Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας/Μέρος Β

Αἱ Συνέπειαι τῆς Παλαιᾶς Ἱστορίας
Συγγραφέας:
Β'


«Ἡτοιμάσθην ν’ ἀναχωρήσω σήμερον, κύριε καθηγητά. Ποῦ μὲ συμβουλεύετε νὰ πάγω;» ἠρώτησα τὸν ἰατρόν, ὕστε­ρον ἀφοῦ κατέγραψεν εἰς τὸ σημειωματάριόν του τὸ εὐχάριστον συμπέρασμα τῆς στηθοσκοπήσεώς μου.

«Ποῦ ἀλλοῦ παρὰ ἐπὶ τοῦ Hartz! Δὲν μεταβάλλω γνώμην. ‘‘ Ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’», εἶπεν ὁ γέρων, καὶ τὸ εἶπεν, ὡς ἐὰν συνδιεσκέπτετο ἐν πνεύματι μετά τινος Ὁμηρικοῦ Ἀσκληπιάδου. Ἔπειτα στραφεὶς πρὸς ἐμέ: «Τὰ ὄρη τοῦ Χάρτς δὲν ἀπέ­χουν πολὺ ἀπ’ ἐδῶ, καὶ αὐτὸς εἶναι», εἶπε, «κυρίως ὁ λόγος τοῦ καλοῦ κλίματος καὶ τῶν ὡραίων περιχώρων, ἀλλὰ συγχρό­νως καὶ τῶν δριμυτάτων ἐνίοτε καὶ βλαβερῶν εἰς τοὺς ξένους χειμώνων μας. Διὰ τοῦτο λέγω ‘‘ὁ τρόοζας ἰάζεταϊ’’».

«Ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦν σου, νεανία μου!» ἐπρόσθεσεν ἔπειτα, σείσας τὸν λιχανόν. «Μὲ τὸν νοῦν σου! Σ’ ἐπιτρέπω ν’ ἀναβῇς ὅσον ὑψηλὰ δύνασαι εἰς τὸν αἰγλήεντα Παρνασσόν, ὄχι ὅμως καὶ εἰς τὰς νεφελοσκεπεῖς κορυφὰς τοῦ ἡμετέρου Χάρτς. Ἐπ’ αὐτῶν ἰοστεφεῖς Μούσας καὶ ἀκτινοβόλον Ἀπόλλωνα δὲν θὰ εὕρῃς. Ἀλλὰ Στρίγγλας μόνον καὶ Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα τὰ μεσαιωνικὰ δαιμόνια, τὰ ἐμπνεύσαντα εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν κλασσικόν, τὸν ὁμηρικώτατον ἡμῶν Goethe, τὸ ψυχρὸν καὶ σκοτεινὸν ἐκεῖνο μέρος τοῦ Faust, τὸ ὁποῖον κάλλιον νὰ μὴ τὸ ἔγραφεν!»

«Ὁπωσδήποτε», τῷ εἶπον, «κύριε Αὐλοσύμβουλε, μέχρι Κλάουσθαλ πρέπει ν’ ἀναβῶ. Τὸν τόπον δὲν τὸν γνωρίζω, καὶ τὰ γερμανικὰ βλέπετε πόσον δυσκόλως τὰ καταφέρνω. Παντοῦ ἀλλοῦ θὰ ᾐσθανόμην τρομερὰν ἀπομόνωσιν, θὰ ἔπασχον νοσταλγίαν. Ἐνῷ ἐν Κλάουσθαλ, καθὼς σᾶς εἶπον, ἔχω τὸν συμπατριώτην μου, τὸν συμμαθητήν μου».

«Νά, κι αὐτός, ’σὰν ὅλους τοὺς ἀρρώστους», ἀνέκραξεν ὁ κα­θηγητής, ἐγερθεὶς ἐκ τῆς θέσεώς του. «Τοῦ εἶπα ὅτι κἄτι εἶναι βλαβερὸν εἰς τὴν ὑγείαν του, ἔρχεται ὅμως πάλιν καὶ ζητεῖ τὴν ἄδειάν μου νὰ τὸ κάμῃ μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι, ἂν τὸ κάμῃ μὲ τὴν ἄδειάν μου, δὲν θὰ τὸν βλάψῃ! Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι τὸ ἐλάττωμα ὅλων τῶν φίλων μου Ἑλλήνων», ἐπρόσθεσεν εἶτα μειδιῶν, «ἀπὸ Ὀδυσσέως μέχρι τῆς λογιότητός σου. Δὲν εἰμπορεῖτε ν’ ἀποχωρισθῆτε ἀπ’ ἀλλήλων. Δὲν εἰμπορεῖτε νὰ λησμονήσητε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ ξένα. Καὶ ὅταν ξενιτευθῆτε, ὅπου συναντήσετε ἕνα ὁμόγλωσσόν σας, ἂς εἶναι καὶ ἀπὸ τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ κό­σμου, ἐκεῖ εἶναι ὁ συμπατριώτης, εἶναι τρόπον τινὰ ἡ πατρίς σας. Καὶ κάμνετε λοιπόν, καθὼς λέτε, χωριό, καὶ ἁπλώνετε τὴν κάπα σας καὶ κάθεσθε καὶ τὰ λέτε, τὰ λέτε, τὰ λέτε ἀπὸ τὸ πρωῒ ὡς τὸ βράδυ. Καὶ ὅταν τέλος πάντων βραδυάσῃ, καὶ ἐπιστρέψετε εἰς τὰ σπίτια σας, τότε ἂν συμβῇ νὰ μὴν εἶσθε σύνοικοι, κάθεσθε καθένας εἰς τὸ ἄκρον τοῦ παραθύρου, ὡς ὁ ‘‘Ὀδούσσεους’’ εἰς τὴν ‘‘ἀκτέεν πολουφλοϊσμπόϊο ταλάσσεες ’χιεμένος κάϊ καπνὸν ἀποτρόοσκοντα νοεέζαϊ χεὲς γκάϊεες’’».

Ἔπειτα ἀναλαβὼν ἀξιοπρεπῆ σοβαρότητα:

«Ἐν τούτοις», εἶπε, «Χούϊες Ἀκαϊοὸν (υἷες Ἀχαιῶν!) ὅ,τι ἥρμοζε τόσον ποιητικῶς εἰς τὸν ποϊκιλομίτεεν καὶ πολούπλαγκτον Ὀδυσσέα, δὲν ἁρμόζει καὶ εἰς σέ. Λέγεις ὅτι δυσκολεύεσαι ἀκόμη μὲ τὴν γλῶσσαν. Ἰδοὺ εὐκαιρία νὰ γυμνασθῇς. Ποίησον τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν. Ζῆσε ὅσῳ περισσότερον σοὶ ἐπιτρέψει ἡ καλοκαιρία ἐν Ὀστερόδῃ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ χωρίῳ τοῦ Χάρτς, ἐξ ὅσων σοὶ ἐσύστησα προχθές, ἀλλὰ ζῆσε μὲ τοὺς Γερμανούς, ὡς Γερμανός, καὶ θὰ ἰδῇς πόσον θὰ σὲ ὠφελήσῃ καὶ ὑπὸ γλωσσικὴν ἔποψιν καὶ ὑπὸ ὑγιεινήν».

«Καὶ ἡ Κλάουσθαλ, κύριε καθηγητά, δὲν εἶναι ὑγιεινὴ πόλις;»

«Πάλιν ἡ Κλάουσθαλ!» ἀνέκραξεν ὁ ἀγαθὸς γέρων μετ’ ἀδημονίας. «Δὲν ἀμφιβάλλω πὼς εἶσαι ‘‘ ’χιέμενος καπνὸν ἀποτρόοσκοντα νοεέζαϊ’’! Χωρὶς ἄλλο ἐπιθυμεῖς νὰ ἰδῇς τὴν καπνίζουσαν ἑστίαν τοῦ συμπατριώτου σου. Πήγαινε καὶ θὰ μ’ ἐνθυμηθῇς. Δὲν χρειάζεσαι ἄλλον ὁδηγὸν νὰ τὸν εὕρῃς. Ὅπου εἶναι μία καπνοδόχος ἀδιαλείπτως καπνίζουσα, κροῦσε τὴν θύραν. Ἐκεῖ κατοικεῖ ὁ συμπατριώτης σου. Ἐνθυ­μοῦμαι ἕνα Ἕλληνα συμφοιτητήν μας ἄλλοτε. Ὅσα ἐξωδεύαμεν ἐγὼ καὶ ὁ μακαρίτης ἀδελφός μου πρὸς θέρμασιν τοῦ στο­μάχου, καὶ δυστυχῶς καὶ τῆς κεφαλῆς, δὶς τόσα ἐξώδευεν ὁ Ἕλλην, ὅπως διατηρῇ τὴν θερμάστραν τοῦ δωματίου του ἀδια­λείπτως πεπυρακτωμένην».

«Ἀλλὰ δὲν πιστεύω δά, κύριε Αὐλοσύμβουλε, ν’ ἀνάπτουν θερμάστρας τώρα ἐν Κλάουσθαλ. Ἔχομεν Αὔγουστον μῆνα!»

«Χμ! Χμ!» εἶπε σκεπτικῶς ὁ γέρων, καὶ ὡς ἐὰν μ’ ἐβαρύνθη πλέον. «Δὲν γνωρίζω˙ ἴσως ναί, καὶ ἴσως ὄχι. Ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει, ἀφοῦ δὲν πρόκειται νὰ πᾷς ἐκεῖ. Κοντὸς ψαλμὸς ἀλληλούϊα!»

