Αἱ Συνέπειαι τῆς Παλαιᾶς Ἱστορίας
Συγγραφέας:
Δ'


Ὅταν συνεπλήρωσε τὴν περιγραφὴν τῆς ὀπτασίας αὐτοῦ, ὁ δυστυχὴς φίλος μου, ὑπὸ τὸ κράτος αὐτῶν ἐκείνων τῶν συγ­κινήσεων, ἃς ὑπέστη ἐνώπιον αὐτῆς κατὰ τὴν παρελθοῦσαν νύκτα, ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀδρανὴς καὶ ἄφωνος ἐπὶ τῆς θέσεώς του, ὡς ἄνθρωπος ἀποκαμὼν κ’ ἐξηντλημένος ἐξ ὑπερβολικῆς κοπώσεως. Ἀλλ’ ἐπὶ τῆς μαραμμένης αὐτοῦ μορφῆς δὲν ἐπεκάθητο πλέον τώρα ἡ ἀγρία, ἡ ἀνησυχαστικὴ ἐκείνη θλῖψις. Ἡ ἀνακοίνωσις τῆς συμφορᾶς τὸν ἀνεκούφισεν. Ἡ γλυ­κεῖα ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ μεσιτευούσης παρθένου τὸν ἐπαρηγόρησεν. Ὁ πυρετὸς τῶν νεύρων του ἐλώφησεν˙ μόνον οἱ ὀφθαλμοί του διετέλουν ἀκόμη ἐκστατικῶς ὑψωμένοι Ἀλλ’ ἡ ἔκστασις αὕτη ἦτον ἔκστασις ἀνθρώπου ἐσωτερικῶς κ’ ἐν κατανύξει προσευχομένου, οὐχὶ ψυχῆς ἐπτοημένης καὶ τρε­μούσης πρὸ τῶν ἰδίων αὐτῆς φαντασμάτων. Μία μυστηριώ­δης, ἀλλ’ ὑπερκόσμιος ἡδονὴ ἐδάνειζεν, ἔλεγες, εἰς τὸ βλέμμα του, τὴν ὑπερβολικὴν ἐκείνην λάμψιν.

«Ἀπέθανεν!» ἐψιθύρισε μετὰ μακρὰν σιωπήν. «Ἀπέθανε! Μοὶ τὸ λέγει ἡ καρδία».

«Ναί, Πασχάλη, ἀπέθανεν!» εἶπον ἐγὼ τρυφερῶς. «Ἦτο πεπρωμένον. Ὅλοι θ’ ἀποθάνωμεν».

«Ἀλλ’ ἡ καρδία μοὶ λέγει», ἐξηκολούθησεν ἐκεῖνος ἐν ἁγίῳ ἐνθουσιασμῷ, «ὅτι δὲν ἀπέθανε διὰ παντός. Αἱ ψυχαί μας συγκοινωνοῦσι καὶ διὰ τῆς ὕλης ἀκόμη. Βλέπεις, ἦσαν προωρισμέναι ἡ μία διὰ τὴν ἄλλην. Ἡ ἐδική μου εἰς τὴν παραφορὰν ἑνὸς προώρου πάθους διεκύβευσε τὸν πρωρισμόν της καὶ τὸν ἔχασε. Τοιουτοτρόπως ἐματαιώθη ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἕνωσίς μας. Ἀλλ’ ἐκεῖ ἐπάνω... Ὤ! Ἐκεῖ ἐπάνω θὰ τῆς ὑπάγω καρδίαν κεκαθαρμένην εἰς τὰ δάκρυά μου, ἐξηγνισμένην διὰ τῆς μετανοίας. Καὶ θὰ ἑνωθῶμεν αἰωνίως, αἰωνίως! Τί εἶναι ἡ ζωή; Ἔπειτα, τὸ αἰσθάνομαι. Ἡ ψυχή μου ἀνυπομονεῖ, κ’ ἐργάζεται ἀκάματος συντρίβουσα καὶ διαρρηγνῦσα τὸ συνέχον αὐτὴν ὑλικὸν κέλυφος. Τὰ πτερά της ἐμεγάλωσαν, ἐδυνάμωσαν...»

