Αισώπου Μύθοι/Πλούσιος και βυρσοδέψης
Αἰσώπου Μῦθοι Πλούσιος καὶ βυρσοδέψης |
Πλούσιος βυρσοδέψῃ παρῳκίσθη· μὴ δυνάμενος δὲ τὴν δυσωδίαν φέρειν διετέλει ἑκάστοτε αὐτῷ ἐπικείμενος, ἵνα μεταβῇ. Ὁ δὲ ἀεὶ αὐτὸν διανεβάλλετο λέγων μετ’ ὀλίγον χρόνον μεταβήσεσθαι. Τούτου δὲ συνεχῶς γενομένου, συνέβη, χρόνου διελθόντος, τὸν πλούσιον ἠθάδα τῆς ὀσμῆς γενόμενον μηκέτι αὐτῷ διενοχλεῖν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ δυσχερῆ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΈνας βυρσοδέψης ήρθε κ κατοίκησε κοντά στο σπίτι ενός πλουσίου, μαζί με το σπίτιτου ο βυρσοδέψης είχε κ το εργαστήριότου, κ μύριζε πολύ. Ο πλούσιος καθημερινά πίεζε τον βυρσοδέψη να φύγει κ να στήσει μακριά απο εκεί το εργαστήριότου. Ο βυρσοδέψης κάθε φορά απαντούσε: "ναί, θα φύγω, θα πάω αλλού, κάνε λίγη υπομονή μέχρι να βρώ κάποιο άλλο κατάλληλο σπίτι να πιάσω". Ύστερα απο καιρό, ο βυρσοδέψης μόνοςτου πήγε κ είπε στον πλούσιο: "επιτέλους, βρήκα ένα άλλο σπίτι να πάω να κατοικήσω κ να στήσω το εργαστήριομου". Τότε ο πλούσιος απάντησε: "δέν χρειάζεται, γείτονα, μπορείς να μείνεις εδώ. Τόσον καιρό συνήθισα κ εγώ τη μυρωδιά των δερμάτων κ δέν με ενοχλεί πιά!".