Αἰσώπου Μῦθοι
Σφὴξ καὶ ὄφις


Σφὴξ ἐπὶ κεφαλὴν ὄφεως καθίσας καὶ συνεχῶς τῷ κέντρῳ πλήττων ἐχείμαζε. Ὁ δὲ περιώδυνος γενόμενος καὶ τὸν ἐχθρὸν οὐκ ἔχων ἀμύνασθαι, τὴν κεφαλὴν ἁμάξης τρόχῳ ὑπέθηκε, καὶ οὕτω τῷ σφηκὶ συναπέθανεν.

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τινὲς τοῖς ἐχθροῖς αἱροῦνται συναποθνῄσκειν.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Μιά σφήκα κάθισε πάνω στο κεφάλι ενός φιδιού και το τσιμπούσε ξανά και ξανά και δεν έλεγε να φύγει. Το φίδι τίναζε το κεφάλι του εδώ κι εκεί, η σφήκα δέν έφευγε. Το φίδι τότε είπε: "Αφού είναι να πεθάνω απο τη σφήκα, καλύτερα να πεθάνω μαζί με αυτήν" και έβαλε το κεφάλι του, όπου επάνω καθόταν η σφήκα, να το πατήσει μιά βαρυφορτωμένη άμαξα στο δρόμο.