισε ωστόσ' ολίγο
   και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
   'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
   αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ας ήναι·
   ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
   αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
   τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
   το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
   ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!

   Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Όλος
   εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Να του ομιλήσουν θέλει (4).

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ομίλησέ του, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
   τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
   οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
   του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
   ομίλησε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Επειράχθη.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα
   τραβιέται!

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!

    [Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Τώρα,
   Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
   το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
   Πώς το εξηγείς;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
   να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
   την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
   την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
   τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
   ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
   όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
   τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
   Είναι παράδοξο.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
   ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
   με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
   αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
   δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
   Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
   άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
   Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
   και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
   Τι τόσους παίρνουν ναυπηγούς και τους βιάζουν,
   ώστ' η εβδομάδα κυριακήν δι' αυτούς δεν έχει;
   Τι μας προσμένει, οπού με τόσην αγωνίαν
   η νύκτα εδόθη συνεργός εις την ημέραν;
   Ποιος με πληροφορεί;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εγώ, καθώς ο λόγος
   τρέχει κρυφά. Τον μακαρίτην βασιλέα,
   οπού τ' ομοίωμά του τώρα εφάνη εμπρός μας,
   τον είχε, ως ξεύρετε, 'ς την μάχην προκαλέση
   ο Φορτιμπράς, των Νορβηγών ο βασιλέας,
   ως εκεντήθη από σφοδρήν αντιζηλίαν.
   Ο ανδρείος μας Αμλέτος (κ' είχε ανδρείου φήμην
   'ς το εδώθε μέρος όλο του γνωστού μας κόσμου),
   φονεύει αυτόν τον Φορτιμπράς, 'πού με συνθήκην,
   κλεισμένην όπως θέλει ο νόμος των αρμάτων,
   παράδιδε εις τον νικητήν με την ζωήν του
   όσα 'ς την κατοχήν του εκράτει εκείνος μέρη,
   και πάλι τόσην άλλην γην έβαζε κάτω
   ο βασιλέας μας, αντάξιον αρραβώνα,
   'πού έμελλε του Φορτιμπράς να μείνη κλήρα,
   αν ενικούσεν, όπως τούτου οι τόποι επέσαν
   κτήμα του Αμλέτου, κατά τ' άρθρ' αυτής εκείνης
   της συμφωνίας. Τώρα ο Φορτιμπράς ο νέος,
   φωτιά γεμάτος, 'ς την ακράτητην ορμήν του,
   έχει συνάξη εδώθ' εκείθε, απ' όλα τ' άκρα
   της Νορβηγίας, πλήθος κηρυκτών κακούργων
   απελπισμένων, και τους τρέφει δια ν' αρχίση
   επιχείρημα κάποιο φοβερό, και τούτο
   (καθώς το βλέπει και η Κυβέρνησίς μας) είναι
   με τ' άρματα 'ς το χέρι να μας πάρη οπίσω
   όλους τους τόπους, όσους είχε, ως είπα πρώτα,
   χάση ο πατέρας του· και αυτός, καθώς νομίζω,
   των ετοιμασιών μας είναι ο μόνος λόγος,
   της νυκτοφυλακής αιτία, και αρχή πρώτη
   της βίας, της ορμής, του φοβερού θορύβου.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Κ' εγώ πιστεύ' ότ' είναι τούτο η μόνη αιτία,
   και μ' αυτό κάπως συμφωνεί το θαύμα τούτης
   της μορφής που διαβαίνει αρματωμένη εμπρός μας,
   και τόσ' ομοιάζει με τον γέρον βασιλέα,
   'πού των πολέμων τούτων ήταν κ' είναι η ρίζα.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κάρφος (7) διά να θολώση του νοός το μάτι.
   'Σ την Ρώμην (8), μες τα ύψος δόξης δαφνοφόρας,
   ολίγο πριν ο φοβερός Ιούλιος πέση,
   οι τάφοι αδειάσαν, και οι νεκροί σαβανωμένοι
   εις τους δρόμους της Ρώμης θλιβερά θρηνούσαν·
   άστρα με φλόγιναις ουραίς, αιματωμένα,
   'ς τον ήλιον χαλασμοί (9), και ο νοτερός πλανήτης
   'πού το βασίλειο κυβερνά του Ποσειδώνος,
   έκλειψιν έπασχε κακήν, ως να 'χε φθάση
   'ς της Κρίσεως την ημέραν (10) και όμοια σημεία
   με τούτα, ωσάν προδρόμους τρομερών συμβάντων,
   ως προμηνύματα κακά 'πού στέλν' η μοίρα,
   και ωσάν προοίμια συμφοράς 'πού δεν θ' αργήση,
   ο Ουρανός και η Γη συγχρόνως έχουν δείξη
   'ς τα μέρη μας εδώ και των συμπολιτών μας.
   Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν!

   Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη!
   Τα δώρο (11) αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον,
   ομίλησέ μου!
   Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη
   ανάσασιν 'ς εσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν,
   ομίλησέ μου!
   Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις
   κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη,
   ομίλησε!
   Και αν θησαυρόν της αδικιάς (12) 'ς της γης τα σπλάχνα
   έχεις κρύψη, όταν ζούσες, — ότι ακόμη τούτο
   σας κάμνει, ω Πνεύματα, να νεκροπερπατήτε,
   ως λέγουν, — α! φανέρωσέ το· στάσου· ομίλει!

    [Λαλεί ο πετεινός.

   Σταμάτησέ το, Μάρκελλε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Θα το κτυπήσω
   με την λόγχην μου;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κτύπα το, αν δεν σταματήση.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Είν' εδώ!

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Είν' εδώ!

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Εχάθη!

    [Εξέρχεται το πνεύμα

   Το αδικούμε,
   ενώ 'ς την όψιν φέρει τόσο μεγαλείον,
   με σχήμα τάχα προσβολής να το ενοχλούμε,
   ότι αλάβωτον είναι, καθώς είν' ο αέρας,
   και κακόβουλο γέλιο τα κτυπήματά μας.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Θα μας ωμίλει, οπότε ο πετεινός ακούσθη.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσμα
   'ς το μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι
   ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι,
   τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον
   τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον,
   και 'ς την κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι,
   'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα,
   άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζει
   'ς τα σύνορά του (13), και του λόγου μαρτυρίαν
   ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη.
   Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας
   οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας,
   λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα·
   και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη·
   αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο (14) δεν πληγόνει,
   Νύμφη (15) καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει,
   τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε
   η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζει
   'ς την δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα.
   Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε
   έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος
   Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα
   κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν (16), θαρρώ, θα κρίνη.
   Συμφωνείτε και σεις γνωστά 'ς αυτόν να γίνουν,
   καθώς η αγάπη μας το θέλει και το χρέος;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Να γίνουν, ναι· και ηξεύρω εγώ το μέρος όπου
   εύκαιρον σήμερα πρωί θα τον ευρούμε.
                                    [Εξέρχονται


