Αισώπου Μύθοι/Κώνωψ και λέων

Αἰσώπου Μῦθοι
Κώνωψ καὶ λέων


Κώνωψ πρὸς λέοντα ἐλθὼν εἶπεν· «Οὔτε φοβοῦμαί σε, οὔτε δυνατώτερός μου εἶ· εἰ δὲ μή, τί σοί ἐστιν ἡ δύναμις; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη ποιεῖ. Ἐγὼ δὲ λίαν ὑπάρχω σου ἰσχυρότερος. Εἰ δὲ θέλεις, ἔλθωμεν καὶ εἰς πόλεμον.» Καὶ σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο, δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥίνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα. Καὶ ὁ λέων τοῖς ἰδίοις ὄνυξι κατέλυεν ἑαυτόν, ἕως ἀπηύδησεν. Ὁ δὲ κώνωψ νικήσας τὸν λέοντα, σαλπίσας καὶ ἐπινίκιον ᾄσας, ἔπτατο· καὶ ἀράχνης δεσμῷ ἐμπλακεὶς ἐσθιόμενος ἀπωδύρετο πῶς μεγίστοις πολεμῶν ὑπό εὐτελοῦς ζῴου, τῆς ἀράχνης, ἀπώλετο.


Στα νέα Ελληνικά

Επεξεργασία

Το κουνούπι πήγε στο λιοντάρι και του λέει: "Δεν σε φοβάμαι, ούτε είσαι δυνατότερός μου! Γιατί, ποια είναι η δύναμή σου; που ξύνεις με τα νύχια σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου; Αυτό και μια γυναίκα το κάνει, όταν υφίσταται επίθεση, δαγκώνει! Εγώ είμαι πολύ πιο δυνατός απο σένα. Άν σου βαστάει, να πολεμήσουμε". Πιάστηκε στο φιλότιμο το λιοντάρι, δέχθηκε να πολεμήσει, πιστεύοντας άλλωστε πως πολύ εύκολα θα το έκανε λιώμα το κουνούπι. Τότε το κουνούπι σάλπισε την έναρξη του πολέμου με το βούισμά του και άρχισε να επιτίθεται στο λιοντάρι τσιμπώντας το στη μύτη του και γύρω, εκεί που δεν έχει τρίχωμα. Το λιοντάρι προσπαθώντας να χτυπήσει το κουνούπι χτυπούσε το ίδιο του το πρόσωπο, και ύστερα από τη φαγούρα των δαγκωμάτων του κουνουπιού έξυνε και μάτωνε το πρόσωπό του με τα νύχια του. Αφού αυτό πήγε κάμποση ώρα, το λιοντάρι δεν άντεξε άλλο και είπε: παραδίνομαι! Νίκησες! Εσύ είσαι ο νικητής! Τότε το κουνούπι ξανά σάλπισε με το βούισμά του και έψαλε επινίκιο ύμνο· καθώς πετούσε τριγύρω για να δείξει τη χαρά του, μπλέχτηκε στο δίχτυ μιας αράχνης η οποία το έφαγε. Καθώς πέθαινε το κουνούπι είπε: "αλίμονο μου, κοιτάξτε τι έπαθα! Νίκησα το πιο δυνατό από όλα τα άγρια ζώα, το λιοντάρι, και νικήθηκα απο το πιό ευτελές πλάσμα, μια αράχνη!"