Αισώπου Μύθοι/Μυς αρουραίος και μυς αστικός

Αἰσώπου Μῦθοι
Μῦς ἀρουραῖος καὶ μῦς ἀστικός


Μῦς ἀρουραῖος τὸν ἐν οἴκῳ ἐφίλει.
Ὁ δὲ τοῦ οἴκου κληθεὶς ὑπὸ τοῦ φίλου
ἦλθεν εὐθέως δειπνήσων εἰς ἀρούρας.
Ὁ δὲ ἐσθίων κριθὰς καὶ σῖτον ἔφη·
«Γίνωσκε, φίλε, μυρμήκων ζῇς τὸν βίον·
ἐπείπερ δ’ ἐμοὶ ἀγαθῶν ἐστι πλῆθος,
ἐμοὶ σύνελθε καὶ ἀπολαύσεις πάντων.»
Καὶ παραχρῆμα ἀπῄεσαν οἱ δύο.
Καὶ ὃς ὑπεδείκνυ ὄσπρια καὶ σῖτον,
φοίνικας ἅμα, τυρόν, μέλι ὁπώρας.
Ὁ δ’ αὖ θαυμάζων αὐτὸν ηὐλόγει σφόδρα
καὶ τὴν ἑαυτοῦ κατεμέμφετο τύχην.
Βουλομένων δὲ ἀπάρξασθαι ἐσθίειν,
ᾔνοιξεν εὐθὺς ἄνθρωπός τις τὴν θύραν.
Φοβηθέντες δὲ οἱ δειλαῖοι τὸν κτύπον
εἰσεπήδησαν οἱ μῦς εἰς τὰς ῥαγάδας.
Ὡς δὲ ἤθελον πάλιν ἰσχάδας ἆραι,
ἧκεν ἕτερος τοῦ λαβεῖν τι τῶν ἔνδον.
Οἱ δὲ καὶ πάλιν θεασάμενοι τοῦτον
εἰσεπήδησαν κρυβέντες ἐπὶ τρώγλης.
Ὁ δ’ ἀρουραῖος ὀλιγωρῶν τῇ πείνῃ
ἀνεστέναξε καὶ πρὸς τὸν ἄλλον ἔφη·
«Χαῖρε σύ, φίλε, κατεσθίων εἰς κόρον
ἐπαπολαύων αὐτὰ μετ’ εὐφροσύνης
καὶ τοῦ κινδύνου καὶ τοῦ πολλοῦ τοῦ φόβου·
ἐγὼ δ’ ὁ τάλας κριθὴν καὶ σῖτον τρώγων
ζήσω ἀφόβως μηδένα ὑποπτεύων.»

Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι

τὸ λιτῶς διάγειν καὶ ζῆν ἀταράχως
ὑπὲρ τὸ τρυφᾶν ἐν φόβῳ μετ’ ὀδύνης.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένας αρουραίος κάλεσε ένα οικιακό ποντικό στο σπίτι του για γεύμα και του παράθεσε ό,τι καλύτερο είχε, σιτάρι, κριθάρι. Ο οικιακός ποντικός δυσαρεστήθηκε απο αυτήν τη τροφή και είπε: «Σαν τα μυργμήγκια ζείς. Άν συγκρίνω με την δική σου ζωή, εγώ κατοικώ μέσα στο κέρας της Αμαλθείας. Έλα κι εσύ στο σπίτι μου να σου κάνω το τραπέζι.» Πήγε λοιπόν ο αρουραίος στο σπίτι ο οικιακός ποντικός του παράθεσε πλούσια εδέσματα, διάφορα όσπρια, καθαρισμένο σιτάρι, αλεύρι, μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, διάφορα άλλα φρούτα. Έπεσε τότε με τα μούτρα ο αρουραίος στο φαΐ, την ώρα εκείνη όμως άνοιξε κάποιος άνθρωπος την πόρτα του κελλαριού για να πάρει κάτι, πανικοβλήθηκαν οι ποντικοί και τρέξαν χώθηκαν στις τρύπες τους, τρέμοντας απο το φόβο τους περίμεναν να φύγει ο άνθρωπος για να βγουν. Κάποτε βγήκαν και πήραν κάτι ξερά σύκα να τα σύρουν στην τρύπα τους, τότε ξανά άνοιξε η πόρτα και μπήκε άλλος άνθρωπος να πάρει κάτι. Αφήσαν τα σύκα οι ποντικοί και τρέξανε πάλι χώθηκαν στην τρύπα και περίμεναν να φύγει ο άνθρωπος για να βγούν. Τότε λέει ο αρουραίος: «Δεν υποφέρεται αυτή η ζωή, εγώ θα επιστρέψω στην εξοχή μου και θα τρώω στο εξής όπως και πριν κριθάρι και σιτάρι, παρά να τρώω τα πλούσια γεύματα και να ζω κάθε στιγμή με τον φόβο.»