Πρὸ τῶν παραθύρων τοῦ δωματίου, ἐν τῇ βαθυτάτῃ σιγῇ τῆς νυκτός, ἠκούσθη αἴφνης τὸ βαθύφωνον τοῦ νυκτοφύλακος κέρας καὶ τὸ βραχνὸν αὐτοῦ κέλευσμα. Ἐν Κλάουσθαλ, ὅπως κατὰ τὸν μεσαιῶνα, οὕτω καὶ σήμερον ἀκόμη ὁ νυκτοφύλαξ περιέρχεται βραδέσι βήμασι τὰς ἐρήμους ὁδοὺς ὁλονυκτῆς, ὡς μαῦρον φάσμα, μὲ τὸ κέρας ἐπὶ τῆς πλάτης καὶ τὸν θαμβὸν φανὸν ἀνὰ χεῖρας, ἀναγγέλλων τὴν παρέλευσιν τῶν ὡρῶν, καὶ κελεύων τοὺς τυχὸν ἀγρυπνοῦντας νὰ σβήσουν τὸ φῶς, νὰ παραχώσουν ἐπιμελῶς τὸ πῦρ τῆς ἑστίας, πρὸς ἀποφυγὴν πυρκαϊᾶς.

Τὰ μεσάνυκτα εἶχον παρέλθει πρὸ πολλοῦ, ἀλλ’ ὅταν ἀνέβην εἰς τὸν κοιτῶνά μου, ἤμην ἀκόμη τόσον συγκεκινημένος, ὥστε μ’ ὅλην τὴν ἠρεμίαν τῆς νυκτός, ὥρας ὁλοκλήρους ὕπνος δὲν μ’ ἐπήρχετο. Ἡ ἐρασμία καὶ περικαλλὴς παράφρων, τὴν ὁποίαν, ἴσως ἡ κατ’ ἀρχὰς ἀδιαθεσία μου, ἴσως αἱ μετὰ ταῦτα διηνεκεῖς περὶ τοῦ Πασχάλη ἀνησυχίαι, εἶχον παρωθήσει τό­σον μακρὰν εἰς τὸ βάθος τῆς μνήμης μου, ἐνησχόλει τὴν φαντασίαν μου τώρα τόσῳ μᾶλλον ἐπιμόνως, ὅσῳ ζωηροτέρα ὑπῆρξεν ἡ ἀρχικὴ αὐτῆς ἐντύπωσις ἐπὶ τῆς ψυχῆς μου. Ἡ θλι­βερὰ ἐκείνη σκηνή, ἧς ἐγενόμην αὐτόπτης μάρτυς ἀναχωρῶν τῆς Γοττίγγης, παρίστατο πρὸ τῆς μνήμης μου τώρα ἀπαράλλακτος — τι λέγω; — πολὺ ζωηροτέρα, πολὺ θλιβερωτέρα ἢ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἦτο τῷ ὄντι θαυμαστὴ ἡ ἔντασις, μεθ’ ἧς, κατὰ τὸ διάφορον φῶς, ὑφ’ ὃ ἀνέβαινον πρὸ τῶν ὀ­φθαλμῶν τῆς ψυχῆς μου τώρα ὅλαι ἐκεῖναι αἱ λεπτομέρειαι τῆς ἐν τῷ φρενοκομείῳ ἐπισκέψεώς μου. Ἡ φειδὼ καὶ ἡ εὐλάβεια, μεθ’ ἧς ὁ φιλόστοργος ἐκεῖνος διευθυντὴς μὲ εἰσῆγεν, αἱ ἀψοφητὶ ἀνοίγουσαι καὶ κλείουσαι θύραι, τὸ στρογγύλον σχῆμα τῆς αἰθούσης, τὸ γλυκὺ κυανοῦν χρῶμα τῆς ἐπιστρώσεως τῶν τοίχων καὶ τῶν θυρῶν, οἱ παχεῖς τάπητες, τὸ εἶδος τῶν ἐπί­πλων, καὶ πρὸ πάντων ἡ ἐκ τοῦ βάθους