Αλήθειαις
Συγγραφέας:
Αύγουστος 1882.


Δὲν ξέρω πῶς τὴν ἔπαθα καὶ ἄρχισα σὰν χάχας
νὰ ψάλλω θούρια κι' ἐγὼ κατενθουσιασμένος,
τῆς Βίγλας καὶ τοῦ Καραλῆ μυριοφόνους μάχας,
μὰ δίχως ἄλλο φαίνεται θὰ ἤμουν μεθυσμένος.
Ἕνας καυγᾶς γιὰ πόλεμος γιγάντων νὰ περάσῃ;
ἀλλὰ καὶ τί δὲν γίνεται μὲς στῶν Ρωμῃῶν τὴν πλάσι!

Βροντᾷ τουφέκι ἔξαφνα καὶ πάει στὸν ἀέρα;
εἰς τὰ καλὰ καθούμενα ματόνει καμμιὰ μύτη;
αὐτὸ γιὰ πόλεμος περνᾷ μεγάλος ἐδῶ πέρα,
κι' ἀμέσως νίκας θαυμαστὰς τὸ στόμα μας κηρύττει.
Καὶ νά! οἱ πρόγονοι μὲ μιὰ φυτρόνουν ἐμπροστά μας
καὶ χαίρουν μὲ τὰς νίκας μας καὶ τὴν παλληκαριά μας.

Σκοτόνονται στὴν Αἴγυπτο Ἐγγλέζοι καὶ Φελλάχοι
κι' ὅμως τὸν κόσμο δὲν χαλοῦν μὲ τῇς παλληκαριαῖς·
ματόνονται κι' οἱ Ἕλληνες οἱ Μαραθωνομάχοι,
κι' ὁ κόσμος ξεκουφαίνεται μὲ τῇς ἐλευθεριαῖς.
Τὸ αἷμα ἐπλημμύρησε καὶ τρὲχει σὰν ποτάμι,
ἀλλὰ ἐγὼ σᾶς βεβαιῶ πὼς δὲν ἐχύθη δράμι.

Γελοῦν οἱ Ἄγγλοι σὰν τοὺς λὲς πὼς ἐκ τῶν πυραμίδων
τοὺς βλέπει κλέος ἄφθιτον δὲν ξέρω πόσων χρόνων·
ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν πέρνομε τὴν πόζα τῶν νταήδων,
ἂν τὸν καυγᾶ μας δὲν ἰδοῦν τὰ μάτια τῶν προγόνων.
Εἶναι ἀνάγκη καὶ αὐτοὶ νὰ βρίσκωνται μπροστά μας,
ἀλλοιῶς στὴ θήκη τὸ σπαθὶ καὶ πᾶμε στὴ δουλειά μας.

Βεβαιωθῆτε, κύριοι, πὼς δὲν σᾶς βλέπει μάτι,
μὰ κι' ἂν σᾶς δοῦν πιστεύσετε πὼς δὲν θὰ σᾶς τρομάξουν·
καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν κάμετε χωρὶς προγόνους κἄτι,
οὐτ' οἱ ἀπόγονοι αὐτοὶ ποτὲ θὰ σᾶς κυττάξουν.
Εἶναι καιρὸς νὰ μάθετε, βλαστοὶ τοῦ Λεωνίδα,
χωρὶς φωναῖς νὰ πέφτετε νεκροὶ γιὰ τὴν πατρίδα.

Τί πόλεμος στὸ Καραλῆ! Κανείς ἐδῶ μὴ μένῃ!
τί θαύματα παλληκαριᾶς, τί τέχνη εὐστοχίας!
Πέντε δικοί μας βρίσκονται μονάχα σκοτωμένοι
κι' ἀποθεοῦται ζωντανὸς τοῦ ἱππικοῦ λοχίας.
Ἀλλὰ καμμιὰ ἐντύπωσι καὶ τοῦτο μὴ σᾶς κάνῃ,
ἐδῶ ἀποθεόνεται καθένας πρὶν πεθάνῃ.

Ἐδῶ ἀποθεόνεσαι χωρὶς νὰ χύσῃς αἷμα,
ἀπάνω στὸ κρεβάτι σου ἀγάδικα ξαπλώσου
καὶ μὲ τῇς ἀλογόμυγες μονάχος σου πολέμα,
ἂν θὲς ν' ἀκούσῃς ζωντανὸς τὸν ἐπικήδειό σου.
Ἐγὼ Ρωμῃὸ δὲν γνώρισα τοὐλάχιστον ἀκόμα,
ποὺ δὲν ἐστεφανώθηκε ἀπάνω εἰς τὸ στρῶμα.

Εἶμαι κι' ἐγὼ παλληκαρᾶς καὶ Μαραθωνομάχος,
κι' ἐμένα κἄπως μὲ μεθᾷ ὁ ἥρως Λεωνίδας,
μὰ σήμερα σκοτόνεται μὲ φλόγα κι' ὁ Φελλάχος,
καὶ στήνει τρόπαια κι' αὐτὸς καὶ νέας πυραμίδας.
Αὐτὰ ἡ κρύα Μοῦσα μου, Ρωμῃοί, σᾶς ἀπαγγέλει,
καὶ ἂν θυμώσετε γι' αὐτά, καθόλου δὲν μὲ μέλει.