Αισώπου Μύθοι/Λέων γηράσας και αλώπηξ

Αἰσώπου Μῦθοι
Λέων γηράσας καὶ ἀλώπηξ


Λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι’ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι’ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο νοσεῖν· καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν ζῷα συνλαμβάνων κατήσθιε. Πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων, ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο, καὶ στᾶσα ἄποθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ πῶς ἔχοι. Τοῦ δὲ εἰπόντος· «Κακῶς,» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι’ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «Ἀλλ’ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός.»

Οὕτως οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων ἐκ τεκμηρίων προορώμενοι τοὺς κινδύνους ἐκφεύγουσιν.

Στα Νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Ένα λιοντάρι γέρασε και δεν μπορούσε πια να αποκτά την τροφή του με το κυνήγι. Έκατσε λοιπόν μέσα στη σπηλιά του και προσποιούνταν οτι είναι άρρωστο, και έτσι πολλά ζώα ξεθάρρευαν και το επισκέπτονταν, τότε το λιοντάρι τα έτρωγε. Έφαγε έτσι κάμποσα ζώα και ζούσε χωρίς να κυνηγά.

Πέρασε και μιά αλεπού, αλλα υποψιάσθηκε και δέν μπήκε στη σπηλιά. Στάθηκε απ' έξω και ρώτησε: «Τί κάνεις κύριε λέοντα, πώς τα πας;» - «Χάλια είμαι, αρρώστησα βαριά», απάντησε κάνοντας βραχνή, κακομοιρασμένη τη φωνή του, «Έλα σε παρακαλώ, να σε δώ, να παρηγορηθώ, να με βοηθήσεις να τα βγάλω πέρα με την αρρώστια μου». – «Περαστικά σου», απάντησε η αλεπού, «και άντε γειά σου!» – «Μα έλα μέσα» – «Δεν μπορώ!» – «Μα γιατί;» – «Γιατί είδα στο έδαφος ίχνη απο πολλά ζώα που μπήκαν στη σπηλιά, αλλά δέν είδα κανένα ίχνος ζώου να βγαίνει από τη σπηλιά!»