φανταστικὴ ἐκείνη προέλευσις τῆς δυστυχοῦς Κλάρας, λευχειμονούσης καὶ λυσικόμου, μὲ τὸ ὑστερικὸν ἐρύθημα ἐπὶ τῶν παρειῶν, τοὺς ὡραίους γαλανοὺς ὀφθαλμούς, μὲ τὸ παιδικόν, τὸ ἀφελὲς αὐτῆς βλέμμα, ἀφροντιστούσης τ’ ἀτημέλητα τοῦ φύλου τῆς κάλλη, χωρὶς συνειδήσεως τῆς τρομερᾶς αὐτῆς δυστυχίας, ἄνευ ὑποψίας τοῦ πένθους, εἰς ὃ ἡ φαιδρότης αὐτῆς ἐβύθιζε τὰς καρδίας ἡμῶν˙ καὶ ἔπειτα τὸ ἐράσμιον τοῦ λόγου, ἡ θελκτικὴ φιλαρέ­σκεια, μεθ’ ἧς ἐτοποθετήθη εἰς τὸ κατάλληλον φῶς, πρὸ τοῦ ἀπαστράπτοντος ὀργάνου της, ἡ ἀπαράμιλλος τέχνη μεθ’ ἧς οἱ λεπτοφυεῖς αὐτῆς δάκτυλοι ἐξεκάλουν τοὺς μαγευτικοὺς τῆς χάρπας τόνους˙ καὶ ἔπειτα ἡ μουσικὴ τῆς φωνῆς, ἡ ἔννοια τῶν ᾀσμάτων, τόσον σαφὴς τώρα πλέον˙ ἡ φλογερὰ ἐκτέλεσις, τὸ δραματικὸν πάθος, ἡ νευρικὴ ἔξαψις˙ καὶ ἔπειτα ἡ κορύφωσις τῆς ἀπελπισίας, ἡ ἔκρηξις τῆς ὀργῆς, ἡ ἐπίσκηψις τῆς μανίας˙ ὅλα, ὅλα ταῦτα ἐπανήρχοντο εἰς τὴν μνήμην μου κ’ ἐπανήρχοντο, καθὼς εἶπον, πολὺ ζωηρότερον, πολὺ σημαντικώτερον! Ἀλλ’ ὅταν ἀνεμνήσθην τὰς μετὰ τὴν σκηνὴν ταύτην συγκρίσεις μου ἐν τῷ διαδρόμῳ, τὰς πικρὰς ἐκείνας μεμψιμοιρίας μου κατὰ τῆς μητρὸς Φύσεως, ὡς ἀστόργου δῆθεν πρὸς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἠξεύρω πῶς ἀντετάχθη εἰς τὴν ἐπανάληψιν αὐτῶν ἡ σταθερὰ ψυχικὴ βεβαιότης, μεθ’ ἧς ὁ Πασχάλης πρὸ μικροῦ ἔτι ἀπεξεδέχετο τὴν μετὰ τῆς νεκρᾶς αὐτοῦ φίλης συνάντησιν ἐν τῇ αἰωνιότητι. Καὶ δὲν ἐφθόνησα πλέον τὰ μηδαμινὰ πλεονεκτήματα τῶν ζωϋφίων καὶ κρυ­στάλλων, ἀλλ’ ἀνακαθήσας ἐν τῇ κλίνῃ μου, ἐδόξασα τὸν Θεόν, διότι ἐπροίκισε τὴν καρδίαν τῶν λογικῶν αὐτοῦ πλασμάτων, μὲ τὴν γλυκεράν, τὴν παρήγορον ἐλπίδα τῆς μετὰ θάνατον ὑπάρξεως. Τίς οἶδεν, ἐὰν καὶ ἡ δυστυχὴς Κλάρα εἰς τὰς φωτεινὰς τῆς διανοίας τῆς στιγμὰς δὲν ἀπελάμβανε τὸ εὐεργέτημα τῆς αὐτῆς παραμυθίας;...