   Αίθουσα του θρόνου εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
   Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   ΑΜΛΕΤΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
   ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου
   του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν
   πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας
   όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο,
   όμως 'ς την φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος,
   ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε,
   χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας.
   Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα
   βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον
   του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα,
   θελήσαμε — με ηδονήν κάπως κομμένην,
   με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο,
   με γέλια 'ς την θανήν, με θρήνους εις τον γάμον,
   την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένην —
   να νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση,
   'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως
   εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε.
   Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος,
   είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε,
   διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας,
   νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη,
   εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον
   το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας,
   μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη,
   να παραδώσωμε 'ς αυτόν όλα τα μέρη
   όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην,
   προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση.
   Είπα δι' αυτόν και αρκούν· τώρα διά μας θα ειπούμε
   και τι σκοπεύει τούτ' η σύνοδός μας, κ' είναι
   το εξής· στέλνομε αυτά τα γράμματα 'ς τον θείον
   του Φορτιμπράς, 'ς των Νορβηγών τον βασιλέα —
   οπού κειτάμενος και ανίκανος δεν ξεύρει
   τον σκοπόν του ανεψιού του — να τον αντικόψη
   να προχωρήση, αφού μέσ' από τον λαόν του
   τους άνδραις παίρνει και στρατόν μορφόνει ο νέος·
   ιδού διατί πέμπομε σάς απεσταλμένους,
   εσέ, Βολτίμανδε, και σε, Κορνήλιέ μου,
   τούτους τους ασπασμούς να φέρετε εις τον γέρον
   της Νορβηγίας βασιλέα· κ' εξουσίαν
   δεν σας δίδομεν άλλην να πραγματευθήτε
   μ' αυτόν παρέκει απ' ό,τι ορίζουν μέσα τ' άρθρα
   εδώ (17) γραμμένα. Χαιρετώ σας, και ας μας δείξη
   η σπουδή σας τον ζήλον.

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ και ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
   Εις αυτό και εις όλα
   τον ζήλον μας θα δείξωμε.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Δεν αμφιβάλλω
   ποσώς· και πάλιν χαιρετώ σας εγκαρδίως.

    [Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ.

   Και τώρα συ, Λαέρτη, τι μας λέγεις νέο;
   κάποιαν αίτησιν είχες· τι ζητείς, Λαέρτη;
   Αν εξηγήσης γνωστικήν επιθυμίαν
   'ς τον βασιλέα σου, τα λόγια δεν θα χάσης.
   Και ποίον έχεις πράγμα να ευχηθής, Λαέρτη,
   να μη προσφέρωμεν εμείς πριν το ζητήσης;
   Κεφαλή (18) και καρδιά τόσο αδελφαίς δεν είναι,
   τόσο εις το στόμ' αρμόδιον όργανο το χέρι,
   όσο είναι του πατρός σου ο θρόνος της Δανίας.
   Τι ποθείς από εμέ, Λαέρτη;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Σεβαστέ μου
   Κύριε, την χάριν να επιστρέψω εις την Γαλλίαν,
   όθεν πρόθυμος ήλθα εις την Δανίαν, όπως
   'ς την στέψιν σου κ' εγώ το σέβας μου αποδώσω·
   και αφού το 'χω αποδώση, ομολογώ 'πού κλίνουν
   πάλιν οι πόθοι μου και ο νους προς την Γαλλίαν,
   και ταπεινώς ζητούν την υψηλήν σου χάριν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Του πατρός σου την άδειαν έχεις; Τι μας λέγει
   ο Πολώνιος;

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Την άδειαν, Κύριε, με την βίαν,
   μ' επιμονήν μου επήρεν, ως 'πού την σφραγίδα
   έθεσ' αναγκασμένος εις την θέλησίν του.
   Συγχώρεσε, παρακαλώ, ν' αναχωρήση.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Λαέρτη, 'ς την καλήν σου ώραν, και δικός σου
   να ήναι ο καιρός· χαίρου και αυτόν και τα λαμπρά σου
   χαρίσματ', όπως η ψυχή σου επιθυμήση!
   Και τώρ', Αμλέτε, ανεψιέ κ' υιέ μου, —

ΑΜΛΕΤΟΣ (μόνος του)
   Κάπως (19)
   ανέβηκε η συγγένεια και κατέβ' η αγάπη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   πώς συμβαίνει ότι νέφη ακόμη σε σκεπάζουν;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Κύριέ μου, ποσώς· πολύ 'ς τον ήλιον είμαι (20).

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα (21),
   και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα.
   Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα
   ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα.
   Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη,
   και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάς 'ς την αιωνίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ναι, δέσποινα, κοινό (22).

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   Και αν είναι, διατί φαίνεται
   παράδοξο 'ς εσέ;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Φαίνεται! Δέσποινά μου,
   τι λέγεις; είναι· εγώ το φαίνεται δεν ξεύρω.
   Ούτε, ω καλή μητέρα, η μαύρη φορεσιά μου,
   ούτ' όσα θλιφτικά ρούχα η συνήθεια θέλει,
   ούτ' άνεμοι αναστεναγμών βιαστά σπρωγμένοι,
   όχι, αλλ' ούτε 'ς τα μάτια ζωντανή πλημμύρα,
   ούτε η κατήφεια του προσώπου, και όλ' οι τρόποι
   του πόνου και η μορφαίς, δεν φθάνουν να με δείξουν·
   εκείνα φ α ί ν ο ν τ α ι τωόντι, ότ' είναι πράξες
   οπού αν θέλη κάνεις ταις παίζει· αλλ' ό,τι έχω
   μέσα μου, σχήμα δεν το δείχνει· αυτά δεν είναι
   παρά οι στολισμοί, τα φάλαρα της λύπης.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Χαριτωμένος είσ', επαινετός, Αμλέτε,
   να θρηνής ευλαβώς την μνήμην του πατρός σου·
   αλλ' είχε χάση και ο πατέρας σου πατέρα,
   τούτος τον ιδικόν του πρώτα, και οποίος μένει
   πρέπει ως καλός υιός της λύπης του το σέβας
   προς καιρόν ν' αποδώση· αλλά μέσα 'ς το πένθος
   να κλείεται με πείσμα, τούτ' είναι ανταρσία
   ασεβής, θλίψις όχι ανδρός, και δείχνει γνώμην
   κακήν προς τον θεόν, αστήρικτην καρδίαν,
   δείχνει ανυπότακτην ψυχήν και δείχνει πνεύμα
   αδίδακτο, μωρό· πώς κείνο, 'πού αναγκαίως
   ξεύρομ' ότι θα γίνη και κοινόν υπάρχει
   ως το κοινότερο αισθητό πράγμα του κόσμου,
   να παίρνωμεν εμείς κατάκαρδα με τόσην
   μωρήν αντίστασιν; Είν' εντροπή, και κρίμα
   προς τον θεόν, προς τους νεκρούς και προς την Φύσιν,
   και προσβολή 'ς το Λογικό, 'πού κάθε ημέραν
   πατέρων μνημονεύει πανταχού θανάτους,
   οπού κραυγάζει, από το λείψανο το πρώτο
   ως τον σημερινόν απεθαμένον· «Τούτο
   θα ήναι». Και λοιπόν τούτην εσύ την λύπην,
   την άσκοπην, παρακαλώ να ρίξης χάμω·
   στοχάσου με ως πατέρα· ναι, και τώρα ο κόσμος
   ότ' είσ' ο εγγύτατος του θρόνου μας ας μάθη,
   και ότι μ' αυτό σου δίδω τόσο αγάπης βάθος,
   όσο έχει 'ς τον υιόν του τρυφερός πατέρας.
   Και τώρα η διάθεσίς σου, να επιστρέψης πάλιν
   'ς της Βυττεμβέργης την σχολήν (23), είν' εναντία
   'ς τον πόθον μας πολύ· και σε παρακαλούμε
   να μην αναχωρήσης, αλλ' εδώ να μείνης
   'ς την ιλαρήν παρηγοριά των οφθαλμών μας,
   πρώτος μας αυλικός, ανεψιός κ' υιός μας.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
   'Σ την μητέρα σου, Αμλέτε, μην αδιαφορήσης,
   'πού σε παρακαλεί θερμώς μ' εμάς να μείνης·
   αν μ' αγαπάς, 'ς την Βυττεμβέργην μη πηγαίνης.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Δέσποινα, 'ς ό,τι δυνηθώ θα σε υπακούσω.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
   Απόκρισις καλή και σπλαχνική· θα ήσαι
   εις την Δανίαν όμοιός μας. Δέσποινά μου,
   πηγαίνομε· η γλυκειά και αβίαστη του Αμλέτου
   παραδοχή μου ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα.
   Και προς χάριν αυτής, όσαις προπίν' υγείαις
   με αλαλαγμούς χαράς την σήμερο η Δανία,
   'ς τα νέφ' η κανονιαίς θα ταις αντιλαλήσουν,
   και την βασιλικήν ξεφάντωσιν οι θόλοι
   των ουρανών θ' αντιβοούν, ως ν' απαντούσαν
   'ς εκείναις ταις βρονταίς της γης. Αναχωρούμε.