Καθ’ ἣν στιγμὴν ἀπεχαιρετήθημεν, ὁ μὲν ἰατρὸς ἠρίθμησεν ἔτι ἅπαξ τὰ χωρία, ἐξ ὧν μ’ ἄφηνε νὰ ἐκλέξω ἓν πρὸς διαμονήν μου, ἐγὼ ὅμως μετέβην κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸν σταθμὸν διὰ νὰ πληροφορηθῶ πότε ἀναχωρεῖ ἁμαξοστοιχία καὶ λάβω εἰσιτήριον διὰ Κλάουσθαλ.

Ὕστερον ἀπὸ τόσας συστάσεις τοῦ ἰατροῦ, θὰ εἰπῆτε;. Αἴ, ὕστερον ἀπὸ τόσας συστάσεις! Εἰς τὸν κόλπον μου ἔφερον τὴν πέμπτην ἐπιστολὴν τοῦ ἀγαπητοῦ Πασχάλη, ὅστις καὶ πά­λιν μ’ ἐξώρκιζε νὰ μὴ προτιμήσω ἄλλον τόπον πρὸς ἀλλαγὴν κλίματος καὶ μ’ ἔδιδε τὰς εὐνοϊκωτέρας πληροφορίας περὶ τοῦ καιροῦ. Ἀπό τινος ἐπεκράτει ἐν Κλάουσθαλ τόσον ὡραῖος καιρός, ὅσον πρὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν ἐνθυμοῦντο νὰ εἶδον οἱ κά­τοικοι. Ἐν τούτοις δὲν εἶπον τίποτε περὶ τούτου εἰς τὸν ἰατρόν, διότι ἐπεθύμουν νὰ τὸν ἐξαφνίσω γράφων αὐτῷ τὸ ἀνελπίστως εὐχάριστον νέον ἐξ αὐτοῦ τοῦ τόπου, δηλαδὴ τῆς Κλάουσθαλ.

Ὁ Πασχάλης ἦτο φίλτατος συμμαθητής μου. Συνεμαθητεύσαμεν καὶ συναπεφοιτήσαμεν ἐκ τοῦ Γυμνασίου τῆς Πλάκας πρὸ δύο μόλις ἐτῶν. Ἀνῆκε καὶ αὐτὸς εἰς τὴν τάξιν τῶν γραμματοδιψῶν ἐκείνων νέων τῆς δούλης Ἑλλάδος, ὅσοι διὰ παν­τοίων μόχθων καὶ στερήσεων ἐξοικονομήσαντες γλίσχρον τι ποσὸν χρημάτων μεταβαίνουν, ἐν σχετικῶς ὡρίμῳ ἡλικία, εἰς τὴν ἀνὰ τὴν Ἀνατολὴν ἑστίαν τῶν φώτων, τὰς κλεινὰς Ἀθήνας, ὅπως ἐμφορηθῶσι τῶν ἱερῶν ναμάτων τοῦ πολιτι­σμοῦ καὶ τῆς παιδείας. Ἦτον ἑπομένως ὁ ἐπιμελέστερος, ὁ χρηστοηθέστερος μαθητὴς τῆς τάξεώς μας. Ἀπίστευτος ἡ λιτότης μεθ’ ἧς ὁ νέος οὗτος ἔζησεν ἐν Ἀθήναις. Κλεάνθειοι οἱ κόποι ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων διήνυσε τὰς γυμνασιακὰς σπουδάς του. Τὰς καθημερινὰς δὲν ἦτον ἐλεύθερος κυρίως παρὰ κατὰ τὰς ὥρας τῶν παραδόσεων˙ τὸν λοιπὸν χρόνον τῆς ἡμέρας κατετρύχετο προγυμνάζων δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀντὶ εὐτελεστάτης ἀμοιβῆς τοιούτους, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, μαθητάς, οὓς ἄλλοι προγυμνασταὶ παρήτησαν ἀπελπισθέντες διὰ τὴν ἀμέλειαν καὶ δυσμάθειάν των. Τὰ μαθήματα τοῦ γυμνασίου ὤφειλε νὰ τὰ μελετήσῃ καὶ τὰ μάθῃ πάντα ἐν καιρῷ νυκτός. Καὶ εἶναι θαῦμα, ὅτι ὄχι μόνον τὰ ἐμάνθανεν ἄριστα, ἀλλὰ καὶ καιρὸς τῷ ἐπερίσσευεν ἀκόμη νὰ μεταβαίνῃ εἰς τῆς πλύστρας του καὶ προπαρασκευάζῃ τὴν θυγατέρα της δι’ ἐξετάσεις διδασκαλίσσης. «Ὁ διδάσκων διδάσκεται», εἶναι ἓν ῥητὸν τὸ ὁποῖον πάντες οἱ τοιοῦτοι νέοι ἔχουσιν ἀνὰ στόμα. Καὶ ὁ Πασχάλης ἀπὸ τὴν πλύστραν του δὲν ὠφελεῖτο κυρίως εἰ μὴ κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ῥητοῦ τούτου καὶ κατὰ τὰς μικρὰς δαπάνας τῶν πλυστικῶν του. Μηδαμινὴ ὠφέλεια, τὴν ὁποίαν ὁ δυστυχὴς νέος ἐπλήρωσεν ἐπὶ τέλους πολὺ ἀκριβά. Διότι ἡ ἀχάριστος ἐκείνη μαθήτρια, ἀφοῦ ἐσαγήνευσε τὸν διδάσκαλον εἰς ἰσχυρὰ ἐρωτικὰ δίκτυα, τὸν ἀπέπεμψε μετ’ ἀπαραμίλλου ἀσυνειδησίας, δι’ οὐδένα ἄλλον λόγον, παρὰ διότι ἦτο σωφρονέστερος τοῦ ἀντιζήλου του! Ὁπωσδήποτε, τὸ ἐπεισόδιον τοῦτο δὲν τὸ ἐγνώριζεν ἄλλος ἀπὸ ἐμέ, ὅστις ἐγενόμην μάρτυς τῶν στεναγμῶν καὶ τῶν δακρύων του. Οἱ λοιποὶ συμμαθηταί μας ἐθεώρουν τὸν Πασχάλην ὡς ἄνθρωπον, ὅστις οὔτε ἐμβῆκεν, οὔτε θὰ ἔμβη ποτὲ εἰς τῆς Ἀγάπης τὸ σχολεῖον. Μετὰ τὴν λῆξιν τῶν γυμνασιακῶν σπουδῶν του, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ δικαίως ἀποκτηθεῖσα τῶν διδασκάλων εὔνοια, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ γνωστὴ πρὸς ἀπόρους ἐπιμελεῖς νέους εὐεργετικότης ἑνὸς τῶν τὰ μάλιστα ἀνεπιδείκτως προστατευόν­των τὰ γράμματα Ὁμογενῶν ἐξησφάλισαν τὰς σπουδὰς αὐτοῦ ἐν Γερμανίᾳ. Ποτὲ δὲν θὰ λησμονήσω τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπανηγυρίσαμεν τὴν χαροποιὰν τῆς ἀγγελίας ταύτης ἄφιξιν. Ὁ Πασχάλης ἐννοοῦσε καὶ καλὰ νὰ ἐξοδεύσῃ μόνος διὰ τὴν ἑορτήν, καὶ νὰ ἐξοδεύσῃ πρωτοφανῶς καὶ ἀξίως. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν συνεζητήσαμεν τὸ πρόγραμμα τοῦ γλεντιοῦ˙ ἐπὶ τέλους ἀπεφασίσθῃ, συμφώνως πρὸς τὰς ἀρχὰς αὐτοῦ, νὰ συνδυάσωμεν τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου. Μετ’ ὀλίγον ἐμέλλομεν ἀμφότεροι νὰ μεταβῶμεν εἰς Γερμανίαν: νὰ γίνωμεν Γερμανοί. Καὶ ποῖος εἰμπορεῖ νὰ γίνη σωστὸς Γερμανός, πρὶν ἢ ὑποβαπτισθῇ μὲ τὸν ζύθον; Ἀλλ’ ἡμεῖς δὲν ἐγνωρίζομεν ἀκόμη τί ἐστι τὸ περιᾳδόμενον τοῦτο ποτόν, τὸ ἀπόβρασμα τῆς κριθῆς καὶ τῶν ἀχύρων, τὸ τεῖνον νὰ παραγκωνίσῃ ἐν μέσαις Ἀθήναις τὸν ζωηφόρον οἶνον, τὴν εὐφροσύνην τῶν θνητῶν καὶ τῶν Μακάρων!

«Ἂς χαρῶμεν λοιπὸν διδασκόμενοι τί ἐστι ζύθος. Ἂς συνδυάσωμεν τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου», εἶπεν ὁ Πασχάλης.

Μετὰ πολλὰς καὶ δειλὰς περισκοπήσεις, παρεισήλθομεν εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον τοῦ Μπερνιουδάκη, καταπόρφυροι ἀπὸ τὴν ἐντροπήν μας. Μόλις εἴχομεν ἀποφοιτήσει τοῦ γυμνασίου καὶ εἰσηρχόμεθα κατὰ πρώτην τότε φορὰν εἰς καπηλεῖον. Ὅταν ἐστρυμώχθημεν εἰς τὴν ἀπωτέραν γωνίαν τῆς βαρβαρικῆς ἐκεί­νης κρύπτης, ὁ Πασχάλης, ἐξαγαγὼν ἐκ τοῦ θυλακίου του, ἐμέτρησεν ἓξ δεκάρας. Ἦσαν τὸ πᾶν ὅ,τι εἶχεν, ὅλη του ἡ περιουσία.