Ὁ Πασχάλης ἠγέρθη καὶ τὴν ἐπιοῦσαν πρὸ ἐμοῦ, ὅπως πάντοτε. Ἀλλ’ ὅταν κατῆλθον εἰς τὸ δωμάτιον, ἐν ᾧ συνήθως ἐλαμβάνομεν τὸ πρόγευμα, τὸν εὗρον παίζοντα φαιδρῶς μὲ τὰ μικρὰ τῆς οἰκοδεσποίνης ἡμῶν παιδία. Ἦτον ἐνδεδυμένος τὴν μεταλλευτικὴν αὐτοῦ στολὴν καὶ ἐκάθητο πρὸ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου, ἐν τῷ φωτὶ τοῦ θερμοῦ καὶ λαμπροτάτου τῆς πρωΐας ἡλίου.

«Ὡραία ἡμερα σήμερα!» ἀνεφώνησεν ὡς μὲ εἶδε. «Καλὴ ’μέρα!»

«Καλημέρα!» εἶπον ἐγὼ γελῶν, διότι ἀπεφεύχθη τοιουτο­τρόπως τὸ ‘‘Ἔσο τυχηρὸς’’ τῶν Κλαουσθαλίων.

Ὁ Πασχάλης παίζων μὲ τὴν ξανθοτάτην κόμην τοῦ ἐπὶ τῶν γονάτων του μικροῦ κορασίου, «Ὁ καφὲς ἐκρύωσεν», εἶπεν, «ἀλλὰ τόσον τὸ καλλίτερον, ῥόφα τον μίαν ὥραν πρωτύτερα κ’ ἑτοιμάσου νὰ βγοῦμεν».

«Καὶ ποῦ θὰ πᾶμεν;» εἶπον ἐγώ, θαυμάζων τὴν εὐεργετικὴν ἐπιρροήν, ἣν ἐξήσκει ἐπὶ τῆς διαθέσεως αὐτοῦ ἡ καλοκαιρία.

«Στὴν Καρολίνα!» εἶπεν ἐκεῖνος ἐκφραστικῶς. «Στὴν Κα­ρολίνα!»

«Σὲ ποία Καρολίνα;» εἶπον ἐγὼ ἀπορήσας.

«Στὸ μεγάλο μεταλλεῖον τῆς Κλάουσθαλ», ἀπήντησεν ἐκεῖνος, γελῶν διὰ τὴν ἀπορίαν μου. «Μὲ χιλιάδας ποδῶν βάθος, μὲ πολλῶν τετραγωνικῶν μιλίων ἔκτασιν, μὲ σιδηροδρόμους εἰς τὰς σύριγγάς του, μὲ ποταμὸν ἐντὸς αὐτοῦ, καὶ τὸ θαυμαστότερον, μὲ φορτηγίδας ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ. Ἀξίζει τὸν κόπον νὰ τὸ γνωρίσῃς».

Σπεύσας νὰ καταπίω τὸ κρύον ἀληθῶς πρόγευμά μου, «Εἶ­μαι εἰς τὰς διαταγάς σου», τῷ εἶπον, «σήκω! Πᾶμε!»

«Ὠχώ!» ἀνέκραξεν ὁ Πασχάλης. «Ἔτσι καθὼς εἶσαι;»

«Καὶ μήπως ἔχω μαθὲς καὶ γιορτερὰ νὰ φορέσω διὰ τὴν ἐπίσκεψιν τῆς Καρολίνας;»

«Περίμενε ὀλίγον», εἶπεν ἐκεῖνος. «Ὁ νοικοκύρης θὰ σοῦ τὰ φέρῃ. Ἐψὲς εἰργάσθη, ὡς μανθάνω, ὅλην τὴν νύκτα, καὶ ὅπου καὶ ἂν εἶναι, θὰ ἔλθῃ νὰ κοιμηθῇ τὰς ὥρας του. Θὰ μᾶς δώσῃ τὴν μεταλλευτικὴν στολὴν του νὰ τὴν φορέσης. Ἄλλως τὴν πα­θαίνεις ὡσὰν τὸν φίλον σου τὸν Χάϊνε.

«Καὶ τί ἔπαθεν ὁ Χάϊνε;»

«Ἐπεσκέφθη τὸ ἴδιον μεταλλεῖον μὲ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε. Ἐν ὅσῳ ἦτον κάτω στὰ σκοτεινά, δὲν τοῦ ἀπεφαίνετο˙ ὅταν ὅμως ἐβγῆκεν εἰς τὸ φῶς καὶ εἶδε τὴν κατάστασιν τῶν ἐνδυμά­των ποὺ εἶχε, ‘Πολλὲς Καρολίνες ἐγνώρισα εἰς τὴν ζωὴν μου’ ἀνέκραξεν ἐκπεπληγμένος, ‘ἀλλὰ καμμιὰ δὲν ἦτο τόσον λε­ρωμένη!’»