    [Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αχ! να ημπορούσε τούτη τόσο στέρεη σάρκα
   να ξεπαγώση και ως αχνός δροσιά να γίνη!
   ή τον νόμον του ο Πλάστης να μην είχε στήση
   να τιμωρή τον αυτοφόνον! Θε μου, ω Θε μου,
   πόσο άνοστα, κοινά και ανώφελα και αχρεία
   φαίνοντ' όλα 'ς εμέ τα έργ' αυτού του κόσμου!
   Φάσκελα να 'χουν! Κήπος είναι χορτιασμένος
   μες το ξεσπόριασμά του, και όλον τον γεμίσαν
   χοντροειδή φυτά και ξεβλασταρωμένα.
   Αυτού να καταντήση! Απεθαμένος μόλις
   από δυο μήναις· ουδέ τόσο, ουδέ καν δύο.
   Τι εξαίσιος βασιλέας! Υπερίων ήταν
   και τούτος έμπροσθέν του Σάτυρος· ω πόσο
   τρυφερήν είχε αγάπην της μητρός μου! μήτε
   άνεμοι τ' ουρανού θα υπόφερνε να πνέουν
   σκληρά 'ς το πρόσωπό της! Α! θα το ενθυμούμαι;
   Γη και Ουρανοί! την είδα εγώ 'ς τον τράχηλόν του
   να κρέμετ' ώστε ήθελε ειπής πως η τροφή της
   αύξαινε, αντί να παύη, την επιθυμίαν.
   Και όμως 'ς ένα μήνα, — ας μη το συλλογιούμαι, —
   Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! —
   'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα
   τα υποδήματα 'πού 'χε 'ς του δυστυχισμένου
   πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη,
   αυτή εκείνη — Ω Θε! και κτήνος, στερημένο
   του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, —
   εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη,
   αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου
   όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα. 'Σ ένα
   μήνα; ενώ τα πρισμένα μάτια της ακόμη
   κοκκίνιζε η πικράδα δολερών δακρύων,
   ενυμφεύθη. Ω! κακή σπουδή να πέση αμέσως
   'ς επικατάρατα φιλιά! Καλό δεν είναι
   ούτε καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου,
   πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.

   Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Υψηλότατε, χαίρε!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πόσην χαράν έχω
   ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος
   ή ξέχασα τον εαυτόν μου;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εκείνος είμαι,
   και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο
   το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε,
   τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; —
   Ο Μάρκελλος (24);

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Καλέ μου Κύριε, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πολύ χαίρω
   ότι σε βλέπω — (προς τον Βερν.) Κύριε, καλή 'σπέρα. — Λέγε,
   τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα·
   και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης
   δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν·
   καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι.
   Αλλά 'ς την Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης
   θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα (25).

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης·
   ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη!
   Απ' το νεκρόδειπνο (26) τα κρέατα ψημένα
   κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι.
   Να είχ' απαντήση (27) τον χειρότερον εχθρόν μου
   'ς τους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.
   Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω,

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ω! Κύριε, πού;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης,
   δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Είδες
   συ; ποίον;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τον βασιλέα, τον πατέρα μου, —

