Αισώπου Μύθοι/Πίθηκος και αλιείς

Αἰσώπου Μῦθοι
Πίθηξ καὶ ἁλιεῖς


Πίθηξ ἔν τινι ὑψηλῷ δένδρῳ καθήμενος, ὡς ἐθεάσατο ἁλιεῖς ἐπί τινος ποταμοῦ σαγήνην βάλλοντας, παρετήρει τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα. Καὶ δὴ τούτων τὴν σαγήνην ἐασάντων, καὶ μικρὸν ὑποχωρησάντων τοῦ φαγεῖν, καταβὰς ἀπὸ τοῦ δένδρου, ἐπειρᾶτο μιμεῖσθαι αὐτούς· φασὶ γὰρ μιμητικὸν εἶναι τὸ ζῷον τοῦτο. Ἐφαψάμενος δὲ τῶν δικτύων καὶ συλληφθεὶς ἐκινδύνευε πνιγῆναι. Ὁ δὲ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ ἁλιεύειν μὴ μαθὼν τούτῳ ἐπεχείρουν;»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι ἡ τῶν μηδὲν προσηκόντων ἐπιχείρησις οὐ μόνον ἀσύμφορος, ἀλλὰ καὶ ἐπιβλαβής ἐστι.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένας πίθηκος καθώς καθόταν σε ένα δέντρο, είδε κάτι ψαράδες που ρίξανε τα δίχτυα στο ποτάμι, ύστερα τα τραβήξανε γεμάτα ψάρια, πήραν τα ψάρια, άφησαν το δίχτυ δίπλα στο ποτάμι, κ ύστερα έφυγαν να πάνε να γευματίσουν. Ο πίθηκος λένε οτι είναι μιμητικό ζώο: ό,τι βλέπει, θέλει να το μιμηθεί. Πήγε κ έπιασε τα δίχτυα κ προσπαθούσε να τα ρίξει στο ποτάμι να πιάσει κ αυτός ψάρια. Αλλα μπερδεύτηκε ο ίδιος μέσα στα δίχτυα κ έτσι μπερδεμένος έπεσε στο ποτάμι κ κινδύνευε να πνιγεί. Τότε είπε: καλά έπαθα, γιατί κ το ψάρεμα είναι μιά τέχνη, κ την τέχνη προτού την μάθεις, δέν πρέπει να την ασκείς.