«Αὐτά», εἶπεν, «εἰς τὸν βωμὸν τῆς φιλίας! Ἀλλὰ πρόσταξε σὺ ποὺ τὰ καταφέρνεις καλλίτερα».

Μετ’ ὀλίγον, ὁ ὑπηρέτης παρέθηκεν ἐνώπιόν μας δύο ποτήρια ζύθου. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν τὰ ἐθεώμεθα σιγηλοὶ καὶ λίαν συγκεκινημένοι. Τέλος ἐκάμαμεν τόκα καὶ τὰ ἐγγίσαμεν εἰς τὰ χεί­λη μας. Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Πασχάλη, εὐρυνθέντες ἔξαφνα, ἀντήλλαξαν, ὡς ἐξ ὀρμεμφύτου, μετὰ τῶν ἐμῶν, βλακῶδες, διαπορητικὸν βλέμμα. Παράδοξος μορφασμὸς ἀπροσδοκήτου ἀπογοητεύσεως συνωφρύωσε τὸ πρόσωπόν του, μορφασμὸς ὅστις ἐφαίνετο μᾶλλον ἀντανάκλασις πιστὴ τῶν συστολῶν καὶ διαστολῶν τοῦ ἐδικοῦ μου προσώπου. Τὸ χλιαρὸν καὶ κιτρινωπὸν ἐκεῖνο ποτὸν ἐνέπνευσεν εἰς τὰ γευστικὰ ἡμῶν νεῦρα ἰσχυρὰς ὑποψίας ὡς πρὸς τὴν καθ’ αὐτὸ καταγωγήν του. Ἀλλ’ ἡ συγκίνησίς μας ἦτο μεγάλη, καὶ κανεὶς ἐξ ἡμῶν δὲν ἐξέφρασε τί ἐσκέπτετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην˙ ἀλλὰ θέσαντες τὰ ποτήρια πρὸ ἡμῶν, ἐβλέπομεν αὐτὰ πολλὴν ὥραν μετὰ σιγηλῆς ἐπιφυ­λάξεως καὶ δυσπιστίας. Ὅτε αἴφνης ἐγερθεὶς ὁ Πασχάλης λίαν τεταραγμένος, ἥρπασε τὸν πίλον του, κ’ ἔδωκεν εἰς ἐμὲ τὸν ἐδικόν μου. Τὸν ἔλαβον, ἐγερθεὶς κ’ ἐγὼ μηχανικῶς. Ὁ Πασχάλης ἔθηκε τὰς δεκάρας ἀψοφητὶ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς φιλίας, καὶ ἐχώρησεν ὡς βρεμένη γάτα πρὸς τὴν ἔξοδον, καταπόρφυρος καὶ κατῃσχυμένος. Ἐγὼ τὸν ἠκολούθησα χωρὶς νὰ ξεύρω ἀκό­μη διατί. Ὅταν ἐξήλθομεν εἰς τὴν ὁδόν, τότε πρῶτον ἔμαθον, ὅτι αἰτία ὅλης ἐκείνης τῆς ταραχῆς, καὶ τῆς οὕτω προώρου διακοπῆς τοῦ γλεντιοῦ μας, ἦτον ἡ εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον εἴσοδος τοῦ κυρίου Ν.! Ὁ κύριος Ν. ἦτον ὁ ὑπὸ τῶν τάξεων αὐτοῦ ἀνεξαιρέτως χλευαζόμενος καὶ ἐκσυριττόμενος καθηγητής, πρὸ τοῦ ὁποίου καὶ τὸ ἔσχατον παιδάριον τοῦ γυμνασίου δὲν τὸ εἶχε διὰ τίποτε εἰς τὴν ἐποχήν μου νὰ καπνίσῃ τὸ τσιγαράκι του, ἐν αὐτῇ τῇ παραδόσει. Ὁ δὲ Πασχάλης ἦτο μεγάλος τότε, ἀναγνῶστά μου, μὲ μύστακας ἐναμιλλωμένους πρὸς τοὺς τοῦ κυρίου Ν.! Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ὁ Πασχάλης, ὡς πτωχὸς τουρκομερίτης, εἶχε διδαχθῆ ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων νὰ σέβηται τοὺς διδασκάλους του. Καὶ μὴ τὸν ἐκλάβῃς διὰ τοῦτο περιωρισμένου νοὸς ἄνθρωπον, παρακαλῶ. Ἡ χρηστοήθεια δὲν εἶναι εὐήθεια. Ὁ δὲ Πασχάλης ἦτον ὁ ἐξυπνότερος, ὁ πρακτικώτερος ὅλων ἡμῶν. Διότι ἐνῷ ἡμεῖς οἱ ἄλλοι μετ’ ὀλίγον, ὡς φοιτηταί, ἠρχίσαμεν νὰ σπαταλῶμεν τὸν πολυτιμότατον τῆς ζωῆς ἡμῶν χρόνον ἀτακτοῦντες ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ταῖς λεωφόροις τῶν Ἀθηνῶν, ἐκφωνοῦντες πολιτικοὺς λόγους, φωνασκοῦντες περὶ Φάλαγγος, καὶ διὰ τοῦτο ψυχρολουόμενοι διὰ πυροσβεστικῶν ἀντλιῶν, δερόμενοι ὑπὸ τραμπούκων, μισθωτῶν τοῦ τότε ὑπουργείου, καὶ ἐπὶ τέλους ῥεμβάζοντες ἐν ταῖς φυλακαῖς τοῦ Γκαρπολᾶ, ὁ γνωστικὸς Πασχάλης, ἐνῷ ἦτον ἐλεύθερος νὰ μείνῃ δύο ἔτη εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῶν Ἀθηνῶν, ἐσπούδαζεν ἐν Γερμανίᾳ, καὶ ἐσπούδαζε τὴν ἐπωφελεστέραν τῇ Ἑλλάδι ἐπιστήμην, τὴν ὀρυκτολογίαν καὶ μεταλλευτικήν. Κατ’ ἀρχὰς εἶχεν ἐγγραφῆ εἰς τὸ Πανεπιστήμιον τῆς Φράϊβουργ καὶ ἐκεῖθεν μοὶ ἔγραφεν ἐπαινῶν τὸ ἄλλως μικρὸν τοῦτο ἵδρυμα, ἐκθειάζων τὴν εὐκοσμίαν καὶ τῶν ἀτακτοτέρων φοιτητῶν εὐθὺς ὡς πατήσωσι τὸν πόδα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Πανεπιστημίου, θαυμάζων τὴν δραστηριότητα καὶ φιλεργίαν τῶν καθηγητῶν˙ πρὸ πάντων ὅμως πανηγυρίζων τὴν καλοκἀγαθίαν τῶν σοφῶν ἐκείνων διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτῶν συγχρωτίσεως καὶ συγκοινωνίας, εἴτε ὡς ἐπίτιμα μέλη τῶν σωματείων τῶν τελευταίων, εἴτε διὰ τῶν συνεχῶν ὑποδοχῶν καὶ φιλοξενήσεων αὐτῶν ἐν τοῖς κόλποις τῶν οἰκογενειῶν των, πραγματοποιοῦσι σιωπηλῶς τὸ μέγιστον μέρος τῆς ἐξηθικεύσεως τῆς φιλομάχου καὶ φιλοπότου ἐκείνης νεολαίας.

Ἀλλ’ ἔτι ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἐαρινοῦ μου ἐξαμήνου ἐν Γοττίγγῃ ἦλθε καὶ ὁ Πασχάλης ἐκεῖ πλησίον ἐπὶ τῶν ὀρέων τοῦ Χάρτς. Διότι εὐθὺς ὡς διεδόθη ὅτι ὁ σιδηροῦς Ἀρχικαγγελάριος τῆς Γερμανίας, ἐν τῇ συγκεντρωτικῇ μανίᾳ τῆς πολιτικῆς του, προτίθεται νὰ μετάθεσῃ εἰς Βερολίνον τὴν ἐν Κλάουσθαλ ἀκμαίαν Ἀκαδημίαν τῆς μεταλλευτικῆς, ἔσπευσε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν τελευταίαν, ὅπως, πρὸ τῆς καταστροφῆς, ὡς μοὶ ἔγραφεν, ἐπωφεληθῇ τοῦ διπλοῦ πλεονεκτήματος θεωρητικῶν καὶ πρακτικῶν σπουδῶν. Διότι περὶ τὴν Κλάουσθαλ ὑπάρχουν, ἐξηρτημένα ἐκ τῆς Ἀκαδημίας, πολλὰ καὶ διάφορα μεταλλεῖα καὶ μεταλλουργεῖα, ἐν οἷς οἱ φοιτηταὶ δικαιωματικῶς ἐργάζονται, ἐξασκούμενοι ὑπὸ τὴν ἄμεσον ἐπιτήρησιν καὶ ὁδηγίαν τῶν σπουδαιοτέρων ὀρυκτολόγων καὶ μεταλλουργῶν τοῦ Κράτους. Καὶ κυρίως εἰπεῖν, ἡ μικρὰ τῆς Κλάουσθαλ πόλις εἶναι καὶ γέννημα καὶ θρέμμα τῶν ἀνωτέρω καταστημάτων. Ὁ πληθυσμὸς αὐτῆς δὲν συνίσταται, εἰ μὴ ἐκ τοῦ προσωπικοῦ τῶν με­ταλλείων, τῶν μεταλλουργικῶν ἐργοστασίων καὶ τῆς Ἀκα­δημίας.

