Αισώπου Μύθοι/Παις και λέων γεγραμμένος

Αἰσώπου Μῦθοι
Παῖς καὶ λέων γεγραμμένος


Υἱόν τις μονογενῆ γέρων δειλὸς ἔχων γενναῖον καὶ κυνηγεῖν ἐφιέμενον, τοῦτον καθ’ ὕπνους εἶδεν ὑπὸ λέοντος θανατωθέντα. Φοβηθεὶς δὲ μὴ ὕπαρ γένηται καὶ ἀληθεύσῃ ὁ ὄνειρος, οἴκημα κάλλιστον καὶ μετέωρον κατασκευάσας, ἐκεῖσε τὸν υἱὸν παρεφύλαττε. Ἐζωγράφησε δὲ καὶ τὸ οἴκημα πρὸς τέρψιν παντοίοις ζῴοις, ἐν οἷς καὶ λέων ἐμορφώθη. Ὁ δὲ ταῦτα μᾶλλον ὁρῶν πλείω τὴν λύπην εἶχε. Καὶ δήποτε πλησίον τοῦ λέοντος στάς· «Ὦ κάκιστον θηρίον, εἶπε, διὰ σὲ καὶ τὸν ψεύστην ὄνειρον τοῦ ἐμοῦ πατρὸς γυναικείᾳ ἐνεκλείσθην φρουρᾷ· τί σοι ποιήσω;» Καὶ εἰπὼν ἐπέβαλε τὴν χεῖρα τῷ τοίχῳ ὡς τυφλώσων τὸν λέοντα. Σκόλοψ δὲ τῷ ὄνυχι αὐτοῦ ὑπεισδὺς ἄλγημα ὀξὺ καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβώνων εἰργάσατο· πυρετός τε ἐπὶ τούτοις ἀνάψας τὸν παῖδα θᾶττον τοῦ βίου ὑπεξήγαγεν. Ὁ δὲ λέων καίπερ γραπτὸς ὢν τοῦτον ἀνῃρήκει, μηδὲν τῷ τοῦ πατρὸς ὠφεληθέντα σοφίσματι.

Ὅτι ἃ δὴ μέλλει συμβαίνειν τινί, ἐγκαρτερείτω τούτοις γενναίως καὶ μὴ σοφιζέσθω· οὐ γὰρ ἐκφεύξεται.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένας πατέρας είχε έναν μοναχογιό γενναίο που του άρεσε να κυνηγά ζώα. Μιά νύχτα ο πατέρας είδε στον ύπνοτου οτι ένα λιοντάρι έτρωγε τον γιό του. Φοβήθηκε, κ δέν άφησε ξανά τον γιό του να πάει στο κυνήγι. Μάλιστα, κατασκεύασε ένα σπίτι πολύ όμορφο, το οποίο δέν είχε πάτωμα στη γή, ήταν χτισμένο πάνω σε ψηλούς στύλους, κ σε εκείνο το σπίτι μέσα έκλεισε τον γιότου κ δέν τον άφηνε να βγεί. Για να του κάνει την διαμονή εκει μέσα πιό ευχάριστη, μιά που ο γιός δέν μπορούσε να βγεί απο εκεί κ του άρεσε το κυνήγι, έβαλε να ζωγραφίσουν στους τοίχους του μετέωρου εκείνου σπιτιού διάφορα ζώα, μεταξύ των οποίων κ ένα λιοντάρι. Ο γιός βλέποντας τα ζωγραφισμένα ζώα δέν παρηγορούνταν με αυτά, αλλα αντίθετα σκεφτόταν το κυνήγι πόσο του έλειπε. Μιά μέρα, κοίταζε το ζωγραφισμένο λιοντάρι κ του μιλούσε με μίσος: "άθλιο ζώο! εξ αιτίας εσένα κ το χαζό όνειρο του πατέραμου είμαι κλεισμένος σε αυτό εδώ το σπιτάκι σάν κρατούμενος. Ούτε να κυνηγήσω μπορώ, ούτε να βγώ έξω! Έ, να σε πιάσω στα χέριαμου, τί έχεις να πάθεις!". Λέγοντας έτσι, χτύπησε με το δάχτυλότου το μάτι του ζωγραφισμένου λιονταριού, σάν να μπορούσε να του βγάλει το μάτι. Τότε όμως με το χτύπημα του δαχτύλου έκανε τρυπούλα στον τοίχο, απο όπου μπήκε στο δάχτυλο, κάτω απο το νύχι του παιδιού μιά ακίδα, κ η ακίδα εκείνη προκάλεσε μόλυνση η οποία προχώρησε σε όλο το σώμα του παιδιού: πρήστηκε σε όλοτου το σώμα κ έκανε πυρετό, έτσι το παιδί πέθανε με οικτρό θάνατο - θα του ήταν πιό τιμητικό να πέθαινε πολεμώντας με ένα αληθινό λιοντάρι.