Αισώπου Μύθοι/Λύκος και ποιμήν

Αἰσώπου Μῦθοι
Λύκος καὶ ποιμήν


Λύκος ἀκολουθῶν ποίμνῃ προβάτων οὐδὲν ἠδίκει. Ὁ δὲ ποιμὴν κατὰ μὲν ἀρχὰς ἐφυλάττετο αὐτὸν ὡς πολέμιον καὶ δεδοικὼς παρετηρεῖτο. Ἐπεὶ δὲ συνεχῶς ἐκεῖνος παρεπόμενος οὐδ’ ἀρχὴ ἁρπάζειν ἐπεχείρει, τὸ τηνικαῦτα νοήσας φύλακα μᾶλλον αὐτὸν εἶναι ἢ ἐπίβουλον, ἐπειδὴ χρεία τις αὐτὸν κατέλαβεν εἰς ἄστυ παραγενέσθαι, καταλιπὼν παρ’ αὐτῷ τὰ πρόβατα ἀπηλλάγη. Καὶ ὃς καιρὸν ἔχειν ὑπολαβὼν τὰ πλεῖστα εἰσπεσὼν διεφόρησεν. Ὁ δὲ ποιμὴν ἐπανελθὼν καὶ θεασάμενος τὴν ποίμνην διεφθαρμένην ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε δίκαια πέπονθα· τί γὰρ λύκῳ πρόβατα ἐπίστευον;»

Οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φιλαργύροις τὴν παρακαταθήκην ἐγχειρίζοντες εἰκότως ἀποστεροῦνται.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένας λύκος ακολουθούσε ένα κοπάδι προβάτων από απόσταση, και δεν έκαμε καμιά ζημιά. Ο βοσκός πάντως φυλαγόταν, τον έβλεπε ως εχθρό, τον φοβόταν και είχε το νου του μην πλησιάσει στο κοπάδι. Αυτό συνέχισε για πολύ καιρό. Ο λύκος ερχόταν πίσω από το κοπάδι άλλα δεν έδειχνε καθόλου εχθρικές διαθέσεις, ποτέ δεν δοκίμασε να αρπάξει κανένα πρόβατο, να κάνει καμιά ζημιά. Αφού αυτό γινόταν για πολύ καιρό, μήνες ολόκληρους, κόντευε χρόνος, ο τσομπάνος σχημάτισε τη γνώμη ότι αυτός ο λύκος δεν είναι εχθρός των προβάτων, αλλά φύλακας του κοπαδιού. Έτσι, μια φορά ο τσομπάνος χρειαζόταν να πάει στην πόλη για κάποια δουλειά, και δεν είχε κάποιον άλλο να του αφήσει το κοπάδι, ανάθεσε λοιπόν στον λύκο να το φυλάγει και έφυγε στην πόλη. Όσο καιρό όμως ο τσομπάνος έλειπε στην πόλη, ο λύκος ρήμαζε τα πρόβατα, και όταν ο τσομπάνος επέστρεψε, είδε το κοπάδι ρημαγμένο, οδυρόταν και έλεγε: «Καλά έπαθα όμως, αφού εμπιστεύθηκα πρόβατα στον λύκο.»