Αλιπασιάς
Συγγραφέας:
Αποσπάσματα από την Αληπασιάδα, προερχόμενα από τον Κωνσταντίνο Σάθα Ιστορικαί διατριβαί / Κ. Ν. Σάθα. (1870)


   Ο Αλή πασάς λαβών διαταγήν παρά του Σουλτάνου να σπεύση εις βοήθειαν των καταληφθέντων παρά των Γάλλων ηπειρωτικών κτήσεων, σπεύδει από το Βιδίνι, όπου μετ’ άλλων πασσάδων εψευτοπολεμούσε τον αποστάτη Πεσβάνογλου:
«Ένα μηνού περβάτιμα δέκα μερών το κάνει.
Και φύτρωσε ’ς τα Γιάννινα και μπήκε ’ς το σαράϊ …»
   Συνεκάλεσε σύσκεψιν των πιστών του και τους ερώτησε πως πάνε τα πράγματα εις την Ήπειρον και Ρούμελη, τας κυριωτέρας χώρας της σατραπείας του:
«Και του’ παν “με τον φίλο σου πως έχομεν σεφέρι».
«Η Άρτα με την Πρέβεζα κι’ αύτ’ είναι ’ς τ’ άρματά τους,
κι ώραν την ώραν καρτερούν εδώ τον βασιληά τους.
Στην Πρέβεζα βουλλώθηκαν μικροί, τρανοί, μεγάλοι,
πολλοί ραγιάδες του ’βαλαν κοκάρδα ’ς το κεφάλι”».
   Διατάζει να του ετοιμάσουν το άτι του:
«Κ’ ευθύς εκαβαλίκευσε και πιάνει ’ς το Φιλιάτη …».
   Κατατρόμαξαν οι Τσάμηδες μόλις τον είδαν:
«Τ’ οι Τσάμιδες τον ήξευραν ακόμα ’ς το Βιδίνι
κ’ είχαν μεγάλον σουμπεέν οι μαυρισμέν’ εκείνοι.
Και του ’παν• “πότ’ εκόπιασες εδώ ’ς το σύνορό μας;
Ακόμα ψίχα χάθηκε το έρτζι το δικό μας”».
   Γράφει του Ρόζ ότι μόλις εγλύτωσε το κεφάλι του αποκηρυχθείς απ’ τον Σουλτάνο, όστις έστειλε εναντίον του δέκα πασάδες, που διέλυσαν τον στρατόν του, ότι αυτός ευρίσκεται κρυμμένος στο Φιλιάτι και τον παρακαλεί να του στείλη βοήθεια 10.000 Γάλλων:
«Να σου τους φέρω ζωντανούς τους δέκα τους πασάδες».
   Ο Ρόζος χωρίς να υποπτευθή, λαβών την επιστολήν του Αλή πασά, αποβιβάζεται στην ακτή, απέναντι των Κορφών:
«Και πέρασε την Τσαμουργιά με μια χαρά μεγάλη,
ο σκοτεινός ο μπουταλάς με το χονδρό κεφάλι, …».
   Εις Φιλιάτες ο Αλής παραπονείται πως ο Βοναπάρτης χάλασε την φιλίαν με τον Σουλτάνο αποβιβασθείς εις το Μισίρι, πως δυό καράβια στην Πρέβεζαν που τού είχε χαρίσει τού τα πήρε πίσω και άλλα πολλά, αφού τον ύβρισε, τον συνέλαβε και δεμένο τον έστειλε εις τα Γιάννενα. Εις τα Γιάννενα, όταν έφθασε:
«Τούρκοι, Ρωμαίοι βγήκανε τον Ρόζον να δεχθούνε,
Τον Ρόζον τον ζυγόνουνε με κόπρια τον βαρούνε.
Τον πήγαν του Μουχτάρπασα πεσκέσι ’ς το σαράΐ, …
τον έρριξαν ’ς το κούτζουρο ’ς την σκοτεινήν την χάψη, …».
   Ετοιμάζεται και συγκεντρώνει στρατό στο Λούρο για να βαδίση εναντίον της Πρέβεζας:
«Και μια γραφή προβόδησε πικρήν φαρμακωμένην
σ’ τους άρχοντας της Πρέβεζας, σε τρεις μεριαίς καϋμένην».
   Στην επιστολή μεταξύ άλλων λέει:
«Τους Φράγκους να μου στείλετε εδώ, μορ’ αρχοντάδες.