Κ’ ἐγελάσαμεν ἐπὶ τῷ ἀνεκδότῳ τοῦ σαρκαστικοῦ ποιητοῦ, κ’ ἐγέλασαν μεθ’ ἡμῶν καὶ τὰ παιδία, οὐχὶ ἐννοήσαντα, ἀλλ’ ἁπλῶς κατὰ συμπάθειαν. Ἐν τούτοις ἡ ὥρα παρήρχετο, καὶ ἀντὶ τοῦ οἰκοδεσπότου, εἰσῆλθεν ἡ σύζυγος αὐτοῦ, ἀναγγέλλουσα περίφροντις ὅτι ἔκτακτος ἐργασία καὶ κατεπείγουσα θὰ κρατήσῃ τὸν σύζυγον αὐτῆς ἐν τῷ μεταλλείῳ, μέχρι με­σημβρίας.

«Καθ’ ἐμπόδιο σὲ καλό!» εἶπεν ὁ Πασχάλης. «Ἔρχεσαι ἄλλη ’μέρα. Ἐγὼ ὅμως πρέπει νὰ σπεύσω, κἄτι θὰ τρέχῃ ἐκεῖ μέσα». Καὶ μὲ τὸ ᾆσμα ἐπὶ τῶν χειλέων ἐξῆλθε πρὸς ἀναζήτησιν τῶν ἐργαλείων του.

Ἡ ἀπροσδόκητος ἐκείνη φαιδρότης κ’ εὐτραπελία δὲν ἠξεύρω πως μ’ ἐπαραξένευον. Εἶχον τόσας ἡμέρας νὰ τὸν ἰδῶ ὀλίγον εὔθυμον καὶ ζωηρόν! Ἦτον ἆρά γε ἀποτέλεσμα καιροῦ μόνον;

«Χαῖρε! Μέχρι μεσημβρίας», εἶπεν ἀπερχόμενος μετ’ ὀλίγον. «Καὶ ἔσο ἕτοιμος διὰ τὴν ἐκδρομήν μας εἰς τὸν Χιονόσκουφον. Δὲν ἔχομεν καιρὸν διὰ χάσιμον».

«Πῶς!» εἶπον ἐγώ. «Ἐκδρομὴν εὐθὺς ἀμέσως μετὰ τόσας βροχάς; Θὰ πνιγῶμεν εἰς τὰ νερὰ καὶ ταῖς λάσπαις. Ἔπειτα, σὺ χθὲς ἀκόμη ἤσουν ἄρρωστος!»

«Νὰ τί θὰ ’πῇ δάσκαλος!» εἶπεν ὁ Πασχάλης, προσποιηθεὶς ὅτι δὲν ἤκουσε τὰς τελευταίας μου λέξεις. «Περιμένει νὰ εὕρῃ νερὰ καὶ λάσπαις ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων! Λάσπες ἐδῶ πέρα δὲν ἔχομεν ἐμεῖς, παιδί μου, οὔτε νερά. Διότι αἱ κατωφέρειαι δὲν τ’ ἀφήνουν νὰ σταματήσουν οὐδὲ στιγμήν. Οὔτε εἰς τὰς κοίτας τῶν χειμάρρων δὲν διαμένουν ἐπὶ πολύ˙ χάνονται εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ διαστήματος εἰς διάστημα, καὶ γεμίζουν τὰς μεγάλας ὑπογείους δεξαμενὰς καὶ λίμνας, ἀπὸ τὰς ὁποίας τρέ­φονται τόσαι πηγαὶ καὶ ῥυάκια καὶ ποταμοὶ τῶν πεδινῶν περιχώρων».

