Αλήθεια
Συγγραφέας:


Ἡ φύση ὅλη ἀστραποβολοῦσε ἀπὸ τὸ χαμόγελο τὸ μυρωμένο τοῦ Θεοῦ, ποῦ οἱ ἄνθρωποι τὸ λέμε «ἄνοιξη». Τὰ φύλλα τρυφερὰ ἀκόμα σὰν νιογέννητα, ἐλάμπανε ἀπὸ τὶς διαμαντένιες σταλαγματιὲς τῆς δροσιᾶς· φυσοῦσε ἀγεράκι δροσερὸ καὶ σκόρπιζε ἀλύπητα τ' ἄσπρα λουλουδάκια τῆς ἀμυγδαλιᾶς.

Τὰ ὄμορφα πουλάκια, χαρούμενα πετοῦσαν καὶ κελαδοῦσαν γλυκά.

Ὅλοι ξεχνοῦν τοὺς πόνους τους, ὅταν τριγύρω ὅλα γελοῦν . . . Γιατί ἐκείνη ἡ κόρη ἡ ἀσπροντυμένη μὲ τὸ πρόσωπο τὄμορφο καὶ τὰ χυμένα ὁλόξανθα μαλλιά, νὰ νοιώθῃ τέτοιον πόνο τῆς καρδιᾶς;

Τὸ βασιλόπουλο ἀπ' τὸ κυνῆγι γύριζε στὸν ἄσπρο του ἐπάνω, καβαλάρης. Σταμάτησε καὶ καμάρωσε τῆς κόρης τὰ χρυσᾶ μαλλιά. Εἶδε τὰ δάκρια ποῦ θαμπόνανε τὰ ὄμορφα της μάτια.

Ἡ κόρη χωρὶς νὰ ξέρῃ ποῦ τὸ βασιλόπουλο τὴ βλέπει, τρέχει στὸ βράχο, ἀνεβαίνει κυττάζει ἄγρια, τὸν οὐρανὸ καὶ ῥίχτει μιὰ ματιὰ μὲ καταφρόνια στὴ γῆ. Κατόπι γύρισε κ' εἶδε τὴ θάλασσα ἥσυχη, γαλανὴ μπροστά της νὰ ξαπλώνεται ἀτέλειωτη . . . σφάλησε τὰ ' μάτια της καὶ ῥίχθηκε . . .

Τὴν ἴδια ὥρα χέρι δυνατὸ ἀπ' τὰ χρυσᾶ μαλλιὰ τὴν τράβηξε καὶ κάτω ἀπὸ μιὰ ἀμυγδαλιὰ τὴν ἔφερε. Φυσοῦσ' ἀγεράκι δροσερὸ κ' ἔρριχτε τὰ λούλουδα τ' ἄσπρα τῆς ἀμυγδαλιᾶς ἀπάνω στὴ χρυσομαλλοῦσα.

*

− Ποιὸς πόνος τὴν καρδιά σου θέρισε; ποιὸ βάσανο τὴ νιότη σου μάρανε; Γιατί στὴ γαλανὴ τὴ θάλασσα πῆγες τὸ θάνατο νὰ βρῇς; ποιὰ εἶσαι;

− Ἀκόμα ζῶ;

− Ναί, ἐγὼ σ' ἐγλύτωσα.

− Μὲ τί δικαίωμα;

− Δικαίωμα . . . ἀφίνουν ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους νὰ πνιγοῦν . . . σ' ἐγλύτωσα γιατὶ πρόφτασα.

− Ἔχεις δίκιο.

− Μὲ τόση ὀμορφιὰ καὶ χάρι, ζητᾷς τὸ θάνατο; Ἀγάπησες καὶ ηὗρες στήθη ἄπονα. Καταραμένη ἡ καρδιὰ ποῦ ἔμεινε κλειστὴ στὴν τόσην ὀμορφιά σου. Ἀγάπης τραγούδια τραγουδοῦν τὰ πουλάκια. Σ' ἄλλη ἀγάπη τὴν καρδιά σου ἄνοιξε κι ἂν δεν ηὗρες τὴ χαρὰ στὸ ἕνα μέρος ζήτησέ την στὸ ἄλλο. Μάλιστα, ὁ ἄνθρωπος πρέπει ἀπὸ κάθε λουλοῦδι τὸ μέλι τῆς εὐτυχίας νὰ μαζεύῃ.

