Αισώπου Μύθοι/Οδοιπόροι και άρκτος

Αἰσώπου Μῦθοι
Ὁδοιπόροι καὶ ἄρκτος


Δύο φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι, πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. Τῆς δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. Ὑποχωρησάσης δέ, ὁ ἀπὸ τοῦ δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. Ὁ δὲ εἶπε· «Τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν.»

Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Δύο φίλοι οδοιπορούσαν, και καθώς περνούσαν μέσα απο ένα δάσος ξαφνικά εμφανίστηκε μιά αρκούδα. Φοβήθηκαν και οι δύο. Ο ένας έτρεξε και ανέβηκε σε ένα δέντρο, όπου ήταν ασφαλής. Ο άλλος δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, οπότε σκέφθηκε "Το μόνο που με σώζει τώρα είναι να κάνω τον νεκρό, γιατί η αρκούδα δεν αγγίζει ποτέ νεκρό σώμα." Έτσι και έκανε, έπεσε καταγής ασάλευτος. Η αρκούδα πλησίασε τη μουσούδα της στο πρόσωπότου για να νιώσει και να οσφρανθεί την αναπνοή του, οπότε θα καταλάβαινε οτι είναι ζωντανός. Εκείνος όμως κράτησε και την αναπνοή του για κάμποση ώρα, και η αρκούδα βλέποντας οτι δέν ανασαίνει βεβαιώθηκε οτι είναι νεκρός και τον άφησε, και έφυγε. Τότε κατέβηκε και ο άλλος απο το δέντρο και του λέει: «Πώ, πώ! η αρκούδα σε πλησίασε τόσο πολύ! Την είδα που κάτι σου έλεγε στο αυτί, τι σου είπε;» - «Μου είπε, άλλη φορά να μην ταξιδεύω μαζί με ανθρώπους που όταν δούν τα σκούρα τρέχουνε για να σώσουν μόνο το δικό τους τομάρι αφήνοντας τους φίλους τους στο έλεος της κάθε αρκούδας.»