Καὶ προσαρτήσας τὸν μεταλλευτικὸν φανὸν ἐπὶ τῆς ζώνης, καὶ καλυφθεὶς μὲ τὸν ὠμοσκεπῆ του πίλον, ἔσφιγξε τὴν χεῖρά μου νευρικῶς καὶ ‘‘Glück auf!’’ μὲ ἀπεχαιρέτησεν. Τὸν ἔβλεπον ἀναχωροῦντα μὲ τὴν στιλπνὴν αὐτοῦ σφῦραν ἐπὶ τοῦ ὤμου ἀστράπτουσαν ὑπὸ τὰς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου, καὶ μυστικός τις πόθος μὲ ὤθει νὰ δράμω κατόπιν του, νὰ τὸν σφίξω εἰς τὴν ἀγκάλην μου, νὰ μὴ τὸν ἀφήσω νὰ χωθῇ μέσα εἰς τὰς ὑγρὰς καὶ σκοτεινὰς τῶν μεταλλείων στοὰς κατὰ τὴν λαμπρὰν ἐκείνην ἡμέραν, ἀλλ’ ἐσκέφθην πάλιν, ὅτι ἡ ἀγαπητή του ἐνασχόλησις ἴσως τοῦ διασκεδάζει ἀποτελεσματικώτερον τὰς μελαγ­χολικάς του σκέψεις. Εἴθε νὰ εἶχον ὑπακούσῃ εἰς τὴν ὁρμὴν τῆς καρδίας μου! Περὶ τὴν μεσημβρίαν ἦλθε, φεῦ! Δὲν ἦλθε, τὸν ἔφερον˙ τὸν ἔφερον νεκρόν!

Αἱ συνεχεῖς καὶ ῥαγδαῖαι βροχαί, εἰσδύσασαι διὰ τῶν πόρων καὶ τῶν ὀπῶν τῆς γῆς, εἶχον ὑπερπληρώσει τὰς ἐπὶ τοῦ με­ταλλείου τῆς Καρολίνας ὑπογείους κοιλότητας. Ὅλην τὴν νύκτα εἰργάζοντο πρὸς διοχέτευσιν τῶν εἰσρευσάντων ὑδά­των οἱ μεταλλευταί, ἀλλὰ τὸ ἀσύνηθες βάρος ἢ ἡ διείσδυσις αὐτῶν, διαβρέξασα κατεκρήμνισε μίαν στοάν, ὑπὸ τὰ χώματα τῆς ὁποίας ἐτάφησαν δεκάδες ἀνθρώπων. Πρῶτος ἐξαχθεὶς ἐκ τῶν θυμάτων ἦτον ὁ δυστυχὴς Πασχάλης. Δὲν εἶχε πλακωθῆ ὑπὸ τὰ χώματα, ἀλλ’ εὑρέθη νεκρὸς πλησιέστατα τοῦ καταπεσόντος μέρους. Ἡ γενομένη νεκροψία ἀπέδειξεν ὅτι ὁ πτωχὸς ἀπέθανεν ἐξ ἀποπληξίας τῆς καρδίας. Τὸ ὄργανον τοῦτο ἐχαρακτηρίσθη ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ ὡς πρὸ πολλοῦ ἤδη πάσχον. Ὁ κλονισμός, ὃν ὑπέστη κατὰ τὴν στιγμὴν τοῦ κινδύνου, ἐπέ­φερε τὴν τελευταίαν καταστροφήν!

