Αισώπου Μύθοι/Μύρμηξ και κάνθαρος

Αἰσώπου Μῦθοι
Μύες καὶ γαλαῖ


Θέρους ὥρᾳ μύρμηξ περιπατῶν κατὰ τὴν ἄρουραν πυροὺς καὶ κριθὰς συνέλεγεν, ἀποθησαυριζόμενος ἑαυτῷ τροφὴν εἰς τὸν χειμῶνα. Κάνθαρος δὲ τοῦτον θεασάμενος ἐθαύμασεν ὡς ἐπιπονώτατον, εἴγε παρ’ αὐτὸν τὸν καιρὸν μοχθεῖ παρ’ ὃν τὰ ἄλλα ζῷα πόνων ἀφειμένα ῥᾳστώνην ἄγει. Ὁ δὲ τότε μὲν ἡσύχαζεν· ὕστερον δέ, ὅτε χειμὼν ἐνέστη, τῆς κόπρου ὑπὸ τοῦ ὄμβρου ἐκλυθείσης, ὁ κάνθαρος ἧκε πρὸς αὐτὸν λιμώττων καὶ τροφῆς μεταλαβεῖν δεόμενος. Ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ὦ κάνθαρε, ἀλλ’ εἰ τότε ἐπόνεις, ὅτε ἐμόχθουν καὶ ἐμὲ ὠνείδιζες, οὐκ ἂν νῦν τροφῆς ἐπεδέου.»

Οὕτως οἱ παρὰ τὰς εὐθηνείας τοῦ μέλλοντος μὴ προνοούμενοι παρὰ τὰς τῶν καιρῶν μεταβολὰς τὰ μέγιστα δυστυχοῦσιν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Το μηρμύγκι όλο το καλοκαίρι αγωνιζόταν επίπονα μαζεύοντας και αποθηκεύοντας σπόρους και κάθε είδους τροφή. Το σκαθάρι, που τρεφόταν με κοπριά και την είχε μπόλικη, έβλεπε αυτήν τη συμπεριφορά πολύ εκκεντρική και κορόιδευε το μυρμήγκι. Ύστερα, όταν ήρθε ο χειμώνας, δέν βρισκόταν για το σκαθάρι κοπριά να τρώει, ακόμη και εκεί όπου τα βόδια έβγαιναν στην εξοχή και κόπριζαν, οι βροχές και άνεμοι σκόρπιζαν την κοπριά, έτσι το σκαθάρι πεινούσε. Πήγε τότε στο μηρμύγκι και του ζήτησε λίγη τροφή: «Εσύ έχεις αρκετή τροφή, αφού μάζευες όλο το καλοκαίρι. Δώσε λίγη τροφή κ σε μένα, γιατί θα ψοφήσω απο την πείνα.» - «Αν ήθελες να μην πεινάσεις, έπρεπε και εσύ να μαζεύεις. Εγώ σου έδινα το καλό παράδειγμα, αλλα εσύ αντί να με μιμηθείς με κορόιδευες.»