Πρὸς τὴν πόλιν ταύτην κατηυθυνόμην δύο περίπου ὥρας ἀπὸ τῆς μετὰ τοῦ ἰατροῦ μου συνδιαλέξεως, καὶ μετά τινων ὡ­ρῶν ταξείδιον διὰ σιδηροδρόμου ἔφθασα εἰς Ὀστερόδην. Ἐντεῦθεν ἡ πρὸς τὰ ἄνω πορεία γίνεται διὰ τῶν συνήθων τῆς Γερ­μανίας ταχυδρομικῶν ὀχημάτων, ὑπὸ τεσσάρων συρομένων ἵππων ἐπὶ τῆς ἀνηφορικῆς λεωφόρου. Ἡ Κλάουσθαλ κεῖται ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ Χάρτς, πολὺ ὑψηλά˙ καὶ ἡ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἑλικοειδὴς πρὸς αὐτὴν ἀνάβασις παρεῖχεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ὁδοιπόρου μαγικώτατα ἐναλλὰξ θεάματα τερπνότατων κοιλάδων, παχυσκίων δασῶν, χιονοσκεπῶν ἐν ἀπόπτῳ κορυ­φῶν ὀρέων, φωτεινῶν ὀροπεδίων, ἀγρίων φαράγγων καὶ ἠλιβάτων πετρῶν, μὲ τοὺς κελαρυσμοὺς τῶν χαμηλὰ κυλιομέ­νων ῥυακίων, τοὺς ῥόχθους τῶν ἀφ’ ὑψηλοῦ παφλαζόντων καταρρακτῶν, καὶ ὅλην ἐκείνην τὴν ποικιλίαν τῶν χρωμάτων δι’ ὧν ἡ χεὶρ τοῦ φθινοπώρου, ἐφαπτομένη, ποικίλλει τὰ ἐνδύ­ματα τῆς Φύσεως, μικρὸν πρὶν ἢ τῆς ἀφαιρέσῃ τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο. Ἔπειτα ἡ εὐδία τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἦτο κἄτι τι σπάνιον ἐν Γερμανίᾳ! Ἐλαφροὶ ζέφυροι, βαλσαμωμένοι ὑπὸ τῆς εὐώ­δους τῶν πευκῶν ῥητίνης ἔπαιζον σείοντες τὰ κυανὰ τῶν θυ­ρίδων τῆς ἁμάξης παραπετασμάτια, ζωογονοῦντες τὰς μορφὰς τῶν ὁδοιπόρων, ἀναγεννῶντες τὸ αἷμα ἐντὸς τῶν καρδιῶν καὶ τῶν πνευμόνων μας. Ὁ ἡλιοκαὴς ταχυδρόμος μὲ τὰ λευκὰ τῆς τάξεώς του σήματα ἐπὶ τοῦ μελανοῦ σκυτίνου πίλου, μὲ τὴν ἀδιακόπως πλαταγοῦσαν μάστιγά του, ὁσάκις προεφαίνετο χωρίον τι ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἡμῶν, ἀπεκρέμα τὴν στιλπνὴν αὐτοῦ σάλπιγγα ἀπὸ τῆς μασχάλης, σαλπίζων ὀρεκτικώτατα μελῳδικάς τινας στροφὰς τοῦ δημώδους τῶν ταχυδρόμων σαλπίσματος, ὅπως ἀναγγείλῃ τὴν προσέγγισίν του. Τὰ περικυκλοῦντα ἡμᾶς ὄρη ἀντήχουν θαυμασίως τοὺς τελευταίους φθόγγους τῶν στροφῶν του. Ἀλλ’ ὁσάκις ἐπλησιάζομεν πλέον εἰς τὸ χωρίον, τότε τὴν ὑπνηλὴν τῆς ἠχοῦς μουσικὴν τὴν ἀπεστόμιζον ἐξαίφνης αἱ ἰσχυραὶ κραυγαὶ τῶν χηνῶν, αἵτινες ἔσπευδον νὰ μᾶς ὑποδεχθῶσι μὲ ἀνοικτὰς πτέρυγας καὶ προτεταμένους λαιμούς˙ οἱ γρυλισμοὶ τῶν χοίρων, οἵτινες ἐπροθυμοῦντο νὰ μᾶς παραχωρήσουν ἐλευθέραν διάβασιν, ὑποχωροῦντες κατὰ πυκνὰς φάλαγγας, μὲ ὑψηλὰ συνεστραμμένας οὐράς, δι’ ὧν μᾶς ἐχαιρέτων, ἐπὶ τὸ στρατιωτικώτερον˙ καὶ τέλος αἱ ζωηραὶ φωναὶ φαιδροτάτων παιδίων, τρεχόντων πρὸς συνάντησίν μας, τρεχόντων ὅπως κρεμασθῶσιν εἰς τὰ ὄπισθεν τῆς ἁμάξης. Ὡς καὶ οἱ ἵπποι ἦσαν ἐνθουσιασμένοι. Ὅσῳ ὑψηλότερον ἀνεβαίνομεν, τόσῳ μᾶλλον ἐλαφροί, μᾶλλον θυμοειδεῖς ἐγίνοντο. Ἡ ἅμαξα εἶχε δέκα θέσεις˙ ἀλλ’ ἐπιβάται δὲν ἤμεθα παρὰ τέσσαρες μόνον. Εἶχον λοιπὸν λόγους καὶ οἱ ἵπποι νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι κατὰ τὸ ταξείδιον ἐκεῖνο.

Ἤδη πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἐφθάσαμεν εἰς τὸ τερπνὸν καὶ δασοστεφὲς ὀροπέδιον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ὁποίου κεῖται ἡ Κλάουσθαλ.

Καὶ μικρὸν πρὶν ἢ ἐξέλθωμεν τῶν καταπύκνων ἐκείνων δασῶν, βραδυπορούσης τῆς ἁμάξης διὰ τὸν ἀνήφορον, αἴφνης ὠχρά τις μορφὴ παρέκυψε διὰ τῆς ἀνοικτῆς θυρίδος, παρ’ ἣν ἐκαθήμην˙ θερμὴ καὶ τοῦτ’ αὐτὸ πυρέσσουσα χεὶρ ἔσφιγξε νευρικῶς τὴν ἐδικήν μου. Ἦτον ὁ Πασχάλης ἐλθὼν πρὸς προϋπάντησιν, συνεπείᾳ τοῦ ἐξ Ὀστερόδης τηλεγράφου μου. Ὁ Πασχάλης μὲ τὴν στολὴν τῶν μεταλλευτῶν, μὲ τὸ φοιτητικὸν αὐτοῦ κασκέττον, ὑπὲρ τὸ σκιάδιον τοῦ ὁποίου ἔστιλβον χιασταὶ δύο μικραὶ ἀργυραῖ σφῦραι: τὸ γενικὸν τῶν μεταλλευτῶν καὶ ὀρυκτολόγων σῆμα. Πρὶν ἔτι τὸν παρατήρησῃ ὁ ἡνίοχος καὶ σταματήσῃ τοὺς ἵππους, ἐγὼ εὑρέθην ἐκτὸς τῆς ἁμάξης, ἐντὸς τῆς ἀγκάλης τοῦ φιλτάτου.

Εἶχον παρέλθει ὑπὲρ τὰ δύο ἔτη, ἀφ’ ὅτου δὲν εἴδομεν ἀλλή­λους. Καὶ ἦτο μὲν ὁ Πασχάλης ἀνέκαθεν ὑπόχλωμος καὶ ἀναι­μικός, ὡς νέος ὅστις ὅσον φειδωλῶς περιεποιεῖτο τὸ σῶμα, ἄλλο τόσον ἀφειδῶς κατεπόνει τὴν διάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸν εἶχον ἰδεῖ τόσον ὠχρόν, τόσον καταβεβλημένον. Μάλι­στα ἐπὶ τῶν δροσερῶν ἐκείνων ὀρέων, ἐν μέσῳ ἀναπαύσεων, τώρα πλέον ἀσυγκρίτως ἀνθρωπινωτέρων ἀπὸ τὰς ἐν Ἀθήναις, καὶ ὕστερον ἀπὸ τόσους διθυράμβους ὑπὲρ τοῦ κλίματος ἐν ᾧ ἔζη, ἐπερίμενον νὰ τὸν εὕρω πλήρη ζωῆς καὶ δυνάμεως. Καὶ ὅμως αὐτοῦ ἐνώπιόν μου τὸν εἶχον, βωβὸν ἐκ συγκινήσεως καὶ τὸν ἔσφιγγον ἐπανειλημμένως εἰς τὴν ἀγκάλην μου, καὶ φρίσσων ᾐσθανόμην τὴν θέρμην τῶν ξηρῶν αὐτοῦ χειλέων, τὸν πυρετὸν τῶν ἐφιδρωμένων χειρῶν του, ἐγὼ ὅστις, μ’ ὅλην τὴν ἀσθένειαν καὶ τοὺς κόπους τοῦ ταξειδίου, ἐκινούμην ἐν τῷ μέσῳ τῆς ζωογόνου ἐκείνης ἀτμοσφαῖρας τόσον ἐλαφρός, τόσον δυναμωμένος!

«Ἀδελφέ μου, Πασχάλη, μὲ φαίνεσαι ὀλίγον ἀνήμπορος!», τῷ εἶπον, μετὰ τὰς μακρὰς καὶ ἐπανειλημμένας ἡμῶν περιπτύξεις.

«Ἂ μπά! Δὲν ἔχω τίποτε», εἶπεν ἐκεῖνος ἀδιαφόρως. «Ἔτσι εἶμαι πάντοτε».