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ολίγαις
   στιγμαίς τον θαυμασμόν σου δάμασε, να δώσης
   όλην την προσοχήν σου ως 'πού να φανερώσω
   'ς εσέ το θαύμα τούτο, με την μαρτυρίαν
   εδώ των φίλων.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Προς Θεού, λέγε ν' ακούσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Δύο νυκτιαίς, εις την αράδα, τούτ' οι φίλοι,
   ο Μάρκελλος με τον Βερνάρδον, 'ς την φρουράν τους,
   'ς την νεκρήν κ' έρμην ώραν του μεσονυκτίου,
   απάντησαν το εξής· μορφή 'σάν του πατρός σου,
   όλη με τ' άρματα πατόκορφα ζωσμένη,
   φαίνετ' εμπρός τους, και με βάδισμα γενναίο
   αργά και μεγαλοπρεπώς περνά σιμά τους·
   και τρεις εβάδισε φοραίς, εις διάστημ' όσο
   το σκήπτρο 'πού φορούσ', εμπρός 'ς τα τρομασμένα
   Θαμπά τους μάτια· και απ' του φόβου την ενέργειαν
   εκείνοι στραγγισμένοι ωσάν πηκτή παγόνουν,
   στέκουν βουβοί, δεν του ομιλούν. Τούτο 'ς εμένα
   ξεμυστηρεύθηκαν αυτοί και ακόμη ετρέμαν.
   Κ' εγώ την τρίτην νύκτα εφρούρησα μαζί τους·
   και αυτού 'ς την ίδιαν ώραν, με το ίδιο σχήμα,
   απαράλλακτα ως είχαν περιγράψη εκείνοι,
   το φάντασμ' ήλθεν· έχω, Κύριε, γνωρίση
   τον πατέρα σου· το 'να χέρι μου με τ' άλλο
   δεν ομοιάζουν τόσον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αλλά πού συνέβη
   τούτο;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κει, 'πού 'μασθε φρουρά, 'ς τον προμαχώνα.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Του ωμιλήσετε σεις;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εγώ μάλιστα, Κύριε,
   αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη,
   σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως
   έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση,
   όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι
   να λαλήση σφικτά, και 'ς την κραυγήν του εκείνο
   τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Παράδοξο πολύ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Και όμως ως ζω και υπάρχω
   τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου,
   κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος
   να σου τα κάμωμε γνωστά.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τωόντι, ω φίλοι.
   Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε
   απόψε;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Κύριε, θα φρουρούμε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αρματωμένος
   λέγετε;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Αρματωμένος, Κύριέ μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όλος
   από την φτέρναν 'ς την κορφήν;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Μάλιστα, Κύριε,
   ολόβολος.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του
   δεν είδετε;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως,
   την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Πλέον
   λύπην παρά θυμόν φανέρονε 'ς την όψιν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Χλωμός ή κόκκινος;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Χλωμός πολύ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και είχε
   επάνω σας τα μάτια στυλωμένα;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Όλην
   ασάλευτα την ώραν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Να παρευρισκόμουν
   ήθελ' αυτού.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
   Πλειότερο, πλειότερο.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Αλλ' όχι οπότε
   το είδα εγώ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τα γένεια στακτερά δεν είχε;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα
   σπαρμέν' ασήμι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Απόψε θέλει εγώ φρουρήσω
   ίσως και πάλι περπατήση.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Το εγγυούμαι.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εάν πάρη το σχήμα του αγαθού πατρός μου,
   θα του ομιλήσω και αν το στόμ' ανοίξη ο Άδης
   σιγήν να μου προστάξη· και, παρακαλώ σας,
   αν την όψιν αυτήν έχετε ως τώρα κρύψη,
   'ς την φυλακήν ας μείνη ακόμη της σιωπής σας,
   και ό,τι άλλο τύχη να συμβή τούτην την νύκτα,
   δώστε του τόπον εις τον νουν και όχι 'ς την γλώσσαν.
   Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα
   έχετε υγείαν, και κοντά 'ς το μεσονύκτι
   θε να σας ανταμώσω εκεί 'ς τον προμαχώνα.

ΟΛΟΙ
   Τα χρέη μας 'ς την Υψηλότητά σου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αγάπην
   θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας.

   [Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ.

   Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι
   καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι·
   Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου!
   Έργα (28) μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα,
   και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.

    [Εξέρχεται.

   Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ
   Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε,
   ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν
   και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε
   είδησιν από σε να λάβω.

ΟΦΗΛΙΑ
   Και αμφιβάλλεις;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου,
   πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι·
   είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα,
   πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει,
   μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο.

ΟΦΗΛΙΑ
   Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μη το λογιάσης
   τίποτε παρ' αυτό, και σκέψου πως η φύσις,
   'ς την αύξησιν, δεν μεγαλόνει με τον όγκον
   μόνον και με τα νεύρ', αλλ', ως πλαταίνει τούτος
   ο ναός (29), δυναμόν' η μέσα υπηρεσία
   της ψυχής και του νου (30). Τώρ' ίσως σ' αγαπάει,
   την καθαρήν του γνώμην δεν θολόνει ακόμη
   δόλιος σκοπός· αλλά φοβού και αν θεωρήσης
   το μεγαλείον του, της γνώμης του δεν είναι
   κύριος αυτός· 'ς την γέννησίν του υποταγμένος
   δεν δύνατ', όπως οι μικροί κάμνουν, να κόπτη
   οποίον θέλει καρπόν, αφού 'ς την εκλογήν του
   κρέμετ' η ασφάλεια, τα καλό της πολιτείας·
   όθεν 'ς την εκλογήν του την φωνήν θ' ακούση,
   και την στέρξιν θα λάβη από το σώμα εκείνο,
   οπού τον έχει κεφαλήν· λοιπόν, αν λέγη
   πως σ' αγαπά, γνώσιν αν έχεις, πίστευέ το
   μόνον όσον η θέσις και τ' αξίωμά του
   του συγχωρούν να πράξη αυτά 'πού βεβαιόνει,
   και αυτό να προχωρή δεν δύναται παρέκει
   απ' ό,τ' η φωνή θέλει της Δανιμαρκίας.
   Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη,
   αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του,
   ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου
   ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.
   Μη, Οφηλία, μη, γλυκύτατη αδελφή μου·
   το αίσθημά σου κράτει οπίσω φυλαγμένο
   'ς απόσκεπο, μακράν απ' τ' άρματα του πόθου·
   η σφικτότερη κόρη δείχνεται απλοχέρα,
   το κάλλος της αν ξεσκεπάση της σελήνης (31)·
   ούτ' η Αρετή ξεφεύγει την συκοφαντίαν·
   τα τέκνα του Μαϊού πληγόνει το σκουλήκι
   πολύ συχνά πριν τα μπουμπούκια τους ανοίξουν,
   και 'ς της ζωής το δροσοβόλο χαραμέρι
   εξόχως άνεμοι φυσούν φαρμακωμένοι.
   Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία·
   ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνη
   'ς τον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.

ΟΦΗΛΙΑ
   Την έννοιαν θα 'χω της λαμπρής σου νουθεσίας
   φύλακα της καρδιάς μου· αλλ' αδελφέ γλυκέ μου,
   μη κάμης όπως ασεβείς κάποιοι ποιμένες·
   τ' ουρανού το τραχύ και ολόρθο μονοπάτι
   δείχνουν των άλλων, και ξεχνούν την διδαχήν τους,
   και, ως ο φιλήδονος 'πού αλόγιαστα ξεδίνει,
   τρέχουν μες της τρυφής τον ανθισμένον δρόμον.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Μη με φοβήσαι. — Αργοπορώ· πλην ο πατέρας
   έρχετ'· ευχή διπλή διπλήν την χάριν έχει·
   δεύτερον ασπασμόν η τύχη μας χαρίζει.

   Εισέρχεται ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Λαέρτη, ακόμη εδώ; 'Σ το πλοίο σου, 'ς το πλοίο!
   Κάθετ' ο άνεμος 'ς τους ώμους του πανιού σου,
   και σε προσμένουν· λάβε πρώτα την ευχήν μου,

   [Βάζει το χέρι επάνω εις την κεφαλήν του ΛΑΕΡΤΗ]

