Αισώπου Μύθοι/Ληστής και συκάμινος

Αἰσώπου Μῦθοι
Λῃστὴς καὶ συκάμινος


Λῃστὴς ἐν ὁδῷ τινα ἀποκτείνας, ἐπειδὴ ὑπὸ τῶν παρατυχόντων ἐδιώκετο, καταλιπὼν αὐτὸν ᾑμαγμένον, ἔφευγε. Τῶν δὲ ἀντικρὺς ὁδευόντων πυνθανομένων αὐτοῦ τίνι μεμολυσμένας ἔχει τὰς χεῖρας, ἔλεγεν ἀπὸ συκαμίνου νεωστὶ καταβεβηκέναι. Καὶ ὡς ταῦτα ἔλεγεν, οἱ διώκοντες αὐτὸν ἐπελθόντες καὶ συλλαβόντες ἀπό τινος συκαμίνου ἀνεσταύρωσαν. Ἡ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν· «Ἀλλ’ ἔγωγε οὐκ ἄχθομαι πρὸς τὸν σὸν θάνατον ὑπηρετοῦσα· καὶ γὰρ ὃν αὐτὸς φόνον ἀπειργάσω, τοῦτον εἰς ἐμὲ ἀπεμάττου.»

Οὕτω πολλάκις καὶ οἱ φύσει χρηστοί, ὅταν ὑπ’ ἐνίων ὡς φαῦλοι διαβάλλωνται, κατ’ αὐτῶν πονηρεύεσθαι οὐκ ὀκνοῦσιν.

Στα νέα Ελληνικά Επεξεργασία

Ένας ληστής ληστεύοντας έναν οδοιπόρο τον σκότωσε. Τον είδαν τότε κάποιοι που ερχόταν στο κατόπι του σε εκείνον το δρόμο, οπότε ο ληστής άφησε τον άνθρωπο ματωμένο και το έβαλε στα πόδια. Καθώς έτρεχε, είδε στο δρόμο κάποιους να έρχονται αντικρυστά του, σταμάτησε το τρέξιμο και βάδιζε κανονικά σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Εκείνοι που τον συνάντησαν, τον ρώτησαν: γιατί είναι τα χέρια σου κόκκινα, σαν απο αίματα; —Ά, λέει ο ληστής, ήμουν σε μιά μουριά και μάζευα μαύρα μούρα. Κάποια στιγμή όμως, εκείνοι που τον κυνηγούσαν στο κατόπι του, τον έφτασαν, τον έπιασαν και τον κρέμασαν σε μια μουριά. Τότε η μουριά του είπε: «Είπες ψέματα ότι τα χέρια σου λερώθηκαν από μουριά. Η πραγματικότητα είναι ότι σκούπισες επάνω μου τα ματωμένα χέρια σου· αλλά δεν με πειράζει, γιατί αυτό σου άξιζε.»