Ἡ κόρη ἔρριξε πίσω μὲ τ' ἄσπρα χέρια της τὰ ὁλόχρυσά της τὰ μαλλιὰ καὶ εἶπε·

− Σώπα . . . αὐτὴ τὴ γλῶσσα ὅλοι τὴ μιλοῦν . . . Δὲν σ' ἐρωτῶ ποιὸς εἶσαι, γιατὶ σὲ ξέρω.

− Μὲ ξέρεις;

− Εἶσαι τὸ τιμημένο βασιλόπουλο αὐτοῦ τοῦ τόπου. Ξέρω, ποῦ φορεῖς σπαθὶ ὄχι γιὰ λεβεντιὰ καὶ γιὰ στολίδι. Τὸ ἔσυρες στὸν πόλεμο πολλὲς φορές.

− Αὐτὸ τὸ τιμημένο τὸ σπαθὶ στὰ πόδια σου τὸ βάζω. Πές μου ποιὸς σ' ἀδίκησε καί . . .

− Ποιὸς μ' ἀδίκησε . . . ξέρεις ποιὰ εἶμαι;

− Ὄχι.

− Θὰ σοῦ τὸ 'πῶ, γιατὶ θὰ ξαναπέσω εἰς τὴ θάλασσα . . . τὸ μυστικὸ μαζί μου ἂς μὴν πάρω. . .

−Εἶμαι ἐδῶ, δὲ θὰ σ' ἀφίσω.

− Θὰ μ' ἀφίσῃς. Εἶμαι βασίλισσα ξεθρονισμένη.

− Ποιὸς εἶναι ὁ ἄθλιος!! νὰ τὸν ἐκδικηθῶ. . . ποιὸς σ' ἐξεθρόνισε;

*

− Ἄκουσε. Εἶναι παλῃὰ ἱστορία. Μοῦ ἔδειξαν μονάχα τὰ βασίλειά μου, μὰ ποτὲ δὲ φόρεσα βασιλικὸ στεφάνι καὶ στὸ θρόνο δὲν κάθισα. . . Περίμενα καιροὺς καλήτερους. . . περνούσανε τὰ χρόνια σὰ λεπτὰ κ' ἐγὼ ἐξωρισμένη, γύριζα ἐδῶ κ' ἐκεῖ. Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ παλάτι, ποῦ σημαία τὸ στολίζει;

− Τὸ βλέπω· εἶναι τὸ δικαστήριο.

− Ἐγὼ ἂν βασίλευα, αὐτὸ πέτρα καὶ χῶμα θὰ γενούντανε.

Τὸ βασιλόπουλο ἄνοιξε τὰ μάτια του, πολὺ παράξενα τοῦ φάνηκαν τὰ λόγια τῆς χρυσομαλλούσας.

− Ἐγὼ ἂν βασίλευα οἱ κόρες μὲ τόση τύφλα ποῦ πιστεύουνε στὰ λόγια σας, θἄφευγαν στῆς γῆς τὰ πέρατα, ἅμα σᾶς ἔβλεπαν. Ἐγὼ ἂν βασίλευα οἱ φίλοι ποῦ στὰ οὐράνια σ' ἀναιβάζανε θὰ σοῦ φαίνουνταν μαῦροι καὶ σκοτεινοὶ καὶ ἴσως ταπεινωμένος θὰ γύρευες συχώριο ἀπὸ μερικοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴν καρδιά σου θὰ τοὺς ἄνοιγες. Μὰ ὅλοι μὲ φοβοῦνται· ἀπὸ τὸ μεγαλήτερο ὡς τὸ μικρότερο ἔχουν ἀπὸ ἕνα λόγο μυστικό, γιὰ νὰ τρέμουν τὴ βασιλεία μου. . .

− Ποιὰ εἶσαι; Θέλω τὄνομά σου· εἶπε τὸ βασιλόπουλο χλωμό.

− Μὲ τὰ σωστὰ σου, παινεμένο βασιλόπουλο, θέλεις τὄνομά μου; Καὶ εἶσαι ἄκομα ἕτοιμος στὰ πόδια μου νὰ βάλῃς τὸ τίμιό σου τὸ σπαθί, νὰ γείνῃς σκλάβος μου;

Τὸ βασιλόπουλο ξεζώσθηκε τὸ τιμημένο του σπαθὶ καὶ τόρριξε στὰ πόδια τῆς χρυσομαλλούσας.