   και ταις εξής 'ς τον νουν σου γράψε νουθεσίαις·
   'Σ τους στοχασμούς σου γλώσσαν (32) να μη δίδης, μήτε
   εις στοχασμόν σου ενέργειαν πριν τον ωριμάσης·
   να ήσαι καταδεκτικός, πλην μη χυδαίος·
   τους φίλους 'πώχεις, αφού πρώτα δοκιμάσης,
   με κρίκους δέσε εις την ψυχήν σου αδαμαντίνους·
   πλην της παλάμης σου την αίσθησιν μη φθείρης
   μ' όποιον η ώρα σύντροφόν σου ξεκλωσσήση.
   Φυλάξου 'ς έριδα να εμπής, αλλ', άμα εμπήκες,
   μείνε, να κάμης τον εχθρόν να σε φοβήται.
   Εις όλους τ' αυτιά δίδε, την φωνήν 'ς ολίγους·
   άκουε συμβουλαίς· την γνώμην σου μη λέγης.
   Καλοενδύσου, αλλ' όσο το πουγγί σηκόνει,
   μη παράξενα, πλούτος, όχι φαντασία·
   τον άνθρωπον συχνά μας δείχν' η φορεσιά του,
   καθώς οι πρώτοι μεγιστάνες της Γαλλίας
   είναι εις τούτο εκλεκτοί προ πάντων και γενναίοι.
   Μη γίνης δανειστής, μηδέ χρεωφειλέτης·
   συχνά τον φίλον χάνεις μ' όσα 'χεις δανείση,
   και αν δανεισθής, στομόνεις την οικονομίαν.
   Προ πάντων τούτο· αληθινός 'ς τον εαυτόν σου
   να 'σαι, και θέλει ακολουθήση, ωσάν η νύκτα
   την ημέραν, να μη 'σαι ουδέ 'ς τους άλλους ψεύτης.
   Χαίρε, και ό,τ' είπα θέλει ανθίση απ' την ευχήν μου.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Ο υιός σου ταπεινώς σε χαιρετά, πατέρα.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Προσκαλεί σε ο καιρός· οι δούλοι σε προσμένουν.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Υγίαινε, Οφηλία, και μη λησμονήσης
   ό,τι σου είπα.

ΟΦΗΛΙΑ
   Μες την μνήμην μου κλεισμένο
   είναι, και το κλειδί της κράτει συ 'ς το χέρι.

ΛΑΕΡΤΗΣ
   Υγίαινε.

    [Εξέρχεται.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Οφηλία, τι 'ναι αυτό 'πού σου 'πε;

ΟΦΗΛΙΑ
   Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον κάτι, — μη βαρύνης.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Καλά τωόντι το στοχάσθηκε! μου λέγουν
   ότι τώρ' ύστερα συχνά σ' έχει ανταμώση
   μερικώς και ότι συ με καλοσύνην άκραν,
   μ' ελεύθερην ψυχήν, ακρόασιν του δίδεις.
   Αν είναι αυτό (καθώς μώχουν ειπή και μόνον
   διά να προφυλαχθώ) θε να σου ειπώ 'πού εκείνην
   του προσώπου σου εσύ δεν έχεις την ιδέαν,
   'πού της κόρης μου αρμόζει και η τιμή σου θέλει.
   Τι τρέχει μεταξύ σας; Την αλήθειαν λέγε.

ΟΦΗΛΙΑ
   Τώρ' ύστερα πολλά μου δωκε αυτός σημεία
   της αγάπης του, Κύριε.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Τ η ς α γ ά π η ς, Θε μου!
   Λαλείς ως κόρη τρυφερή 'πού ακόμη πράξιν
   'ς τα επικίνδυνα τούτα πράγματα δεν έχει.
   Εις τα σημεία του, ως τα λέγεις, συ πιστεύεις;

ΟΦΗΛΙΑ
   Τι να στοχάζωμαι δεν ξεύρω, Κύριέ μου.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Θα σε διδάξω εγώ· φαντάσου παιδί να 'σαι,
   και ως μάλαμα να εδέχθης κάλπικα σ η μ ε ί α (33),
   τον εαυτόν σου βάλε εις υψηλό σ η μ ε ί ο,
   ειδεμή (και δεν πρέπει την καϋμένην λέξιν
   να βασανίζωμε ως να χάση την πνοήν της)
   μωρίας θα μου δώσης φανερά σ η μ ε ί α.

ΟΦΗΛΙΑ
   Με πολλήν ζέσιν μου εξηγεί τον ερωτά του,
   αλλά με τίμιον τρόπον.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Τ ρ ό π ο ν να τον λέγης
   τωόντι· έλα τώρα!

ΟΦΗΛΙΑ
   Κύριέ μου, ακόμη
   τον λόγον του πιστόνει με την μαρτυρίαν
   όρκων μεγάλων φοβερών 'πού μώχει ομόση.

ΠΟΛΩΝΙΟΣ
   Βρόχια διά να πιασθούν ξυλόκοταις! Α! ξεύρω
   όταν το αίμα βράζει πόσο είναι γενναία
   η ψυχή να δανείζη όρκους εις τα χείλη!
   Αναλαμπαίς, 'πού δίδουν φως, ζέστην ολίγην,
   σβυμένα 'ς την στιγμήν 'πού τάζουν και τα δύο,
   ω κόρη μου, μη γελασθής πως είναι φλόγαις.
   Μη την παρθενικήν σου δίδης παρουσίαν
   τόσο εύκολα 'ς το εξής· της συναναστροφής σου
   συ την αξίαν ως εκεί μη χαμηλόνης,
   να προστάζεσαι να 'λθης εις συνομιλίαις.
   Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον τούτο σκέψου μόνον,
   ότ' είναι νειό πουλάρι και ημπορεί να τρέχη
   ασπέδιστος (34) εκεί, 'πού εις σε δεν συγχωρείται.
   'Σ ολίγα λόγια μη πιστεύης, Οφηλία,
   'ς τους όρκους οπού κάμνει αυτός· είναι μεσίταις
   άλλης βαφής παρ' ό,τι δείχν' η φορεσιά τους,
   κήρυκες ταπεινοί διά τέλη εντροπιασμένα,
   και δείχνουν άγιοι κ' ευσεβείς προξενολόγοι,
   διά να πλανέσουν τους αθώους. Ε! σου λέγω,
   χωρίς λόγια πολλά, 'πού 'ς το εξής δεν πρέπει
   ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης
   εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης
   με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω·
   πήγαινε τώρα.

ΟΦΗΛΙΑ
   Θα υπακούσω, Κύριέ μου.

    [Εξέρχονται,


Δ'.


   Ο Προμαχώνας.
   Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τι ώρα είναι;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ολίγο από την δωδεκάτην,
   νομίζω, λείπει.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Σφάλλεις· είναι βαρημένη.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Λέγεις; δεν τ' άκουσα· λοιπόν σιμόν' η ώρα
   που να περιπατή το πνεύμα εσυνηθούσε.

    [Σαλπισμοί και πυροβολισμοί μέσα.

