Αισώπου Μύθοι/Λέων και όνος όμου θηρεύοντες

Αἰσώπου Μῦθοι
Λέων καὶ ὄνος ὁμοῦ θηρεύοντες


Λέων καὶ ὄνος κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους ποιησάμενοι ἐξῆλθον ἐπὶ θήραν. Γενομένων δὲ αὐτῶν κατά τι σπήλαιον ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι, ὁ μὲν λέων πρὸ τοῦ στομίου στὰς ἐξιούσας παρετηρεῖτο, ὁ δὲ εἰσελθὼν ἐνήλατό τε αὐταῖς καὶ ὠγκᾶτο ἐκφοβεῖν βουλόμενος. Τοῦ δὲ λέοντος τὰς πλείστας συλλαβόντος, ἐξελθὼν ἐπυνθάνετο αὐτοῦ εἰ γενναίως ἠγωνίσατο καὶ τὰς αἶγας ἐξεδίωξεν. Ὁ δὲ εἶπεν· «Ἀλλ’ εὖ ἴσθι ὅτι κἀγὼ ἄν σε ἐφοβήθην, εἰ μὴ ᾔδειν σε ὄνον ὄντα.»

Οὕτως οἱ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἀλαζονευόμενοι εἰκότως γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένα λιοντάρι με ένα γαϊδούρι, έκαναν συνεταιρισμό για να κυνηγήσουν μαζί. Βρήκαν ένα σπήλαιο όπου μέσα κατοικούσαν αγριοκάτσικα, και έκαναν το εξής σχέδιο: Ο γάιδαρος να μπει στο σπήλαιο και να τρομάζει τα αγριοκάτσικα με το γκάρισμά του για να βγαίνουν έξω και το λιοντάρι να τα πιάνει να τα σκοτώνει. Έτσι και έγινε. Αφού με αυτόν τον τρόπο σκοτώθηκαν αρκετά αγριοκάτσικα, βγαίνει ο γάιδαρος έξω απο το σπήλαιο και με περηφάνεια και αυταρέσκεια ρωτάει το λιοντάρι: Πώς τα πήγα; Δεν έδειξα μεγάλη γενναιότητα στο κυνήγι μας, τρομάζοντας τα αγριοκάτσικα; Το λιοντάρι του απάντησε: «Να σου πω, ακόμη και εγώ θα σε φοβόμουν, αν δεν ήξερα οτι είσαι απλώς ένα γαϊδούρι.»