«Παράδοξον! Ἐπερίμενα νὰ σὲ ἰδῶ παχὺν παχὺν καὶ κόκκινον μέσα εἰς τὸν καθαρὸν αὐτὸν ἀέρα».

«Ὤ!» εἶπε τότε ὁ Πασχάλης μετὰ μελαγχολικοῦ μειδιάματος, «περιμένεις πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν συνδυάζονται μὲ τὸ ἐπάγγελ­μά μας. Ὁ καθαρὸς ἀέρας εἶναι διὰ σέ, ὅστις ἔρχεσαι ἐπίτηδες νὰ τὸν ἀναπνεύσῃς, ὄχι δι’ ἡμᾶς ποὺ ζοῦμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς τυφλοπόντικοι, μέσα εἰς τὰ ἔγκατα τῆς γῆς, ἢ ἀναπνέομεν τοὺς δηλητηριώδεις ἀτμοὺς τῶν μετάλλων ἐν τοῖς μεταλλουργείοις. Ἔπειτα εἶχον καὶ ὀλίγην ἀϋπνίαν ἐσχάτως. Ἤμην τόσον ἀνήσυχος. Σ’ ἐπερίμενα καθ’ ἑκάστην».

Ὁ ταχυδρόμος ἅμα ἐξελθὼν τοῦ δάσους ἤρχισε νὰ σαλπίζῃ τὰς γλυκυτέρας στροφὰς τοῦ ᾄσματός του, προφανῶς διότι ἀνήγ­γελλε τὴν ἄφιξίν του ὄχι τόσον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Κλάουσθαλ, ὅσον εἰς τὰ τέκνα καὶ τὴν σύζυγόν του. Ἡμεῖς ἠκολουθοῦμεν τὴν ἅμαξαν μακρόθεν, κρατούμενοι ἀπὸ τῶν χειρῶν.

«Ἄφες τον νὰ πάγῃ», εἶπεν ὁ Πασχάλης. «Δὲν χάνεις τίποτε. Θὰ σοῦ φέρῃ τὰ πράγματά σου εἰς τὸ σπίτι μου. Ἐδῶ εἴμεθα ὅλοι γνώριμοι˙ ἄλλως τε ἔχω παραγγείλει εἰς τὸ ταχυδρομεῖον.

Μετ’ ὀλίγον ἐξελίχθησαν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν, ὡς εὐ­ρεῖς καὶ παχύτατοι χλοεροὶ τάπητες, οἱ περὶ τὴν Κλάουσθαλ λειμῶνες. Ὑψηλαὶ μεμονωμέναι καπνοδόχοι, ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἐγειρόμεναι, προσείλκυσαν τὴν προσοχήν μου. Ἀναμφιβόλως ἀνῆκον εἰς τὰ μεταλλεῖα. Αἱ στέγαι τῆς πόλεως μόλις διεκρίνοντο ὡς ἀγροὶ κοκκινωπῆς γῆς νεωστὶ ὠργωμένης, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ἀνοικτοῦ πρασίνου χρώματος τοῦ ὀροπεδίου. Ἀλλ’ αἱ οἰκίαι δὲν ἐφαίνοντο ἔτι, διότι κεῖνται χαμηλότερον τῶν λειμώ­νων, ἐν τῷ λεκανοπεδίῳ καὶ ἑκατέρωθεν τοῦ διατέμνοντος τὴν πόλιν ποταμίσκου. Ὁ βασιλεύων ἥλιος ἐνεδύετο θαυμαστὴν μεγαλοπρέπειαν, ἐπιχρυσῶν τὰς κορυφὰς τῶν ἀπέναντι ὑψω­μάτων˙ μακρυνὴ ἁρμονία κωδώνων, ὡς ἦχοι μουσικῆς ἐκπνεούσης, ἀφικνεῖτο μέχρις ἡμῶν ἀπὸ τῶν πέριξ κλιτύων, ἐφ’ ὧν διεκρίνοντο ἀμυδρῶς λευκαὶ ἀγέλαι βοσκημάτων, ἐπιστρε­φόντων οἴκαδε. Εἰς ἔτι μακροτέρας ἀποστάσεις αἱ δασοσκεπεῖς τῶν ὀρέων πλευραὶ ἐχρωματίζοντο ὁλονὲν μελανώτεραι˙ λευκὴ ὁμίχλη ἤρχιζε νὰ αἰωρῆται ἐπ’ αὐτῶν. Καὶ ὑπεράνω αὐτῶν ἡ ὑψηλοτάτη κορυφὴ τοῦ Χάρτς, ὁ Χιονόσκουφος κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ τόπου, καθίστατο ἀπὸ λευκῆς ἐρυθρὰ κ’ ἐρυθροτέρα, ἁμιλλωμένη κατὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ χρωμα­τισμοῦ πρὸς τὴν γνωστὴν ἀνταύγειαν τῶν Ἄλπεων. Μετ’ ὀλίγον τὰ τιτυβίσματα τῶν πτηνῶν ἐσίγησαν˙ οἱ ἦχοι τῶν κωδώνων ἐξέπνευσαν˙ οἱ ζέφυροι ἐκοιμήθησαν˙ οὐδὲ φύλλον ἐκινεῖτο. Παράδοξον αἴσθημα θρῃσκευτικῆς κατανύξεως συ­νεῖχε τὴν καρδίαν μου πρὸ τοῦ μεγαλείου τῆς Φύσεως! Ἀπερίγραπτος συγκίνησις ἐδέσμευσε τὴν γλῶσσάν μου. Ὁ Πασχά­λης ἔσφιγγε διαρκῶς τὴν χεῖρά μου, καὶ μὲ ἠτένιζε μετ’ ἐσωτε­ρικῆς ἱκανοποιήσεως διὰ τὴν βαθεῖαν ἐντύπωσιν, ἢν ἐποίει ἐπὶ τῶν αἰσθήσεών μου ἡ σκηνογραφία. Ἐπὶ τέλους διέκοψε τὴν σιωπήν:

«Ἐπὶ πάντων τῶν ὀρέων
ἡσυχία βασιλεύει.
Ἐπὶ τῶν κλαδίσκων πλέον
οὔτε φύλλον δὲν σαλεύει.
Τὰ πτηνὰ ταῖρι ταῖρι
κοιμῶνται σιγὰ κ’ εὐτυχῆ.
Ὤ, καρτέρει, καρτέρει,
καὶ σὺ θὰ κοιμᾶσ’ ἐν βραχεῖ!»

Οἱ μελαγχολικοὶ οὗτοι τοῦ μεγάλου τῆς Γερμανίας ποιητοῦ στίχοι, ἀπαγγελθέντες ὑπὸ τοῦ Πασχάλη οὕτως ἀπροσδοκήτως, ἑλληνιστί, μετὰ βαθέος πάθους καὶ ἀληθοῦς συναισθή­ματος τῆς σημασίας αὐτῶν, δὲν ἠξεύρω πῶς μ’ ἐπροξένησαν τὴν γλυκεῖαν ἀνατριχίασιν, καὶ ἔφεραν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς μου τὰ δάκρυα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν μοὶ συμβαίνουσι συνήθως, εἰ μὴ ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν ἀνεφίκτως ὑψηλῶν σκέψεων, ἀμετρήτως βαθέων αἰσθημάτων, ἀλλὰ καὶ τοῦτο πάλιν μόνον ὅταν ἡ ψυχή μου τύχῃ νὰ εἶναι καταλλήλως διατεθειμένη.

«Ἐκεῖ ἐπάνω τοὺς ἔγραψεν», εἶπεν ὁ Πασχάλης δεικνύων μοι τὴν χιονοσκεπῆ κορυφὴν τοῦ Βρούκ. «Βλέπεις τὸ μελανὸν ἐ­κεῖνο σημεῖον; Αὐτὸ εἶναι τὸ ξενοδοχεῖον ὅπου διενυκτέρευσεν. Ἐπὶ τῶν τοίχων αὐτοῦ σώζεται ἀκόμη ἡ ἡμερομηνία καὶ τὸ ἰδιόγραφον ὄνομά του. Πρέπει νὰ ἦτο τοιαύτη τις ἑσπέρα, ὅταν ἔγραψε τοὺς στίχους. Τόσον εὐδία, τόσον γαληνιαία».

«Καὶ ἔχετε λοιπὸν συχνὰ τόσον μαγικὰς ἑσπέρας ἐπὶ τοῦ Χάρτς;»

«Πολὺ συχνὰ ὄχι. Ἀλλὰ τώρα εἶναι ὁ καιρός των. Ἀπό τινος ζῶμεν ἐνταῦθα ὡς ἐν Παραδείσῳ. Διὰ τοῦτο ἐπέμενον νὰ ἐπι­σπεύσῃς τὴν ἔλευσίν σου».

«Καὶ δὲν ἐφοβεῖσο μήπως σοῦ φέρω τὴν κακοκαιρίαν;»

«Ὄχι τόσον, ὅσον μὴ δὲν προφθάσῃς τὴν καλοκαιρίαν. Δὲν ἔχεις ἰδέαν τί ἀλλοπρόσαλλος εἶναι ὁ γέρος ἐκεῖ ἐπάνω, μὲ τὸν αἰωνίως λευκὸν σκοῦφόν του. Τί δύστροπος! Δι’ αὐτὸ κύτταξε νὰ κοιμηθῇς ἀπόψε καλά, νὰ ξεκουρασθῇς ἀπὸ τὸ τα­ξείδι. Νομίζω φρόνιμον νὰ τὸν ἐπισκεφθῶμεν ἐν ὅσῳ εἶναι στὰ καλά του».

