Αισώπου Μύθοι/Κύων κοιμώμενος και λύκος
Αἰσώπου Μῦθοι Κύων κοιμώμενος καὶ λύκος |
Κύων πρὸ ἐπαύλεώς τινος ἐκάθευδε. Λύκου δ’ ἐπιδραμόντος καὶ βρῶμα μέλλοντος θήσειν αὐτὸν, ἐδεῖτο μὴ νῦν αὐτὸν καταθῦσαι. «Νῦν μὲν γάρ, φησί, λεπτός εἰμι καὶ ἰσχνός· ἂν δὲ μικρὸν ἀναμείνῃς, μέλλουσιν οἱ ἐμοὶ δεσπόται ποιήσειν γάμους, κἀγὼ τηνικαῦτα πολλὰ φαγὼν πιμελέστερος ἔσομαι, καὶ σοὶ ἡδύτερον βρῶμα γενήσομαι.» Ὁ μὲν οὖν λύκος πεισθεὶς ἀπῆλθε· μεθ’ ἡμέρας δ’ ἐπανελθὼν εὗρεν ἄνω ἐπὶ τοῦ δώματος τὸν κύνα καθεύδοντα, καὶ στὰς κάτωθεν πρὸς ἑαυτὸν ἐκάλει, ὑπομιμνῄσκων αὐτὸν τῶν συνθηκῶν. Καὶ ὁ κύων· « Ἀλλ’, ὦ λύκε, εἰ τὸ ἀπὸ τοῦδε πρὸ τῆς ἐπαύλεώς με ἴδοις καθεύδοντα, μηκέτι γάμους ἀναμείνῃς.»
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν α̣νθρώπων, ὅταν περί τι κινδυνεύσαντες σωθῶσι, διὰ βίου τοῦτο φυλάττονται.
Στα νέα Ελληνικά
ΕπεξεργασίαΣε ένα εξοχικό σπίτι ο σκύλος κοιμότανε μπροστά απο την πόρτα. Ένας λύκος τον έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο, οπότε ήταν σε θέση να τον κατασπαράξει και να τον φάει. Λέει τότε ο σκύλος: «τι θα φας από εμένα, λύκε; δεν βλέπεις που είμαι πετσί και κόκκαλο; να με αφήσεις να παχύνω, και ξέρεις, σύντομα τα αφεντικά μου θα κάνουνε γάμο, τότε θα έχω μπόλικο φαγητό, θα παχύνω, και θα έχω μπόλικο κρέας να φας.» Του φάνηκε καλό αυτό του λύκου, τον άφησε, και ήρθε ύστερα απο μέρες να τον φάει. Τότε ο σκύλος κοιμότανε στο στο πάνω πάτωμα. Τον φωνάζει ο λύκος: «σκύλε, τώρα που πάχυνες, κατέβα να σε φάω, καθώς συμφωνήσαμε». «Εντάξει», απαντά ο σκύλος, «την άλλη φορά που θα με βρείς να κοιμάμαι κάτω μπροστά απο την πόρτα, φάε με κατευθείαν, μην περιμένεις να γίνει γάμος!»
Βεβαίως, ο σκύλος δέν ξανακοιμήθηκε ποτέ κάτω μπροστά απο την πόρτα. Κοιμόταν στο εξής πάντα στο επάνω πάτωμα.