Αισώπου Μύθοι/Οδοιπόροι και πέλεκυς
Αἰσώπου Μῦθοι Ὁδοιπόροι καὶ πέλεκυς |
Δύο ἐν ταὐτῷ ὡδοιπόρουν. Ἑτέρου δὲ πέλεκυν εὑρόντος, ὁ ἕτερος ἔλεγεν· «Εὑρήκαμεν.» Ὁ δὲ ἕτερος παρῄνει μὴ λέγειν «Εὑρήκαμεν,» ἀλλ’ «Εὕρηκας.» Μετὰ μικρὸν δὲ ἐπελθόντων αὐτοῖς τῶν ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν, ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον· «Ἀπολώλαμεν.» Ἐκεῖνος δὲ ἔφη· «⟨Μὴ ἀπολώλαμεν εἴπῃς⟩, ἀλλ’ ἀπόλωλα· οὐδὲ γὰρ, ὅτε τὸν πέλεκυν εὗρες, ἐμοὶ αὐτὸν ἀνεκοινώσω.»
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι οἱ μὴ μεταλαβόντες τῶν εὐτυχημάτων οὐδὲ ἐν ταῖς συμφοραῖς βέβαιοί εἰσι φίλοι.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΔύο φίλοι βάδιζαν μαζί, σε ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος ο ένας είδε ένα ωραίο τσεκούρι, το πήρε και είπε: «βρήκα ένα τσεκούρι.» «Δεν μιλάς καλά», είπε ο φίλος του, «όχι 'βρήκα', 'βρήκαμε' πρέπει να λες, αφού είμαστε μαζί.» Ο άλλος δεν απάντησε. Το τσεκούρι εκείνο το βρήκε επειδή κάποιοι άλλοι το έχασανε και το έψαχναν. Κάποια στιγμή εκείνοι ψάχνοντας για το τσεκούρι τους βρήκαν τους δύο φίλους, τους ζήτησαν το τσεκούρι και τους το πήραν. «Πάει, το χάσαμε το τσεκούρι», αναστέναξε εκείνος που το είχε βρει. - «Όχι 'το χάσαμε', φίλε, 'το έχασα' να λες. Γιατί όταν το βρήκες, δεν έλεγες 'βρήκαμε', έλεγες 'βρήκα'.»