«Τί! Ἀμέσως αὔριον ἐννοεῖς;»

«Ναί, ναί! Πρέπει νὰ τὸν καλοπιάσωμεν˙ εἶναι ὁ μόνος τρό­πος νὰ τὸν κάμωμεν νὰ παρατείνῃ τὴν εὐμένειάν του. Δὲν νο­μίζεις;»

«Ἀμφιβάλλω!» εἶπον ἐγώ, ἀναφερόμενος ὄχι τόσον εἰς τὸν τρόπον περὶ οὗ ὡμίλει, ὅσον εἰς τὰς δυνάμεις ἡμῶν ἀμφοτέρων.

«Ὤ! Βέβαια, βέβαια!» ἐξηκολούθησεν ὁ Πασχάλης μετὰ πειρακτικοῦ μειδιάματος. «Ὅταν ἰδῇ ὅτι ὁ νέος προσκυνητής του δὲν ὁμοιάζει ἐμᾶς τοὺς βεβήλους καὶ βαναύσους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀναβαίνομεν μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ λερώσωμεν τὴν σκούφιάν του, ὅτι ἐντὸς τοῦ ὠχροῦ τούτου μετώπου ἐγκυμονεῖται μία ᾠδὴ πρὸς ἔπαινόν του, τότε βεβαίως θὰ μᾶς φερθῇ ὅπως πρέπει. Ὡς πρὸς τοῦτο ὁμοιάζει καὶ αὐτὸς ὅλους τοὺς μεγά­λους. Ἐν τούτοις κάμε σὺ πὼς τὸν θαυμάζεις ἀπὸ τώρα, πὼς δὲν ἠξεύρεις πόθεν ν’ ἀρχίσῃς τὸ ἐγκώμιόν του. Καὶ τότε σὲ ὑπόσχομαι ἐπὶ τοῦ Χάρτς πολλὴν τέρψιν καὶ διδασκαλίαν».

«Λοιπὸν πάντοτε ὁ ἴδιος;» ἀνέκραξα ἐγὼ γελῶν. «Πάντοτε τὸ τερπνὸν ἀχώριστον ἀπὸ τοῦ ὠφελίμου; Κ’ ἐλησμόνησας τὸ φιάσκο στὴν μπυραρία τοῦ Μπερνιουδάκη;» Ἐδῶ ἐγελάσαμεν καὶ οἱ δύο ἀπὸ καρδίας.

«Ἐν τούτοις», εἶπεν ὁ Πασχάλης μετ’ ὀλίγον σοβαρῶς, «τώρα τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Τώρα δὲν πρόκειται νὰ πιθηκίσωμεν ἁπλῶς τοὺς ξενισμούς, νὰ μάθωμεν πῶς διαδραματίζονται αἱ κωμικοτραγικαὶ σκηναὶ γερμανικῆς μέθης, ἀλλὰ νὰ γνωρίσωμεν τὰς τοποθεσίας, ἐν αἷς ὁ νηφαλιώτατος δραματικὸς τῆς χώ­ρας ταύτης ὑπέθεσε τὰς τόσον μαγικὰς καὶ φανταστικὰς σκηνὰς τοῦ Φάουστ».

«Ἀλήθεια λέγεις. Ἐλησμόνησα πὼς ἡ Παραμονὴ τοῦ Μαΐου διαδραματίζεται ἐπὶ τοῦ Χάρτς. Καὶ εἶναι λοιπὸν ἐδῶ κοντὰ τὸ μέρος;»

«Νά! Ἐκεῖ ἐπάνω ὑψηλὰ εἶναι τὸ ὀροπέδιον, ἐφ’ οὗ ἐσκηνοθέτησε τὰ ὄργια καὶ τοὺς χοροὺς τῶν Μαγισσῶν, κατὰ τὴν πα­ραμονὴν τοῦ Μαΐου˙ καὶ ἔμπροσθεν, κάτω, χαίνει εἰς καταπληκτικὸν βάθος τὸ βάραθρον, τὸ ὁποῖον καὶ σήμερον ἀκόμη ὀνο­μάζεται Ὁ Λέβης τῶν Στριγγλῶν. Πολὺ κοντὰ δὲν εἶναι, ἀλλὰ πάντοτε κοντύτερα δι’ ἡμᾶς παρὰ διὰ τοὺς Ἀμερι­κανούς, οἱ ὁποῖοι διαπλέουν τὸν ὠκεανὸν πρὸς ἐπίσκεψίν του».

Οὕτω κατηρχόμεθα εἰς τὴν πρὸ ἡμῶν ἀποκαλυφθεῖσαν τώρα πολίχνην, ἐγὼ μὲν ἀπερροφημένος ὑπὸ τοῦ περὶ ἐμὲ μεγαλείου, μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους πότε πρὸς τὸ ἓν πότε πρὸς τὸ ἄλλο σκηνογραφικὸν θαῦμα, ὁ δὲ Πασχάλης χαιρετῶν τοὺς διαβάτας καὶ ἀντ’ ἐμοῦ, ἀλλὰ πάντοτε μὲ τὸ κηδεμονικὸν αὐτοῦ βλέμμα ἐπ’ ἐμοῦ, πρόθυμος νὰ μοὶ ὀνομάσῃ τὰς τοποθεσίας, ν’ ἀριθμήσῃ τὰς εἰδικὰς μιᾶς ἑκάστης καλλονάς, ὡς ἐὰν μὴ ὑπῆρχεν ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐκείνων σπιθαμὴ γῆς, ἐφ’ ἧς νὰ μὴ ἐπάτησεν ὁ ποῦς του. Καὶ ὑπεδύετο τὸ ἔργον τοῦτο τοῦ ξενα­γοῦ τόσῳ μᾶλλον ἀσμένως, καθ’ ὅσον, ἀνέκαθεν εἰς τακτικὴν ἀλληλογραφίαν διατελοῦντες, δὲν εἴχομεν κατὰ τὴν συνάντησίν μας ταύτην, πολλά τινα ἰδιαίτερα νὰ διακοινώσωμεν πρὸς ἀλλήλους.

Αἱ οἰκίαι τῆς Κλάουσθαλ, ἐκτὸς τῶν ἐπιστημονικῶν ἱδρυμά­των, οὔτ’ ἐπὶ μεγέθει, οὔτ’ ἐπὶ καλλονῇ διακρίνονται. Αἱ ὁδοί, δι’ ὧν διερχόμεθα, ἦσαν ἀνάλογοι πρὸς τὰ ἐπ’ αὐτῶν οἰκοδομήματα. Ἀνήφοροι καὶ κατήφοροι εἶναι πράγματα συχνὰ καὶ ἀναπόφευκτα διὰ τὴν ὀρεινὴν πολίχνην. Ἐν τούτοις πάντα ταῦτα ἦσαν ἀξιολόγως λιθοστρωμένα. Διότι μ’ ὅλην τὴν ἀπροσεξίαν ἡμῶν, καὶ τὴν ἀμυδρότητα τῶν διὰ πετρελαίου παροδίων φανῶν, σπανίως προσεκρούομεν ἐπὶ ἐξοχῶν καὶ οὐδέποτ’ ἐπέσαμεν εἰς βόθρον τινά. Παράξενος μοὶ ἐφάνη καὶ πρωτοφανὴς ἡ προσαγόρευσις τῶν παριόντων. Διότι ἐν Κλάουσθαλ οὐδένα θὰ συναντήσητε καθ’ ὁδὸν χωρὶς νὰ σᾶς προσαγορεύσῃ ‘‘Glück auf!’’ καὶ ὅταν ἀκόμη τῷ εἶσθε ὅλως δι’ ὅλου ἄγνωστος. Κατ’ ἀρχὰς ἐνόμισα ὅτι προέφερον τὸ Καλημέρα τῶν Γερ­μανῶν τόσον ἰδιωματικῶς, ὥστε νὰ παραλλάσσῃ μέχρι παρεξηγήσεως. Ὅταν ὅμως ἐπείσθην ὅτι δὲν προσεφώνουν παρὰ Ἔσο τυχηρός, ἠρώτησα τὴν αἰτίαν.

«Αἴ, αὐτό, βλέπεις, ἐπακολουθεῖ εἰς τὸ ἐπάγγελμά μας», εἶπεν ὁ Πασχάλης μελαγχολικῶς. «Καλημέρα καὶ καληνύκτα εἰς τὸν μεταλλορύκτην λεγόμενον, θὰ ἦτο σκληρὰ εἰρωνεία. Ἡμέρα δὲν ὑπάρχει διὰ τοὺς διανύοντας αὐτὴν ἐντὸς τῆς ἐρεβώδους νυκτὸς τῶν καταχθονίων, οὔτε νὺξ διὰ τοὺς διάγοντας αὐτὴν ἐν ἐργασίᾳ ὑπὸ τὴν λάμψιν τῶν φανῶν καὶ τῶν λαμπάδων. Διὰ τοῦτο μὴ τοὺς εὐχηθῇς ποτὲ τοιοῦτόν τι ἂν θέλῃς νὰ μὴ τοὺς ἐνθυμίσης τὴν δυστυχίαν των. Εὔχου εἰς πᾶσαν περίστασιν καὶ εἰς ὅντιν’ ἀπαντᾷς νὰ εἶναι τυχηρός. Ὅλοι ἐδῶ ἔχομεν ἀνάγκην τῆς εὐχῆς ταύτης».

