Αἱ δύο ἅμαξαι
Συγγραφέας:


Α'
Ἁμάξι ὁλοκαίνουργιο ἐπρόσμενε νὰ πάρῃ
μὲ δυὸ περήφαν' ἄλογα ἐρωτικὸ ζευγάρι·
κ' ἐκεῖ στὸ πλάγι του κοντὰ ἐστέκετο ἕνα ἄλλο
ἀκίνητο καὶ μοναχό, μαῦρο, στενό, μεγάλο...
Ἄχ! κεῖνο ποὺ τὸν ἄνθρωπο γιὰ μιὰ φορὰ τὸν παίρνει,
ποὺ μιὰ φορὰ τὸν συργιανᾷ, καὶ πίσω δὲν τὸν φέρνει!

Β'
Κ' εἶπε τὸ πρῶτο: «Πὲς γιατὶ δὲν σ' ἔζεψαν καὶ σένα,
καὶ πέφτουν τὰ τιμόνια σου στὸ χῶμ' ἀκουμπισμένα;
Ἐγὼ ἐκείνους π' ἀγαπῶ κόρη καὶ νειὸ προσμένω,
νὰ συργιανίσωμε μαζῆ σὲ δρόμο μυρωμένο.
Γιὰ δές, τὶ ὤμορφος καιρός! ἐπιθυμία δὲν ἔχεις.
Σὲ γῆ ἀπάνω πράσινη, μέσ' στοὺς ἀνθοὺς νὰ τρέχῃς»
κ' ἐκεῖνο τ' ἀπεκρίθηκε: «Ἁμάξι εὐτυχισμένο,
μακάρι δίχως ἄλογα αἰώνια νὰ μένω.
Ἂν τὸ ζευγάρι ἀγαπᾷς, ποὺ θἄρθῃ αὐτὴ τὴν ὥρα,
εὐχήσου πάντα ἄζευτο νὰ εἶμαι καθὼς τώρα...
Πήγαινε σὺ χαρούμενο σὲ γῆ ἀνθοσπαρμένη,
λίγη δροσιὰ τ' ἀγαπητὸ ζευγάρι σου νὰ πάρῃ,
γιατὶ ἐγὼ σὰν περπατῶ, καὶ μιὰ ψυχοῦλα βγαίνει...
Ἁμαξηλάτης φοβερὸς κρατεῖ τὸ χαλινάρι!»