Αισώπου Μύθοι/Συς άγριος και ίππος και κυνηγέτης

Αἰσώπου Μῦθοι
Σῦς ἄγριος καὶ ἵππος καὶ κυνηγέτης


Σῦς ἄγριος καὶ ἵππος ἐν ταὐτῷ ἐνέμοντο. Τοῦ δὲ συὸς παρ’ ἕκαστα τὴν πόαν διαφθείροντος καὶ τὸ ὕδωρ θολοῦντος, ὁ ἵππος βουλόμενος αὐτὸν ἀμύνασθαι [ἐπὶ] κυνηγέτην σύμμαχον παρέλαβε. Κἀκείνου εἰπόντος μὴ ἄλλως δύνασθαι αὐτῷ βοηθεῖν, ἐὰν μὴ χαλινόν τε ὑπομείνῃ καὶ αὐτὸν ἐπιβάτην δέξηται, ὁ ἵππος πάντα ὑπέστη. Καὶ ὁ κυνηγέτης ἐποχηθεὶς αὐτῷ καὶ τὸν σῦν κατηγωνίσατο καὶ τὸν ἵππον προσαγαγὼν τῇ φάτνῃ προσέδησεν.

Οὕτω πολλοὶ δι’ ἀλόγιστον ὀργήν, ἕως τοὺς ἐχθροὺς ἀμύνασθαι θέλουσιν, ἑαυτοὺς ἑτέροις ὑπορρίπτουσιν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένα άγριο άλογο, που δέν είχε ποτέ του φορέσει χαλινάρι κ δέν το είχε ποτέ καβαλλήσει άνθρωπος, έβοσκε σε έναν τόπο, όπου ήταν κ ένα αγριογούρουνο, το οποίο αγριογούρουνο χαλούσε το χορτάρι, συχνά σκάλιζε κ τη γή χαλνώντας τις ρίζες του χορταριού, λερώνοντας κ με χώμα τα χορτάρια, εκτός που κόπριζε με την κοπριά κ τα ούρατου, θόλωνε κ το νερό πίνοντας. Σάν βρέθηκε εκεί ένας κυνηγός, το άλογο σκέφθηκε να του ζητήσει τη βοήθειατου για να σκοτώσουν το αγριογούρουνο: εσύ θα πάρεις το αγριογούρουνο, το κρέας, το δέρμα, τους χαυλιόδοντές του, κ εγώ θα ησυχάσω απο την ενόχλησή του, είπε στον κυνηγό. Ο κυνηγός απάντησε: Δέν μπορώ πεζός να κυνηγήσω ένα τόσο δυνατό αγριογούρουνο. Θα χρειασθεί να σου βάλω μιά σέλλα για να καθίσω επάνωσου, κρατώντας δύο ακόντια, κ να σου βάλω κ ένα χαλινάρι για να σε οδηγώ δεξιά, αριστερά, κ να σε φρενάρω όπου χρειάζεται, εξήγησε ο κυνηγός. - Εντάξει, είπε το άλογο. Τότε ο κυνηγός σέλλωσε, χαλίνωσε κ καβάλλησε το άλογο, έτσι μπόρεσε με ευκολία να σκοτώσει το αγριογούρουνο, κ έπειτα πήρε το άλογο σελλωμένο κ χαλινωμένο κ το έδεσε στο μαντρί του. Το είχε δικό του, υπόδουλο στο εξής, το καβαλλούσε κ το έβαζε στις δουλειές του. Κ έτσι το άλογο δέν κέρδισε τίποτε που σκοτώθηκε το αγριογούρουνο, μόνο έχασε την ελευθερία του.