Ραγιάδες, να το ξέρετε, εσείς αν δεν γραφθήτε,
αλληώς θελά χαλάσετε, και θελά σκλαβωθήτε».
   Τους γνωρίζει την τύχη του Ρόζου:
«κι’ ό, τ’ εκαμέτε, χριστιανοί, ας ήναι χαρισμένο,
κεφάλι δεν χαλάσθηκε ποτέ προσκυνημένο».
   Τους καλεί να υποταχθούν οικειοθελώς:
«Αλληώς δεν σας χαρίζομαι, να σας το ειπώ κι’ εκείνο
και ράγι να μου δώσετε κατόπι δεν σας δίνω.
Τι το δικόν μου το σπαθί ραγιάδες δεν λυπάται,
και σκλάβοι ’ς την Αρβανιτιά να ξέρετε θα πάτε.
Και τους Φραντζέζους, πού’ χετε ’ς την εδικήν σας χώρα,
εδώ να μου τους φέρετε την ίδια τούτ’ την ώρα …
Πρέπει να προσκυνήσετε προτού να σας βαρέσω,
γιατί σας βάνω το σπαθί ανίσως και κερδαίσω».
   Απόκρισις της Πρέβεζας:
«…“γιατί μας γράφεις έτσι;
και πως θελά ’ρθουν σήμερα σε σένα οι Φραντζέζοι;
Τον Ρόζον μας αλκότησες, δεν γίνηκάμε ξίκι,
γιατ’ έχομεν σαν τούτονε δυό, τρεις χιλιάδες λύκοι
κι αν βγουν οι λύκοι σήμερα τ’ ασκέρι σου το σκίζουν,
ακόμα και τα Γιάννινα αυτά σου τα ρουφίζουν.
Η κλεφτουργιά της Ρούμελης εδώ ’ναι μαζωμένη,
μερόνυχτον διά πόλεμον αυτοί ’ναι λυσσασμένοι.
Πώς κόπιασες ’ς την Πρέβεζα και πως θα την χαλάσης;
Βάστα καλά τα Γιάννινα κι’ αυτά να μη τα χάσης …».
   Του ζητούν να αποσύρη τον στρατό του από τα σύνορα της Πρέβεζας προτού να πιάσουν τα όπλα:
«Αβόλετο να σηκωθής να πας με την τιμήν σου,
τι χάνεσαι ’ς την Πρέβεζα εσύ και το σπαθί σου.
Εδώ δεν είναι Χόρμοβο να πας να το χαλάσης, …
Εδώ το λένε Πρέβεζα ’ς τον κόσμον ξαηκουσμένη,
αφ’ όντας οπού στήθηκε κορίτζ’ είν’ η καϋμένη …».
   Του λέγουν ναπολύση τον Ρόζον γιατί θενά μετανοιώση:
«Και μη θαρρής την Πρέβεζα ποτέ να την ζαπώσης …
Και απ’ εδ’ από την Πρέβεζαν νερό να μη γυρέψης,
να πάρης τα ματάκια σου και τόπον να χαλέψης.
Τι’ δώ ’ς την δόλια Πρέβεζαν πολλ’ ήλθαν και χαθήκαν,
και τα πικρά τους τα κορμιά ’ς την μαύρην γης εμβήκαν».
   Ενώ ετοιμαζόταν, τού ήλθε χαμπέρι πως οι σκοτεινοί Σουλιώτες του ’πιάνουν ταις δημοσιαίς, ταις στράταις και ταις πόρταις, κι’ είχε ένα φίλο ο Αλή πασάς και τω δωκε χαμπέρι, εκείνος ο φίλος του τού γράφει:
«Κι’ όλ’ οι Σουλιώταις καρτερούν να τους γυρίσης πλάτη,
ντουφέκι να σου βάλουνε, τι σ’ έχουνε γινάτι.
Κ’ η κλεφτουργιά της Ρούμελης κ’ εκείνοι βουλλωθήκαν,
Φραντζέζοι γράφθηκαν κι’ αυτοί ’ς την Πρέβεζαν και μπήκαν».
   Ο Αλή πασάς αδιαφορήσας διά τας ειδήσεις των Σουλιωτών και αγανακτήσας από την γραφήν των Πρεβεζάνων, διατάσσει τον Μουχτάρ να κινήση αμέσως για την Πρέβεζαν:
«Μηδέ μου ίδρωσε τ’ αυτί ποτέ απ’ τον εχθρόν μου.