Πρὶν ἢ ἔτι συνέλθω ἐκ τῆς κεραυνοβόλου πληγῇς, ἢν ἡ ἀπω­λεια τοῦ φιλτάτου μοὶ κατέφερεν, ἐν τῷ μέσῳ τῶν πανταχό­θεν ἀντηχούντων κοπετῶν καὶ θρήνων ὁλοκλήρου τῆς πόλεως πενθούσης, μοὶ ἐπεδόθη ἐπιστολὴ τοῦ ἐκ Γοττίγγης ἰατροῦ μου κυρίου Χ***. Ἐμάντευον τὴν φύσιν τοῦ περιεχομένου. Ἀλλ’ ἡ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου καταπληκτικὴ συμφορὰ ἐξουδετέρου τὴν πικρίαν τῶν ἐπιπλήξεων τοῦ καθηγητοῦ διὰ τὴν πρὸς τὰς συμβουλὰς αὐτοῦ παρακοήν μου. Μετ’ ἀπροσέκτου βίας καὶ τοῦτ’ αὐτὸ μετὰ δυσαρεσκείας μου διῆλθον τὰς δυσανα­γνώστους ἀπειλάς του. Θὰ μοὶ ἦτον ἀληθῶς ἀδιάφορον, ἂν μετὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀπέθνησκον, συνεπείᾳ τῆς πρὸς τὸν ἰατρὸν παρακοῆς μου! Εἶχον ἰδεῖ ἔτι ἅπαξ τὸν ἐπιστήθιον φίλον μου˙ ἐπαρηγόρησα ὅσον τὸ κατ’ ἄνθρωπον τὴν θλῖψιν τῆς ἀδελφικῆς του καρδίας˙ καὶ μακρὰν τῆς φιλτάτης ἡμῶν πα­τρίδος, μακρὰν τῆς φιλοστόργου μητρός, μακρὰν τῶν συγγε­νῶν καὶ οἰκείων, εὑρέθην κἂν ἐγὼ νὰ κλείσω τοὺς ἀποκαμόντας αὐτοῦ ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ κηδεύσω τὸν νεκρόν του. Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασα εἰς τὸ τέλος τῶν ἀπειλῶν καὶ παραινέσεων τοῦ ἰατροῦ, δύο τρεῖς γραμμαί, ὡς ὑστερόγραφον, ἀμελῶς καὶ μετὰ βίας παρερριμμέναι, προσείλκυσαν ὅλην μου τὴν προσοχήν. «Ἐν παρόδῳ σᾶς πληροφορῶ», ἔγραφεν ὁ ἀγαθὸς γέρων, «ὅτι ἡ δυσ­τυχής, ἣν ἔτυχε νὰ συνεπισκεφθῶμεν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἀνα­χωρήσεώς σας ἐν τῷ φρενοκομείῳ, ἀπηλλάγη τῶν δεινῶν της. Ἐτελεύτησε τὴν νύκτα τῆς προχθές, μὲ τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τῶν χειλέων, ὅτι ὑπάγει νὰ εὕρῃ τὸν μελλόνυμφόν της. Σπάνιον τέλος τῶν νόσων, ὅσαι ἔχουν τὴν ἕδραν των μόνον ἐν τῷ ἀγνώστῳ παράγοντι Ψ, ἤγουν τῇ ψυχῇ!» Τὴν νύκτα τῆς προ­χθές! Ἀκριβῶς τὴν νύκτα, καθ’ ἣν ὁ δυστυχὴς Πασχάλης τὴν εἶδεν ἐν ὀπτασίᾳ ἐπὶ τῶν οὐρανῶν! Πρὸ τοῦ Θεοῦ τῆς! Ὁποία ὑπερφυσικὴ ἀνταπόκρισις! Ἀληθῶς αἱ ψυχαὶ τῶν ἀτυχῶν τούτων ἐραστῶν συνεκοινώνουν καὶ διὰ τῆς ὕλης ἀκόμη!...