«Ἀλλὰ τί σημαίνει λοιπόν, κύριε;» ἠρώτησα ἐγώ, γελῶν ἐπὶ τῇ σπουδαιότητι, μεθ’ ἧς ὁ Πασχάλης ἤρξατο νὰ περιβάλλῃ τὸ ζήτημα.

«Ὤ!» εἶπεν ἐκεῖνος, ἔτι μελαγχολικώτερον. «Ἡ εὐχὴ αὕτη δὲν σημαίνει, ὡς νομίζουσι πολλοί: Ἔσο τυχηρὸς ν’ ἀνασκάψῃς κανένα ἀδάμαντα! Ἔσο τυχηρὸς ν’ ἀνακάλυψης καμμίαν φλέβαν χρυσοῦ! Ἀλλὰ σημαίνει διὰ τὸν πτωχὸν μεταλλευτήν: Ἔσο τυχηρὸς νὰ μὴ πέσῃ κανεὶς ὑπόγειος θόλος καὶ σὲ πλάκωσῃ! Ἔσο τυχηρὸς νὰ μὴ ἀναφθοῦν τὰ ἀέρια τῶν μεταλλείων καὶ σὲ καύσουν! Καὶ οὕτω καθεξῆς».

Τοιουτοτρόπως ἐφθάσαμεν μέχρι τῆς οἰκίας του, καὶ ‘‘Glück auf!’’ ἐχαιρετήσαμεν τὴν πρὸ τῆς θύρας προσδοκῶσαν οἰκοδέσποιναν. Τουτέστιν: Ἔσο τυχηρά, μήπως μετὰ μίαν στιγμήν σοι ἀναγγείλουν ὅτι εἶσαι χήρα, ὅτι ἠτεκνώθης! Ἐν τῇ αὐτῇ οἰκίᾳ ὁ Πασχάλης εἶχε φροντίσει νὰ μοὶ παραχωρηθῇ κατάλυ­μα, ὄνομα καὶ πρᾶγμα ἀναπαυτικώτατον. Πρὸ πολλοῦ δὲν εἶχον κοιμηθῆ τόσον ἀναπαυτικά, τόσον χορταστικά, ὅσον κατὰ τὴν πρώτην ἐκείνην νύκτα ἐν Κλάουσθαλ. Ἴσως συνει­σέφερε καὶ ἡ κόπωσίς μου πρὸς τοῦτο. Διότι μόλις ἐδειπνήσαμεν καὶ τὸ ἐπῆρα δίπλα. Τόσον ἤμην κουρασμένος ἀπὸ τὸ ταξείδιον.

Ἀλλὰ παραδόξως πως ἐχορτάσθην ὕπνον πολὺ πρὶν φέξη κυρίως ἡ ἡμερα! Καὶ ἤκουον μὲ τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ πρὸ πολλοῦ ἤδη ἐγερθέντας καὶ κινουμένους, ἀλλ’ ἀφοῦ ἦτον ἀκόμη τόσον σκοτεινά, ἐπροτίμησα νὰ μὴ σηκωθῶ. Ἐπὶ τέλους ἔκρουσε τὴν θύραν μου σφοδρῶς καὶ εἰσῆλθεν ὁ Πασχάλης καταβεβρεγμένος ἄνωθεν ἕως κάτω.

«Βρὲ ἀδελφέ!» ἀνέκραξεν ἐκπεπληγμένος, «Κοιμᾶσαι ἀκόμη; Εἶναι μεσημέρι!»

Ἀληθῶς εἶχον κοιμηθῆ βαθέως ὄχι μόνον καθ’ ὅλην τὴν νύ­κτα, ἀλλὰ καὶ τὸ ἥμισυ τῆς ἡμέρας! Καὶ δὲν δυσηρεστήθην μὲν τόσον ἐπὶ τούτῳ, ἐξεπλάγην ὅμως δυσαρέστως, ὅταν ἀποσύρας τὰ παραπετάσματα τῶν παραθύρων, εὗρον ὅτι τὸ δωμάτιόν μου δὲν ἐφωτίζετο περισσότερον ἀφ’ ὅσον μέχρι τοῦδε. Ἡ βροχὴ ἔπιπτεν ὡς ἀπὸ μυρίων κρουνῶν˙ πυκνὴ ὁμίχλη ἐκάλυπτε τὰ πάντα˙ ὁ οὐρανὸς ἦτο μαῦρος, πίσσα! Εὑρισκό­μεθα ἐν αὐταῖς ταῖς νεφέλαις!

«Καὶ τώρα;» εἶπον πρὸς τὸν Πασχάλην, ἐκπεπληγμένος ἐκ τῆς ἀπροσδόκητου μεταβολῆς.

«Τώρα, Ὁ Θεὸς ἐλεήσαι ἡμᾶς καὶ οἰκτειρήσαι ἡμᾶς!» ἀπήντησεν ἐκεῖνος κρεμάσας τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν, ὡς ἄνθρωπος ἀπηλπισμένος. «Τί κρῖμα νὰ μὴν ἔλθῃς ἐνωρίτερον! Ὅταν ἐβγῆκα ἐγὼ σήμερα πρωῒ νὰ πάγω εἰς τὸ μεταλλεῖον, δὲν ἐφαίνετο ἀκόμη τίποτε ὕποπτον. Καὶ διὲς τί κατάστασις πραγμάτων εἰς ὀλίγων ὡρῶν διάστημα!»

«Λοιπὸν δὲν θ’ ἀναβῶμεν σήμερον εἰς τὸν Χιονόσκουφον;».

«Σήμερον;» ἀνέκραξεν ὁ Πασχάλης οἰκτείρων τὴν ἀφέλειαν τῆς ἐρωτήσεως. «Δὲν ἐρωτᾷς ἂν θὰ μπορέσῃς νὰ βγάλῃς τὴν μύτη σου ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα ἐδῶ καὶ καναδυὸ ἑβδομάδας, μόνον συλλογιέσαι Χιονόσκουφον! Διατί νὰ μὴ ἔλθῃς ἐνωρίτερον!»

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐνόμισα ὅτι ὁ καλὸς φίλος μ’ ἐφοβέριζε, μᾶλλον ἀστεϊζόμενος, διότι δὲν ἦλθον ἐνωρίτερον, ὡς ἐπεθύμει. Τὸν ἔστειλα λοιπὸν νὰ ἐνδυθῇ στεγνότερα φορέματα, χω­ρὶς νὰ δώσω σημασίαν εἰς τὰς προρρήσεις του. Ἐν τούτοις τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἐβγάλαμεν τὴν μύτην μας οὔτε ἀπὸ τὸ παράθυρον. Τὴν ἐπιοῦσαν ἡ βροχὴ ἔπαυσεν, ἀλλὰ πυκνοτάτη λευκὴ ὁμίχλη ὑπερεπλήρου τὴν ἀτμοσφαῖραν, ἀποκρύπτουσα ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ὡς καὶ τὰς ἀπέναντι στέγας. Ἤνοιξα ἐπί τινας στιγμὰς τὸ παράθυρον, ἀλλ’ ἠναγκάσθην νὰ τὸ κλείσω πάλιν. Ἡ ὁμίχλη, εἰσδύσασα εἰς τὸ δωμάτιον, ἀπερροφήθη τόσον ταχέως ὑπὸ παντὸς ἐν αὐτῷ μαλλίνου ὑφάσματος καὶ ὑπὸ τῶν ἐνδυμάτων ἡμῶν, ὡς ἐὰν τ’ ἀντικείμενα ταῦτα εἶχον κατασκευασθῆ ὑπὸ τοῦ θαυματουρ­γοῦ ἐκείνου πόκου τοῦ προφήτου Ἀαρών! Τὴν ὁμίχλην διεδέχθη βροχὴ μετὰ σφοδροτάτου ἀνέμου, καὶ τὴν βροχὴν ὁμίχλη, καὶ τὴν ὁμίχλην βροχή! Καὶ τοιουτοτρόπως ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρας ἡ προφητεία τοῦ Πασχάλη ἐθριάμβευεν. Ὁ και­ρὸς ἐψυχράνθη καθ’ ὑπερβολήν, κ’ ἐγὼ ἤρχισα νὰ βήχω σφοδρότερον παρά ποτε. Οὕτως, ὥστε ἐπί τινα καιρὸν δὲν ἐτόλμων νὰ προβάλω τὴν μύτην μου οὔτε διὰ τῶν παραπε­τασμάτων τῆς κλίνης.