Κι’ απ’ εδώ κείθε τον εχθρόν θαρρεύω να νικήσω,
και σήμερα την Πρέβεζαν με λάδι να την ψήσω».
   Ο Μουχτάρ πασάς κινά διά την Πρέβεζαν:
«Σηκώθηκ’ ο Μουχτάρ πασάς και τού ’πιασε το χέρι,
και την ευχή του γύρευσε, κ’ εσήκωσε τ’ ασκέρι.
Χίλιους νομάτους έστειλε μαζί με τον Μουχτάρη.
Τους εξακόσους πρόσταξε κοντά του να τούς πάρη.
Αλή πασάς ζερβά μεριά σε μια ραχούλα βγαίνει,
κι’ ο γυιός του ’ς στο Παληόκαστρον δεξιά μεριά παγαίνει.
Οι Φράγκοι το Παληόκαστρον με τάμπια το ’χαν κλείσει,
Φράγκοι και κλέφταις και ραγιάς το κάστρο ’χε γεμίσει.
Και βγάζουν ’ς στο Παληόκαστρον τόπια και κουμπαράδες,
θαρρεύουν τον Αλήπασα με άμετραις χιλιάδες.
Χίλιοι ξακόσοι ήτονε καβάλα και πεζούρα,
κ’ εφάνηκε της Πρέβεζας πολλά βαρειά θολούρα.
Και φθάνουν το Παληόκαστρον, κι’ αρχίζουν τα κομμάτια,
και θάμπωσ’ όλος ο ντουνιάς, δεν βλέπουν με τα μάτια.
Κι’ η μπαταριά τους ήτονε μία, και όχι άλλη,
γιατί το τούρκικο σπαθί τούς πέφτει στο κεφάλι.
Το άλλα! άλλα! των Τουρκών τούς έκαμε να χάσουν,
και μπάλαις εις τα τόπιά τους να μη ματαεμβάσουν.
Και το θεργιό ο Μουχτάρπασας σαν αστραπή γυρίζει,
σαν ’ς στον καιρόν του θερισμού γυρίζει και θερίζει.
Σαν έν λειοντάρι φοβερό και πεινασμένο τρέχει
από ταις τέσσαρες μεριαίς, και κρατημόν δεν έχει.
Ωρμούσε σαν την αστραπή που φαίνεται ’ς την δύσι,
και φανερόνει παρευθύς βροχή πως θέλα χύσει.
Αλήπασας φοβήθηκε μη χαλασθή τ’ ασκέρι,
κι’ ατός του καβαλίκευσε με το σπαθί ’ς στο χέρι,
το βλέπει σαν την αστραπήν το ποθητό παιδί του
και μπαίνει ’ς στο Παληόκαστρον κι’ αυτός με το σπαθί του.
Αλή πασάς ’ς στην μια μεριά κι’ ο γυιός τ’ από την άλλη
’ς την Πρέβεζα εβάλανε πολλά μεγάλη ζάλη.
Κι’ οι Φράγκ’ οι κακορροίζικοι πλέον δεν έχουν χάλι,
γιατί το τούρκικο σπαθί τούς παίζει ’ς το κεφάλι.
Μιαν ώραν δεν εβάσταξαν και ρίχνουν τα κλειδιά τους,
σαν το χαλάζι πέφτουνε ’ς στην λάσπην τα κορμιά τους.
Απάνω ’ς κείνην την φωτιά εμπήκαν εις την χώρα,
τον χάρο με τα μάτια τους τον είδαν κείν’ την ώρα.
Ως τόσος θρήνος γίνηκε εκείνην την ημέρα,
π’ ο κόσμος αλησμόνησε και μάνα και πατέρα.
Μανάδες με μικρά παιδιά κι’ αυταίς αλησμονούσαν,
ώραν την ώραν η έρημαις τον χάρον καρτερούσαν.
Και τα μαξούμικα παιδιά, πούχαν ’ς στα γόνατά τους,
μανάδες δεν εγνώριζαν να πιούνε τα βυζιά τους.
Ό, τ’ έκαμε ’ς την Πρέβεζα κανείς δεν το ’χει κάμει,
που πέφτει μεσ’ την θάλασσαν το αίμα σαν ποτάμι.