* * *

Τρεῖς ἡμέρας μετὰ ταῦτα, τὸ ἑσπερινὸν λεωφορεῖον ἐξήρχετο τῆς Κλάουσθαλ βαρὺ καὶ ἀργοπόρον. Περισσότεροι τῶν ὑπερπληρούντων αὐτὸ ἐπιβατῶν ἦσαν ἐκ τῶν κύκλωθεν ἀποσταλέντων ἀντιπροσώπων, ὅπως παραστῶσιν εἰς τὴν δημοτελῆ κηδείαν τῶν θυμάτων τῆς ἀποφράδος ἐκείνης. Συμπεπτωκότες καὶ κατηφεῖς, ἐτηροῦμεν ἐν τῷ ὀχήματι βαθεῖαν, θλιβερωτάτην σιγήν. Ὅταν ἀνήλθομεν τὴν πρὸς τὸ δάσος ἀνωφέρειαν, ὁ ταχυδρόμος δὲν ἐσάλπισε τὸ σύνηθες ἀποχαιρετιστικὸν αὐτοῦ σάλπισμα. Ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἔτι δύσει, ἀλλὰ μετὰ τὸν σφοδρὸν ἄνεμον τῆς ἡμέρας, ὁ οὐρανὸς ἐπαπείλει μίαν ἀπὸ τὰς βροχερωτάτας ἐπὶ τοῦ Χάρτς νύκτας. Ζοφερὰ νέφη ἐκάλυπτον ἀκίνητα ὅλην αὐτοῦ τὴν ἐπιφάνειαν. Τὰ τελευταῖα πτηνὰ ἐπέτων ὡς βέλη σιγηλά, ὅπως κρυβῶσιν εἰς τὸ νυκτερινὸν αὐτῶν καταφύγιον. Τὰ ὑψιτενῆ καὶ μελανὰ σώματα τῶν πευκῶν καὶ τῶν πιτύων, διεκρίνοντο ἐν τῇ ὁμιχλώδει ἀποστάσει ἀκίνητα καὶ μελανά, ὡς σκιαὶ πενθοφόρων. Ἐπεκράτει ἡ συνήθης πρὸ τῶν καλοκαιρινὼν ὄμβρων πληκτικὴ νηνεμία. Θὰ ἔλεγες ὅτι καὶ ἡ ἄψυχος Φύσις ἐπένθει μεθ’ ἡμῶν.

Μικρὸν πρὶν εἰσέλθωμεν εἰς τὴν σκοτίαν τοῦ δάσους, παρέκυψα ἐκ τῆς θυρίδος τῆς ἁμά­ξης ὅπως ἰδῶ ἔτι ἅπαξ τὸν ὑψηλὸν Χιονόσκουφον. Κωνικὴ δέσμη πορφυροχρύσων ἀκτίνων, ἐκ τῆς δύσεως ἐξακοντιζομένη, ἐχρωμάτιζε τὴν λευκὴν αὐτοῦ κορυφὴν καθιστῶσά μοι διακριτὸν τὸ ἐπ’ αὐτῆς ξενοδοχεῖον, ἀλλὰ πρὸς στιγμὴν μόνον. Δάκρυα πλημμυρήσαντα, ἐθάμβωσαν τοὺς ὀφθαλμούς μου. Ἐντεῦθεν ἐπεράσαμε μετὰ τοῦ Πασχάλη! Ἐντεῦθεν μοὶ ἔδειξε τὸ ξενοδοχεῖον. Ὁποία ἀντίθεσις μεταξὺ ταύτης καὶ ἐκείνης τῆς ἑσπέρας! Καὶ ὅμως ἡ αὐτὴ σιγή, ἡ αὐτὴ γαλήνη! Ἐκεῖ, ἀνελογίσθην, ὁποία τρικυμιώδης ἀγρία ταραχὴ θὰ ἐπεκράτει ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ ἀτυχοῦς νέου κατὰ τὴν μαγικήν, τὴν γαληνιαίαν ἑσπέραν τῆς συναντήσεώς μας. Διαρκεῖς ἀνα­τριχιάσεις διέδραμον τὸ σῶμά μου! Πόσον ἀληθὴς ἦτον ἡ μελαγχολικὴ ἐκείνη ποίησις! Πόσον φυσικὴ ἡ ἐπ’ ἐμοῦ ἐπίδρασίς της! Καὶ πόσον, πόσον ταχέως, φεῦ, ἐξεπληρώθη ἡ θλιβερὰ αὐτῆς ὑπόσχεσις! Τὰ δάκρυα κατέκλυσαν ἐκ νέου τοὺς ὀφθαλμούς μου. Οἱ στίχοι ἐπανῆλθον αὐτομάτως ἐπὶ τὰ χεί­λη μου:

Ἐπὶ πάντων τῶν ὀρέων
ἡσυχία βασιλεύει.
Ἐπὶ τῶν κλαδίσκων πλέον
οὔτε φύλλον δὲν σαλεύει.
Τὰ πτηνὰ ταῖρι ταῖρι
κοιμῶνται σιγὰ κ’ εὐτυχῆ.
Ὤ, καρτέρει, καρτέρει,
καὶ σὺ θὰ κοιμᾶσ’ ἐν βραχεῖ!
ΤΕΛΟΣ