   Τι δηλοί τούτο, Κύριέ μου;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ο Βασιλέας
   δείπνον έχει οληνύκτα και μεθοκοπάει,
   φαρομανά, και 'ς τον χορόν πηδά, γυρίζει·
   κ' ενώ ρουφά του Ρήνου το κρασί και πίνει,
   τον θρίαμβόν του διαλαλούν (35), καθώς ακούτε,
   τα τύμπανα και η σάλπιγγαις.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Είναι συνήθεια;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ναι, μάλιστ', αλλ' εγώ νομίζω, αν κ' είμαι γέννα
   του τόπου και με τούτ' αναθρεμμένος, ότι
   τέτοιαν συνήθειαν να κρατούν φέρνει ατιμίαν,
   κ' έπαινον έχει εκείνος 'πού την αθετήση.
   Δι' αυτήν την χοντροκέφαλην κραιπάλην τ' άλλα
   έθνη μάς θεατρίζουν και μας κατακρίνουν
   'ς τα πέρατα της γης, μας λέγουν μεθοκόπους,
   και μ' επίθετο αισχρό ρυπαίνουν τ' όνομά μας.
   Αυτό τωόντι απ' όσα και αν η αρετή μας
   λαμπρότατ' έργα κατορθώση την καρδίαν,
   το μεδούλι, αφαιρεί του επαίνου οπού μας πρέπει.
   Και 'ς τους ανθρώπους μερικώς το αυτό συμβαίνει, —
   διά κάποιο κακό στίμμα φυσικό τους, είτε
   εκ γενετής (και αυτού δεν πταίουν, αν η φύσις
   δεν δύναται να εκλέγη την καταγωγήν της),
   όταν άμετρ' αυξήση κάποια διάθεσίς των,
   ώστε τα εμπόδια σπα και τους φραγμούς του λόγου.
   είτε από κάποιαν έξιν, οπού ωσάν προζύμι
   πολύ σηκόνει την μορφήν τρόπων ωραίων, —
   'ς τους ανθρώπους αυτούς, λέγω, συμβαίνει, ως είναι
   μ' ένα ψεγάδι σημειωμένοι, είτ' είναι χρώμα
   της φύσεως, είτ' εκεί το 'χει χαράξ' η μοίρα,
   τα δώρα τους, και αν λάμπουν όσο η θεία χάρις,
   και άπειρ' αν ήναι, όσο η ψυχή χωρεί του ανθρώπου,
   του κόσμου γενικώς να φαίνωνται φθαρμένα
   από την μόνην κείνην έλλειψιν· το δράμι (36)
   του ολέθρου σέρνει την καλήν ουσίαν όλην
   εις τ' όνειδός του.

    Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ιδέ, Κύριε, το Πνεύμα φθάνει!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω Άγγελοι του Υψίστου, σεις φυλάξετέ μας! —
   Μακάριον είσαι πνεύμα, είτε κολασμένο,
   πνοαίς ουράνιαις φέρνεις, είτε φλόγαις Άδου,
   έχεις προαίρεσιν καλήν είτε ολεθρίαν,
   με σχήμα τόσο αξιομίλητον (37) εφάνης,
   ώστ' εγώ θα σου κρίνω· και σου λέγω, Αμλέτε
   πατέρα μου και των Δανών ω βασιλέα!
   Α! δος μου απόκρισιν! 'Σ την άγνοιαν μη μ' αφήσης
   να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα
   κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση,
   τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα,
   'πού σ' είδαμε κλεισμένον 'ς την ανάπαυσίν σου,
   τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου
   να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο,
   ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος,
   πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης,
   την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως
   τα εμπαίγματα (38), τόσο φρικτά να κλονισθούμε
   με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου;
   Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει
   να πράξωμεν εμείς;

    [Το ΠΝΕΥΜΑ νεύει του ΑΜΛΕΤΟΥ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ιδού, σου κάμνει νεύμα
   αλλού να πας μαζί του, ωσάν να θέλη κάτι
   να φανερώση προς εσένα μόνον.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κύττα,
   με ήθος πόσο ευγενικό σε καλεί πέρα
   εις μέρος πλέον μακρυνόν· όμως μαζί του
   μη πας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Όχι, ποσώς, καθόλου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αυτό δεν θέλει
   ομιλήση· λοιπόν θα το ακολουθήσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κύριε, μη το κάμης.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τι; Ποιος θα 'ναι ο φόβος;
   Δεν λογαριάζω ουδέ βελόνι την ζωήν μου·
   όσο διά την ψυχήν μου, τι μπορεί να πάθη
   από αθάνατο πνεύμ' αθάνατη κ' εκείνη;
   Με καλεί πάλι πέρα· θα το ακολουθήσω.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Πώς, Κύριέ μου; Και αν αυτό σε ξεπλανέση
   εις το ποτάμ' (39) ή 'ς τον φρικτόν βράχον που επάνω
   'ς την βάσιν του υψηλός προς τα πελάγη κλίνει,
   και πάρη εκεί κάποιαν μορφήν άλλην του τρόμου,
   και σου αφαιρέση του νοός την εξουσίαν,
   ώστε να σε τρελλάνη; Τούτο συλλογίσου·
   βάζει ο τόπος αυτός, χωρίς άλλην αιτίαν,
   θανάτου πειρασμούς 'ς την κεφαλήν εκείνου,
   'πού την θάλασσαν βλέπει τόσα μέτρα κάτω
   και την ακούει να βροντά.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καλεί με πάλι. —
   Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κύριέ μου, δεν θα πας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μακράν τα χέρια, λέγω!

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Άκουσε! δεν θα πας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Η μοίρα μου κραυγάζει,
   και 'ς το κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει
   ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας (40).

    [Το ΠΝΕΤΜΑ νεύει

   Καλούμαι ακόμη; — Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως
   θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει.
   Αφήστε μ', είπα! — Εμπρός, κ' εγώ θ' ακολουθήσω.

    [Εξέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   'Σ απελπισία τον ρίχνει τώρα η φαντασία.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ας του πάμε κατόπι, και δεν είναι πρέπον
   'ς αυτό να του υπακούμε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εμπρός, ας πάμε. — Τούτο
   πού θα τελειώση;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κάτι σαπημένον έχει
   το κράτος της Δανίας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ίσια θα τα φέρη
   ο Θεός.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Αλλ' εμείς κατόπι του να πάμε.


   ΣΚΗΝΉ Ε'.


   Άλλο μέρος απομακρυσμένο εις τον ΠΡΟΜΑΧΩΝΑ.
   Εισέρχονται ΠΝΕΥΜΑ και ΑΜΛΕΤΟΣ

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Πού θα με πας; (41) Ομίλει· δεν θα προχωρήσω.

ΠΝΕΥΜΑ
   Πρόσεχε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα προσέχω.

ΠΝΕΥΜΑ
   Προσεγγίζ' η ώρα
   'πού 'ς ταις πίσσιναις φλόγαις πρέπει ν' αποδώσω
   τον εαυτόν μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Αχ! καϋμένο Πνεύμα!

ΠΝΕΥΜΑ
   Όχι,
   να μη με συμπονής, και σοβαρά ν' ακούσης
   ό,τι θα φανερώσω.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ειπέ, πρέπει ν' ακούσω.

