Αισώπου Μύθοι/Λέων και Προμηθεύς και ελέφας
Αἰσώπου Μῦθοι Λέων καὶ Προμηθεὺς καὶ ἐλέφας |
Λέων κατεμέμφετο Προμηθέα πολλάκις ὅτι μέγαν αὐτὸν ἔπλασε καὶ καλόν, καὶ τὴν μὲν γένυν ὥπλισε τοῖς ὀδοῦσι, τοὺς δὲ πόδας ἐκράτυνε τοῖς ὄνυξιν, ἐποίησέ τε τῶν ἄλλων θηρίων δυνατώτερον. «ὁ δὲ τοιοῦτος, ἔφασκε, τὸν ἀλεκτρυόνα φοβοῦμαι.» Καὶ ὁ Προμηθεὺς ἔφη· «Τί με μάτην αἰτιᾷ; τὰ γὰρ ἐμὰ πάντα ἔχεις ὅσα πλάττειν ἐδυνάμην· ἡ δέ σου ψυχὴ πρὸς τοῦτο μόνον μαλακίζεται.» Ἔκλαιεν οὖν ἑαυτὸν ὁ λέων καὶ τῆς δειλίας κατεμέμφετο καὶ τέλος ἀποθανεῖν ἤθελεν. Οὕτω δὲ γνώμης ἔχων ἐλέφαντι περιτυγχάνει, καὶ προσαγορεύσας εἱστήκει διαλεγόμενος, καὶ ὁρῶν διαπαντὸς τὰ ὦτα κινοῦντα· «Τί πάσχεις; ἔφη, καὶ τί ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς;» Καὶ ὁ ἐλέφας, κατὰ τυχὴν περιπτάντος αὐτῷ κώνωπος· «Ὁρᾷς, ἔφη, τοῦτο τὸ βραχύ, τὸ βομβοῦν; ἢν εἰσδύνῃ μου <τῇ> τῆς ἀκοῆς ὁδῷ, τέθνηκα.» Καὶ ὁ λέων· «Τί οὖν ἔτι ἀποθνῄσκειν, ἔφη, με δεῖ τοσοῦτον ὄντα καὶ ἐλέφαντος εὐτυχέστερον ὅσῳ κρείττων κώνωπος ὁ ἀλεκτρυών;»
Ὁρᾷς ὅσον ἰσχύος ὁ κώνωψ ἔχει, ὡς καὶ ἐλέφαντα φοβεῖν.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΈνα λιοντάρι παραπονιόταν στον Προμηθέα: «Με έπλασες μεγάλο, όμορφο, μου όπλισες το σαγόνι με τα δόντια και τα πόδια με τα δυνατά νύχια, με έκανες δυνατότερο από όλα τα ζώα· και με όλα αυτά, με κάνεις και ντροπιάζομαι επειδή φοβάμαι τα κοκκόρια! Αυτό ήταν μεγάλο σφάλμα σου! Εξαιτίας αυτού του ελαττώματος, πάνε χαμένες οι τόσες αρετές μου! Αντί να καμαρώνω που είμαι δυνατός, μεγάλος, όμορφος, τώρα ντρέπομαι, γιατί ο κόσμος θα λέει: "ένα τόσο μεγάλο και δυνατό ζώο να φοβάται από τη φωνή του κόκκορα!" Γιατί μου έδωσες τόσες δυνάμεις και αρετές, αν ήτανε να γελοιοποιούμαι; Τόσες χάρες που μου έδωσες, δεν μπορούσες κ αυτό το ελάττωμα να διορθώσεις;» Τέτοια πολλά έλεγε το λιοντάρι, ο Προμηθέας απαντούσε: «Έκανα ό,τι μπορούσα. Παντοδύναμος δεν είμαι, παραπάνω να κάνω δεν μπορώ. Μή σταναχωριέσαι, μόνο αυτό το ελαττωματάκι έχεις στο χαρακτήρα σου, κατα τα άλλα είσαι μιά χαρά.»
Το λιοντάρι όμως δεν ικανοποιούνταν με αυτήν την απάντηση, εξακολουθούσε να θρηνεί και να ντρέπεται για τη δειλία του προς τα κοκκόρια, ώσπου το πήρε απόφαση να πεθάνει, για να ξεπλύνει τη ντροπή του. Πώς να πέθαινε λοιπόν; Σκέφθηκε να μπει βαθιά μέσα στη ζούγκλα για να σκοτωθεί από κανένα φίδι ή άλλο ζώο δυνατότερο από τον εαυτό του. Καθώς πήγαινε μέσα στη ζούγκλα, συνάντησε έναν ελέφαντα, τον χαιρέτησε και έπιασε ψιλή κουβέντα μαζί του. Καθώς συνομιλούσαν, παρατήρησε οτι ο ελάφαντας κουνούσε ασταμάτητα τα αυτιά του, σαν βεντάλιες. «Γιατί κουνάς συνεχώς τα αυτιά σου; έχεις κάποιο πρόβλημα;» «Άχ», λέει ο ελέφαντας, «μεγάλο βάσανο!» Εκείνη την ώρα ένα κουνούπι ήρθε και τριγύριζε τον ελέφαντα. «Βλέπεις αυτό το μικρό πραγματάκι που βουίζει; Αν αυτό μπει μέσα στον ακουστικό μου πόρο, χάθηκα!» είπε ο ελέφαντας, «Γι' αυτό είμαι υποχρεωμένος να κουνάω συνεχώς τα αυτιά, για να διώχνω τα κουνούπια.»
Το λιοντάρι ζποχαιρέτησε τον ελέφαντα, και φεύγοντας μονολογούσε: «Γιά φαντάσου! Και εγώ ήθελα να σκοτωθώ, επειδή φοβάμαι το κοκκόρια! Εδώ κοτζάμ ελέφαντας και φοβάται ένα κουνούπι!»