Αλήπασας επρόσταξε τούς σκλάβους να τους πιάκη,
’ς την Πρέβεζαν γυρίζουνε σοκάκι το σοκάκι.
Βάϊ, βάϊ, καϋμένη Πρέβεζα, πως ήσουν παινεμένη,
και τώρα καταντήθηκες ’ς τα αίματα πνιγμένη!
Οι κλέφτες τού’ πεσαν αμάν, και ράϊ δεν τούς δίνει,
όσ’ ήτονα ’ς την Πρέβεζαν μηδ’ έναν δεν αφίνει.
Γιατί σου πήρε, Πρέβεζα, αέρι το κεφάλι,
και τώρα σκλαβωθήκαταν όλοι μικροί μεγάλοι;
Αλήπασας ’ς την Πρέβεζαν τέτοιο νιζάμι δίνει,
κόφτει κορμιά, παίρνει ψυχαίς, δεν κάν’ ελεημοσύνη.
Περίσσιαις σκλάβαις έπιασε κορίτσια και νυφάδες,
και στέλνει ’ς την Αρβανιτιά αμέτρηταις χιλιάδες.
Πολλαίς μανάδες χώρησαν από ταίς θυγατέραις,
που να ομνέουν ’ς τον ντουνιά, μά κείναις ταίς ημέραις.
Πολλά παιδιά που χώρισαν από τούς πατεράδες,
και τούς κρατούν ’ς τα Γιάννινα σαν μαύρους Αραπάδες.
Πολλαίς γυναίκες χώρισαν κι’ αυταίς από τούς άνδρες,
και βληάζουν σαν τα πρόβατα και σαν τ’ αρνιά ’ς ταίς μάνδραις.
Κι’ απ’ τούς Φραντζέζους μερικοί ’ς την θάλασσα εμβήκαν,
κι’ εβούλιαξαν ’ς την Πρέβεζαν, οι σκοτεινοί πνιγήκαν.
“Κάμε νισάφι, Αλήπασα, τ’ έχεις μεγάλο κρίμα,
τόσα κορμιά ’ς στην Πρέβεζα μην προβοδάς ’ς στο μνήμα!
Και τώρα ’ς την ημέρα σου να μη ξεπατωθούμε,
ραγιάδες να σου γίνωμεν, όσον καιρόν κι’ αν ζούμε.”
Φραντζέζους μια τριακοσαριά ’ς τα σίδερα τούς βάνει,
’ς την Πόλιν τούς προβόδησε, του βασιλιά τούς πάνει.
Χίλια κεφάλια έστειλε απάνω ’ς το Ντοβλέτι,
και τού ’γραφε, την Πρέβεζα την έκαμάμε φέτι.
Στέλνει τον Ρόζ’ Αλήπασας να τους κουμανδαρίση,
οπού ’θελε τα Γιάννινα να τα κληρονομήση.
Πεσκέσι τους προβόδησε Αλήπασας ’ς την Πόλι
τούς σκλάβους τούς πικρόχειλους, της Φράντζας τούς διαβόλοι.
Και τού ’γραφε του βασιληά, πώς τού ’δωσε νιζάμι,
παρακαλεί και ’ς τούς Κορφούς ταχίνη να τον κάμη.
Και το χαμπέρι σπάρθηκε ’ς ούλα τα βιλαέτια,
οπού ’παθαν ’ς την Πρέβεζα μεγάλα χακαρέτια,
οπού ’παθαν ’ς την Πρέβεζαν άνδρες γυναίκες σκλάβοι,
κι’ άλλος κανένας ’ς το ντουνιά ποτέ να μη το λάβη.
Κάλλια να πάνε ’ς την Φραγκιά ραγιάδες να γραφθούνε
παρά με τον Αλήπασα ποτέ να μαχευθούνε.

Σαν έκαμε την Πρέβεζα χαράπι και βιράνι,
Αλήπασας ’ς στο πόστι του σηκώθηκε και πάνει.
Κι’ απάριασε ’ς την Πρέβεζα αυτός καμπόσ’ ασκέρι,
να βρίσκεται τ’ ασκέρι του ’ς της Πρέβεζας τα μέρη».
   Συνεπεία του κατορθώματος ο Σουλτάνος ωνόμασε τον Αλή, Βεζύρην με τρεις ιππουρίδας:
«Το τρίτο τούϊ τού’ στειλε και το κιλίτζ καφτάνι».