Ἐν τούτοις ὁ Πασχάλης ἐξηκολούθει νὰ ἐξέρχεται τακτικὰ ἀνὰ πᾶσαν προμεσημβρίαν. Διότι, ἂν καὶ εἶχε διακοπὰς ὡς πρὸς τὰ μαθήματα, ὅμως διὰ τὴν πρακτικήν του ἐξάσκησιν ἐδαπάνα τὸ πρῶτον ἥμισυ τῆς ἡμέρας, πότε μὲν ἐν τοῖς πλυντηρίοις καὶ χωνευτηρίοις τῶν μεταλλουργείων, πότε ὅμως ἐν αὐτοῖς τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, ἐμπεπιστευμένος τὴν ἐπίβλεψιν τῶν ἐργασιῶν, ἢ σκάπτων καὶ αὐτὸς ὡς ἁπλοῦς ἐργάτης. Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ ὁποίαν φανταστικὴν ἐντύπωσιν μοὶ ἐνεποίει, ὁσάκις τὸν ἔβλεπον ἐπιστρέφοντα ἐκ τῶν μεταλλείων, μὲ τὸν ὠμοσκεπῆ αὐτοῦ σκοῦφον ἐπὶ κεφαλῆς, τὸν εἰδικὸν φανὸν τοῦ μεταλλευτοῦ κάτωθι τοῦ στήθους, μὲ τὴν σκυτίνην ποδιὰν περὶ τοὺς γλουτούς, καὶ τὴν ἀστράπτουσαν αὐτοῦ σφῦραν ἐπὶ τοῦ ὤμου, μοὶ ἐφαίνετο ὡς ἓν τῶν ἀγαθοποιῶν ἐκείνων πλασμάτων τῆς γερμανικῆς μυθολογίας, εἰς τὰς χεῖρας τῶν ὁποίων ὑποτίθεται ἐμπεπιστευμένη ἡ παρα­γωγὴ καὶ ἡ ἐπιτήρησις τῶν θησαυρῶν τῆς γῆς. Αἱ δασεῖαι ὀφρύες, τὸ μακρὸν καὶ πυκνὸν καὶ μελάντατον αὐτοῦ γένειον, ἡ ὠχρότατη ὄψις, οἱ ἐκ τοῦ βάθους τῶν κοιλωμάτων αὐτῶν ζωηρῶς σπινθηροβολοῦντες ὀφθαλμοί, καί τις ὑπεράνθρωπος νευρικὴ δύναμις ἐμφωλεύουσα ὑπὸ τὴν διαφανῆ ἐπιδερμίδα τῶν ἰσχνῶν καὶ μακρῶν αὐτοῦ δακτύλων, μοὶ ἐπερρώννυον συνεχῶς τὴν ἐντύπωσιν ἐκείνην μέχρι πραγματικῆς αὐταπάτης. Μόνον τὸ εὐτράπελον καὶ φιλοπαῖγμον καὶ πειρακτικὸν τῶν σκωπτικῶν τῆς μεταλλευτικῆς δαιμονίων ἐφαίνετο ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ ἐκλεῖπον ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ Πασχάλη. Ὅσον ἡ κακοκαιρία παρετείνετο, τόσον μελαγχολικώτερος, τόσον σιωπηλότερος καθίστατο ἐκεῖνος.

Ἐπὶ τέλους τὸ κακὸν ἔξω ἐδεινώθη τόσον, ὥστε ἀκριβῶς τὴν δεκάτην πέμπτην Αὐγούστου, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν λοι­πῶν Κλαουσθαλίων, ἐθέσαμεν τὰς θερμάστρας εἰς ἐνέργειαν. Πληκτικωτέρας ἡμέρας δὲν ἐπέζησα ἀκόμη! Ἡ βροχὴ ἐμάστιζεν ἀκαταπαύστως τὰ παράθυρα˙ ὁ ἄνεμος ἐσύριζε λυσσωδῶς ἀπειλῶν ν’ ἀνατίναξῃ τὴν στέγην τῆς οἰκίας˙ καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπέπιπτε τόσον ἐξαφνικά, τόσον λάβρος κατὰ τῆς καπνοδόχου, ὥστε ὁ καπνὸς ἐπέστρεφεν ὅλος διὰ τῆς θερμάστρας, πληρῶν τὸ δωμάτιον καὶ τοὺς ὀφθαλμούς μου. Καὶ ἐνθυμούμην ἐγὼ τότε μετὰ δακρύων τὸ ‘‘ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι’’, τοῦ ὁμηρομαθοῦς ἰατροῦ μου, καὶ μετενόουν πικρῶς, διότι τὸν παρήκουσα. Ἔπειτα ἤρχοντο αἱ νύκτες. Ἀγριώτερον πρᾶγμα δὲν εἰμπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανείς. Ἡ οἰκία μας ἦτον ᾠκοδομημένη ἐπὶ τῆς κατωφερείας ὑψώματός τινος, ἐφ’ οὗ ἠγείροντο ὑψηλαί τινες δρύες ἐν συμπλέγματι καὶ δύο τρεῖς γηραιαὶ πεῦκαι παρ’ αὐτάς. Ἡ ἀνεμοζάλη εἶχεν ἄλλοτε καταρρίψει, θραύσασα τὴν μίαν ἐκ τῶν δρυῶν, τὸ τεθραυσμένον μέρος — περίπου δύο τρίτα τοῦ δένδρου — συνεχόμενον ἔτι μὲ τὸν ἀρχικὸν κορμόν, καὶ ἀποτελοῦν μετ’ αὐτὸν ὀξεῖαν γωνίαν ἐξέτεινε τοὺς ἀκραίμονάς του μέχρι τῆς οἰκίας ἡμῶν, ψαῦον διὰ τῶν ξηρῶν αὐτοῦ φύλλων τὴν στέγην, ἀκριβῶς ὑπεράνω τῆς κλίνης μου. Ὅταν αἱ καταιγίδες ἐμυκῶντο, συρίζουσαι διὰ τῶν βελονοειδῶν φύλλων τῶν πευκῶν, βοῶσαι διὰ τῆς πυ­κνῆς τῶν δρυῶν κομμώσεως, θροοῦσαι διὰ τῶν ξηρῶν κλάδων τοῦ καταπεσόντος δένδρου, ἠκούοντο ἐπ’ αὐτῆς τῆς στέγης μου, ὡς φρενήρεις σατανικαὶ συναυλίαι, τόσον ἀγρίαι, τόσον φρικαλέως φανταστικαί, ὥστε, εἶμαι βέβαιος, οὐδ’ ὁ πλέον ἠλίθιος ἄνθρωπος δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὰς ἀκούσῃ, χωρὶς νὰ χάσῃ τὸν ὕπνον του. Καὶ ὅταν χάσῃ τις τὸν ὕπνον του, ὑπὸ τοιαύτας περιστάσεις, ὁπόσαι ἀλλοπρόσαλλοι ἰδέαι δὲν ἔρχονται νὰ ἐπαυξήσουν τὴν ταραχὴν τῆς ψυχῆς του! Ἐγὼ δὲν ἠδυνάμην νὰ λησμονήσω τὰς Στρίγγλας καὶ τοὺς Καλλικαντζάρους καὶ ὅλα ἐκεῖνα τὰ δαιμόνια, δι’ ὧν ὁ ἐν Γοττίγγῃ καθηγητὴς μ’ ἐφοβέριζεν, ἐὰν ἤθελον ἀναβῇ πολὺ ὑψηλὰ ἐπὶ τοῦ Χάρτς. Καὶ ὅμως ἐκεῖ πλησίον μου εἶχον τώρα τὸ ὀροπέδιον, ἐφ’ οὗ τὰ τερατώδη καὶ βλοσυρὰ ἐκεῖνα ἐκβράσματα τοῦ Ἅδου ἐτέλουν τὰ φρικαλέα τῶν ὄργια˙ ἐκεῖ πλησίον μου εἶχον τὸν Λέβητα, περὶ ὃν αἱ εἰδεχθεῖς καὶ ἡμίγυμνοι Στρίγγλαι ἐχόρευον, μὲ τὴν πιναρὰν κόμην ἐσκορπισμένην εἰς τοὺς ἀέρας, ῥίπτουσαι εἰς αὐτὸν πότε μίαν καρδίαν νεάνιδος ἀτιμασθείσης, πότε τ’ ἀσπαίροντα μέλῃ ἀρτιγεννήτου βρέφους!

Ἔπειτα οἱ τριγμοὶ τῶν ξηρῶν φύλλων ὑπεράνω τῆς κεφα­λῆς μου ἠκούοντο ὡς ὄνυχες νεκρικῶν φασμάτων προσπαθούντων νὰ παραμερίσωσι τὰς κεράμους τῆς στέγης, ὅπως εἰσβάλωσιν εἰς τὸν σκοτεινὸν κοιτῶνά μου καὶ μ’ ἐγγίσωσι μὲ τὰ ψυχρά, τὰ βρεμένα τῶν σάβανα.

Καὶ ἐταράσσετο λοιπὸν ἡ καρδία μου, καὶ ἔτεινον τὴν ἀκοήν, χωρὶς νὰ τὸ θέλω, καὶ προσεῖχον εἰς τοὺς δούπους καὶ θορύβους τῆς βροχῆς, τοὺς συριγμοὺς καὶ μυκηθμοὺς τῶν καταιγίδων, καὶ συνεχῶς ἐνόμιζον ὅτι διὰ τῆς φοβερᾶς ἐκεί­νης βοῆς τῶν πρὸς τὰ δένδρα παλαιόντων ἀνέμων, διέκρινον ἀναμὶξ στοναχὰς πνιγομένων ἀνθρώπων, ὀλολυγμοὺς βιαζομένων γυναικῶν, κλαυθμηρισμοὺς ἐκτεθειμένων παιδίων, καὶ ὑπεράνω πάντων τούτων τοὺς σαρκαστικοὺς γέλωτας, τοὺς ὀξεῖς ἀλαλαγμούς, τὰς στρηνιώδεις ὠρυγὰς ὅλων ἐκείνων τῶν ἐνσαρκωμένων παθῶν, ὅσα ἦσαν οἱ χαιρέκακοι αἴτιοι τῶν ἐν τῷ σκότει τελουμένων!... Τὸ διηγοῦμαι μετὰ παρέλευσιν τό­σων ἐτῶν, καὶ ὅμως — παράδοξον πρᾶγμα! — νομίζω ὅτι βλέπω τὰς σκηνάς, ἀκούω τὰς φωνὰς ἐκ νέου, καὶ κρυερὰ φρικίασις διατρέχει τὰ νεῦρά μου ἀπὸ ἄκρου ἕως ἄκρου!...