Τὴ ζώνη τοῦ τὴν κέντησαν τ' ἀφροπλασμένα χέρια βεζυροπούλας ὄμορφης. Ἦταν ἐνθύμημα ἀγάπης ἀκριβῆς. . . τὸ εἶδε κι ἀναστέναξε.

− Ἐγὼ ἂν βασιλέψω ἡ δροσερὴ βεζυροποῦλα, ποῦ σ' ἐκέντησ' αὐτὴ τὴ ζώνη τὴν ὁλόχρυση, ἀπ' τὸ παράθυρο τοῦ σεραγιοῦ θἄπεφτε νὰ γένῃ χίλια θρύμματα. Ζώσου καὶ πάλι τὸ σπαθί· ἐγὼ νὰ βασιλέψω δεν εἶναι γραφτό. Ἂν βασίλευα ὅπως ὁ κόσμος τώρα ἔγεινε, ὑπήκοο μισὸ δὲ θαὔρισκα καὶ πέτρα σὲ πέτρα δὲ θἄμενε.

− Ποιὰ εἶσαι; εἶπε τὸ βασιλόπουλο χωρὶς νὰ πάρῃ τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὴ γῆ.

− Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια!. . . εἶπε καὶ σηκώθηκε· χυθήκανε στὴ γῆ τ' ἄσπρα ἄνθια τῆς ἀμυγδαλιᾶς, ποῦ πέσανε στὸ κάτασπρο φόρεμά της καὶ σκέπασαν τὸ διαμαντοστόλιστο σπαθί.

Χρυσίζανε σὲ κάθε ἥλιου χάϊδεμα, τὰ ξανθόχρυσα μαλλιὰ στὸ βράχο σὰν ἀνέβηκε ἡ ξεθρονισμένη ἡ βασίλισσα, θαρρεῖς στεφάνι ἀθάνατο στόλισε τὸ μέτωπό της τὸ βασιλικό. Τὴ γαλανή της ἀγκαλιὰ ἀνοίγει ἡ θάλασσα καὶ δέχεται τὸ κουρασμένο τὸ κορμὶ ποῦ τόσα χρόνια μὲ μία ἐλπίδα ἔρημη ἐγύριζε, στὴ γῆ ἐξωρισμένο.

Λίγος ἀφρὸς τὴν ἐστεφάνωσε καὶ πάλι ἡ θάλασσα ἡ γαλανή, χαμογέλασε παρθενικὸ χαμόγελο.

Ὦρες ἐπέρασαν πολλές, τὸ ἄσπρο ἄλογο πατεῖ τὴ γῆ περήφανα καὶ τὸν ἀφέντη ἀπ' τὴ βαθειὰ τὴ συλλογὴ ξυπνάει.

Ἐφόρεσε μὲ ἀναστεναγμὸ τὸ τιμημένο τὸ σπαθί.

Σκοτάδι χύθηκε πυκνὸ στὸ βουνό· τὸ βασιλόπουλο σιμώνει στὴν ἀκρογιαλιά, βλέπει τὴ θάλασσα τὴ μαυρισμένη καὶ λέει μὲ φωνὴ βραχνή·

− Δυστυχισμένη, ἂν βασίλευες, θὰ μάθαινεν ὁ γέρως ὁ πατέρας μου, ποῦ μ' ἔχει ἀκριβὸ καμάρι του «ποῦ ὀνειρεύουμαι νύχτα καὶ μέρα τὸ θάνατό του γιὰ νὰ γένω βασιλιᾶς τρανός».

Μόλις τὰ εἶπ' αὐτὰ καὶ βλέπει μαῦρο φάντασμα στὴ θάλασσα νὰ περπατῇ καὶ νοιώθει χλιαρὴ πνοὴ στὸ λαιμό του.

Τὸ βασιλόπουλό ποῦ δὲ χλώμιαζε μπρὸς στὰ ὁλόγυμνα σπαθιά, λιγοθύμησε.

Τὸ μαῦρο φάντασμα ἦταν τοῦ βράχου ὁ ἴσκιος κ' ἡ χλιαρὴ πνοὴ ὁ Ἄσπρος ποῦ βαρέθηκε νὰ τὸν φυλάγῃ.