Αισώπου Μύθοι/Τέττιξ και μύρμηκες

Αἰσώπου Μῦθοι
Τέττιξ καὶ μύρμηκες


Χειμῶνος ὥρᾳ τὸν σῖτον βραχέντα οἱ μύρμηκες ἔψυχον. Τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν. Οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ· «Διὰ τί τὸ θέρος οὐ συνῆγες καὶ σὺ τροφήν;» Ὁ δὲ εἶπεν· «Οὐκ ἐσχόλαζον, ἀλλ’ ᾖδον μουσικῶς.» Οἱ δὲ γελάσαντες εἶπον· «Ἀλλ’ εἰ θέρους ὥραις ηὔλεις, χειμῶνος ὀρχοῦ.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οὐ δεῖ τινα ἀμελεῖν ἐν παντὶ πράγματι, ἵνα μὴ λυπηθῇ καὶ κινδυνεύσῃ.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Τα μυρμήγκια δουλεύανε σκληρά το καλοκαίρι μαζεύοντας τροφή, κυρίως σπόρους. Το χειμώνα απο την πολλή βροχή η φωλιάτους έμπασε νερό κ το αποθηκευμένο σιτάριτους βράχηκε, τότε το βγάζανε στον ήλιο να στεγνώσει. Το είδε ένα τζιτζίκι που θα πέθαινε απο την πείνα, κ τους παρακάλεσε: δώστεμου λίγο απο αυτό το βρεγμένο σιτάρι να ζήσω κι εγώ. Του απάντησαν: "εσύ γιατί δέν μάζευες όταν ήταν η εποχή του θερισμού, για να έχεις τώρα το δικόσου;" - "ά, μή νομίζετε οτι τεμπέλιαζα, εργαζόμουν" - "τί εργασία έκανες;" - "τραγουδούσα για να τέρπω τους ανθρώπους που μοχθούσαν στα χωράφια κ τους περαστικούς" - "αφού τότε τραγουδούσες, τώρα χόρευε!"