ΠΝΕΥΜΑ
   Κ' εκδικητής να γίνης, άμ' ακούσης, πρέπει.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και τι;

ΠΝΕΥΜΑ
   Το πνεύμα εγώ 'μαι του πατρός σου κ' έχω
   καταδίκην 'ς την γην την νύκτα να πλανώμαι,
   και την ημέραν μες ταις φλόγαις να λιμάζω (42),
   ως 'πού το πυρ να καθαρίση όσα' χω πράξη
   κρίματα 'ς ταις ημέραις της φθαρτής ζωής
   και αν άνωθεν 'ς εμέ δεν ήτο εμποδισμένο
   να φανερώσω τα κρυφά της φυλακής μου,
   ήθελε ακούσης από εμέ μιαν ιστορίαν,
   'πού εις την παραμικρήν της λέξιν να τρομάζη
   η ψυχή σου, το νέον αίμα σου να πήξη,
   τα δυο σου μάτι' από τους κύκλους των, ως άστρα,
   εμπρός να πεταχθούν, τα κολλητά σγουρά σου
   να χωρισθούν και κάθε τρίχα ορθήν να στήσουν,
   ως η τριχιά του θυμωμένου ακανθοχοίρου·
   αλλά 'ς αυτιά 'πό σάρκα κ' αίμα δεν αρμόζει
   τούτ' η φανέρωσις αφθάρτου κόσμου. Αμλέτε,
   ακροάσου, ακροάσου! Και αν, οπότ' εζούσε,
   τον γλυκόν σου πατέρ' αγάπησες, —

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θεέ μου! (43)

ΠΝΕΥΜΑ
   τον μιαρόν εκδίκ' αφύσικόν του φόνον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Φόνον;

ΠΝΕΥΜΑ
   Και μιαρόν, ως κάθε φόνος και όταν
   δικαιολόγησιν έχη, αλλ' όμως ωσάν τούτος
   αφύσικος και μιαρός δεν έγιν' άλλος.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Μην αργής να το ειπής, και 'ς την εκδίκησιν μου
   θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι
   της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης.

ΠΝΕΥΜΑ
   Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε,
   θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπού 'ς της Λήθης
   την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.
   Λοιπόν άκουσε, Αμλέτε· ειπώθη κ' επιστεύθη
   ότι 'ς τον κήπον μου, ενώ κοιμώμουν, φίδι
   μ' επλήγωσεν· ιδού, πώς όλην την Δανίαν
   με πλαστόν τρόπον του θανάτου μου απατήσαν·
   αλλά μάθε, ω γενναίε, 'πού το φίδι εκείνο
   που του πατρός σου την ζωήν πλήγωσε, τώρα
   φορεί το στέμμα του.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω προφήτισσα ψυχή μου!
   Ο θείος μου;

ΠΝΕΥΜΑ
   Αυτό το κτήνος, ο αιμομίκτης,
   ο μοιχός, με διαβόλου πνεύμα και με δώρα
   επίβουλα, — ω πνεύμα πονηρόν, ω δώρα
   τόσον άξια να φθείρουν την ψυχήν του ανθρώπου
   έσυρε 'ς την αδιάντροπήν του επιθυμίαν
   την τόσ', ως έδειχνεν, αγνήν βασίλισσάν μου.
   Αμλέτε, ποίος ξεπεσμός εστάθη εκείνος!
   Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα
   ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη
   εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέση 'ς έναν
   αχρείον και γυμνόν απ' όσαις 'ς εμέ χάρες
   η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται
   η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία
   με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση,
   ομοίως κ' η ασέλγεια (44), και αν τύχη να σμίξη
   μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν
   κλίνην χαρή θα στρέψη 'ς το ψοφίμι. Στάσου!
   της χαραυγής, θαρρώ, μυρίζομαι τ' αέρι·
   σύντομα πρέπει να τα ειπώ. Κει 'πού κοιμώμουν
   'ς τον κήπον μου μεσημερίς, ως συνηθούσα,
   ήλθε 'ς την ώραν της μεγάλης μου ησυχίας
   ο θείος σου κλεφτά, μ' ένα ρογί γεμάτο
   από χυλόν του καταράτου μηλοχόρτου (45),
   και 'ς των αυτιών μου ταις αυλαίς έχυσεν όλο
   το λεπροφόρον αποστάλαγμα, κ' εκείνο
   με το αίμα του ανθρώπου τόσην έχθραν έχει,
   'πού ωσάν υδράργυρος γοργά διαβαίνει 'ς όσαις
   πύλαις και δρόμους φυσικούς έχει το σώμα,
   και με σφοδρήν ενέργειαν κόβει ευθύς και πήγει
   το καθαρό μας αίμα, ωσάν μέσα 'ς το γάλα
   ξυναίς σταλαγματιαίς· και αυτό 'ς εμέ συνέβη·
   και ξάφνου επάνω 'ς όλο τ' ομαλό κορμί μου
   εξέσπασε λειχήνα, ως του Λαζάρου λώβα (46),
   'πού αχρεία κλόδα βρωμερή την έκρυβ' όλην.
   Ιδού, πώς αδελφός τα πάντα, ενώ κοιμώμουν,
   ζωήν, κορώναν και βασίλισσαν μου επήρε.
   Εκόπην μέσα 'ς τ' άνθος των αμαρτιών μου,
   χωρίς να ετοιμασθώ, χωρίς να λάβω μύρον (47),
   χωρίς μετάληψιν, χωρίς να διορθώσω
   την ψυχήν μου, αλλά λόγον μ' έστειλαν να δώσω
   σκυμμένος απ' το βάρος των ελλείψεών μου.
   Ω φρίκη! ω φρίκη! ω φρίκη! Και αν αίσθησιν έχεις,
   μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας
   την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι
   πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας.
   Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης,
   φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου
   κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ την
   'ς τον θεόν και 'ς αυτά τ' αγκάθια 'πού 'ς τα σπλάχνα
   μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν.
   Τώρ' αποχαιρετώ σε· η λαμπυρίδα (48) δείχνει
   ότι σιμόν' η αυγή, και αρχίζει να χλωμαίνη
   το άνεργό της φως. Ω! χαίρε, Αμλέτε, χαίρε!
   Να μη με λησμονήσης.
                                     [Εξέρχεται.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ω των Ουρανίων
   τάγματα όλα! Ω Γη! τι άλλο; και τον Άδην
   μ' αυτά θα ενώσω; Αίσχος! Συ, καρδιά μου, βάστα·
   νεύρα μου, σεις μη ξάφνου τώρα μου γεράστε,
   στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω;
   Ναι, καϋμένο μου πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόπον
   'ς την σαλευμένην τούτην σφαίραν (49) έχει ακόμη.
   Να μη σε λησμονήσω; Ναι, από της μνήμης
   τον πίνακα θα σβύσω κάθ' ενθύμημά μου
   ανούσιο, κοινό, κάθε ρητό παρμένο
   από βιβλία, και όσα σχήματα και τύπους
   των περασμένων μου καιρών έχ' η νεότης
   αντιχαράξη εκεί καθώς τα αισθάνθη κ' είδε·
   και μόν' η προσταγή σου μέσα εις το βιβλίο
   του εγκεφάλου μου θα ζη μακράν απ' ό,τι
   πρόστυχον είναι· μάρτυς μου ο Θεός, τ' ομόνω!
   Γυνή (50) ω πόσο διεστραμμένη! Συ, αχρείε!
   κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελο 'ς τα χείλη!
   Το σημειωματάρι (51) μου· θα γράψω τούτο·
   να 'χη μπορεί κάνεις γλυκόγελο 'ς τα χείλη
   και να ήναι κακούργος· τούτο εις την Δανίαν
                                       [γράφει
   τουλάχιστον συμβαίνει· σ' έχω εδώ γραμμένον,
   ω θείε μου! — Και πάλιν προς το σύνθημά μου·
   είναι· «χαίρε, ω χαίρε, μη με λησμονήσης»,
   τ' ωρκίσθηκα.

ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
   Πού είσαι, Κύριέ μου;

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα
   Κύριε,
   Αμλέτε!

ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
   Ο Θεός να τον φυλάξη.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ [από μέσα.
   Γένοιτο.

ΟΡΑΤΙΟΣ [από μέσα.
   Ω Κύριέ μου, ω!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καλέ μου, ω πουλί μου (52),
   έλα, κατέβα!

   Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Τι συμβαίνει, Κύριέ μου;

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τι νέα, Κύριε;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θαυμαστά!

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Δεν μας τα λέγεις,
   καλέ μας Κύριε;

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Όχι· τα κοινολογείτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ούτ' εγώ, Κύριε,

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Τι λέγετε λοιπόν; Α! πότε ανθρώπου φρένες
   φαντάσθηκαν αυτά; Το μυστικό κρατείτε;

ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Ναι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις την Δανίαν όλην
   δεν σώζεται (53) κακούργος 'πού να μη 'ναι αχρείος
   γνωστός.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Να μας διδάξη τούτο, Κύριέ μου,
   δεν είναι ανάγκη πνεύμα να 'βγη από τον τάφον.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ό,τ' είπες, ορθόν είναι, ορθότατο· και, δίχως
   άλλαις περιστροφαίς, καλόν ευρίσκω τώρα
   να σφίξωμε τα χέρια και να χωρισθούμε,
   εσείς, οπού σας φέρνει ο πόθος και η φροντίδα·
   καθένας έχει πόθους, έχει και φροντίδαις,
   όποιαις και αν ήναι· ως προς εμέ τον καϋμένον,
   θα υπάγω να προσευχηθώ.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τούτα δεν είναι
   ειμή λόγια του ανέμου και γεμάτα ζάλην.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λυπούμαι οπού σας πρόσβαλαν, πολύ λυπούμαι
   'ς την τιμήν μου.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Ποσώς δεν μας προσβάλλουν, Κύριε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ναι· πλην, μα τον Θεόν, υπάρχει και μεγάλη,
   Οράτιε, προσβολή· (54) και ως προς τ' όραμα εκείνο,
   είναι πνεύμα καλό, τούτο να ειπώ σας φθάνει·
   και την επιθυμία να μάθετ' ό,τι τρέχει
   μεταξύ μας, δαμάσετ' όπως ημπορείτε.
   Και τώρα, καλοί φίλοι, ως είσθε φίλοι αρχαίοι,
   και σπουδασμένοι και στρατιώταις, μίαν μόνην
   χάριν μικρήν ζητώ σας.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κύριε, τι θέλεις;
   θα γίνη ευθύς.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Γνωστό μη κάμετ' ό,τι απόψε
   είδετε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΟΡΑΤΙΟΣ
   Κύριε, ποτέ.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Θα τ' ορκισθήτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Εις την τιμήν μου, Κύριε.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κύριε, 'ς την τιμήν μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις το σπαθί μου (55).

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ
   Κύριε, τώρα εδώκαμ' όρκον (56).

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου.

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
   Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι
   κει κάτω, τιμημέν' εργάτη (57); — Ελάτε· ακούτε
   τον άνθρωπον αυτόν 'ς τα κατωκέλλι· στέρξτε
   να ορκισθήτε.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε.
   θα ορκισθήτε 'ς το σπαθί μου.

ΠΝΕΤΜΑ [από κάτω,
   Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Λοιπόν α π α ν τ α χ ο ύ παρών; Α! πρέπει τόπον
   ν' αλλάξωμεν (58)· εδώ περάστε, Κύριοί μου.
   Τα χέρια θέστε πάλι επάνω 'ς το σπαθί μου,
   και ορκισθήτε ποτέ να μην ειπήτε λόγον
   ως προς αυτό 'πού τώρ' ακούσετε (59).

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
   Ορκισθήτε

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Καλά τα λέγεις, γέρε χάμουργα! Και πόσο
   γλήγορα εργάζεσαι 'ς την γην! Α! σκαπανέας
   είσαι καλός! — Και πάλι ας κινηθούμε, φίλοι.

ΟΡΑΤΙΟΣ
   Θεέ του Ελέους! αλλά τούτο πράγμα ξένο
   είναι πραγματικώς!

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Και συ λοιπόν ως ξένον (60)
   να το καλοδεχθής. Πολλά (61) πράγματα, Οράτιε,
   ο Ουρανός έχει και η Γη, 'πού καν δεν είδε
   'ς τ' όνειρό της αυτή σας η φιλοσοφία.
   Αλλά (62) ελάτ' εδώ, 'σαν πρώτα, ότι ποτέ σας
   (να σας σκέπη ο Θεός) — Όσο και αν δείξη ξένο,
   παράδοξο, το φέρσιμό μου, καθώς ίσως
   θα κρίνω πρέπον 'ς το εξής να πάρω ήθος
   αλλόκοτο, μωρό, — δεν θα συμβή ποτέ σας,
   όταν 'ς εκείναις ταις στιγμαίς και σεις με ιδήτε,
   τα χέρια (63) να σταυρώσετ' έτσι, ή να κουνήστε
   έτσι την κεφαλήν, ή λόγος να σας φύγη
   αμφίβολος, ωσάν «χεμ! χεμ! ξεύρομε κάτι»,
   ή «να ηθέλαμεν!» ή «θα ελέγαμεν, αν ήταν
   συγχωρημένον» ή «δεν λείπουν, αν μπορούσαν» (64)
   ή μ' ομιλίαις άλλαις ύποπταις να δείξτε
   πως ηξεύρετε κάτι από τα πράγματά μου, —
   ότι αυτά δεν θα πράξετε (και ας ήναι η θεία
   χάρις 'ς την ώραν της ανάγκης βοηθός σας)
   ορκισθήτε.

ΠΝΕΥΜΑ [από κάτω.
   Ορκισθήτε.

ΑΜΛΕΤΟΣ
   Ταραγμένο πνεύμα,
   αναπαύσου, αναπαύσου! — Τώρα, κύριοι μου,
   'ς εσάς συσταίνομ' όλος μ' όλην την ψυχήν μου,
   και ό,τ' ημπορεί πτωχός άνθρωπος, όπως είναι
   ο Αμλέτος, να κάμη διά να δείξη πόσην
   αγάπην τρέφει προς εσάς, δεν θέλει λείψη,
   αν θελήση ο Θεός. Και τώρα μέσ' ας πάμε
   όλοι μαζί· και πάντοτε σας εξορκίζω
   το δάκτυλο εις τα χείλη επάνω να κρατήτε.
   Εξαρθρώθη ο καιρός· της μοίρας πείσμα ω πόσο
   πικρόν, εγώ να γεννηθώ να τον διορθώσω.
   Και τώρα ελάτε, να πηγαίνωμεν αντάμα.
                             [Εξέρχονται.