Αισώπου Μύθοι/Νυκτερίς και βάτος και αίθυια

Αἰσώπου Μῦθοι
Νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια


Νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμεναι, ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον ζῆν. Ἡ μὲν οὖν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη καθῆκεν εἰς τὸ μέσον, ἡ δὲ βάτος ἐσθῆτα μετ’ ἑαυτῆς ἔλαβεν, ἡ δὲ αἴθυια τρίτη χαλκόν· καὶ ἀπέπλευσαν. Χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νεὼς περιτραπείσης, πάντα ἀπολέσασαι αὐταὶ ἐπὶ τὴν γῆν διεσώθησαν. Ἐξ ἐκείνου τοίνυν ἡ μὲν αἴθυια τοῖς αἰγιαλοῖς ἀεὶ παρεδρεύει, μή που τὸν χαλκὸν ἐκβάλλῃ ἡ θάλαττα· ἡ δὲ νυκτερὶς τοὺς δανειστὰς φοβουμένη, τῆς μὲν ἡμέρας οὐ φαίνεται, νύκτωρ δ’ ἐπὶ νομὴν ἔξεισιν· ἡ δὲ βάτος τῆς τῶν παριόντων ἐσθῆτος ἐπιλαμβάνεται, εἴ που τὴν οἰκείαν ἐπιγνοίη ζητοῦσα.

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι περὶ ἃ σπουδάζομεν, τούτοις ἐς ὕστερον περιπίπτομεν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Η νυχτερίδα, ο βάτος και το βουταλίδι έκαναν συνεταιρισμό: η νυχτερίδα συνεισέφερε χρήματα, ο βάτος ρούχα, και το βουταλίδι χαλκό, έτσι δημιούργησαν ένα κεφάλαιο από αγαθά και μπήκαν σε ένα καράβι, μαζί με το κοινό κεφάλαιο, για να πάνε να εμπορευτούν. Έπιασε όμως σφοδρή καταιγίδα και το καράβι αναποδογύρισε, τα τρία αυτά πλάσματα, η νυχτερίδα, ο βάτος και το βουταλίδι, κατάφεραν να σώσουν τη ζωή τους, αλλα έχασαν όλο το κεφάλαιό τους. Γι' αυτό από τότε η μέν νυχτερίδα δεν εμφανίζεται την ημέρα, γιατί φοβάται τους δανειστές της που θα ζητούν τα χρήματά τους και έτσι μόνο τη νύχτα βγαίνει για να τραφεί. Ο δε βάτος επειδή ζητάει να ξαναβρεί τα ρούχα που έχασε, γαντζώνει τα ρούχα ολονών όσων τον πλησιάζουν. Το βουταλίδι βουτάει πάντα στα βαθιά της θάλασσας με την ελπίδα να βρει τον χαλκό του που βούλιαξε στον πάτο.